www.arxaiologia.gr
28/02/2021
Εικ. 1. Το μαρμάρινο τραπεζοφόρο με παράσταση κάπρου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κισάμου. Φωτογραφία Ηλ. Ηλιάδης.
Άρθρα: Διατροφή
«Cenae maiores» στην ελληνορωμαϊκή Κίσαμο
Με αφορμή την παράσταση κυνηγιού κάπρου σε μαρμάρινο τραπεζοφόρο
από ομάδα συντακτών
  • από Χριστίνα Παπαδάκη
  • Μιχάλης Μιλιδάκης
- Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 2013

Στους μικρούς Νίκο και Βασίλη

Στο άρθρο παρουσιάζονται συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες και επιλογές των εύπορων κοινωνικά τάξεων κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, με έναυσμα την ανάγλυφη διακόσμηση ενός μαρμάρινου τραπεζοφόρου που βρέθηκε τυχαία, πριν από έξι περίπου δεκαετίες (Πλάτων 1947, σ. 637), στην περιοχή του Κέντρου Υγείας Κισάμου (σημ. 1). Το βάθος της παράστασης ορίζεται από ένα μεγαλόκορμο, πλούσια φυλλωμένο δέντρο, το οποίο υπομνηματίζει το φυσικό περιβάλλον του στιβαρού κάπρου που καταλαμβάνει το πρώτο επίπεδο της σύνθεσης (για το δέντρο και τους συμβολισμούς του βλ. Παπαδάκη/Γκαλανάκη 2012 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία). Σχηματικά αποδοσμένες ανατομικές λεπτομέρειες ενισχύουν την απειλητική φύση του μεγαλόσωμου ζώου και υπαινίσσονται τις πολύπλευρες δυσκολίες της αιχμαλώτισής του.

Η απεικόνιση θηρευτικής πανίδας, συνήθως ως μέρος ευρύτερων συνθέσεων με σκηνές κυνηγιού, είναι μία από τις αρχαιότερες μορφές τέχνης (Guthrie 2005· Cauvin 2004· Leroi-Gourhan 1993). Το ενδιαφέρον αυτό ζήτημα επιδέχεται πολλές προεκτάσεις και αποτελεί αντικείμενο πολυάριθμων μελετών (βλ. μεταξύ άλλων Fleischer 1983· Anderson 1982· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004· Μαρκουλάκη 2011· Galanaki υπό έκδοση). Ζώα όπως ο ταύρος, το λιοντάρι, ο αίγαγρος και ο κάπρος εγγράφονται στην (απ)εικονιζόμενη πραγματικότητα πολλών αρχαίων κοινωνιών, αποκαλύπτοντας τη σχέση ανταπόκρισής τους αφενός με τις εκάστοτε οικονομικές στρατηγικές και αφετέρου με τις ιδεολογικές αναφορές που ενισχύουν και συντηρούν το κύρος της άρχουσας τάξης (Dalby 2001, σ. 44· Cauvin 2004· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004, σ. 58-161). Η σύνδεση, εξάλλου, της κρεοφαγίας και των συναφών της δραστηριοτήτων, με την αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση, εξηγεί –τουλάχιστον ώς ένα βαθμό–, γιατί το κρέας λειτουργεί ως μέσο επίδειξης και διακριτικό σύμβολο της ελίτ, αλλά και γιατί τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες δεν έχουν πρόσβαση στις ίδιες ποσότητες κρέατος με τους ισχυρότερους ομολόγους τους (Fiddes 1991, 1994).

