www.arxaiologia.gr
20/03/2023
Εικ. 1. Αναπαράσταση του προϊστορικού συμπαγούς τρυπανιού (στέλεχος από βελανιδιά και αιχμή από λαξευμένο με πίεση πυριτόλιθο προσαρτημένη με κόλλα από κερί και ρετσίνι) με τα βοηθητικά σύνεργα (προστατευτικό παλάμης από ψαμμίτη και δοξάρι από πικροδάφνη με δερμάτινη χορδή).
Άρθρα: Τεχνολογία
Προϊστορικές τεχνικές και μέθοδοι κατεργασίας του λίθου (Μέρος Β´)
Η (διαλεκτική) σχέση τους με παρεμφερείς-νεότερες τεχνολογίες και συναφείς προσεγγίσεις
από Χρήστος Ματζάνας Αρχαιολόγος - Δευτέρα, 29 Απριλίου 2013

Στο πρώτο μέρος του άρθρου, παρουσιάστηκε η κωδικοποίηση των τεχνικών και μεθόδων που αφορούν κυρίως στην κατεργασία του λίθου και η ταξινόμησή τους προκειμένου να δοθεί το πλαίσιο για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι συνέχιζαν να κατασκευάζουν λίθινα εργαλεία ή παρεμφερή αντικείμενα χρησιμοποιώντας τις προϊστορικές τεχνικές. Επίσης, παρουσιάστηκε ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν γενικότερα τα λίθινα προϊστορικά εργαλεία πριν και μετά την ανάπτυξη των επιστημονικών μεθόδων, στο πλαίσιο των αρχαίων αλλά και των παραδοσιακών κοινωνιών, και το πώς η γνώση αυτών των τελευταίων μέσω της εθνογραφικής γενικότερα προσέγγισης μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση των διαφόρων πτυχών του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού των παλαιότερων κοινωνιών.

Διαχρονία και αλληλεξάρτηση τεχνικών

Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η τεχνική του συμπαγούς τρυπανιού (εικ. 1-13) (σημ. 1). Απλή και πρακτική, γνώρισε μεγάλο φάσμα εφαρμογών. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε, ήδη από την Άνω Παλαιολιθική εποχή (σημ. 2), για τη διάτρηση αντικειμένων, κυρίως κοσμημάτων από λίθο, οστό, δόντι, φίλντισι και σεντέφι ή μάργαρο. Στο τέλος της Προϊστορίας και κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας χρησιμοποιήθηκε στην κατεργασία των σφραγιδόλιθων, ενώ στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια το τρυπάνι χρησιμοποιείται περισσότερο από ποτέ άλλοτε στη γλυπτική για την κατασκευή των γνωστών «κεντητών» ή «δαντελωτών» κιονόκρανων (ΙΕΕ, σ. 384) με τη μέθοδο της υποσκαφής όπως και άλλων έργων τέχνης (ΙΕΕ, σ. 378-379). Άλλωστε, ο Πολυδεύκης αναφέρει το τρύπανο και την αρίδα ανάμεσα στα σύνεργα του χτίστη (σημ. 3). Σχετική είναι επίσης η πιθανή έμμεση αναφορά από τον Ησύχιο στη διαδικασία σκλήρυνσης με βαφή (χάλκευσις) των τρυπάνων (σημ. 4). Όπως είναι γνωστό, ο χάλυβας γίνεται ακόμα πιο σκληρός όταν πυρακτωθεί (750-900ο) και βυθιστεί απότομα σε κρύο νερό. Ο Όμηρος περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο την τύφλωση του Πολύφημου παραβάλλοντάς την με τον τρόπο που ο χαλκιάς βουτά το πυρωμένο σίδερο μέσα στο κρύο νερό για να το βάψει (ι 391-393) (σημ. 5).

Οι μικρές διαμπερείς κλεψυδροειδούς διατομής οπές των προϊστορικών κοσμημάτων, όσον αφορά τη μέθοδο γίνονταν πολλές φορές με εναλλασσόμενη διάτρηση από τις δύο όψεις του αντικειμένου, και όσον αφορά την τεχνική, ανοίγονταν είτε με έναν απλό οπέα (εικ. 14), είτε με ένα λεπτό συμπαγές ξύλινο τρυπάνι, το άκρο του οποίου στελέχωνε μια μακρόστενη θρυαλλίδα ή εκγλύφανο από σκληρό λαξεμένο λίθο. Η περιστροφή του τρυπανιού αυτού μπορούσε κάλλιστα να γίνει με απλό γύρισμα ανάμεσα στις παλάμες ή και από την παλινδρομική κίνηση ενός δοξαριού. Η παλαιότερη αναφορά στην τεχνική αυτή γίνεται από τον Όμηρο (ι 382-387), όταν παραβάλλει τη σκηνή της τύφλωσης του Πολύφημου με τον τρόπο με τον οποίο ο ξυλουργός (βλ. και Φροντιζί-Ντυκρού 2002, σ. 62) χειρίζεται το συμπαγές τρυπάνι:

Οι μεν μοχλόν ελόντες ελάινον, οξύν επ’ άκρω,

οφθαλμώ ενέρεισαν· εγώ δ’ εφύπερθεν ερεισθείς

δίνεον, ως ότε τις τρυπώ δόρυ νήιον ανήρ

τρυπάνω, οι δε τ’ ένερθεν υποσσείουσιν ιμάντι

αψάμενοι εκάτερθε, το δε τρέχει εμμενές αιεί.

 

Και αφού τον πάλο σήκωσαν το μυτερό στην άκρη

στο μάτι του τον έχωσαν. Κι εγώ από πάνω τότε

πέφτοντας του τον έστριβα, έτσι όπως με τρυπάνι

τρυπάει το καραβόξυλο τεχνίτης και από κάτω

το στρέφουν άλλοι με λουρί στο’ να και στ’ άλλο μέρος

κι αυτό γυρίζει αδιάκοπα (μετάφραση Ζ. Σιδέρη).

Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η περιστροφή του τρυπανιού γίνεται με το εναλλασσόμενο τράβηγμα ενός ιμάντα από δύο βοηθούς του τεχνίτη, μέθοδος που εφαρμοζόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια και στους πολιτισμούς των Εσκιμώων, στη Σιβηρία, καθώς και σε μερικούς λαούς της Ασίας (π.χ. Ινδία). Σίγουρα όμως είναι πιο πρακτική η περιστροφή του τρυπανιού από ένα και μόνο άτομο με δοξάρι, μέθοδος γνωστή, όπως εικάζεται, τουλάχιστον από τη Νεολιθική εποχή και την Εποχή του Χαλκού (Treuil 1983, σ. 173) (σημ. 6) και πολλές φορές απεικονιζόμενη στην αρχαία τέχνη (σημ. 7).

Η παλαιότερη απεικόνιση για τα ελληνικά δεδομένα της διαδικασίας αυτής προέρχεται από ανάγλυφο τηνιακό πίθο του 7ου αι. π.Χ. Έχει ερμηνευτεί (Κοντολέων 1953, σ. 265, εικ. 9) και είναι πολύ πιθανό ότι πρόκειται για παράσταση ανάμματος φωτιάς με τριβή, η οποία παρουσιάζει την ίδια διαδικασία με τη διάτρηση (Ματζάνας 1999α). Συγκεκριμένα, κάτω αριστερά της κυρίως παράστασης απεικονίζεται τρίποδας, μπροστά από τον οποίο υπάρχει οκλάζων πτερωτός δαίμονας ο οποίος κρατά πυρείο με το οποίο ανάβει τη φωτιά κάτω από το λέβητα του τρίποδα (Κοντολέων 1953, σ. 265).

Ο ιμάντας αυτός, όπως άλλωστε και η χορδή του δοξαριού που περιελίσσεται γύρω από το τρυπάνι και του δίνει την εναλλασσόμενη περιστροφή, μπορεί, εκτός από δέρμα ή φυτικές ίνες, να είναι μια λωρίδα ή ένα επίμηκες κουρέλι από στρεπτό μάλλινο, λινό ή βαμβακερό ύφασμα. Το γεγονός ότι είναι στρεπτό και συμπυκνωμένο του προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αντοχή. Άλλωστε, το στριφτό βουδόπετσο (βοός ρινοίο τετευχώς) παραδίδεται και από τον Όμηρο (μ 423), ενώ η χρήση του για την κατασκευή σχοινιών και βρόγχων έχει τεκμηριωθεί και αρχαιολογικά (Γαρουφαλής 1999, σ. 35). Είναι πολύ πιθανό χορδή από αυτές τις πρώτες ύλες να χρησιμοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο ήδη από την Προϊστορία, με εξαίρεση ίσως το βαμβάκι (σημ. 8).

Η διάτρηση και σε γενικές γραμμές η διαμόρφωση με λείανση των λίθινων εργαλείων, τεχνική που εφαρμόστηκε κατά τη Νεολιθική εποχή και την Εποχή του Χαλκού, απαιτεί τη χρήση της άμμου ως βοηθητικού μέσου. Η χρήση αυτή θα ήταν προαιρετική –ανάλογα με το υλικό προς διάτρηση– στην περίπτωση του συμπαγούς τρυπανιού ή όταν διαμορφώνεται με λείανση ένα εργαλείο, και οπωσδήποτε θα ήταν απαραίτητη στην περίπτωση που η κατεργασία αφορά λαξεμένα προσχέδια πελέκεων από σκληρούς πυριτικούς λίθους, όπως ο πυριτόλιθος (βλ. Desruisseaux 1990, σ. 164, εικ. 164). Λειαντικό μέσο χρησιμοποιήθηκε και αργότερα στο πλαίσιο της αγαλματοποιίας των ιστορικών χρόνων αλλά και της σφραγιδογλυφίας. Η χρήση της χαλαζιακής άμμου (σημ. 9) ως βοηθητικού μέσου είναι πολύ σημαντική και στην κατεργασία των διαφόρων σκληρών ημιπολύτιμων λίθων που είναι πολύμορφες παραλλαγές του διοξειδίου του πυριτίου (SiO2) (σημ. 10).

