H ραπτομηχανή είναι του Αντώνιου Κόγια την αγόρασε περίπου το 1912-1916.
Ο Τσαγκάρης αγόραζε τα δέρματα από διάφορα καταστήματα της Αθήνας της Πάτρας ή από τα βυρσοδεψεία της περιοχής του. Τα δέρματα που κατεργάζονταν οι βυρσοδέψες ήταν γίδινα, πρόβεια, χοιρινά, αλογίσια και βοδινά. Τα γίδινα και τα πρόβεια προορίζονταν για σαμάρια και φόδρες στο εσωτερικό των παπουτσιών, τα χοιρινά για φόδρες και πάτους παπουτσιών, τα αλογίσια για πάτους και για ψίδια το πάνω μέρος των παπουτσιών, τα βοδινά για γκέμια αλόγων για σόλες και για ψίδια παπουτσιών. Τα δέρματα που προορίζονταν για τσαρούχια ήταν αποκλειστικά βοδινά .
Διακρίνονταν σε τέσσερις κατηγορίες :
α) ουγγαρέζικα | β) βακέτες | γ) τελατίνια | δ) λουστρίνια
Ο πελάτης πήγαινε στο τσαγκάρικο για να παραγγείλει τα παπούτσια που θα ήταν σύμφωνα με το πόδι του. Ο τσαγκάρης τον έβαζε να πατήσει πάνω σε ένα χοντρό χαρτόνι για να κάνει τη στάμπα (να του πάρει μέτρα) ή και κατευθείαν πάνω σε χοντρό πετσί για να αποτυπώσει το πέλμα του.
Στην κατασκευή του παπουτσιού πρώτα έφτιαχναν το πάνω μέρος και μετά το κάτω για να μπορεί να δέσει καλά. Έπαιρνε ένα μολύβι και χάραζε το περίγραμμα του πέλματος, που θα χρησιμοποιούσε ως οδηγό (πατρόν) για την κατασκευή του παπουτσιού. Την εργασία αυτή την αναλάμβανε πάντοτε ο μάστορας γιατί το κόψιμο απαιτούσε πολύ μεγάλη προσοχή για λόγους οικονομίας. Αρχικά έκοβε με το λεπίδι το ψιλό δέρμα, του έκανε με το σουβλί τις τρύπες και έπειτα το έραβε με σπάγκο κερωμένο και χοντρή βελόνα. Όπως ήταν, το πήγαινε πάνω στο καλαπόδι και εκεί το κάρφωνε. Ακολουθούσε το κόψιμο του χονδρού δέρματος, για τη σόλα. Βέβαια, έβρεχε προηγουμένως το δέρμα για να μαλακώσει και έπειτα το κάρφωνε με το πάνω μέρος. Άφηνε πάνω στο καλαπόδι τα παπούτσια 3-4 μέρες για να πάρουν το σωστό σχήμα. Τα έβγαζε με πολλή προσοχή, έκανε εάν χρειαζόταν καμιά μικρό-επιδιόρθωση και ήταν έτοιμα για τον πελάτη του.