Η παράσταση του κισαμίτικου τραπεζοφόρου υπαινίσσεται το ιδιαίτερα αγαπητό στην αρχαία ελληνική τέχνη θέμα του κυνηγιού κάπρου (Kleiner 1972· Toynbee 1973· Anderson 1985· Σκαρλατίδου 1990-95· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004, σ. 92-161, εικ. 20α-δ, 21β, 22, πίν. 8). Το τελευταίο είναι το μοναδικό ανάμεσα σε εκείνα των μεγαλόσωμων θηραμάτων στο οποίο ο Ξενοφών αναφέρεται εκτενώς στον Κυνηγετικό του, ίσως επειδή απαιτεί, εκτός από θάρρος, γνώση, τακτική, και ομαδικό πνεύμα (Κυνηγετικός 10.1-23· Anderson 1985, σ. 51-55· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004, σ. 84 και σημ. 349· Καβρουλάκη 2012, σ. 24) (σημ. 2). Προπάντων, όμως, η σύνθεση εναρμονίζεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας στιγμιότυπα από τη βουκολική, αλιευτική και θηρευτική ζωή, συνήθως σε συνδυασμό με θέματα από τον διονυσιακό κύκλο, κοσμούν τα δάπεδα (Μαρκουλάκη 2011), τους τοίχους, τη σκευή και την επίπλωση επίσημων χώρων (Τιβερίου 1993· Μιλιδάκης/Παπαδάκη υπό έκδοση), που προορίζονταν για συμπόσια, επιβεβαιώνοντας την κοινωνική καταξίωση και τη γενναιοδωρία του οικοδεσπότη (Τιβερίου 1993, σ. 207). Στο πλαίσιο αυτό, ένα κομψό τραπέζι, διακοσμημένο με θέματα που άπτονται της χρήσης του, μετουσιώνεται σε συνοδό σύμβολο κύρους και συνδράμει στη δημιουργία μιας ευχάριστης ατμόσφαιρας που υμνεί τον ανέμελο, ειρηνικό και γεμάτο απολαύσεις τρόπο ζωής (Τιβερίου 1993, σ. 207).

Τα «Greco more» συμπόσια ήταν ένα ευρέως διαδεδομένο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που στόχευε στην κοινωνική προβολή και την πολιτική καταξίωση των εύπορων πολιτών (Ackerman 1993· Dunbabin 1996, 1998, 2003· Kοnig 2012, σ. 17, 20-23). Παρεμφερής ήταν, εξάλλου, και ο ρόλος των επαύλεων, όπου και διεξάγονταν τα συμπόσια (Ζαρμακούπη 2010). Ο ελληνιστικών καταβολών αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τους ευνοούσε καταρχήν τη θεατρικού τύπου αναψυχή των πλούσιων ιδιοκτητών τους, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές τους επιδιώξεις (Wallace-Hadrill 1988· Ζαρμακούπη 2010). Εκτός από τα τρικλίνια (Bober 1999, σ. 180-181), συμπόσια διεξάγονταν, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και στους εσωτερικούς κήπους των επαύλεων, όπου η διακοσμητική βλάστηση, η εντυπωσιακή «αρχιτεκτονική του νερού» και ο δροσερός αέρας δημιουργούσαν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα (Nielsen 2001· Purcell 2001· Laurence 2009, σ. 91· Ζαρμακούπη 2010, σ. 52-54). Η ψυχαγωγία και ο γαστρονομικός εντυπωσιασμός των συνδαιτυμόνων ήταν από τα βασικότερα μελήματα του οικοδεσπότη. Το συμπόσιο, εξάλλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η γιορτή των αισθήσεων, καθώς πραγματοποιούνταν σε καλαίσθητο περιβάλλον και περιλάμβανε άφθονα γευστικά εδέσματα, ποικίλα αρωματικά κρασιά, μουσική και ερωτικές απολαύσεις (Laurence 2009, σ. 88, 90 κ.εξ.· Dalby 2001). Εξάλλου, η Ρώμη, ως ανερχόμενη δύναμη, δεχόταν ολοένα και περισσότερες γαστριμαργικές επιρροές από τον μεσογειακό κόσμο, ο οποίος, κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους, ήταν περισσότερο ενοποιημένος από ποτέ (Dalby 2001, σ. 277-278). Αρκετές είναι οι σχετικές με τη διατροφή μελέτες της εποχής, όπως του Γαληνού, του Διοσκουρίδη του Αναβαρζέως, του Πλίνιου και φυσικά του Αθήναιου, του γνωστού αφηγητή των Δειπνοσοφιστών (Dalby 2001, σ. 288-306). Διάφορα, στην πλειονότητά τους πολυτελή, εδέσματα κατονομάζονται επίσης στη Historia Augusta (Dalby 2001, σ. 307), ενώ καθημερινά και πιο κοινότυπα είδη διατροφής καταγράφονται στο Έδικτον των Τιμών του Διοκλητιανού (Dalby 2001, σ. 307). Η μόνη, ωστόσο, πηγή που αφορά αποκλειστικά στη ρωμαϊκή μαγειρική και κουζίνα δεν είναι άλλη από τη συλλογή συνταγών του Απίκιου, φημισμένου καλοφαγά των πρώτων αυτοκρατορικών χρόνων (Dalby 2001, σ. 307-309).