Μια ενδιαφέρουσα λειτουργική αλληλοεπικάλυψη είναι η χρήση θρυαλλίδων που έχουν τη μορφολογία της αιχμής βέλους ή υπήρξαν πράγματι τέτοιες πριν χρησιμοποιηθούν στη διάτρηση. Επομένως γνώρισαν μια χρήση για την οποία δεν ήταν προορισμένες. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση νεολιθικής αιχμής από το Λέπρεο (εικ. 11) (Ματζάνας 2001γ, σ. 74· Moundrea-Agrafioti 2008, σ. 244-6). Στη συνέχεια αναλύεται η περίπτωση και δίνεται η «βιογραφία» δύο παρεμφερών με αυτήν αμφιπρόσωπων αιχμών με μίσχο και πτερύγια από την Αλγερία (7.000 χρόνια πριν). Οι αιχμές αυτές είναι τόσο παρόμοιες μεταξύ τους, όσον αφορά το μέγεθος, τη μορφολογία και το στυλ της επεξεργασίας, που θα πίστευε κανείς ότι έχουν κατασκευαστεί από το ίδιο πρόσωπο (Tixier κ.ά. 1976, σ. 22, εικ. 11-13). Η αιχμηρή απόληξή τους είχε αμβλυνθεί στη μία και έφερε ίχνη χρήσης στην άλλη. Η εξέταση σε στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, όπου η ακμή μεγεθύνεται συνήθως κατά 100-400 φορές, έδειξε την ύπαρξη κάθετων στις πλευρές του εργαλείου μικροεγχαράξεων. Άρα, η πρώτη από αυτές, όπως και η αιχμή από το Λέπρεο, είχε χρησιμοποιηθεί συστηματικά με περιστροφικό τρόπο. Θα μπορούσε επομένως κανείς να φανταστεί και στις δύο περιπτώσεις τούς χρήστες να βγάζουν τα βέλη τους από τη φαρέτρα και να τα χρησιμοποιούν για να τρυπήσουν κάποιο σκληρό υλικό, το οποίο στην περίπτωση της Αλγερίας ήταν προφανώς χάντρες από κέλυφος αυγού στρουθοκαμήλου, πτηνό που τότε ζούσε στις πεδιάδες της Σαχάρας πριν από τη σταδιακή ερημοποίησή της. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς και για αιχμή βέλους που βρέθηκε μαζί με πληθώρα στρογγυλών οστράκων από αγγεία και διάτρητων στο μέσο, ίσως από βέλος με την προαναφερόμενη αιχμή, σε χώρο της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου (τέλος 13ου-αρχές 12ου αι. π.Χ.) στη Μιδέα Αργολίδας (Demakopoulou κ.ά. 1997-1998, σ. 81).

Μεταβατικές και παρεμφερείς τεχνολογίες

Σημαντικό κεφάλαιο στη μελέτη των προϊστορικών τεχνολογιών που αφορούν γενικότερα στο λίθο είναι η εξέταση της διαχρονικότητας και της εξέλιξής τους. Αν για την προέλευση του τριβείου μπορεί να υποτεθεί μια παραλλαγή της χρήσης του σταθερού κρουστήρα (αμόνι), θα μπορούσαμε επίσης να υποθέσουμε ότι προηγήθηκε η χρήση του για την κατασκευή εργαλείων λειασμένου λίθου, στο πλαίσιο των μόνιμων εγκαταστάσεων του τέλους του τροφοσυλλεκτικού σταδίου. Δεν αποκλείεται η χρήση της άμμου ως βοηθητικού της λείανσης να έδωσε την ιδέα για το άλεσμα των δημητριακών.

Διδακτικός είναι ο παραλληλισμός του λίθου με την κατεργασία του ξύλου, που φαινομενικά δεν έχει σχέση με αυτήν της πέτρας. Το στάδιο της αδρομερούς κατεργασίας των όγκων του πετρώματος στο λατομείο, χάρη στην οποία ελαφρύνονταν ο λίθος από το περιττό βάρος, για ευκολότερη μεταφορά, ονομαζόταν στην αρχαιότητα πελέκησις (Ορλάνδος 1955, τ. 2, σ. 87, 120) (σημ. 11). Από τον όρο αυτό φαίνεται ότι το βασικό σύνεργο του λατόμου ήταν ο πέλεκυς (βαρειά λιθοτόμου) (σημ. 12). Ο πέλεκυς είναι ωστόσο ένας τύπος εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχήν, αν κρίνουμε από λίθινους λειασμένους πελέκεις της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, για το κόψιμο και την επεξεργασία του ξύλου. Πρέπει να πούμε ότι η διαδικασία πελέκησης ενός ξύλου με έναν λίθινο ή μεταλλικό πέλεκυ, η διαδικασία απόκρουσης ενός πετρώματος με τις μεθόδους και τεχνικές της Προϊστορίας για την κατασκευή εργαλείων αλλά και η πελέκηση ενός λίθου για οικοδομικούς λόγους, παρουσιάζουν σημαντικές αναλογίες τόσο ως προς το τελικό προϊόν, όσο και ως προς τα απορρίμματα της διαδικασίας (πελεκούδια, απολεπίσματα και αποκρούσματα) (εικ. 15) (σημ. 13). Με τη γενίκευση της χρήσης των μετάλλων, φαίνεται ότι η αναλογία αυτή με τον ξυλουργικό πέλεκυ υπερισχύει στο υποσυνείδητο των τεχνιτών και για το λόγο αυτό κατασκευάζονται και λατομικοί πελέκεις που μιμούνται τον κατ’ εξοχήν τύπο, τον ξυλουργικό. Ανάλογη μίμηση παρατηρείται και στην αρχιτεκτονική, όπου, κατά τον 7ο αι. π.Χ. κυρίως συντελείται μια διαδικασία διακοσμητικής απολίθωσης των ξύλινων λειτουργικών δομικών στοιχείων (ταινία επιστυλίου, τρίγλυφα, κανόνες, πρόμοχθοι, σταγόνες στον δωρικό, γεισήποδες στον ιωνικό ρυθμό) (πρβλ. Λαμπρινουδάκης 2008, σ. 90). Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των προδυναστικών (4η χιλιετία π.Χ.) πελέκεων από διορίτη και βασάλτη που χρησιμοποιήθηκαν για τη λατόμευση του σκληρού γνεύσιου σε πολλές περιοχές της Αιγύπτου στο πλαίσιο κατασκευής λίθινων αγγείων (Heldal κ.ά. 2009, σ. 238, εικ. 7). Πρόκειται για το φαινόμενο της μετάθεσης ή μεταχώρησης (πρβλ. Leroi-Gourhan 1973, σ. 29). Η κατασκευή λατομικών πελέκεων φαίνεται ότι θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια μέρους της αρχαιότητας (σημ. 14), γρήγορα, ωστόσο θα εγκαταλειφθεί όταν πλέον γίνει συνείδηση ότι λόγω της διαφορετικής φύσης του υλικού αποτελεσματικότερα για την πελέκηση των λίθων είναι εργαλεία με σημειακή ή επίπεδη επιφάνεια πρόσκρουσης, τύπου βαρείας που συνδυάζει την επίπεδη επιφάνεια της σφύρας με την οξεία ακμή του πέλεκυ, ή τύπου τυπίδος, όπως το σημερινό πικούνι με διπλή οξεία κωνική απόληξη (πρβλ. Ορλάνδος 1955, σ. 116, 117, εικ. 55, 56, 2).

Μεταβατικές και παράγωγες τεχνολογίες

Υπάρχουν τεχνικές και μέθοδοι οι οποίες αν και παραπέμπουν, πριν την οριστική τελειοποίησή τους, σε μια μακρά προϊστορία σταδίων εξέλιξης, χαρακτηρίζονται από μια περιορισμένη χρονική διάρκεια και για το λόγο αυτό η παρουσία των αντικειμένων που τις εκπροσωπούν είναι ιδιαίτερα σημαντική από τεχνολογικής απόψεως αλλά και όσον αφορά στη χρονολόγηση. Αυτά αποτελούν τα λεγόμενα χαρακτηριστικά ή καθοδηγητικά τέχνεργα (fossils directeurs). Μια από αυτές τις τεχνολογίες είναι η διάτρηση του λίθου με κοίλο τρυπάνι (Ματζάνας 1999). Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την κατασκευή εργαλείων και στη συνέχεια για τη δημιουργία έργων τέχνης. Όσον αφορά τα εργαλεία χαρακτηρίζονται από το λεγόμενο θηλυκό τρόπο στειλέωσης (Stordeur 1987, σ. 24), καθώς σκοπός της επέμβασης ήταν η διάνοιξη οπής στο ίδιο το εργαλείο για να περάσει από μέσα του ο στειλεός. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε σαφώς σπανιότερα σε σχέση με άλλες, που απαιτούσαν λιγότερο κόπο και αποσκοπούν στην κατάλληλη διαμόρφωση της μαλακής λαβής ώστε να δεχτεί το ενεργό τμήμα του σύνθετου εργαλείου (αρσενικός τρόπος στειλέωσης). Εφαρμόστηκε στους λίθινους σφυροπελέκεις της του τέλους της Πρώιμης και κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (π. 2300-1575 π.Χ.), αλλά φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα για μεμονωμένα λίθινα παραδείγματα και ως επί το πλείστον για τη διάτρηση, κυρίως, μανικιών από στέλεχος ελαφοκέρατος, όπου εισαγόταν ξύλινος στειλεός και με τον τρόπο αυτό γινόταν έμμεση στειλέωση λίθινων λειασμένων πελέκεων, αξινών ή σκεπάρνων (βλ. Θεοχάρης 1981, εικ. 13).

