Γουρουνοτσάρουχο από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα από Καστανιά Καρδίτσας του 1900. Φορέθηκαν από τον Ιωάννη Γούλα.
Το πιο πρόχειρο και φτηνό πατούμενο ήταν εκείνη την εποχή το τσαρούχι από ρόδες αυτοκινήτων. Τις ρόδες τις προμηθεύονταν από την Αθήνα ή από τις γύρω μεγάλες πόλεις. Τις κρεμάγανε συνήθως σε μεγάλα δέντρα στην πλατεία και αφού κόβανε σε μια μεριά την ρόδα, την μία άκρη την καρφώναμε με μια 45 πρόκα στον κορμό του δένδρου. Μετά με τανάλιες ειδικές που τα χερούλια τους ήταν μακρόστενα, αρχίζανε να τραβάνε την ρόδα για να ξεχωρίσουν το από μέσα μέρος της ρόδας από το απόξω. Στο από μέσα μέρος ήταν τα λινά και στο απόξω τα τακούνια. Ήθελε υπομονή, μαεστρία και δύναμη. Το κάθε κομμάτι από ρόδα είχε την δική του ονομασία και χρήση. Οι «Πάντες» ήταν από ρόδα Ι.Χ. αυτοκινήτου, το «Κέντρο» από φορτηγού, τα «Φίνα» από μικρή ρόδα, και τα «Λινά» από μικρή ρόδα και αυτά λεπτά και ελαφρότερα.
Τα μέτρα τα περνάνε κατευθείαν από το πόδι του πελάτη, επάνω σε ένα χαρτόνι με το μολύβι σχημάτιζαν το περίγραμμα της πατούσας του και αυτό ήταν το μέτρημα για το τσαρούχι. Με το σουγλί κάνανε την τρύπα και εκεί ράβανε μόνο το μπροστινό μέρος με δέρμα, επάνω στη ρόδα έτσι που να χωράει το κουτουπιέ του ποδαριού, στο πίσω μέρος ράβανε μία λουρίδα από πετσί για να κρατάει το τσαρούχι. Με λίγα λόγια, τα δάκτυλα, το μπροστινό μέρος του ποδιού και η πατούσα ήταν προφυλαγμένα ενώ η φτέρνες ακάλυπτες, γυμνές και πληγώνονταν εύκολα από αγκάθια και κοφτερές ακονόπετρες.
Τα τσαρούχια από «πάντες» στοίχιζαν περίπου 15 με 20 δραχμές και από «κέντρα» 25 με 30 δραχμές.