Η ποικιλία των διαθέσιμων προϊόντων από κάθε σημείο της διευρυμένης ρωμαϊκής επικράτειας, και όχι μόνο (σημ. 3), ήταν, για τα ευπορότερα κοινωνικά στρώματα, μια πρό(σ)κληση για την αναζήτηση νέων γευστικών εμπειριών. Στο πλαίσιο αυτό, από τον 1ο αι. μ.Χ., παρατηρείται μια αυξημένη τάση λαιμαργίας, με αποτέλεσμα τα δείπνα των πλούσιων Ρωμαίων να περιλαμβάνουν μια πανδαισία εδεσμάτων που τα χαρακτήριζε η γαστρονομική υπερβολή (Laurence 2009, σ. 87, 96). Οι χοίροι (σημ. 4), οι γαλαθηνοί, όπως αποκαλούνταν τα γουρουνάκια του γάλακτος (Καβρουλάκη 2012, σ. 105-108), και, κυρίως, οι κάπροι ή σύαγροι (Καβρουλάκη 2012, σ. 24-25) ήταν μια λαχταριστή λιχουδιά και σερβίρονταν ολόκληροι, σε πολυτελείς πιατέλες, παραγεμισμένοι με μικρότερα ζώα (Dalby 2001, σ. 101, 307 και σημ. 28). Ο Πλίνιος (Φυσική Ιστορία 8.210) αναφέρει ότι ενώ σε παλαιότερες εποχές δύο με τρεις αγριόχοιροι ήταν αρκετοί για ένα πλούσιο δείπνο, στις μέρες του μόλις που έφταναν για ορεκτικό (Gowers 1993, σ. 16-17). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι για την εξασφάλιση των επιθυμητών ποσοτήτων κρέατος κάπρου, φημισμένοι καλοφαγάδες, όπως ο Ορτένσιος και ο Λούκουλος, εξέτρεφαν αγριόχοιρους (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 8.210· Laurence 2009, σ. 96· Gowers 1993, σ. 20), συχνά σε ειδικά διαμορφωμένες και περιφραγμένες εκτάσεις (Blanck 2004, σ. 156). Η επιδεικτική χλιδή, ο θεατρικός χαρακτήρας των συμποσίων και η λαιμαργία των συνδαιτυμόνων έφτασαν σε τέτοιο βαθμό υπερβολής ώστε γράφτηκαν ακόμη και σχετικές σάτιρες (σημ. 5). Έτσι, ο Πετρώνιος, σχολιάζοντας ένα δείπνο του Τριμαλχίωνα, κάνει λόγο για ζωντανές τσίχλες που πετάχτηκαν έξω από έναν ολόκληρο ψητό παραγεμισμένο κάπρο (Σατυρικόν, 40.10-15) αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τους καλεσμένους (Buecheller 1958· Ruden 2000· Blanck 2004, σ. 157-158). O Γιουβενάλης (Σάτυρα 5.114-18), αναφερόμενος στα «cenas maiores» της εποχής του, περιγράφει ένα πλούσιο συμπόσιο στο οποίο η υπερβολή είχε λάβει «επικές» διαστάσεις, καθώς ο σερβιριζόμενος κάπρος ήταν αντάξιος με αυτόν της Καλυδώνας (Gowers 1993, σ. 213, 216). Ενδεικτική της αξίας του κρέατος κάπρου είναι και η κάπως «πονηρή» συμβουλή του Λυγκέως στους Δειπνοσοφιστές: «το κατσικίσιο κρέας δώσε το στα παιδιά και κράτα τον αγριόχοιρο για σένα και τους φίλους σου» (Dalby 2001, σ. 106 όπου και οι σχετικές αναφορές).

Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι η ρωμαϊκή Κίσαμος δεν υστερούσε σε τίποτα από τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Η παράσταση του εξεταζόμενου τραπεζοφόρου δεν αποτελεί ένα τυχαία επιλεγμένο εικονογραφικό μοτίβο, αλλά μία απτή μαρτυρία που, μολονότι αποκομμένη από το αρχαιολογικό της περιβάλλον, δε μπορεί παρά να σχετίζεται με τα συμπόσια και τις γαστρονομικές επιλογές των ανώτερων κοινωνικά τάξεων της πόλης. Η εύρεσή του, εξάλλου, στην περιοχή του τοπικού Κέντρου Υγείας, όπου εντοπίζεται η «συνοικία» των εύπορων Ρωμαίων, αν και τυχαία, καθιστά πιθανή την αρχική χρήση του τραπεζοφόρου στο αίθριο (atrium) κάποιας από τις εκεί σωζόμενες πολυτελείς επαύλεις (Μαρκουλάκη 2009, σ. 341, 352-366, εικ. 3, 8, για την κατοικία με atrium βλ. μεταξύ άλλων Wallace-Hadrill 1997· Purcell 2001). Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τρικλίνια των επαύλεων αυτών ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά δάπεδα που φέρουν παραστάσεις με είδη διατροφής και εδέσματα, στα οποία περιλαμβάνεται και ολόκληρο γουρουνόπουλο ή μικρός κάπρος σερβιρισμένος σε μεγάλη πιατέλα (Μαρκουλάκη υπό δημοσίευση) (σημ. 6). Αξιοσημείωτη είναι εξάλλου και η συχνή παρουσία δοντιών κάπρου κατά τις ανασκαφές των ίδιων αυτών επαύλεων (σημ. 7). Τα παραπάνω συμβάλλουν, με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο, στην κατανόηση των διατροφικών συνηθειών, αλλά και του τρόπου ζωής, των ευπορότερων πολιτών της ελληνορωμαϊκής Κισάμου, ενώ αντικατοπτρίζουν την προσήλωση της καλλιτεχνικής παραγωγής στις επιταγές των εκλεπτυσμένων «αναγκών» τους και γενικά την ευημερία αυτής της σπουδαίας πόλης-λιμανιού ιδιαίτερα κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ.

 

Μιχάλης Μιλιδάκης, Αρχαιολόγος

Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολόγος

 

* Ευχαριστούμε θερμά τις Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη και Στ. Μαρκουλάκη για την άδεια μελέτης του τραπεζοφόρου. Επίσης, τις Στ. Μαρκουλάκη και Κ. Γκαλανάκη για τις παρατηρήσεις τους στο κείμενο, που πρόκειται να συμπεριληφθεί, σε αγγλική μετάφραση, στα πρακτικά του 36ου Διεθνούς Συνεδρίου της Commission on the Anthropology of Food (ICAF), που πραγματοποιήθηκε στο Καμηλάρι Ηρακλείου Κρήτης, τον Ιούνιο του 2013, με θέμα «Food and Art».

 

Σημειώσεις
  1. Η χρονολόγηση του αντικειμένου, που εκτίθεται στην Αίθουσα Ελληνορωμαϊκών Επαύλεων του Αρχαιολογικού Μουσείου Κισάμου (Μαρκουλάκη 2012), τοποθετείται, με βάση τη μέχρι τώρα μελέτη του που βρίσκεται σε εξέλιξη, στον 2o αι. μ.Χ. Ο ιδιαίτερα συντηρητικός τύπος του, ωστόσο, εγγράφεται σε «παραδόσεις» κυρίως των ελληνιστικών αλλά και των κλασικών χρόνων (Richter 1926· Μπακαλάκης 1948· Cohon 1989).
  2. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα ο κυνηγός έπρεπε να χτυπήσει το βαρύ ζώο ανάμεσα στη σπάλα και τον κορμό, οπότε αποκόπτονταν το βραχιόνιο πλέγμα του μπροστινού ποδιού και παρέλυε (βλ. και Κράλλης 2008). Το μελετημένο αυτό χτύπημα δεν ήταν καθόλου εύκολο και εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τον κυνηγό. Ας μην ξεχνάμε το τραύμα που απέκτησε ο καθόλα ικανός ομηρικός Οδυσσέας στο μυητικό γι’ αυτόν κυνήγι του κάπρου (τ 457 κ.εξ.).
  3. Μεταξύ άλλων, εισήγαγαν τουρσιά από την Ισπανία, λουκάνικα από τη Γαλατία, ρόδια από τη Λιβύη, στρείδια από τη Βρετανία, καρυκεύματα από την Ινδονησία, πουλερικά και σπάνια είδη ζώων από κάθε σημείο του τότε γνωστού κόσμου (Tannahill 1973, σ. 94). Ο Πλίνιος (Φυσική Ιστορία 15. 105) περιγράφει «θεατρικά» πιάτα με εδέσματα από την Ινδία, την Αίγυπτο, την Κρήτη και την Κυρηναϊκή (Gowers 1993, σ. 20).
  4. Το χοιρινό ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στα ρωμαϊκά χρόνια επειδή η εκτροφή χοίρων συνδύαζε την αυξημένη απόδοση, το χαμηλό κόστος και την εύκολη συντήρηση του κρέατος σε ειδικά πήλινα αγγεία, γνωστά ως «seria» (Bober 1999, σ. 181• Thurmond 2006, σ. 209-210, για τις τεχνικές διατήρησης βλ. 210-222, Beer 2010, σ. 25• Καβρουλάκη 2012, σ. 105-106). Το παστό ή καπνιστό χοιρινό ήταν μια αγαπημένη λιχουδιά που συνοδευόταν με λαχανικά, όπως φασόλια, μπιζέλια, γογγύλια, και ξίδι (Bober 1999, σ. 181). Ο Αθήναιος από την Αττάλεια, που έζησε στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., και δεν πρέπει να συγχέεται με τον γαστρονομικό συγγραφέα, μάς πληροφορεί ότι «το χοιρινό κρέας είναι χειρότερο από την άνοιξη μέχρι τη φθινοπωρινή δύση των Πλειάδων, ενώ η καλύτερη εποχή του είναι από εκείνη την στιγμή μέχρι την άνοιξη» (Dalby 2001, σ. 283).
  5. Την ίδια στιγμή, η διατροφή των φτωχών ήταν ιδιαίτερα λιτή, όπως αναφέρουν οι γραπτές μαρτυρίες και τεκμαίρουν αρχαιολογικά κατάλοιπα σαν τις φτωχικές και μικρές, έως ανύπαρκτες, κουζίνες των οικιών της Πομπηίας και της Όστιας (Blanck 2004, σ. 158-159). Η καθημερινή τους δίαιτα περιλάμβανε κυρίως σπόρους, ψωμί με άχυρο, χυλό από γάλα και βρώμη, κεχρί, σύκα, ελιές, ωμά φασόλια και τυρί. Μαγείρευαν μάλλον σπάνια και ο τροφοπαρασκευαστικός τους εξοπλισμός ήταν φτωχικός και «πρωτόγονος», ώστε υπήρχε πάντα ο αυξημένος κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς στις πυκνοκατοικημένες φτωχογειτονιές και στις πολυκατοικίες. Συνήθως αγόραζαν κομμάτια ψητού χοιρινού ή παστά ψάρια από τα ευρέως διαδεδομένα, ταπεινά μαγειρεία, τις «tavernae» (Tannahill 1973, σ. 93).
  6. Ευχαριστούμε θερμά τη Σταυρούλα Μαρκουλάκη που μας απέστειλε τη σχετική, υπό δημοσίευση εργασία της, καθώς και για την πάντα πολύτιμη και απλόχερη βοήθειά της.
  7. Μαρκουλάκη Σταυρούλα: προφορική πληροφόρηση.
Βιβλιογραφία
Ackerman 1993: Ackerman J.S., The Villa: Form and Ideology of Country Houses, Princeton.
Anderson 1982: Anderson J.K., Hunting in the Ancient World, Berkeley.
Beer 2010: Beer M., Taste or Taboo, Dietary Choices in Antiquity, Prospect Books, Devon.
Bober 1999: Bober Ph., Art, Culture and Cuisine, Ancient and Medieval Gastronomy, University of Chicago Press, Chicago.
Blank 2004: Blank H., Εισαγωγή στην ιδιωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, μετάφραση: Α. Μουστάκα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.
Buecheller 1958: Buecheller F. (επιμ.-σχόλια), Petronii Satyrae, Weidmannsche Verlagssbuchhandlung, Berlin.
Cohon 1989: Cohon R.M., Greek and Roman Stone Tables Supports with Decorative Reliefs, New York University.
Cauvin 2004: Cauvin J., Γέννηση των Θεοτήτων. Γέννηση της Γεωργίας, μετάφραση: Πρέβε Σ., επιστημονική επιμέλεια: Κόπακα Κ., Λιανέρης Ν., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
Dalby 2001: Dalby A., Σειρήνια Δείπνα. Ιστορία της Διατροφής και της Γαστρονομίας στην Ελλάδα, απόδοση στα ελληνικά: Πατρικίου Ε., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
Dunbabin 2003: Dunbabin K.M.D., The Roman Banquet: Images of Conviviality, Cambridge.
Dunbabin 1998: Dunbabin K.M.D., «Ut Greco more bibentur: Greeks and Romans on the Dining Couch», στο Nielsen I., Sigismund Nielsen H. (επιμ.), Meals in a Social Context: Aspects of the Communal Meal in the Hellenistic and Roman World, Aarhus, σ. 81-101.
Dunbabin 1996: Dunbabin K.M.D., «Convivial Spaces: Dining and Entertainment in the Roman Villa», Journal of Roman Archaeology 9 (1996), σ. 66-80.
Ζαρμακούπη 2010: Ζαρμακούπη Μ., «Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των ρωμαϊκών επαύλεων γύρω από τον Κόλπο της Νάπολης», Αρχαιολογία και Τέχνες 114, σ. 50-58.
Fiddes 1994: Fiddes N., Meat: A Natural Symbol, Routledge.
Fiddes 1991: Fiddes N., «The Social Aspects of Meat Eating», Proceedings of the Nutrition Society, 53 (1994), σ. 271-280.
Galanaki υπό έκδοση: Galanaki C., Gods, Daemons and Mortals in Bronze Sphyrelaton from Idaean Cave. An Iconographical Approach, INSTAP Academic Press.
Fleisher 1983: Fleisher R., «Der Klagefrauensarkofag aus Sidon», Istanbuler Forschungen 34 (1983), σ. 30-35.
Gowers 1993: Gowers E., The Loaded Table: Representation of Food in Roman Literature, Clarendon Press, Oxford.
Guthrie 2005: Guthrie R.D., The Nature of Paleolithic Art, The University of Chicago Press.
Καβρουλάκη 2012: Καβρουλάκη Μ., Λεξικό Ελληνικής Γαστρονομίας, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα.
Kleiner 1972: Kleiner F.S., «The Kalydonian Hunt: A Reconstruction of a Painting from the Circle of Polygnotos», Antike Kunst 15 (1972), σ. 7-19.
König 2012: König J., Saints and Symposiasts, the Literature of Food and the Symposium in Greco-Roman and Early Christian Culture, Cambridge University Press, New York.
Κράλλης 2008: Κράλλης Ν., «Οι κάπροι που έγιναν έπη», εφημερίδα To Έθνος, 29.5.2008.
Laurence 2009: Laurence R., Roman Passions, a History of Pleasure in Imperial Rome, Continuum, New York.
Leroi-Gourhan 1993: Leroi-Gourhan Α., Οι θρησκείες της Προϊστορίας, μετάφραση: Λιανέρης Ν., Καρδαμίτσας, Αθήνα.
Μαρκουλάκη 2012: Μαρκουλάκη Στ., «Το Νέο Μουσείο Κισάμου και οι Αρχαιολογικές Νησίδες της Ελληνορωμαϊκής Πόλης», στο Ανδριανάκης Μ./Βαρθαλίτου Π./Τζαχίλη Ι. (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 2, Ρέθυμνο, σ. 576-585.
Μαρκουλάκη 2011: Μαρκουλάκη Στ., «Διονυσιακό Ψηφιδωτό στο Μουσείο Κισάμου», στο Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη Μ., Παπαδοπούλου Ε. (επιμ.), Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά.
Μαρκουλάκη 2009: Μαρκουλάκη Στ., «“Αριστοκρατικές” Αστικές Επαύλεις στην Ελληνορωμαϊκή Κίσαμο», στο Λούκος Χρ./Ξιφαράς Ν./Πατεράκη Κλ. (επιμ.), Ubi Dubium Ibi Libertas. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νικόλα Φαράκλα, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο, σ. 337-380.
Μαρκουλάκη υπό δημοσίευση: «“Λουκούλλεια γεύματα” μέσα από τα ψηφιδωτά της αρχαίας Κισάμου», Πρακτικά του 1ου Συμποσίου Γαστρονομίας, Χανιά.
Μιλιδάκης/Παπαδάκη υπό έκδοση: Μιλιδάκης Μ./Παπαδάκη Χ., «Μαρμάρινο Τραπεζοφόρο από την Κίσαμο», Πεπραγμένα του 11ου Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο.
Μπακαλάκης 1948: Μπακαλάκης Γ., Ελληνικά Τραπεζοφόρα, University of Mississippi and Johns Hopkins Studies in Archaeology 39, χ.ε., Thessaloniki.
Nielsen 2001: Nielsen I., «The Gardens of Hellenistic Palaces», στο Nielsen I. (επιμ.), The Royal Palace, Institution in the First Millennium BC Monographs of the Danish Institute at Athens 4, Athens, σ. 165-187.
Παπαδάκη/Γκαλανάκη 2012: Παπαδάκη Χ./Γκαλανάκη Κ., «ΥΓ; Αμφορέας από τα Αϊτάνια Πεδιάδος με Απεικόνιση “Δέντρου της Ζωής”», στο N.Chr. Stampolidis/A. Kanta/A. Giannikouri (επιμ.), Athanasia. The Earthly, the Celestial and the Underworld in the Mediterranean from the Late Bronze Age and the Early Iron Age, International Archaeological Conference, Ηράκλειο, σ. 335-340.
Πλάτων 1947: Πλάτων Ν., «Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά τα έτη 1941-1947», Κρητικά Χρονικά Ι, 1947, σ. 631-647.
Purcell 2001: Purcell N., «Dialectical Gardening», Journal of Roman Archaeology 14 (2001), σ. 546-556.
Richter 1926: Richter G.M.A., Ancient Furniture, a History of Greek, Etruscan and Roman Furniture, Clarendon Press.
Ruden 2000: Ruden S. (μετάφραση-σχόλια), Petronius, Satyricon, Hackett Publishing Company, Indianapolis 2000.
Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004: Σαατσόγλου-Παλιαδέλη X., Βεργίνα. Ο Τάφος του Φιλίππου. Η Τοιχογραφία με το Κυνήγι, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 231, Αθήνα.
Σκαρλατίδου 1990-95: Σκαρλατίδου Ε., «Ένας νέος κιονωτός κρατήρας του Λυδού», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 23-28 (1990-95), σ. 175-198.
Tannahill 1973: Tannahill R., Food in History, Stein and Day, New York.
Thurmond 2006: Thurmond D., A Handbook of Food Processing in Classical Rome, Leiden, Brill, Boston.
Τιβερίου 1993: Τιβερίου-Στεφανίδου Θ., Τραπεζοφόρα με Πλαστική Διακόσμηση: η Αττική Ομάδα, στο Κυπραίου Ε. (γενική επιμέλεια), Υπουργείο Πολιτισμού, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου αρ. 50, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα.
Toynbee 1973: Toynbee M.C., «Animals in Roman Life and Art», στο Scullard H.H. (επιμ.), Aspects of Greek and Roman Life, Thames and Hudson, London.
Wallace-Hadrill 1998: Wallace-Hadrill A., «The Social Structure of the Roman House», Papers from the British School at Rome 56 (1988).
Wallace-Hadrill 1997: Wallace-Hadrill A., «Rethinking the Roman atrium House», στο Laurence R., Wallace-Hadrill A. (επιμ.), Domestic Space in the Roman World: Pompeii and Beyond, Journal of Roman Archaeology Supplementary Series 22, Portsmouth RI 1997, σ. 219-240.