www.arxaiologia.gr
27/03/2023
Εικ. 1. Ο θησαυρός επτά χάλκινων χυτών αντικειμένων (πέντε αμφίστομοι πελέκεις, πυραμιδόσχημος άκμονας, κωνική σμίλη) της Ύστερης Χαλκοκρατίας από την Καταμάχη Ιωαννίνων. (Πηγή: αρχείο συγγραφέα)
Άρθρα: Αφιέρωμα
Η Εποχή Χαλκού στην Ήπειρο (Μέρος Δ΄)
Η Ύστερη Χαλκοκρατία: η μεταλλοτεχνία-μικροτεχνία
από Χρήστος Ν. Κλείτσας Αρχαιολόγος - Δευτέρα, 28 Ιανουαρίου 2013

Η μεταλλοτεχνία της Ύστερης Εποχής Χαλκού στην Ήπειρο παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Περιλαμβάνει ικανές ποσότητες χάλκινων ή ακριβέστερα μπρούντζινων αντικειμένων, κατασκευασμένων από κράμα χαλκού με κασσίτερο. Μοναδική εξαίρεση ως προς το υλικό κατασκευής συνιστούν χρυσό έλασμα και χρυσή χάντρα. Εργαλεία (κυρίως πελέκεις και μαχαίρια) και όπλα (κυρίως ξίφη-εγχειρίδια και αιχμές δοράτων) αποτελούν χρηστικά αντικείμενα της καθημερινότητας του «νοικοκυριού». Διαφορετικά ή παράλληλα είναι συμβολικά τέχνεργα «γοήτρου», που δηλώνουν την εξουσία και το κύρος του κατόχου. Αυτά συχνά αποκτώνται στο πλαίσιο άσκησης εμπορίου, ανταλλαγής «δώρων» ή ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών, οι οποίες τεκμηριώνονται από νεότερες εθνογραφικές μελέτες.

Η ποσότητα και η ποιότητα των χάλκινων αντικειμένων έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη συντηρητική εικόνα της εγχώριας χειροποίητης κεραμικής παραγωγής και κατανάλωσης. Βρίσκονται σε κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς τάφους ως κτερίσματα (ακέραια όπλα και κοσμήματα), που συνοδεύουν τον νεκρό στη μετά θάνατον ζωή. Δεύτερη πηγή προέλευσης αποτελούν οι δύο θησαυροί χάλκινων αντικειμένων (εργαλεία) της Στεφάνης Πρέβεζας και της Καταμάχης Ιωαννίνων. Περιέχουν ακέραια-λειτουργικά αντικείμενα για αντιπραγματισμό και χρήση, φθαρμένα αντικείμενα για επιδιόρθωση ή θραυσμένα για την κατασκευή νέων. Αρκετά από τα χάλκινα αντικείμενα συνιστούν μεμονωμένα και τυχαία ευρήματα (όπλα και εργαλεία), τα οποία πιθανόν εξυπηρετούσαν αδιάγνωστες σήμερα αναθηματικές λειτουργίες.

Εγχώρια μεταλλοτεχνική παραγωγή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ακόμη άμεσα (σημ. 1), καθώς ελλείπουν τα πρωτογενή αρχαιολογικά στοιχεία (τυποποιημένες πρώτες ύλες, υπολείμματα εκκαμίνευσης, ακροφύσια, χωνευτήρια, μήτρες), που βρίσκονται συχνά σε εργαστηριακούς χώρους. Η έλλειψή τους οφείλεται οπωσδήποτε στην απουσία στρωματογραφημένων οικιστικών συνόλων της προϊστορικής περιόδου. Ο συνδυασμός ποσοτικών-ποιοτικών και κατασκευαστικών-τεχνολογικών χαρακτηριστικών πιθανολογεί εγχώρια παραγωγή κάποιων τύπων (ίσως πελέκεων). Άλλωστε η περιοχή της Ηπείρου δεν διαθέτει ιδιαίτερη παράδοση μεταλλοτεχνικής παραγωγής ή κατανάλωσης, αν εξαιρέσουμε λίγους μονόστομους πελέκεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας από διάφορες θέσεις και λίγα μαχαιρίδια της Μέσης Χαλκοκρατίας στη Δωδώνη. Οι πρώτες και μοναδικές άμεσες μαρτυρίες προκύπτουν από σχετικά ευρήματα στην ελληνιστική/ρωμαϊκή πόλη της Κασσώπης Πρέβεζας (σημ. 2).