Η διεξαγωγή της κυλινδρικής διαμπερούς οπής στα εργαλεία άρχιζε σχεδόν πάντοτε από τη μία όψη και κατέληγε στην άλλη. Αυτό αποτελεί μια πρώτη διαφορά σε σύγκριση με τη μέθοδο του συμπαγούς τρυπανιού. Η μονόδρομη αυτή διάτρηση έχει σαν αποτέλεσμα την καλύτερη σφήνωση της λαβής διότι το τρήμα (σημ. 15) είναι στενότερο στο σημείο εξόδου του τρυπανιού. Η εργαλειοτεχνία από τη Μάλθη (Μεσσηνία), είναι σημαντική στην κατανόηση των σταδίων παραγωγής: ο προϊστορικός τεχνίτης δημιουργούσε με σφυροκόπημα μια μικρή κοιλότητα στο σημείο όπου υπολόγιζε ότι θα βγει το τρυπάνι για να περιορίσει τη διάμετρο της οπής. Η ίδια πρακτική παρατηρείται και σε νεολιθικό κεφαλοθραύστη από αλάβαστρο ή γύψο (διαστάσεων 5,5 x 6 εκ. και βάρους 274 γρ.) από τα Σέρβια που χρονολογείται μεταξύ του 5000-4300 π.Χ. Στη μία όψη παρατηρούνται ίχνη κρούσης για τη διεξαγωγή του τρήματος η οποία όμως, τελικά, δεν ολοκληρώθηκε (Ridley κ.ά. 2000, σ. 137-139, εικ. 4, 9, SF 876, πίν. 4, 6b). Το υλικό από το Πελόπιο της Ολυμπίας είναι εξίσου διδακτικό: προς το τέλος της εργασίας το αρχικό τρυπάνι διαδεχόταν άλλο με μικρότερη διάμετρο. Είναι λοιπόν σίγουρο ότι με τον τρόπο αυτό ο τεχνίτης προκαθόριζε, προσχεδίαζε και μεριμνούσε για την καλύτερη και σταθερότερη στειλέωση του εργαλείου. Μια άλλη διαφορά με το συμπαγές τρυπάνι είναι ότι ο τύπος αυτός του τρυπανιού είναι συνήθως απλός και αποτελείται από το στέλεχος καλαμιού (σημ. 16), αν και φαίνεται πολύ πιθανή η υπόθεση ότι ένα κυλινδρικό, επίσης κοίλο, κομμάτι χαλκού επένδυε ως ενεργό άκρο την απόληξη του βασικού στελέχους του τρυπανιού από τη 2η χιλιετία και μετά, όχι μόνο για τη διάνοιξη μικρών διαμπερών τρημάτων στις ψήφους των περιδεραίων (Poursat 1996, σ. 106) και για τη διακόσμηση των σφραγίδων, αλλά και στα υπόλοιπα πεδία εφαρμογής της τεχνικής αυτής που αφορά σε μεγαλύτερα αντικείμενα. Συγκρίνοντας τα δύο είδη διάτρησης διαπιστώνουμε ότι διαφέρουν επίσης και ως προς τον τρόπο περιστροφής τους. Διότι η περιστροφή του κοίλου καλαμένιου τρυπανιού δεν μπορεί να γίνει με την τριβή των παλαμών. Καθώς η διάμετρός του είναι μεγαλύτερη και το αντικείμενο προς διάτρηση είναι και πολύ παχύτερο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αποδέσμευση του ενός χεριού το οποίο πιέζοντας από πάνω το τρυπάνι ασκεί την απαραίτητη κάθετη δύναμη. Για τους λόγους αυτούς δεν αποκλείεται, όσον αφορά κυρίως την περίπτωση των λίθινων αγγείων, να υπήρχε ένα σταθερότερο σύστημα, ένα είδος τόρνου (όπως αυτό που χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη οπής στις χάντρες από κεχριμπάρι στα κομπολόγια, βλ. Χατζηασλάνη 1985, σ. 74, εικ. 1), που επέτρεπε την πάκτωση του αντικειμένου και τη συνεργασία περισσοτέρων ατόμων. Η όλη διαδικασία είναι, λοιπόν, πιο εξειδικευμένη, απαιτεί περισσότερη προσπάθεια και είχε σχετικά μικρότερο πεδίο εφαρμογών από τη διάτρηση με συμπαγές τρυπάνι.

Το κοίλο τρυπάνι χρησιμοποιήθηκε στην Κρήτη και για την κοίλανση του εσωτερικού λίθινων αγγείων ήδη κατά την ΠΜΙΙΙ/ΜΜΙ περίοδο. Πράγματι σε εργαστήρια του τέλους της Πρωτοανακτορικής περιόδου (1800-1700 π.Χ.) βρέθηκαν τα χαρακτηριστικά κολουροκωνικά «καρότα», υποπροϊόντα της διαδικασίας αυτής (Poursat 1996, σ. 120, πίν. 57α). Παλαιότερα τα λίθινα αγγεία κατασκευάζονταν εξ ολοκλήρου με σμίλη (Treuil 1983, σ. 173). Αν και η τεχνική του κοίλου τρυπανιού, όπως είδαμε, απαντά παλαιότερα στον ελλαδικό χώρο, είναι πιθανό ότι η έμπνευση για την κατασκευή λίθινων αγγείων ήρθε από την Αίγυπτο σε μια χρονική φάση κατά την οποία αρχίζουν σημαντικές επαφές ανάμεσα στις δύο χώρες αν κρίνουμε και από άλλα ευρήματα (πρβλ. Cadogan 1966, σ. 148). Η κοίλανση και στη συνέχεια η λείανση αγγείων από σκληρούς πυριτικούς λίθους, όπως είναι ο οψιανός (σημ. 17) ή ο σπαρτιατικός βασάλτης (σημ. 18) (Warren 1969, σ. 161-162, Hatzi-Spiliopoulou 1999, σ. 345, πίν. LXXI d-e) ήταν μια εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία, ακόμη και αν χρησιμοποιούνταν άμμος πλούσια σε πυρίτιο ή σμύριδα. Η τεχνική του κοίλου τρυπανιού χρησιμοποιήθηκε, τέλος, και για τη λάξευση των λίθινων μυκηναϊκών αναγλύφων: πρώτα ανοίγονταν με το σύνεργο αυτό, το άκρο του οποίου φαίνεται ότι ήταν ενισχυμένο με την προαναφερόμενη χάλκινη χυτή επένδυση, μια πυκνή σειρά από οπές κατά μήκος των περιγραμμάτων των μορφών τις οποίες μετέτρεπαν στη συνέχεια σε μια συνεχή ανώμαλη αύλακα, αποκόπτοντας τους κυλινδρικούς πυρήνες και τα μεταξύ τους λεπτά τοιχώματα με έμμεση κρούση. Στη συνέχεια σφυροκοπούσαν πάλι με λίθινο κρουστήρα (τεχνική της επίκρουσης) το φόντο που αντιστοιχούσε στα κοίλα τμήματα του αναγλύφου και στη συνέχεια λείαιναν το σύνολο του αναγλύφου με πυριτική άμμο αφού πρώτα έκαναν τις λεπτομέρειες με πριόνι ή χάλκινη σμίλη (πρβλ. ΙΕΕ τ. Α, σ. 322-323). Με σφυροκόπηση γινόταν το ξεχόντρισμα και η κατεργασία των οικοδομικών κυβόλιθων.

Η τεχνική του κοίλου τρυπανιού για τη διάνοιξη οπής σε εργαλεία, ενώ ουσιαστικά συστηματοποιείται προς το τέλος της ΠΕΧ και κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (πρβλ. Ματζάνας 1999, σ. 60) παράλληλα, γρήγορα εγκαταλείπεται και ουσιαστικά ξεχνιέται με τη μάλλον σταδιακή αντικατάσταση των λίθινων εργαλείων από τα μεταλλικά, αφού πλέον η οπή στειλέωσης προσχεδιάζεται στη φάση κατασκευής της μήτρας του αντικειμένου. Η σχετικά πρώιμη αντικατάσταση των εργαλείων λειασμένου λίθου από άλλα χάλκινα και στη συνέχεια σιδερένια, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι όχι μόνο η παραγωγή τους ήταν δύσκολη, απαιτούσε τεράστιο κόπο, ήταν χρονοβόρα και συχνά ατελέσφορη (δεδομένου ότι το υπό κατεργασία αντικείμενο κινδύνευε να σπάσει κατά τη διάρκεια της κατασκευής του), αλλά και η αντοχή τους ήταν μέτρια όπως συνάγεται από το πλήθος σπασμένων εργαλείων που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές των διαφόρων προϊστορικών θέσεων, και η αποτελεσματικότητά τους μικρή. Φαίνεται ωστόσο ότι παρόμοια εργαλεία συνέχισαν να κατασκευάζονται σε κάποιες απομακρυσμένες περιοχές έως και τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, όπως δείχνουν παραδείγματα από τον Θέρμο Αιτωλίας και τον Καστανά Θεσσαλονίκης (Hochstetter 1987, σ. 52-53). Φαίνεται, όμως, ότι είναι κατασκευασμένα από μαλακότερα υλικά όπως ο ψαμμίτης και ως επί το πλείστον με την τεχνική της επίκρουσης που επέτρεπε τον ευκολότερο και γρηγορότερο προσχεδιασμό τους. Μακροβιότερη, αντίθετα, υπήρξε η κατηγορία που απαρτίζεται από τα «σύνεργα κρούσης και τριβής» (τα οποία είναι απλούστερα και λιγότερο κατεργασμένα εργαλεία όπως γουδοχέρια, τριπτήρες, μυλόλιθοι ή τριβεία, ακόνες ή λείαντρα, και, ως επί το πλείστον, κρουστήρες), η οποία επιβίωσε διαμέσου των αιώνων και έφτασε σχεδόν ως τις μέρες μας.

Ωστόσο, η διάτρηση της πέτρας με κοίλο τρυπάνι γνώρισε μια περιορισμένη χρήση κατά τα ιστορικά χρόνια (είναι πολύ πιθανή η εκ νέου ανακάλυψη της τεχνικής). Αυτό συνάγεται από τα δεδομένα στο «Εργαστήριο του Φειδία» στην Ολυμπία (Schiering 1991, σ. 166, πίν. 62) το οποίο ανασκάφηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Βρέθηκαν πολλά θραύσματα οψιανού (Schiering 1991, σ. 166, πίν. 62) τα περισσότερα άπεργα της παραγωγικής διαδικασίας, που δείχνουν ίχνη χρήσης κοίλου τρυπανιού και τριβής για την κατεργασία μεγάλων τεμαχίων οψιανού που προφανώς χρησιμοποιήθηκε σαν ημιπολύτιμος λίθος για τη διακόσμηση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Ολυμπίου Διός ή άλλων μεταγενέστερων με τη μορφή ένθετων συμπληρωμάτων. Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν οφθαλμόσχημα ενθέματα από οψιανό (V66 των ευρετηρίων) όπως και ίριδα από το ένθετο μάτι αγάλματος (V218). Στη μορφή του αυτή ο οψιανός έχει υποστεί επεξεργασία με λείανση και τριβή με κορούνδιο. Άγνωστο παραμένει το γιατί χρησιμοποιήθηκε ο οψιανός, υλικό με εξαιρετικά μεγάλο βαθμό δυσκολίας μεταποίησης με τριβή, από τη στιγμή που θα μπορούσε να αντικατασταθεί από τον πολύ πιο εύκολο στην κατεργασία του μόλυβδο (λειασμένος ο οψιανός χάνει το μαύρο στιλπνό του χρώμα, και λαμβάνει το ίδιο θαμπό γκρίζο χρώμα που αποκτά ο μόλυβδος με την πάροδο του χρόνου) (σημ. 19).Αινιγματικό, επίσης, παραμένει το γεγονός ότι ο ακατέργαστος ή κατεργασμένος με τις προαναφερόμενες τεχνικές οψιανός υπέστη, σε μια δεύτερη φάση, και εσκεμμένη κατάτμηση με κρούση, πιθανότατα από σιδερένιο σφυρί, όπως δείχνουν αρκετά αποκρούσματα που φέρουν θαμπές επιφάνειες γκριζωπού χρώματος και σαφώς προέρχονται από τη δευτερογενή λάξευση μεγαλύτερων, αποτυχημένων, κομματιών που είχαν αρχικά υποστεί κατεργασία με τριβή ή διάτρηση (σημ. 20). Θα μπορούσαν τα αποκρούσματα αυτά να προορίζονταν για την κατασκευή άλλων μικρότερων διακοσμητικών αντικειμένων ή δεν αποκλείεται να είχαν πειραματιστεί με την τήξη τους, όπως συνέβαινε με το γυαλί το οποίο απαντά, συχνά και αυτό, με τη μορφή αποκρουσμάτων. Το γεγονός ότι δεν έφεραν έντονα ίχνη χρήσης, δεν μπορεί να στηρίξει την υπόθεση ότι είχαν χρησιμοποιηθεί τα ίδια ως εργαλεία για το, συστηματικό τουλάχιστον, σκάλισμα, π.χ. του ελεφαντόδοντου ή του οστού, κατά τα άλλα δραστηριότητα πολύ έντονη στο εργαστήριο του Φειδία, αν κρίνουμε από το πλήθος των φιλντισένιων πλακιδίων ή των απορριφθέντων επιφύσεων των μακρών οστών κυρίως αιγοπροβάτων, όπως συνέβαινε και στην Προϊστορία (Σακελλαράκης 1979, σ. 46, εικ. 52 γ και υποσημ. 134).

Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και στην περίπτωση του γυαλιού. Από το εργαστήριο του Φειδία προέρχονται πολυάριθμα απορρίμματα κατεργασίας γυαλιού βάρους 2 περίπου κιλών (Schiering 1991, σ. 157). Σε πάρα πολλά από αυτά παρατηρείται η ίδια κογχοειδής θραύση (σημ. 21). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα αποκρούσματα αυτά προέρχονται από την εσκεμμένη απόκρουση, επομένως κατάτμηση, της πρώτης ύλης που εισαγόταν με τη μορφή κυβόσχημων τεμαχίων. Στη συνέχεια κονιορτοποιούνταν ή μειώνονταν σε μικρότερα θραύσματα, τα οποία θερμαίνονταν και τήκονταν ώστε να πάρουν το συγκεκριμένο μοτίβο, ανάλογα με τη μήτρα (σημ. 22).

Μίμηση

Συγγενική με τα παραπάνω φαινόμενα είναι η μίμηση που εκδηλώνεται ως υιοθέτηση μορφών και τεχνικών κατά το στάδιο της μετάβασης από μια παλαιότερη σε μια νεότερη τεχνολογία. Το κοίλο τρυπάνι χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη διάτρηση εργαλείων από αυτοφυή μέταλλα, κυρίως χαλκό (Treuil 1983, σ. 172), σε μια εποχή όπου η νέα τεχνολογία έκανε τα πρώτα δειλά βήματα και δανειζόταν τεχνικές από την παλαιότερη. Το ίδιο περίπου φαινόμενο παρατηρούμε στην περίπτωση των πρώτων χάλκινων πελέκεων που μιμούνται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, ως προς τον τύπο τους παλαιότερους λίθινους (σημ. 23), στην περίπτωση των πρώτων χάλκινων πριονιών της 2ης χιλιετίας (Poursat 1996, σ. 107, πίν. 42), τα οποία μιμούνται τα αντίστοιχα λίθινα ως προς το μέγεθος και τον τρόπο στειλέωσης, των χάλκινων μυκηναϊκών αιχμών βελών του τέλους του 16ου και του 15ου αι., στις οποίες οι τεχνίτες προσπαθούν με κόπο να δώσουν, ψαλιδίζοντάς τες, το καμπύλο περίγραμμα των λίθινων (Ματζάνας 2002, σ. 37), και, τέλος, στην περίπτωση των πρώτων γυάλινων αγγείων, στα οποία δεν εφαρμόζονταν ακόμη οι καταλληλότερες για την ύλη αυτή τεχνικές της χύτευσης ή του φυσήματος αλλά οι γνωστές από την κατασκευή των λίθινων αγγείων, δηλαδή η μερική διάτρηση με κοίλο τρυπάνι και αφαίρεση του εσωτερικού με σμίλη (σημ. 24).

Έντονα διαλεκτική, και όχι μόνο διάδοχη, σχέση ανάμεσα στην αρχέγονη τέχνη κατασκευής λίθινων εργαλείων και στις νεότερες τεχνολογίες παρατηρείται και στην περίπτωση της λάξευσης. Αν η χρήση του γυαλιού ή της πορσελάνης για την κατασκευή εργαλείων με τις τεχνικές απόκρουσης και πίεσης είναι ένα παράδειγμα, το άλλο, και ίσως χαρακτηριστικότερο, είναι η μίμηση μεταλλικών προτύπων (αιχμές βελών, εγχειρίδια) και η μεταφορά τους σε πυριτόλιθο ή οψιανό. Διακρίνεται καθαρά η προσπάθεια των λιθοτόμων να κάνουν την παραγωγή αυτή ανταγωνίσιμη και σε πολλές περιπτώσεις φέρουν τη σφραγίδα προικισμένων τεχνιτών που οι περιστάσεις τους οδήγησαν σε έργα αξιοθαύμαστης τεχνικής. Ο ανταγωνισμός της νέας τεχνολογίας ή κάποιες ιδιάζουσες κοινωνικές συνθήκες, σε συνδυασμό με άλλους ανασχετικούς παράγοντες (π.χ. έλλειψη κοιτασμάτων χαλκού) ώθησαν στην δημιουργία ανυπέρβλητων από άποψης τεχνικής και αισθητικής αντικειμένων λαξευμένου λίθου. Πράγματι, φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στις μυκηναϊκές αιχμές βελών του 15ου αι. π.Χ. οι όροι αντιστρέφονται, καθώς, προκειμένου να αντεπεξέλθει ο μυκηναίος λιθουργός στον ανταγωνισμό, επιχειρεί να προσεγγίσει το ελάχιστο πάχος των χάλκινων αιχμών, κάτι το οποίο αποτελεί μειονέκτημα διότι αυξάνεται σοβαρά το ενδεχόμενο θραύσης των λίθινων αιχμών κατά την επεξεργασία αλλά και τη χρήση. Η κατασκευή λίθινων αιχμών βελών και γενικότερα απλών εργαλείων στα διάφορα μυκηναϊκά κέντρα, αποτελούσε μια πρακτική οικονομίας γιατί ο χαλκός ήταν πολύ ακριβός και προτιμήθηκε για την κατασκευή μονιμότερων όπλων και εργαλείων παρά για τις, ουσιαστικά, μίας χρήσης αιχμές βελών (Ματζάνας 2002, σ. 38). Χαρακτηριστικές αναλογίες παρουσιάζει επίσης η περίπτωση των αιγυπτιακών μαχαιροπελέκεων με κυρτή λεπίδα του τέλους της 4ης χιλιετίας π.Χ. (βλ. Guilaine 1994, σ. 64, εικ. 37), των δανέζικων εγχειριδίων της 2ης π.Χ. χιλιετίας (Θεοί και ήρωες, σ. 234, εικ. 91· Trigger 2005, σ. 79) (εικ. 16), των αιχμών βελών της Μυκηναϊκής περιόδου (Ματζάνας 1999β), όπως και η εθνογραφικά αποδεδειγμένη μίμηση σε λίθο των εισαγόμενων σιδερένιων μαχαιριών στις Αλεούτες νήσους στην Αλάσκα (Leroi-Gourhan 1973, σ. 29).

Συμπεράσματα

Η εμπειρία στο επίπεδο των τεχνικών και μεθόδων που αποκτήθηκε, αποθησαυρίστηκε και σταδιακά εμπλουτίστηκε κατά την επίλυση πρακτικών αναγκών (κατασκευή λίθινων εργαλείων) σε όλη τη διάρκεια της Προϊστορίας, εφαρμόστηκε αυτούσια, τροποποιημένη ή μεταλλαγμένη και για άλλες τεχνικές ή καλλιτεχνικές δραστηριότητες που αποσκοπούσαν στην κατασκευή μη χρηστικών αντικειμένων με έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Μόνο η διάτρηση με οπέα ή συμπαγές τρυπάνι είναι η μοναδική ίσως μέθοδος η οποία χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την κατασκευή μη πρακτικής χρήσης «αγαθών γοήτρου», αν και η εφαρμογή της σε μαλακότερα της πέτρας υλικά για την κατασκευή χρηστικών αντικειμένων είναι διαπιστωμένη από εθνογραφικά κυρίως παραδείγματα. Οι αρχέγονες αυτές τεχνικές, υπήρξαν εξαιρετικά αποδοτικές όσον αφορά την παραγωγή λίθινων τεχνέργων, και παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη συνέχεια, διαδοχή και αλληλεξάρτηση. Στήριξαν τις νέες τεχνολογίες στο ξεκίνημά τους, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις (γυαλί, χαλκός), αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα της προόδου και εμπόδισαν τη χειραφέτησή τους, ενώ για κάποιες άλλες (π.χ. γλυπτική sensu lato) οι βασικές αρχές της παλαιότερης τεχνογνωσίας εξακολούθησαν να είναι χρήσιμες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και όταν, κάτι που άλλωστε είναι φυσικό και νομοτελειακό, η πατροπαράδοτη και ab originis τέχνη της κατασκευής λίθινων εργαλείων είχε πλέον ξεχαστεί ή αφορούσε ένα ελάχιστο πεδίο εφαρμογής με ολοένα και πιο παραπληρωματικό και δευτερεύοντα ρόλο στην ανερχόμενη τεχνολογία του μετάλλου. Η απλή κατάτμηση πυριτικών πετρωμάτων, ίσως αποκλειστικά και μόνο πυριτόλιθου, για την κατασκευή εργαλείων συνεχίζεται λιγότερο ή περισσότερο περιστασιακά στα πρώιμα κυρίως ιστορικά χρόνια. Τα δεδομένα από την Αρχαϊκή έως και την Πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο δείχνουν ότι σχεδόν εξαφανίζεται. Από τις αρχές της νέας χιλιετίας παρατηρείται μια οιονεί αναβίωση της κατασκευής εργαλείων αποκρουσμένου λίθου. Χρησιμοποιείται, σχεδόν αποκλειστικά, ο πυριτόλιθος, του οποίου η κόψη είναι πιο σκληρή και ανθεκτική και επομένως καταλληλότερη για τις χρήσεις που απαιτούσε η νέα τεχνολογία. Με άμεση κρούση, που είναι η παλαιότερη αλλά και ευκολότερη τεχνική, κατασκευάζονταν πυρόλιθοι (τσακμακόπετρες) για το άναμμα της φωτιάς, δοκανόπετρες για τη στελέχωση του κάτω μέρους της δοκάνας αλωνισμού και μετά τον 15ο μ.Χ. αιώνα, η περίσταση και πάλι το έφερε ώστε να αναδυθούν από το συλλογικό υποσυνείδητο παλιές και τεχνικά εξελιγμένες μέθοδοι που μπήκαν σε εφαρμογή (κατασκευή πυροβολόπετρων για τα εμπροσθογεμή πυροβόλα όπλα), λίγο πριν εκπνεύσουν κατά τον 20ό αι. και αυτές.

