Ήταν παπούτσια περίπου του 1930 που τα φορούσαν οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο δέρμα χοίρο, τα καλούμενα “γουρουνοτσάρουχα”.
Ήταν χαμηλά με μια μικρή μύτη στην άκρη τους, που αν και χοντροκομμένα θεωρούνται ελαφρά παπούτσια, τα οποία τους εξασφάλιζαν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη γι’ αυτό και τα φορούσαν άντρες και γυναίκες στις καθημερινές δουλειές.
Σε καλές περιστάσεις οι άντρες φορούσαν δερμάτινες μπότες και οι γυναίκες μποτίνια.
Τα κατασκεύαζαν συνήθως από ενιαίο τεμάχιο (κάποιες φορές και από δύο )που το αναδίπλωναν και το συγκρατούσαν στο πόδι τους με λωρίδες από το ίδιο δέρμα, γι’ αυτά που θα χρησιμοποιούσαν τους χειμερινούς μήνες από την κάτω πλευρά δεν ξυρίζανε το δέρμα αλλά το αφήνανε με τις τρίχες ώστε να μην γλιστρά στο χιόνι.
Τα πρώτα παπούτσια που έφτιαχνα με τον παππού ήταν γουρουνοτσάρουχα και από γαϊδουρόδερμα. Πρώτα τα αλατίζαμε, τα ράβαμε. Μετά τα καρφώναμε στα καλαπόδια και τους περνάγαμε τις σόλες. Το ράψιμο γινόταν με κλωστή κερωμένη και αρχίζαμε από την εσωτερική μεριά. Για δύο χρόνια κρατάγανε, μετά χρειαζότανε επισκευή ή μπάλωμα. Από καλαπόδια είχαμε πολλά και διαφορετικού μεγέθους. Τα καλοκαίρια με την ζέστη τα τσαρούχια ξεραίνονταν. Από τα γουρουνοσφάγια τις αποκριές μαζεύαμε το λίπος ή το αγοράζαμε, το λεγόμενο «βασιλικό» από το μπροστινό μέρος του γουρουνιού και το είχαμε πάντα πρόχειρο για τέτοιου είδους περιστατικά.