Τα μεταλλικά αντικείμενα γίνονται εξαιρετικά πολύτιμα για τον προϊστορικό χρήστη, επειδή αποτελούν τα τελικά προϊόντα σύνθετων και συλλογικών διαδικασιών, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος δεν ελέγχονται από τον ίδιο τον κάτοχο. Η γνώση και αξιοποίηση ορυκτών κοιτασμάτων, η τεχνολογία για το διαχωρισμό του καθαρού μετάλλου από το μετάλλευμα (εκκαμίνευση), η εμπορική διακίνηση και διασπορά των πρώτων υλών, οι πειραματισμοί για τη δημιουργία ανθεκτικών κραμάτων, η τεχνογνωσία της χύτευσης και τελικής επεξεργασίας των αντικειμένων, η γνώση του βαθμού, στον οποίο είναι επιθυμητά τα αντικείμενα και ο ακόλουθος καθορισμός της «αξίας» τους, προϋποθέτουν εμπλοκή ανθρώπων από διάφορες περιοχές, καθώς και την ύπαρξη οργανωμένων δικτύων για τη διακίνηση πρώτων υλών και αντικειμένων. Ως θησαυροί αναγνωρίζονται συνήθως σχετικά ομοιογενή σύνολα μεταλλικών αντικειμένων, τα οποία αποθηκεύονται ή αποκρύβονται για διάφορες αιτίες και σκοπούς. Χαρακτηριστική είναι η μαζική αποθησαύριση, που παρατηρείται τον 13ο-12ο αιώνα π.Χ. της μεγάλης ανασφάλειας στον ελλαδικό (σημ. 3), αλλά και ευρύτερο χώρο.

Ο θησαυρός της Καταμάχης Ιωαννίνων (σημ. 4) ανακαλύφθηκε τυχαία το 1970 σε απότομη νεροσυρμή του όρους Αλυσός ή Βριτζάχα και σε υψόμετρο 1017 μ. Περιλαμβάνει πέντε αμφίστομους πελέκεις ελλαδικού τύπου με ελλειψοειδή οπή στειλέωσης, συμπαγή πυραμιδόσχημο άκμονα με ελλειψοειδή οπή στερέωσης και ανάγλυφο κομβίο, κωνική σμίλη ευρωπαϊκού τύπου με κοίλο αυλό και με διακόσμηση ανάγλυφων τριγώνων στο κάτω μέρος (εικ. 1). Τα επτά αντικείμενα είναι ακέραια-λειτουργικά ή φέρουν μικρές και επιδιορθώσιμες φθορές, αποτελώντας πιθανόν την πραμάτεια περιφερόμενου μεταλλοτεχνίτη. Ο συγκεκριμένος χρηστικός θησαυρός αποκρύφτηκε με την προοπτική της ανάκτησης, η οποία όμως δεν ευοδώθηκε. Χάλκινη φλογόσχημη αιχμή δόρατος από την περιοχή του χωριού μαρτυρά την ύπαρξη αντίστοιχης προϊστορικής εγκατάστασης της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΒ-Γ περιόδου.

Ο δεύτερος θησαυρός από τη Στεφάνη Πρέβεζας (σημ. 5) ανακαλύφθηκε τυχαία το 1985 σε σχισμή ασβεστολιθικών βράχων λοφώδους ημιορεινής περιοχής πάνω από το μυχό του Αμβρακικού κόλπου, όπου ανοίγονται φυσικοί δρόμοι από ή προς την ηπειρωτική ενδοχώρα. Περιέχει πέντε χάλκινους χυτούς αμφίστομους πελέκεις ελλαδικού τύπου και άλλους πέντε της τυπολογικής ομάδας «Έρμονες-Κιέριο» με ελλειψοειδή οπή στειλέωσης (εικ. 2), τρεις χάλκινες φυλλόσχημες αιχμές δοράτων, δύο χάλκινα στελέχη και δύο μεγάλες λίθινες ακόνες (εικ. 3). Ο χρηστικός θησαυρός της Στεφάνης έχει μικτό χαρακτήρα με ακέραια ή φθαρμένα, αλλά κυρίως θραυσμένα-αχρηστεμένα αντικείμενα. Μπορεί να χρονολογηθεί σχετικά προς το τέλος της Ύστερης Χαλκοκρατίας ή στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ-Γ περίοδο. Θεμέλια κτιρίων, χειροποίητη κεραμική και πυριτολιθικά εργαλεία αναφέρονται στην εγγύτερη περιοχή.