 

Χρήστος Ματζάνας

Αρχαιολόγος

 

Σημειώσεις
  1. Τα παρακάτω στοιχεία που αφορούν στην τεχνική διάτρησης είναι συμπληρωματικά σχετικών εργασιών (Ματζάνας 1999 και 2001γ).
  2. Κατά τη διάρκεια της οποίας πολύ συχνή πρακτική ήταν η διάτρηση κυνοδόντων ελαφιών (βλ. Sordinas 1969, εικ. 4 και 18).
  3. Πολυδεύκους Ονομαστικόν, 10, 146, 8-147, 1: τέκτονος σκεύη σκέπαρνον, πρίων, σφύρα, τέρετρον τρύπανον τρυπανούχος αρίς, ρίνη, πέλεκυς και καθ’ Όμηρον (N 612) πέλεκκος. Εν δε τη εν Ολυμπία στήλη αναγέγραπται τρύπανα τρυπανίας έχοντα, ίσως την αρίδα. Βλ. επίσης Anthologia Graeca, 6. 204-205: ΛΕΩΝΙΔΟΥ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟΥ: Θήρις ο δαιδαλόχειρ τα Παλλάδι πήχυν ακαμπή και τετανόν νώτω καμπτόμενον πρίονα και πέλεκυν ρυκάναν τ’ ευαγέα και περιαγές τρύπανον εκ τέχνας άνθετο παυσάμενος. ΛΕΩΝΙΔΑ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟΥ: Τέκτονος άρμενα ταύτα Λεοντίχου· αι τε Χαρακταί ρίναι και κάλων οι ταχινοί βορέες, στάθμαι και μιλτεία και αι σχεδόν αμφιπλήγες σφύραι και μίλτω φυρόμενοι κανόνες αι τ’ αρίδες ξυστήρ τε και εστελεωμένος ούτος εμβριθής, τέχνας ο πρύτανις, πέλεκυς, τρύπανά τ’ ευδίνητα και ωκήεντα τέρετρα και γόμφων ούτοι τοι πίσυρες τορέες αμφίξουν τε σκέπαρνον· α δη χαριεργώ Αθάνα ανήρ εκ τέχνας θήκατο παυόμενος.
    Anthol. Gr. 6.104: ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ: Στάθμην ιθυτενή μολιβαχθέα δουριτυπή τε σφύραν και γυράς αμφιδέτους αρίδας και στιβαρόν πέλεκυν στελεχητόμον ιθύδρομόν τε πρίονα, μιλτείω στάγματι πειθόμενον, τρύπανα θ’ ελκεσίχειρα τέρετρά τε μιλτοφυρή τε σχοίνον, υπ’ ακρονύχω ψαλλομένην κανόνι, σοι, κούρη γλαυκώπι, Λεόντιχος ώπασε δώρον, άνθος επεί γυίων παν απέδυσε χρόνος.
    Σούδα, 3419: Ευδίνητα: εύστροφα, ευκίνητα. τρύπανά τ’ ευδίνητα και ωκήεντα τέρετρα. Εν Επιγράμμασιν. Και 1102: Τρύπανα: εργαλεία τεκτονικά. τρύπανα τ’ ευδίνητα και ωκήεντα τέρετρα.
    Scholia in Odysseam, 5. 246. 3-248.3: τέρετρα] τρυπάνους. P. πάντα τα τρήσαι δυνάμενα. B.P. από του τορώ το τρυπώ. Β. πάντα το διατρήσαι δυνάμενα, γομφωτήρια και τρύπανα. V. τα ορθά ξύλα, οίον στήμονος τάξιν επέχοντα. Τ. τέτρηνεν-αρμονιήσιν άρασσεν] Αριστοφάνης το αυτό ώετο περιέχειν άμφω. διό τω μεν σίγμα, τω δε αντίσιγμα επιτίθησιν. B.P.Q. Vind. ο δε Αρίσταρχος φησι διά του πρώτου το μεν τέλειον της αρμογής μη είναι, αλλ’, ως αν τις είποι, αρμόζοντα κατεσκεύασε, και προς άλληλα συγκαταγαγών εσκέψατο ει αρμόζει αλλήλοις. τω δε εξής συνέκλεισε και κατεγόμφωσε. διά γαρ του άρασσε το τέλος της αρμογής παρέστησε. B.H.M.P. Q.T. γόμφοισιν] οις αρμόζεται τα ξύλα προς άλληλα. ή πασσάλοις, ή πλατέσιν επιούροις, ή σφήναις. V. γόμφοισιν δ’ άρασσεν, αντί του κατεγόμφωσεν.
    Ζωναράς, Λεξικόν, 915. Ευδίνητα. εύστροφα, ευκίνητα. τρύπανά τ’ ευδίνητα και ωκήεντα τέρετρα. ο εστι τρύπανα ή αρίδες.
    Θεόφρ. Ιστ. Φυτ. 5.7.8, 1-7. Διήρηται δε και προς τα τεκτονικά των οργάνων έκαστα κατά την χρείαν· οίον σφυρίον μεν και τερέτριον άριστα μεν γίνεται κοτίνου· χρώνται δε και πυξίνοις και πτελεΐνοις και μελεΐνοις· τας δε μεγάλας σφύρας πιτυΐνας ποιούσιν. ομοίως δε και των άλλων έκαστον έχει τινά τάξιν. και ταύτα μεν αι χρείαι διαιρούσιν.
    Πλουτ. Περί σαρκοφαγίας 997 D 1-3: άλλο δ’ όργανον μηδέν προσφέρεσθαι, ου πολεμών δήπου τερέτροις και σκεπάρνοις και όσα λεπτουργείν πέφυκεν.
    Πολυδ. Ονομαστικόν 7, 113, 4-5: τρύπανον, τέρετρον, τρυπανούχος, αρίς-Καλλίας γουν εν Πεδήταις (Ι 697. 16 Κο) λέγει «της πατρικής αρίδος».
  4. Ησύχιος, Λεξικόν: αχάλκευτα τρύπανα· τα φρύγια πυρεία.
  5. Ως δ’ ότ’ ανήρ χαλκεύς πέλεκυν μέγαν ηέ σκέπαρνον / ει ύδατι ψυχρώ βάπτη μεγάλα ιάχοντα / φαρμάσσων· το γαρ ούτε σιδήρου γε κράτος εστίν·... Πρβλ. επίσης Σοφοκλ. Αίας 650: «Ος τα δείν’ εκαρτέρουν τότε, βαφή σίδηρος ως».
  6. Απαραίτητο σύνεργο είναι το προστατευτικό παλάμης. Από τον Καστανά Θεσσαλονίκης προέρχονται αστράγαλοι, οι οποίοι θεωρήθηκαν εσχάρες (Hochstetter 1987, σ. 57, εικ. 12, 17.7 και 33.19-21) αλλά κατά τη γνώμη μας χρησιμοποιήθηκαν ως προστατευτικά της παλάμης για τη διάτρηση ή το άναμμα φωτιάς με τριβή. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί και όστρακα με κοιλότητα (Hochstetter 1987, σ. 86, πίν. 21.1-2).
  7. Πρβλ. τοιχογραφία από το σπίτι των Vettii στην Πομπηία, η οποία έχει ως κύριο θέμα την παράδοση της ξύλινης αγελάδας από το Δαίδαλο στην Πασιφάη. Σε μια γωνία, και παραπληρωματικά, απεικονίζεται απορροφημένος στην εργασία του ένας παραγιός στα πόδια του οποίου είναι αφημένη μαζί με μια ρυκάνη (πλάνη) η αρίδα, το συμπαγές δηλ. τρυπάνι με το δοξάρι του (Κακριδής 1986, τ. 3, σ. 269, εικ. 145).
  8. Το μαλλί είναι κατά πάσα πιθανότητα η παλαιότερη υφαντική πρώτη ύλη και συνδέεται με την εξημέρωση των πρώτων Καπρίνων (κυρίως πρόβατα αλλά και αίγες). Το λινό αναφέρεται από τον Όμηρο αλλά και παλαιότερα, στις πινακίδες Γραμμικής Β. Από το περιεχόμενο ενός ύμνου της φυλής Hindu συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Ινδοί ντύνονταν με βαμβακερά υφάσματα ήδη από την 2η χιλιετία π.Χ. Στην Ελλάδα η καλλιέργειά του φαίνεται ότι άρχισε σχετικά αργά (2ος αι. μ.Χ.) αν και ορισμένα αυτοφυή ημιάγρια είδη της ελληνικής χλωρίδας θα μπορούσαν να δώσουν ίνες συγκρίσιμες με αυτές του πραγματικού βαμβακιού. Μπορούμε να αναφέρουμε και άλλες υφαντικές πρώτες ύλες όπως είναι το σπάρτο, η τσουκνίδα και η κάνναβις, που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί εκτός από το δέρμα για την κατασκευή της χορδής του κινητήριου δοξαριού του αρχαίου τρυπανιού.
  9. Εκτός από τη χαλαζιακή άμμο που έχει, όπως και οι περισσότεροι πυριτικοί λίθοι, 7 βαθμούς σκληρότητας στη κλίμακα Mohs, ακόμη καλύτερο λειαντικό υλικό για τα σκληρά πυριτικά πετρώματα ήταν η σμύριδα ή σμυρίγλι της Νάξου (σμύρις, Naxium, όπως παραδίδεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στο έργο του Naturalis Historia, βιβλίο 37) με βαθμό σκληρότητας 8. Πρόκειται για μεταμορφωσιγενές πέτρωμα, μείγμα μαγνητίτη και κορουνδίου (ορυκτό οξείδιο του αργιλίου, Al2O3). Το κορούνδιο, που είναι και το ουσιώδες ορυκτό της σμύριδας, είναι με βαθμό σκληρότητας 9 το πιο σκληρό υλικό στη φύση μετά τον αδάμαντα. Και τα δύο αυτά ορυκτά οφείλουν τη σκληρότητά τους όχι στη χημική τους σύσταση αλλά στην κρυσταλλική τους δομή και στον τύπο του πλέγματός τους. Ο αδάμας που είναι ανθρακικό ορυκτό, όπως και ο μαλακότατος γραφίτης, κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα και συγκεκριμένα στο πιο πολύπλοκο κρυσταλλικό σχήμα, στην ολοεδρία του εξάκις οκταέδρου ή 48έδρου (Μελέντης 1970, σ. 46). Το κορούνδιο κρυσταλλώνεται στη ρομβοεδρική ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος (Μελέντης 1970, σ. 115). Πρόκειται για μη πυριτικό ορυκτό που σχηματίζεται κατά τη μεταμόρφωση αργιλούχων πετρωμάτων. Παραλλαγή του κορουνδίου είναι και το ζαφείρι (Θεοδωρίκας 1996, σ. 212). Δεδομένης της σπανιότητας των κοιτασμάτων της, θα μπορούσε να υποτεθεί όπως και για τον οψιανό ή για άλλες πρώτες ύλες (π.χ. ήλεκτρο, ελασματοβράγχιο του είδους Spondylus gaederopus ή γαστερόποδο του είδους Dentalium, το δεντάλιο ή πίπα, πρβλ. Cavanagh κ.ά. 1996, σ. 164) από τις οποίες κατασκεύαζαν αντικείμενα ειδικής αξιακής χρήσης («αγαθά γοήτρου»), ένα είδος πρώιμου ανταλλακτικού εμπορίου και για τη σμύριδα ή και τις χαλαζιακές άμμους που διευκόλυναν, όπως πειραματικά αποδείχτηκε (Ματζάνας 1999, σ. 66, υποσ. 11), σε αφάνταστο βαθμό τη διάτρηση και γενικά την κατεργασία με τριβή των λίθων αλλά και διαφόρων άλλων πρώτων υλών (ελαφόκερας, οστό, ελεφαντόδοντο). Ενδιαφέρουσα είναι, τέλος, και μια μαγική ιδιότητα της σμύριδας που διασώθηκε από τον Διοσκουρίδη στο έργο του Περί Ύλης Ιατρικής (5,149): «Ακόνης Ναξίας το απότριμμα του προς αυτήν ακονηθέντος σιδήρου επιχρισθέν αλωπεκίας τριχοί και μαστούς παρθένων κωλύει αύξεσθαι».