Η «εργαλειοθήκη» της Ύστερης Εποχής Χαλκού στην Ήπειρο περιλαμβάνει μαχαίρια, αλλά κυρίως χάλκινους χυτούς αμφίστομους πελέκεις με ελλειψοειδή οπή στειλέωσης. Επικρατεί ο βασικός ελλαδικός τύπος με αποστρογγυλεμένες ή γωνιώδεις απολήξεις των λεπίδων, όπως είναι γνωστός κυρίως από τις Μυκήνες (θησαυροί και «τάφος των τριπόδων», σημ. 6). Στην Ήπειρο προτιμάται ιδιαίτερα η πτερυγωτή διαμόρφωση των λεπίδων ως αποτέλεσμα εντατικότερης σφυρηλάτησης μετά την απομάκρυνση από τη μήτρα (δύο τεμάχια διπλών λίθινων μητρών είναι γνωστά από την περιοχή της Κορυτσάς στη γειτονική Αλβανία, σημ. 7). Οι διπλοί πελέκεις τύπου «Έρμονες-Κιέριο» με υπερυψωμένη ράχη και λαιμό διασπείρονται σε περιοχές του δυτικού και κεντρικού ελλαδικού χώρου, αλλά και στα γειτονικά Βαλκάνια. Οι περισσότεροι πελέκεις στην περιοχή της Ηπείρου χρησιμοποιήθηκαν ως βαριά υλοτομικά εργαλεία κοπής και διαμόρφωσης ξύλου (κυρίως για κατασκευή οικιών και για καύσιμη ύλη).

Ακόμα πιο εντυπωσιακή εμφανίζεται η «οπλοθήκη» της Ύστερης Χαλκοκρατίας στην Ήπειρο. Περιέχει οκτώ χάλκινα ξίφη από διάφορες θέσεις, εκ των οποίων τρία κερατόσχημα και τρία σταυρόσχημα (εικ. 4) ανήκουν σε καλά διαδεδομένους κρητομυκηναϊκούς τύπους της Υστεροελλαδικής/Υστερομινωικής ΙΙΙΑ-Β περιόδου (14ος-13ος π.Χ. αιώνας). Tα υπόλοιπα δύο κατατάσσονται στη γνωστή κατηγορία ευρωπαϊκών ξιφών με τη συμβατική ονομασία «Naue II» και κυριαρχούν στη διάρκεια της Υστεροελλαδικής/Υστερομινωικής ΙΙΙΓ περιόδου (περίπου 1200-1000 π.Χ.), ενώ σε σιδερένιες εκδοχές έως και το τέλος των κλασικών χρόνων (παραδείγματα από το μολοσσικό νεκροταφείο στη Βίτσα Ιωαννίνων). Στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ-Γ περίοδο του μυκηναϊκού κόσμου δέκα χαρακτηριστικά για αυτόν χάλκινα εγχειρίδια (κοντά ξίφη) με λαβή σε σχήμα Τ βρέθηκαν σε διάφορες θέσεις της Ηπείρου. Τρία ακόμη μαχαιρόσχημα εγχειρίδια με γλωσσίδιο λαβής από το Μαζαράκι Ιωαννίνων ανήκουν σε ασυνήθιστο κυπριακό τύπο, ενώ τελευταίο από τη Δωδώνη Ιωαννίνων αποτελεί επείσακτο ιταλικό προϊόν του τύπου «Peschiera» (εικ. 5). Τα είκοσι δύο συνολικά μακρά ή κοντά ξίφη ή εγχειρίδια (σημ. 8) χρησιμοποιήθηκαν ως πολεμικά-κυνηγετικά όπλα ή ως αντικείμενα «γοήτρου» με συμβολικό χαρακτήρα. Σε αυτά προστίθενται ακόμη είκοσι πέντε φυλλόσχημες και έντεκα φλογόσχημες αιχμές δοράτων (εικ. 6) από διάφορες θέσεις (σημ. 9).

Λίγα χάλκινα αντικείμενα προσωπικής χρήσης και καλλωπισμού προέρχονται από κιβωτιόσχημους τάφους γυναικών (Ελαφότοπος, Καλπάκι, Μαζαράκι, Ρωμανό Ιωαννίνων). Πρόκειται κυρίως για ψέλια με σπειροειδείς απολήξεις, δακτυλίους, τριχολαβίδες, χάντρες. Χάλκινες περόνες βρέθηκαν στην Κρύα και τα Πράμαντα Ιωαννίνων, στην Εφύρα Πρέβεζας. Ξεχωρίζουν τα κοσμήματα με σπειροειδείς απολήξεις, τα οποία απαντούν σε περιοχές της Ευρώπης, ενώ στον ελλαδικό χώρο από την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδο και μετά.

Η μακροσκοπική παρατήρηση των χάλκινων αντικειμένων προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για διάφορες κατασκευαστικές αστοχίες ή ίχνη (σημ. 10), δηλωτικά του τρόπου κατασκευής. Έτσι πάνω σε εργαλεία ή πελέκεις από την Ήπειρο ανακαλύπτουμε διαφορετικές κοιλότητες συστολής, σφηνοειδείς αυλακώσεις, αρμούς συνένωσης, φυσαλίδες αέρα, εγκλείσματα ακαθαρσιών. Η σφυρηλάτηση έχει ως στόχο τη διόρθωση των ατελειών, τη συμπύκνωση της μάζας και τη διαμόρφωση του τελικού σχήματος των αντικειμένων. Ακολουθεί η λείανση της επιφάνειας ή το ακόνισμα των λεπίδων με διάφορα τρυπτά λίθινα εργαλεία. Η διακόσμηση αποτυπώνεται στο αρνητικό της μήτρας ή χαράσσεται μετά την απομάκρυνση από αυτή (εικ. 7). Τα ίχνη χρήσης γίνονται ορατά στις λεπίδες των αντικειμένων ως φθορές ή οδοντώσεις ή εκδηλώνονται με θραύση και οριστική αχρήστευση. Πειραματική αρχαιολογία της τελευταίας δεκαετίας τεκμηριώνει διαφορετικές χρήσεις προϊστορικών εργαλείων (σημ. 11).

Μεταλλογραφικές αναλύσεις μικροδομής, χημικές σύστασης και ισοτοπικές προέλευσης εφαρμόζονται για πρώτη φορά σε δείγματα προϊστορικών εργαλείων της Ηπείρου (σημ. 12). Οι μεταλλογραφίες στοχεύουν στη μεγέθυνση της επιφανειακής μεταλλικής δομής των αντικειμένων για τη διάγνωση κατασκευαστικών εργασιών χύτευσης και σφυρηλάτησης. Οι στιλβωμένες τομές μεταλλικών αντικειμένων εξετάζονται με οπτικό μικροσκόπιο φωτός. Στις μεταλλογραφίες των ηπειρωτικών εργαλείων διαπιστώνονται γενικά πολυγωνικοί κρύσταλλοι διαφόρων μεγεθών και σχημάτων ως αποτέλεσμα αναγέννησης της κρυσταλλικής δομής μετά από ανόπτηση σε ικανοποιητική θερμοκρασία. Η παραμόρφωση των κρυστάλλων στις λεπίδες δηλώνει σφυρηλάτηση μετά από ανόπτηση. Οι κύκλοι ανόπτησης και σφυρηλάτησης επαναλαμβάνονται ανάλογα με την επιθυμητή τελική χρήση του αντικειμένου. Το μυστικό βρίσκεται συνήθως στην ισορροπία ανάμεσα στη σκληρότητα και την αντοχή (σημ. 13).

Ως κυρίαρχο μεταλλικό κράμα της Ύστερης Χαλκοκρατίας αναγνωρίζεται ο μπρούντζος (χαλκός με κασσίτερο), αποτέλεσμα μακροχρόνιων πειραματισμών ή σωρευμένης εμπειρίας για την κατασκευή προϊόντων με κατάλληλες ιδιότητες για συγκεκριμένες ειδικές χρήσεις. Η μετάβαση από το αρσενικό στον κασσίτερο προήλθε εξαιτίας της επικίνδυνης τοξικότητας του πρώτου, που μπορεί να επιφέρει θάνατο στον άνθρωπο και μόλυνση στο περιβάλλον. Οι χημικές αναλύσεις εργαλείων από την Ήπειρο με τη μέθοδο της ενεργειακής διασποράς ακτινών-Χ φθορισμού (EDXRF) εντόπισαν ιδανικές αναλογίες χαλκού (85-92 %) με κασσίτερο (7,6-14,1 %) για την κατασκευή λειτουργικών αντικειμένων με απαιτούμενη σκληρότητα (μόνο με θερμή σφυρηλάτηση). Οι ισοτοπικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με φασματομετρία διέγερσης πλάσματος (MC-ICP-MS), αλλά η αποδοχή τους περικλείει αρκετά θεωρητικά προβλήματα και τα σχετικά αποτελέσματα θα συζητηθούν σε άλλο σημείο.

 

 

Χρήστος Ν. Κλείτσας, Αρχαιολόγος

Υποψήφιος Διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Σημειώσεις
  1. 1. Εγχώρια μεταλλοτεχνική παραγωγή τεκμηριώνεται από σχετικά ευρήματα (κυρίως μήτρες) οικισμών της Ύστερης Εποχής Χαλκού και Πρώιμης Εποχής Σιδήρου στις γειτονικές περιοχές της Αλβανίας (Maliq, Sovjan), Μακεδονίας (Καστανάς, Άσσηρος, Τούμπα, Άγιος Μάμας) και Θεσσαλίας (Διμήνι, Κάστρο-Παλαιά, Σέσκλο).
  2. E.-L. Schwandner / G. Zimmer / U. Zwicker, «Zum Problem der Öfen griechischer Bronzegiesser», Archäologischer Anzeiger 98 (1983), σ. 57-80. Δημοσιεύουν υποδειγματικά και διεπιστημονικά απιόσχημο μεταλλουργικό κλίβανο του 2ου αιώνα π.Χ.
  3. Από τον ελλαδικό χώρο της Ύστερης Χαλκοκρατίας είναι γνωστοί δεκαπέντε θησαυροί: πέντε στις Μυκήνες (με τις συμβατικές ονομασίες Ακρόπολης, Τσούντα: δύο, Πώρινου Τοίχου, Μυλωνά) και ένας στην Τίρυνθα Αργολίδας, στον Ορχομενό και στην Ανθηδόνα Βοιωτίας, στην Ακρόπολη Αθηνών και στα Κανάκια Σαλαμίνας, στην Πόλη Ιθάκης, στην Καλυδώνα Αιτωλοακαρνανίας, στο Κιέριο Καρδίτσας, στη Στεφάνη Πρέβεζας και στην Καταμάχη Ιωαννίνων. Νέο παρόμοιο εύρημα αναφέρεται από τον Άγιο Βασίλειο Λακωνίας. Οι παλαιότεροι είναι δημοσιευμένοι στο Θ. Σπυρόπουλος, Υστερομυκηναϊκοί Ελλαδικοί Θησαυροί, Αθήνα 1972.
  4. Ι. Βοκοτοπούλου, «Θησαυρός χαλκών πελέκεων εκ Καταμάχης Ιωαννίνων», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 5 (1972), σ. 112-119. Ο θησαυρός βρέθηκε και παραδόθηκε από τον γεωργοκτηνοτρόφο Δ. Δούλη. Πιθανώς συνδέεται με δίκτυο ορεινών περασμάτων στην περιοχή, το οποίο δεν έχει επαρκώς μελετηθεί.
  5. Η. Ανδρέου, «Νέες προϊστορικές θέσεις στην Ήπειρο», στο Χ. Τζουβάρα-Σούλη / Α. Βλαχοπούλου-Οικονόμου / Κ. Γραβάνη-Κατσίκη (επιμ.), Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα 1994, σ. 243, 259. Ο θησαυρός βρέθηκε και παραδόθηκε από τον γεωργοκτηνοτρόφο Θ. Κριτσιμά.
  6. Α. Ωνάσογλου, Η οικία του τάφου των τριπόδων στις Μυκήνες, Αθήνα 1995, σ. 37-41, 48-49, εικ. 57-58, πίν. 10, 12-15. Είκοσι διπλοί πελέκεις βρέθηκαν εδώ αποτεθειμένοι σε δύο στρώσεις στα πέλματα του νεκρού.
  7. P. Léra, «Deshmi arkeologjike mbi ushtrimin e metalurgjise lokale prehistorike», Tempulli 8 (2003), σ. 34.
  8. Οι καθιερωμένες τυπολογικές διακρίσεις των αιγαιακών ξιφών και εγχειριδίων δημοσιεύονται κυρίως από τη N. Sandars (1963), την I. Kilian-Dirlmeier (1993) και τον A. Παπαδόπουλο (1998). Για νεότερη σύνθεση και αναθεώρηση των σχετικών τυπολογικών και άλλων δεδομένων βλ. B. Molloy, «Swords and swordsmanship in the Aegean Bronze Age», American Journal of Archaeology 114 (2010), σ. 403-428.
  9. Για την καθιερωμένη τυπολογική διάκριση των χάλκινων αιχμών δοράτων βλ. R. Avila, Bronzene Lanzen- und Pfeilspitzen der griechischen Spätbronzezeit, Prähistorische Bronzefunde 5/1, Μόναχο 1983.
  10. M. Lowe Fri, The double axe in Minoan Crete: A functional analysis of production and use, Στοκχόλμη 2007, σ. 44-73. Πραγματεύεται διαφορετικές πτυχές κατασκευής και χρήσης των μινωικών διπλών πελέκεων.
  11. Lowe Fri, ό.π., σ. 93-127, όπου τεκμηριώνει πειραματική λειτουργία διπλών πελέκεων στην κοπή ξύλων, στην κατεργασία μαλακών λίθων και στον τεμαχισμό οστών ζώων.
  12. Οι μεταλλογραφικές αναλύσεις μικροδομής πραγματοποιήθηκαν σε εργαστήριο της Αυστρίας, ενώ οι χημικές αναλύσεις σύστασης και οι ισοτοπικές αναλύσεις προέλευσης σε εργαστήριο της Γερμανίας. Ευχαριστίες οφείλονται στο Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP-USA) για τη χρηματοδότηση.
  13. Για τη διαδικασία σχηματισμού της μεταλλογραφίας και άλλες τεχνολογικές πτυχές βλ. G. Papadimitriou, «The technological evolution of copper alloys in the Aegean during the prehistoric period», στο I. Tzachili (επιμ.), Aegean metallurgy in the Bronze Age, Rethymnon 19-21 November 2004, Ρέθυμνο 2008, σ. 271-287.
Βιβλιογραφία
Ανδρέου Η., «Νέες προϊστορικές θέσεις στην Ήπειρο», στο Χ. Τζουβάρα-Σούλη / Α. Βλαχοπούλου-Οικονόμου / Κ. Γραβάνη-Κατσίκη (επιμ.), Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη, Ιωάννινα 1994, σ. 233-265.
Avila R., Bronzene Lanzen- und Pfeilspitzen der griechischen Spätbronzezeit, Prähistorische Bronzefunde 5/1, Μόναχο 1983.
Βοκοτοπούλου Ι., «Θησαυρός χαλκών πελέκεων εκ Καταμάχης Ιωαννίνων», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 5 (1972), σ. 112-119.
Léra P., «Deshmi arkeologjike mbi ushtrimin e metalurgjise lokale prehistorike», Tempulli 8 (2003), σ. 30-38.
Lowe Fri M., The double axe in Minoan Crete: A functional analysis of production and use, Στοκχόλμη 2007.
Molloy B., «Swords and swordsmanship in the Aegean Bronze Age», American Journal of Archaeology 114 (2010), σ. 403-428.
Papadimitriou G., «The technological evolution of copper alloys in the Aegean during the prehistoric period», στο I. Tzachili (επιμ.), Aegean metallurgy in the Bronze Age, Rethymnon 19-21 November 2004, Ρέθυμνο 2008, σ. 271-287.
Schwandner E.-L. / Zimmer G. / Zwicker U., «Zum Problem der Öfen griechischer Bronzegiesser», Archäologischer Anzeiger 98 (1983), σ. 57-80.
Σπυρόπουλος Θ., Υστερομυκηναϊκοί Ελλαδικοί Θησαυροί, Αθήνα 1972.
Ωνάσογλου Α., Η οικία του τάφου των τριπόδων στις Μυκήνες, Αθήνα 1995.