  10. Όπως ο χαλαζίας (ορεία κρύσταλλος, αμέθυστος, άστολος, καπνίας), και οι μικροκρυπτοκρυσταλλικές ποικιλίες του (Θεοδωρίκας 1996, σ. 211), δηλαδή ο χαλκηδόνιος (που απαντάται σε ποικιλία χρωμάτων, μονόχρωμος αλλά και σε ζώνες ως όνυχας ή αχάτης), ο ίασπις (καρνεόλιο, σάρδιος) και ο οπάλιος που κατεξοχήν χρησιμοποιήθηκαν στη σφραγιδογλυφία. Εκτός από τον ίασπι που έχει βαθμό σκληρότητας 6,5, ο χαλαζίας και οι ποικιλίες του έχουν βαθμό σκληρότητας 7. Κάπως πιο εύκολη ήταν η λείανση ή διάτρηση του αιματίτη, ορυκτού μη πυριτικού και του οψιδιανού, ύαλου ρυολιθικής σύστασης (Θεοδωρίκας 1996, σ. 329) που έχουν βαθμό σκληρότητας 6. Τέλος πολύ ευκολότερη ήταν η λείανση και η διάτρηση μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων των οποίων τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά ήταν ο σερπεντίνης και ο τάλκης, με βαθμό σκληρότητας 2,5 και 2,8 αντίστοιχα. Πρόκειται κυρίως για τον σερπεντινίτη και τον ταλκικό σχιστόλιθο που αναφέρονται συνήθως στην αρχαιολογική βιβλιογραφία ως «στεατίτες».
  11. Βλ. επίσης και τον σύγχρονο όρο «πελεκάνος» που δηλώνει τον τεχνίτη που κατεργάζεται την οικοδομική πέτρα.
  12. Πράγματι, σιδερένιος λατομικός πέλεκυς, μήκους 0,2 και ύψους 0,05 εκ., αμφίστομος (με διπλή οξεία ακμή) αμφίκυρτος και χωρίς τρήμα στειλέωσης, κάτι που σημαίνει ότι είτε κρατιόταν απευθείας με το χέρι και χρησιμοποιούνταν για ελαφρότερης μορφής πελέκηση ή για μαλακά, όπως ο κογχυλιάτης λίθος, πετρώματα, είτε, το πιθανότερο στειλεωνόταν με διαφορετικό τρόπο, εκτίθεται στο μουσείο της Ολυμπίας. Παρόμοιοι διπλοί πελέκεις προέρχονται, σύμφωνα με τον Welcker, και από το λατομείο της Πεντέλης (πρβλ. Ορλάνδος 1955, σ. 87, υποσ. 5). Αναφέρονται επίσης χαράγματα εργαλείων λιθουργού εκ των οποίων και από πέλεκυ (απλού ή διπλού) στα φατνώματα του «Θησείου» (Ορλάνδος 1955, τ. Β’, σ. 163).
  13. Εμμέσως, και μέσω του πειραματισμού είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την τεχνογνωσία παρόμοιων εφήμερων υλικών (Schiering 1991, σ. 43).
  14. Απαντά, για παράδειγμα, σε ερυθρόμορφο αμφορέα τύπου Νόλα του ζωγράφου του Οιωνοκλή (475-450 π.Χ.) με θέμα την καταστροφή του σπιτιού του Συλέως και συγκεκριμένα απεικονίζει τον Ηρακλή να καταστρέφει έναν κίονα με πέλεκυ του τύπου αυτού (Boardman 1985, σ. 221, εικ. 363). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αμφίστομου μυκηναϊκού πέλεκυ που είχε χρησιμοποιηθεί ως ανάθημα κατά τον 5ο αι. π.Χ.
  15. Glossae in Herodotum, 4, 6, 1: Τόρνον. το τρήμα και το ενιέμενον εις αυτό. (c.72). Σούδα 794: Τόρνος: ξύλον στρογγύλον. ή το τρήμα, και το ενιέμενον εις αυτό.
  16. Κατά τη διάρκεια σχετικών πειραμάτων (Ματζάνας 1999) χρησιμοποίησα το εγχώριο καλάμι του είδους Αρούνδος ο δόναξ (Arundo donax). Είναι όμως πιθανό ότι τα τροπικά είδη του γένους Βαμβούσα (μπαμπού) που είναι σκληρότερα, να είναι ακόμα πιο αποτελεσματικά και για τη χρήση αυτή, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται ακόμα και για το άναμμα της φωτιάς με κρούση σκληρής πέτρας ή πορσελάνης από φυλές της Άπω Ανατολής (Δημητρίου 1993, σ. 157), κάτι που δεν μπορεί να γίνει με το απλό εγχώριο καλάμι.
  17. Κατασκευή αγγείων από οψιανό παρατηρείται και μεταγενέστερα, κατά τον 1ο αι. μ.Χ., (Grose 1989, σ. 342).
  18. Ονομάζεται επίσης (lapis lacedaemonius ή κροκεάτης λίθος) και ορυκτολογικά είναι πυριτιωμένος ανδεσίτης ή κηλιδωτός πράσινος πορφυρίτης. Χρησιμοποιήθηκε και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή για την κατασκευή επίμηλων ξιφών στη Μεσσηνία (βλ. Μουσείο Καλαμάτας) και στην Αργολίδα (Παπατσαρούχα 2000, σ. 11). Επίσης στη Νεοανακτορική Κνωσό (1700-1450 π.Χ.) βρέθηκε εργαστήριο κατασκευής αγγείων εφοδιασμένο με πρώτες ύλες και κυρίως σπαρτιατικό βασάλτη (ΙΕΕ, τ. Α΄, σ. 175).
  19. Κατά την ιστορική εποχή είναι γεγονός ότι ο οψιανός χρησιμοποιείται πλέον ως ημιπολύτιμος λίθος για την κατασκευή αγγείων, σφραγίδων αλλά και ψηφίδων στα βυζαντινά μωσαϊκά.
  20. Ανάλογη διαχείριση δεν αποκλείεται να εφαρμόστηκε σε αγγείο από αμέθυστο από τη μυκηναϊκή Μιδέα (Demakopoulou κ.ά. 1994, σ. 32-34, εικ. 45· Παπατσαρούχα 2000, σ. 11). Αποτελεί επίσης μια χαρακτηριστική περίπτωση περιστασιακής επαναχρησιμοποίησης παλαιότερων τεχνέργων. Πρόκειται για μια πάγια τακτική που χαρακτηρίζει τις προϊστορικές αλλά και τις παραδοσιακές κοινωνίες (πρβλ. Ματζάνας 2001, σ. 26). Το συγκεκριμένο παράδειγμα προέρχεται από εργαστηριακούς χώρους του μεγάλου οικοδομικού συγκροτήματος δυτικά της Δ. πύλης της ακρόπολης της Μιδέας (ΥΕΙΙΙΒ2) και είναι ένα θραύσμα αγγείου από αμέθυστο σε σχήμα τρίτωνα, προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για την κατασκευή μικρότερων αντικειμένων.
  21. Το «εργαστήριο του Φειδία» υπήρξε ένα γόνιμο πεδίο άσκησης πειραματισμών και τεχνικών ζυμώσεων από ανήσυχους και ευρηματικούς τεχνίτες και καλλιτέχνες. Στις μήτρες και στα γυάλινα εκμαγεία τους φαίνεται ανάγλυφη η προσπάθειά τους για τη βελτίωση μιας μεθόδου που βρίσκεται ακόμα στα πρώτα της βήματα και αποσκοπούσε στην παραγωγή γυάλινων ενθεμάτων, τα οποία θα στόλιζαν έργα τέχνης κατασκευασμένα από χρυσό και ελεφαντόδοντο. Δεν είναι σίγουρο αν το κολοσσιαίο άγαλμα του Δία στολιζόταν με παρόμοια γυάλινα στοιχεία. Αυτά που βρέθηκαν προορίζονταν στην πλειονότητά τους για κάποιο άλλο μεγάλο έργο, προφανώς το λατρευτικό άγαλμα της Μητέρας Θεάς (Ρέας) στο Μητρώο. Αν αυτό πράγματι ισχύει, διαπιστώνουμε ότι στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. λειτουργούσε στην Ολυμπία ένα από τα αρχαιότερα εργαστήρια γυαλιού στην Ελλάδα. Οι τεχνίτες που δούλεψαν σε αυτό υπήρξαν πρωτοπόροι στον τομέα μιας τέχνης της οποίας μόνο ο μακρινός απόηχος έφτασε έως εμάς, της κατασκευής χρυσελεφάντινων αγαλμάτων. Οι ίδιοι δεν αρκέστηκαν μόνο στη συνέχιση της παράδοσης που τους κληροδότησε ο Φειδίας, αλλά άφησαν τη σφραγίδα τους προσθέτοντας κάτι καινούργιο. Εισήγαν νέες τεχνικές και μεθόδους, αυτές του γυαλιού, τις οποίες συνεχώς βελτίωναν με τον πειραματισμό και τη διαρκή προσεκτική παρατήρηση.
  22. Παρόμοια διαδικασία χρησιμοποιούνταν μέχρι πρόσφατα στο Αιγαίο για τον πυριτόλιθο, ο οποίος ψηνόταν και αλεθόταν σε χειρόμυλο με μολύβι, για την παρασκευή λείας αλοιφής με την οποία οι τσουκαλάδες εφυάλωναν τα κεραμικά (Ψαροπούλου 1990).
  23. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα και μοναδικό δείγμα πέλεκυ από καθαρό χαλκό που διατηρεί τη μορφή των παλαιοτέρων λίθινων. Φέρεται να έχει προέλευση την Εύβοια (Φωτιάδης 2003, σ. 9) και βρίσκεται στη συλλογή Finlay στην Σπάρτη (Zachos 2007, σ. 175, εικ. 11.41· βλ. επίσης, Phelps κ.ά. 1979 και Bosanquet 1904, σ. 229).
  24. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους περισσότερους γυάλινους κρητικούς σφραγιδόλιθους που χρονολογούνται πριν από το 1450 π.Χ. περίπου και κυρίως κατά τη διάρκεια της ΥΜΙΒ φάσης. Αντί της τεχνικής της χύτευσης του λιωμένου γυαλιού σε μήτρα προτιμάται η τεχνική λάξευσης (συμπαγές τρυπάνι) όπως εφαρμοζόταν και στις σφραγίδες από σκληρούς ημιπολύτιμους λίθους (αχάτη, αμέθυστο κορναλίνη κ.ά.) (Hood 1987, σ. 226, 281).
Βιβλιογραφία
Adam E. (1989), A Technological and Typological Analysis of Upper Palaeolithic Stone Industries of Epirus, Northwestern Greece. BAR International Series 512.
Αδάμ-Βελένη Π., Πουλάκη Ε., Τζανάβαρη Κ. (2003), Αρχαίες αγροικίες σε σύγχρονους δρόμους. Κεντρική Μακεδονία, ΤΑΠΑ, Αθήνα.
Adrymi-Sismani V. (2007), Le site chalcolithique de Microthèbes au carrefour du monde Egéen et des Balkans du Nord, στο Galanaki I., Tomas H., Galanakis Y., Laffineur R. (επιμ.), Between the Aegean and Baltic Seas. Prehistory Across Borders, Aegaeum 27, Liège, σ. 73-80.
Ανδρεΐκος Α. (1998), Μάνη, παλαιολιθικά ευρήματα, Αθήνα.
Βασιλείου Ελένη (2007), Η μετάβαση από την Χαλκοκρατία στην Εποχή του Σιδήρου στην Ήπειρο: Τα δεδομένα από τον οικισμό της Κρύας στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, στο Mazarakis Ainian Alexander (επιμ.), The “Dark Ages” Revisited, Acts of an International Symposium in Memory of William D.E. Coulson, University of Thessaly, Volos, 14-17 June 2007, τόμ. 1, Βόλος, σ. 267-277.
Blegen C., Rawson M., Taylour W., Donowan W. (1973), The Palace of Nestor at Pylos in Western Messenia, τόμ. 3, Princeton.
Boardman J. (1985), Αθηναϊκά ερυθρόμορφα αγγεία. Αρχαϊκή περίοδος, Καρδαμίτσα, Αθήνα.
Bosanquet R.C. (1904), Excavations at Phylakopi in Melos, London.
Βρανόπουλος Ε. (1987), Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας, Αθήνα.
Brézillon M. (1983), La dénomination des objets de pierre taillée. Matériaux pour un vocabulaire des préhistoriens de langue française. IV ème supplément à Gallia Préhistoire, CNRS.
Γαρουφαλής Δ. (1999), «Οι άνθρωποι των βάλτων», Corpus 8, σ. 34-37.
Cadogan, G. (1966), «An Egyptian Flint Knife from Knossos», BSA 61, σ. 147-148.
Cavanagh W., Crouwel J., Catling R.W.V., Shipley G. (1996), The Laconia Survey, Continuity and Change in a Greek Rural Landscape, τόμ. 3, British School at Athens, London.
Clarke D. (1968), Analytical Archaeology, Methuen, London.
Coleman J. (1986), «Excavations at Pylos in Elis», Hesperia: Supplementum XXI.
Coles J.M., Higgs E.S. (1969), The Archaeology of Early Man, Faber, London.
Cook B.F. (1990), Greek inscriptions, British Museum.
Crabtree Don E. (1970), «Flaking Stone with Wooden Implements», Science 169, σ. 146-153.
Dasen Véronique, Nagy Árpád M. (2012), «Le serpent léontocéphale Chnoubis et la magie de l’époque romaine impériale», Anthropozoologica 47/1, σ. 291-314.
Demakopoulou K., Divari-Valakou N., Åström P., Walberg G. (1997-1998), «Excavations in Midea 1995-1996», Opuscula Atheniensia 22-23, σ. 57-90.
Desruisseaux J.-P. (1990), Outils préhistoriques. Forme - Fabrication - Utilisation, Paris.
Δημητρίου Σ. (1993), Η εξέλιξη του ανθρώπου. ΙΙ. Τα πρώτα βήματα. Αθήνα.
Efstratiou, N., «The archeology of the Greek uplands: the early Iron Age site of Tsouka in the Rhodope Mountains», BSA 88 (1993), σ. 135-171.
Evans, A,. «Flint-knapper’s Αrt in Albania», Journal of the Royal Anthropological Institute 16 (1886), σ. 65-67.
Feustel R. (1985), Technik der Steinzeit, Weimar.
Frel J. (1972), «Réparations antiques», AAA, τόμ. 1, σ. 73-82.
Ζορίδης Π. (1994), «Σύγχρονο νεκροταφείο (ανατολικά των Μεγάρων)», ΑΔ 49, Χρ. Β1, σ. 61.
Θεοδωρίκας Σ. (1996), Ορυκτολογία – Πετρολογία, Θεσσαλονίκη.
Θεοί και ήρωες της Εποχής του Χαλκού. Η Ευρώπη στις ρίζες του Οδυσσέα, Κατάλογος έκθεσης, Αθήνα 2000.
Θεοχάρης Δ. κ.ά. (1973), Νεολιθική Ελλάς, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήναι.
Θεοχάρης Δ. (1981), Νεολιθικός Πολιτισμός, Αθήνα.
Gamble C. (1986), The Palaeolithic Settlements of Europe, Cambridge.
Godwin J. (1984), Μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμου, Καρδαμίτσα, Αθήνα.
Grose D.F. (1989), Early Ancient Glass, Hudson Hill Press, New York.
Guilaine J. (1994), La mer partagée. La Méditerranée avant l’écriture, 7000-2000 a. J-Ch. Hachette, Paris.
Hatzi-Spiliopoulou G. (1999), «A Mycenaean Stone Vase from Messenia», στο P. Betancourt κ.ά. (επιμ.), Meletemata, Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm H. Wiener as he enters his 65th year, AEGAEUM 20, σ. 343-349.
Heldal Τ., Storemyr P., Bloxam E., Shaw I., Lee R., Salem A. (2003), «GPS and GIS Methology in the Mapping of Chephren’s Quarry, Upper Egypt: A significant Tool for Documentation and Interpretation of the Site», στο Y. Maniatis (επιμ.), Actes du VIIe colloque international de l’ASMOSIA (Association for the Study of Marbre and Other Stones in Antiquity), BCH Supplement 51, Thassos 15-20.9.2003, σ. 227-241.
Hochstetter A. (1987), Kastanas. Die Kleinfunde, τ. 6, Βερολίνο.
Hood S. (1987), Η τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, Αθήνα.
Ιακωβίδης Σπ. (1970), Η εμφάνιση του σιδήρου, ΑΑΑ ΙΙΙ, 2, σ. 288-296.
ΙΕΕ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος Α (Προϊστορία και Πρωτοϊστορία). Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1970.
Καββαδίας Π. (1909), Προϊστορική Αρχαιολογία, Λεωνής, Αθήνα.
Κακριδής Ι. (1986), Ελληνική Μυθολογία. Οι Ήρωες, τόμ. 3, Εκδοτική Αθηνών.
Καμαρέττα Αι. (1986), «Θεοί μεταλλουργοί και πολεμιστές,» στο Κακριδής Ι.Θ. (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία, Οι Θεοί, τόμ. 2, Αθήνα, σ. 292-312.
Κοντολέων Ν. (1953), «Ανασκαφή εν Τήνω», ΠΑΕ, σ. 258-267.
Κριτζάς Χ. (1973), Θέσις Πορτίτσες – Αγροτική οδός προς Άκοβαν (οικόπεδο Δ. Μπουκάρα), ΑΔ 28, Β1 - Χρον., σ. 126-127.
Κυπαρίσση-Αποστολίκα Ν. (1996), «Σπήλαιο Θεόπετρας: Οι παλαιολιθικές επιχώσεις», Αρχαιολογία και Τέχνες 60, σ. 37-41.
Karantzali E. (1997), «The Obsidians», στο Ε. & Br.P. Hallager (επιμ.), The Greek-Swedish Excavations at Agia Aikaterini Square Kastelli, Khania 1970-1987, τόμ. 1, Stockholm, σ. 242-248.
Kyrieleis Η. (1983), Το Ηραίο της Σάμου, Κρήνη, Αθήνα.
Λαμπρινουδάκης Β.Κ. (2008), Οδοιπορικό από την αρχαία ελληνική τέχνη, Λιβάνης, Αθήνα.
Λαμπροθανάση-Κοραντζή Ε., Παπαγιάννη Ε. (2001), Νεκροταφείο της εποχής του σιδήρου στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, Το Αρχαιολογικό Έργο σε Μακεδονία Θράκη (ΑΕΜΘ) 15, σ. 263-270.
Leakey R. (1996), Η απαρχή του ανθρώπινου είδους, Κάτοπτρο, Αθήνα.
Λεκατσάς Π. (1963), Έρως. Ερμηνεία μιας μορφής της Προϊστορικής και Ορφικοδιονυσιακής θρησκείας, Δίφρος, Αθήνα.
Leroi-Gourhan Α. (1965), Le geste et la parole. La mémoire et les rythmes, Albin Michel, Paris.
Leroi-Gourhan A. (1973), Milieu et techniques, Albin Michel, Paris.
Lesky A. (1985), Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.
Liddell H. – Scott R. (1925), Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ιω. Σιδέρης, Αθήνα.
Λουκάτος Δ. (1998), «Η Λαογραφία: Ερευνητικός πυρήνας στις σύγχρονες (ομόκεντρες αλλά ευρύτερες) επιστήμες της Ανθρωπολογίας, Εθνολογίας και Εθνογραφίας», Λαογραφία 38, σ. 15-25.
Marinatos S. (1970), «Further discoveries at Marathon», AAA ΙΙΙ, 3, σ. 349-366.
Markovits A. (1930), «Περί της βιομηχανίας του πυριτίου κατά τα τελευταία 500 έτη», Πρακτικά της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, σ. 44-50.
Mc Donald W., Coulson W., Rosser J. (1983), Excavations at Nichoria in Southwest Greece. Dark Age and Byzantine Occupation, τόμ. 3, Minnesota.
Μαστροκώστας Ε. (1972), «Η κόρη Φρασίκλεια Αριστίωνος του Παρίου και Κούρος μαρμάρινος ανεκαλύφθησαν εν Μυρρινούντι», AAA V, 2, σ. 298-324.
Matzanas Ch. (1995), Etude du débitage des roches dans les industries du Paléolithique Inférieur de la Caune de l’ Arago, d’après l’étude des nucléus. Thèse de doctorat, Muséum National d’Histoire Naturelle, Paris.
Ματζάνας Χ. (1997). «Πλατιάνα», ΑΔ 52, Β1 – Χρον., σ. 261-262.
Ματζάνας Χ. (1998-2000), «Λαϊκή παραδοσιακή πρακτική στο σκόπιμο άναμμα φωτιάς», Λαογραφία ΛΘ', σ. 85-98.
Ματζάνας Χ. (1999), «Πειραματική Αρχαιολογία: Διάνοιξη οπής σε εργαλεία λειασμένου λίθου», Αρχαιολογία και Τέχνες 70, σ. 59-66.
Ματζάνας, Χ. (1999α), «Άναμμα φωτιάς με τριβή. Εθνοαρχαιολογική, φιλολογική και πειραματική προσέγγιση», Corpus 10, σ. 60-70.
Ματζάνας Χ. (1999β), «Τέχνεργα αποκρουσμένου λίθου από το Ψάρι Τριφυλίας και η εξέλιξη των λιθοτεχνιών της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Δ. Πελοπόννησο», ΑΔ 54, σ. 1-50.
Ματζάνας Χ. (2000), «Άναμμα φωτιάς με κρούση. Φιλολογική, εθνοαρχαιολογική και πειραματική προσέγγιση προβιομηχανικών μεθόδων», Corpus 20, σ. 42-53.
Ματζάνας Χ. (2001), «Κατασκευή ξύλινου κόθρου (ζεύγλας): Eθνοαρχαιολογική και πειραματική προσέγγιση», Εθνολογία 8, σ. 5-34.
Ματζάνας Χ. (2001α), «Πειραματική λάξευση πυριτολίθου: μέθοδοι και τεχνικές», Corpus 30, σ. 56-69.
Ματζάνας Χ. (2001β), «Εισαγωγή στην πειραματική λάξευση των πυριτικών λίθων», Αρχαιολογία και Τέχνες 78, σ. 59-66.
Ματζάνας Χ. (2001γ), «Η χρήση του συμπαγούς τρυπάνου στη διάτρηση της πέτρας. Πειραματική προσέγγιση», Αρχαιολογία και Τέχνες 81, σ. 71-75.
Ματζάνας Χ. (2000-2001), «Μέθοδοι και τεχνικές αποκρουσμένου λίθου κατά την Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα», Περίαπτο 3, σ. 57-65.
Zachos K. (2007), The Neolithic Background: A Reassessment, στο Day P., Doonan R. (επιμ.), Metallurgy in the Early Bronze Age Aegean, Oxford, σ. 168-206.
Mayor A. (2000), The first fossil hunters. Paleontology in Greek and Roman times, Princeton University Press.
Μελέντης Ι. (1970), Μαθήματα ορυκτολογίας, Α. Κρυσταλλογραφία, Αθήνα.
Moctezuma E.M. κ.ά. (1988), Οι Αζτέκοι - Αρχαίοι θησαυροί του Μεξικού, Κατάλογος έκθεσης στο ΕΑΜ (16.5-21.6.1988), Αθήνα.
Moundrea-Agrafioti Α. (2008), «Neolithic and Early Bronze Age Flaked Industry of Ayios Dhimitrios (Lepreo)», στο Zachos K., Ayios Dhimitrios, Α Prehistoric Settlement in the Southerestern Peloponessos: The Neolithic and Early Helladic Periods, BAR International Series 1770, σ. 231-266.
Μπόνιας Ζήσης (1998), Ένα αγροτικό ιερό στις Αιγιές Λακωνίας, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 62.
Μπούρας Χ. (1990), Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
Μυλωνάς Γ. (1928), Η Νεολιθική εποχή εν Ελλάδι, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 24.
Murray J. κ.ά. (1905), A New English Dictionary on Historical Principles, Clarendon Press, Oxford.
Ντούμας Χ. (1965), «Κορφή τ’ Αρωνιού», ΑΔ 20 Α΄, σ. 41-64.
Οικονομοπούλου Α. (2004), Το «δέσιμο» και το «λύσιμο» του γαμπρού στη λαϊκή παράδοση της Ολυμπίας (η ιατρική τους ερμηνεία), Ολυμπιακή Εστία, σ. 257-311.
Ορλάνδος Α. (1955), Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τόμ. 2, Αθήνα.
Παντελίδου Γκόφα Μ. (1991), «Κεραμικά εργαλεία», ΑΕ 130, σ. 1-13.
Παπακωνσταντίνου Ε.Σ. (1998), «Η Μέση Παλαιολιθική τεχνολογία στο Ασπροχάλικο: Παρουσίαση της «μεθόδου του Ασπροχάλικου», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου «Άνθρωπος και Σπηλαιοπεριβάλλον», Αθήνα, σ. 23-28.
Παπατσαρούχα Ε. (2000), «Μιδέα, μια ισχυρή μυκηναϊκή ακρόπολη μεταξύ Μυκηνών και Τίρυνθας», Corpus 17 (2000), σ. 8-11.
Παπαχατζής Ν. (1987), Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
Perlès C. (1987), Les industries lithiques taillées de Franchti, Argolide-Grèce, τόμ. 1, Présentation générale et industries paléolithiques (Excavations at Franchthi Cave, fascicule 3), Indiana University Press, Bloomington Indianapolis.
Phelps W., Varoufakis G., Jones R.E. (1979), Five cooper axes from Greece, BSA 74, σ. 175-184.
Pollitt J.J. (1986), Art in the Hellinistic Age, Cambridge University Press.
Poursat J.C. (1996), «Artisans Minoens: les maisons-ateliers du Quartier Mu», Etudes Crétoises 32.
Renfrew C., Cann J.R., Dixon J.E. (1965), «Obsidian in the Aegean», BSA 60, σ. 225-242.
Ridley C., Wardle K.A., Mould C.A. (2000), Servia I, BSA, Suppl., τόμ.32.
Runnels C.N. (1982), «Flaked – Stone Artifacts in Greece during the Historical Period», JFA 9, σ. 363-373.
Runnels C.N. (1988), «The flake obsidian artifacts», στο Cambitoglou A., Birchall A., Coulton J.J., Green J. R. (επιμ.), Zagora II. Excavation of a geometric town on the island of Andros, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, σ. 245-249, Αθήνα.
Runnels C., Pullen D., Langdon S. (1995), Artifact and Assemblage, τόμ. 1, California.
Σακελλαράκης Γ. (1979), Το ελεφαντόδοντο και η κατεργασία του στα μυκηναϊκά χρόνια, Αθήναι.
Sandars K.N. (1968), Prehistoric Art in Europe, Penguin, London.
Schiering W. (1991), Die Werkstatt des Pheidias in Olympia, Walter de Gruyter, Berlin-New York.
Σιμόπουλος Κ. (1975), Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1800-1810, τόμ. Γ1, Αθήνα.
Σιμόπουλος Κ. (1976), Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1700-1800, τόμ. Β, Αθήνα.
Σκιάς Α.Ν. (1898), «Πανάρχαια ελευσινιακή νεκρόπολις», ΑΕ, σ. 29-122.
Sordinas A. (1969), «Investigations of the Prehistory of Corfu during 1964-1966», Balkan Studies 10, σ. 393-424.
Stordeur D. (1987), «Manches et emmanchements préhistoriques: quelques propositions préliminaires», στο D. Stordeur (επιμ.), La main et l’outil:manches et emmanchements préhistoriques, TMO 15, Lyon, σ. 11-30.
Stuart G. (1998), «Τεοτιουάκαν, οι αινιγματικές πυραμίδες του Μεξικού», Γαιόραμα-Experiment 25, σ. 86-117.
Tixier J., Marmier F., Trécolle G. (1976), Le campement préhistorique de Bordj Mellala, Ouargla, Algérie, Editions du Cercle de Recherches et d’Etudes Préhistoriques, Paris.
Torrence R. (1991), «The Chipped Stone», στο Cherry J.F., Davis J.L., Mantzourani E. (επιμ.), Landscape Archaeology as Long-Term History. Northern Keos in the Cycladic Islands, Los Angeles, σ. 173-198.
Treuil R. (1983), Le néolithique et le Bronze ancien Egéens. Les problèmes stratigraphiques et chronologiques, les techniques, les homes, Ecole Française d’Athènes.
Trigger B. (2005), Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
Τσούντας Χ. (1908), Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, Αθήναι.
Warren P. (1969), Minoan Stone Vases, Cambridge.
Weber H. (1944), «Eisengerät», Olympische Forschungen I, σ. 166-171.
Whittaker J. (1996), «Athkiajas: a Cypriot Flintknapper and the Threshing Sledge Industry», Lithic Technology 21/2, σ. 108-120.
Φροντιζί-Ντυκρού Φρ. (2002), Ο Δαίδαλος. Η Μυθολογία του τεχνίτη στην Αρχαία Ελλάδα, Ολκός, Αθήνα.
Φωτιάδης Μ. (2003), «Η συλλογή προϊστορικών αρχαιοτήτων στην Ελλάδα την εποχή πριν από το Σλίμαν», Αρχαιολογία και Τέχνες 86, σ. 8-13.
Χατζή-Σπηλιοπούλου Γ. (1991), Ταφικοί πίθοι στην Ηλεία κατά τον 4ον αι. π.Χ. και στους Ελληνιστικούς χρόνους, Αρχαία Ηλεία και Αχαΐα, Μελετήματα 13, Ριζάκης Α.Δ. (εκδ.), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας, Αθήνα, σ. 351-363.
Ψαροπούλου Μ. (1990), Τελευταίοι τσουκαλάδες του Ανατολικού Αιγαίου, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο.