Η περιοχή της Τηλλυρίας κατέχει αδιαμφισβήτητα μία σημαντική θέση στη μελέτη της ιστορίας και της αρχαιολογίας της Κύπρου, έχοντας να επιδείξει πλούσιο αρχαιολογικό υλικό. Ωστόσο, το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με το αρχαιολογικό έργο που έχει πραγματοποιηθεί ανά τα χρόνια στην περιοχή, το οποίο, όπως διαφαίνεται και από τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας, είναι για διάφορους λόγους ιδιαίτερα περιορισμένο σε σχέση με άλλες περιοχές του νησιού [σημ. 1].
Η υπό εξέταση περιοχή, γνωστή με το όνομα Τηλλυρία, περιλαμβάνει, σύμφωνα με σύγχρονες γεωγραφικές μελέτες, περί τα 26 χωριά (Πω(/ο)μό, Παλιάμπελα, Παχύαμμος, Αλεύγα, Κόκκινα, Σελλάδι του Άππη, Άγιο Γεωργούδι, Μανσούρα, Μοσφιλερή, Άγιος Θεόδωρος, Πιγένια, Χαλέρι, Πάνω Πύργος, Κάτω Πύργος, Άγιος Ιωάννης Σελέμανη, Αμμαδιές, Ξερόβουνος, Λιμνίτης, Λουτρός, Βαρίσεια, Γαληνή, Ποταμός του Κάμπου, Αμπελικού, Βροδίσια ή (Α)Φροδίσια ή Φροδίσια, Πηγή) [σημ. 2] (εικ. 1) [σημ. 3] και οριοθετείται στα ανατολικά από το χωριό Ποταμός του Κάμπου και στα δυτικά από το χωριό Πωμός. Ο χάρτης της περιοχής έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα της οθωμανικής διοίκησης στο νησί [σημ. 4].
Η ίδια γεωγραφική περιοχή περιβαλλόταν κατά την αρχαιότητα από δύο ισχυρά βασίλεια, του Μάριου [σημ. 5] στα δυτικά και των Σόλων [σημ. 6] στα ανατολικά (εικ. 2). Τα γεωγραφικά όρια των δύο αυτών βασιλικών κέντρων δεν είναι γνωστά σήμερα [σημ. 7] με τρόπο που να επιτρέπει την κατανόηση της επέκτασής τους εντός της γεωγραφικής επικράτειας της Τηλλυρίας. Ωστόσο, θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι η περιοχή θα αλληλεπιδρούσε με τα βασίλεια αυτά (ιδιαίτερα με το βασίλειο των Σόλων), των οποίων προφανώς θα αποτελούσε τμήμα, πιθανώς ως μέρος των διοικητικών τους περιφερειών [σημ. 8].
Αφορμή για την παρούσα μελέτη υπήρξε η χαρτογράφηση των ελληνιστικών και ρωμαϊκών νεκροπόλεων της περιοχής, ως μέρος του ευρύτερου πλαισίου χαρτογράφησης των εν λόγω νεκροπόλεων της Κύπρου [σημ. 9]. Κύριο σκοπό της παρούσας εργασίας αποτελεί η χαρτογράφηση όλων των αρχαιολογικών θέσεων της περιοχής της Τηλλυρίας, στοχεύοντας στη γνωριμία με την εν λόγω γεωγραφική περιοχή μέσα από θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ανεξαρτήτως χρονολογικής εποχής ή τρόπου χρήσης (όπως για παράδειγμα αρχαίες θέσεις κατοίκησης, νεκροπόλεις, χώροι λατρείας κ.λπ.). Συγκεκριμένα, έχουν συμπεριληφθεί θέσεις στις οποίες έχει διεξαχθεί επίσημη αρχαιολογική έρευνα, κυρίως σωστικού χαρακτήρα, όπως προκύπτουν από την αρχειακή μελέτη [σημ. 10]. Οι μεμονωμένες περιπτώσεις επιφανειακής επισκόπησης και ανασκαφής συστηματικού χαρακτήρα είναι αποτέλεσμα νεότερων ερευνών.
Η χαρτογράφηση των αρχαιολογικών θέσεων και συνακόλουθα η γνωστοποίησή τους αναμένεται να διευκολύνει γενικότερα την έρευνα και τους μελετητές που ενδιαφέρονται για την περιοχή της Τηλλυρίας και τα χωριά που περιλαμβάνει, αφού το αρχαιολογικό έργο που έχει επιτευχθεί στην περιοχή είναι γενικά περιορισμένο και κατά βάση αδημοσίευτο. Επιπλέον, η οπτικοποίηση των θέσεων επιτρέπει μια πρώτη ανάλυση του αρχαιολογικού τοπίου της περιοχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε και ως απάντηση μιας αγωνιώδους και συνεχόμενης αναζήτησης των κατοίκων της περιοχής να ανιχνεύσουν το ιστορικό παρελθόν της «γης τους», σε μια προσπάθεια σύνδεσης και κατανόησης γεγονότων και πληροφοριών που έχουν διαφυλάξει από τους προγόνους τους.
Ο τρόπος διεξαγωγής της έρευνας ακολούθησε δύο βασικά στάδια. Το πρώτο αφορούσε τον εντοπισμό, τη μελέτη και την αποδελτίωση του σχετικού με την περιοχή αρχειακού υλικού του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου (εφεξής ΤΑ) [σημ. 11]. Τα αρχεία του ΤΑ αποτελούν τη βασική πηγή πληροφοριών σε σχέση με τις νόμιμες και επίσημες αρχαιολογικές έρευνες στην Κύπρο, είτε αυτές έχουν στην πορεία του χρόνου δημοσιευτεί, είτε όχι. Από το υλικό αυτό εντοπίστηκαν διάφορες θέσεις οι οποίες ερευνήθηκαν ανά τα χρόνια από επίσημους φορείς και καταχωρίστηκαν στα αρχεία του ΤΑ. Οι πληροφορίες που ανακτήθηκαν από τα αρχεία, αν και περιορισμένες και ιδιαίτερα συνοπτικές, παραμένουν σημαντικές διότι μας διαφωτίζουν για θέσεις εν πολλοίς άγνωστες, ενώ οι ετήσιες εκθέσεις (οι οποίες δημοσιεύονταν σε τακτική βάση μέχρι και το 2009) λόγω της φύσης τους δεν δύναται να συμπεριλάβουν όλες τις αρχαιολογικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στο νησί. Από το αρχειακό υλικό συλλέχθηκαν οι σχετικές πληροφορίες, οι οποίες αξιοποιήθηκαν με τον τρόπο που παρουσιάζεται στο δεύτερο στάδιο της έρευνας.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η διαδικασία της αποδελτίωσης της αρχαιολογικής πληροφορίας είναι μία ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία με αρκετά προβλήματα. Όσον αφορά τις ανάγκες της παρούσας έρευνας, ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα που παρουσιάστηκε έγκειται στον γεωγραφικό προσδιορισμό των θέσεων, οι οποίες στην πλειονότητά τους δηλώνονταν με το τοπωνύμιο της περιοχής. Το τοπωνύμιο χαρακτηρίζει μια γενική αναφορά της θέσης και είναι δηλωτικό μιας ευρύτερης περιοχής άνευ χωρικών ορίων. Ως αποτέλεσμα, καθίσταται αδύνατος ο ακριβής γεωχωρικός προσδιορισμός της αρχαιολογικής θέσης. Επιπλέον, ορισμένες θέσεις δεν εντοπίζονται καθόλου, είτε γιατί το τοπωνύμιο που καταγράφηκε αποδείχθηκε λανθασμένο, είτε γιατί απουσιάζουν πλήρως στοιχεία γεωγραφικού προσδιορισμού. Τα προσκόμματα και κενά αυτά των αρχειακών πληροφοριών, τα οποία καλείται η σύγχρονη έρευνα να αντιμετωπίσει, είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθούν λόγω της παρέλευσης πολλών ετών από τις πρώτες αυτές αρχαιολογικές έρευνες. Ως αποτέλεσμα, μειώνεται ο αριθμός των αρχαιολογικών θέσεων που ερευνήθηκαν στο παρελθόν και μπορούν να χαρτογραφηθούν.
Κατά την παρούσα έρευνα δόθηκε έμφαση στην αποδελτίωση και τη χαρτογράφηση των αδημοσίευτων και κατά συνέπεια λιγότερο γνωστών αρχαιολογικών θέσεων. Ωστόσο, παράλληλα με το αρχειακό υλικό, η βάση η οποία δημιουργήθηκε μπορεί να εμπλουτιστεί στο μέλλον, με την εισαγωγή των γνωστών και δημοσιευμένων θέσεων. Για τον σκοπό αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα οι δημοσιεύσεις των αποτελεσμάτων των εργασιών της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής στην περιοχή, και του Cyprus Exploration Fund, οι πιο πρόσφατες αρχαιολογικές εργασίες του Μουσείου Κύκκου [σημ. 12], καθώς και θεματικές μελέτες από θέσεις της περιοχής [σημ. 13]. Ο εμπλουτισμός της γεωβάσης με τη δημοσιευμένη πληροφορία μπορεί να υποστηρίξει την αναδόμηση του αρχαιολογικού περιβάλλοντος της περιοχής σε σχέση με το αδημοσίευτο υλικό που συλλέχθηκε.
Το δεύτερο στάδιο της παρούσας εργασίας αφορούσε στην ψηφιοποίηση και τη χαρτογράφηση των δεδομένων που συλλέχθηκαν, και την εισαγωγή τους και περαιτέρω επεξεργασία σε Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (Geographic Information Systems, εφεξής GIS). Το GIS αποτελεί εργαλείο το οποίο επιτρέπει την οργάνωση υπό μορφή βάσης δεδομένων του μεγάλου όγκου ψηφιακής πληροφορίας, σχετιζόμενης με τις αρχαιολογικές θέσεις υπό μελέτη, και συνακόλουθα επιτρέπει την ευκολότερη διαχείριση της πληροφορίας, τη γεωγραφική ανάλυση και την οπτικοποίηση [σημ. 14]. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό προστατεύεται και η πληροφορία του έντυπου αρχειακού υλικού, το οποίο με την πάροδο των χρόνων υπόκειται σε φυσικές φθορές.
Πέραν της πληροφορίας που σχετίζεται άμεσα με τις θέσεις που εξετάζονται, η βάση δεδομένων GIS μπορεί να στοιχειοθετηθεί περαιτέρω με συναφή γεωδεδομένα, όπως είναι για παράδειγμα το ανάγλυφο της περιοχής, οι γεωλογικοί σχηματισμοί, οι σύγχρονοι κτηματολογικοί χάρτες, οι αρχειακές αεροφωτογραφίες, οι δορυφορικές εικόνες κ.λπ., επιτρέποντας πιο ενδελεχείς και στοχευμένες αναλύσεις.
Στο ψηφιακό περιβάλλον που δημιουργήθηκε η κάθε αρχαιολογική θέση εντοπίστηκε και τοποθετήθηκε ξεχωριστά στον χάρτη, συνοδευόμενη από τις αντίστοιχες διαθέσιμες περιγραφικές πληροφορίες (εικ. 3). Αξίζει να σημειωθεί ότι για την πραγματοποίηση της παρούσας έρευνας χρησιμοποιήθηκε μέθοδος συμβατή με το πρόγραμμα ψηφιοποίησης χώρων και αντικειμένων, που διαχειρίζεται το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, το «Cyprus Archaeological Digitization Programme». Το Τμήμα Αρχαιοτήτων αποτέλεσε και τον τελικό χρήστη των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης έρευνας, με στόχο τα αποτελέσματά της να ενσωματωθούν στην υφιστάμενη βάση δεδομένων του.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν πάρει τη μορφή σημειακής γεωγραφικής τοποθέτησης στον χάρτη. Επιλέγοντας τη θέση ενδιαφέροντος, ένα νέο παράθυρο αναπτύσσεται παρουσιάζοντας τις σχετικές πληροφορίες της εκάστοτε θέσης, όπως για παράδειγμα το τοπωνύμιο, τις συντεταγμένες, την ημερομηνία διεξαγωγής της έρευνας, σύντομη περιγραφή της θέσης και όποιες άλλες πληροφορίες είναι διαθέσιμες (εικ. 4).
Από τον συνολικό αριθμό των περίπου 70 θέσεων [σημ. 15] που ανακτήθηκαν από το αρχειακό υλικό, παρατηρείται ότι οι καταχωρισμένες έρευνες που διεξήχθησαν στην περιοχή αριθμούν ελάχιστες περιπτώσεις κατά τη δεκαετία του 1940 και 1950, ενώ οι περισσότερες αριθμητικά πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με σποραδικές εργασίες κατά τη δεκαετία του 1990 (εικ. 5). Όπως απορρέει από το αρχειακό υλικό, οι αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή τις περισσότερες φορές δεν έγιναν στο πλαίσιο στοχευμένης, προγραμματισμένης και συστηματικής δραστηριότητας, αλλά από ανάγκη, με αφορμή συνήθως τυχαίες ανευρέσεις αρχαιοτήτων κατά την πραγματοποίηση έργων υποδομής ή και καταγγελίες για πιθανές συλήσεις τάφων [σημ. 16], καθώς και άλλες περιπτώσεις. Ακολουθεί ένα χρονικό κενό σε σχέση με την αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή, για να φτάσουμε στο έτος 2008 όπου το Μουσείο Κύκκου είχε αναλάβει διάφορα σχετικά προγράμματα. Συνοπτικά αναφέρονται η συστηματική ανασκαφή στη θέση «Αυλή» στο χωριό Πάνω Πύργος [σημ. 17], η πρώτη δηλαδή σύγχρονη ανασκαφή συστηματικού χαρακτήρα στην περιοχή, το πρόγραμμα εντοπισμού των αρχαίων νεκροπόλεων [σημ. 18] (εικ. 6), το πρόγραμμα καταγραφής των ερειπωμένων εκκλησιών και η μελέτη του μεσαιωνικού παρατηρητηρίου στον Κάτω Πύργο [σημ. 19] (εικ. 7).
Οι θέσεις που εντοπίστηκαν και χαρτογραφήθηκαν, όπως προκύπτουν από το αρχειακό υλικό, αποτελούν στην πλειονότητά τους τυχαίες ανευρέσεις, κυρίως τάφων, διαφόρων χρονικών περιόδων, ενώ μεμονωμένα αναφέρονται και θέσεις κατοίκησης της Εποχής του Χαλκού, της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου κ.ά. [σημ. 20]. Στην περιοχή του Κάτω Πύργου (εικ. 8) καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός θέσεων, γεγονός που οφείλεται μάλλον στη μεγαλύτερη ανάπτυξη του χωριού σε σχέση με τα υπόλοιπα χωριά της Τηλλυρίας και τη συνακόλουθη δημιουργία έργων υποδομής, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκαλύπτονται συνήθως οι αρχαιότητες.
Ανεξαρτήτως του μικρού σχετικά αριθμού καταχωρισμένων αρχαιολογικών θέσεων, μπορούν να δημιουργηθούν από αυτές χρονολογικοί χάρτες «αναδομώντας» το αρχαιολογικό περιβάλλον σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Επίσης, μελέτες ορατότητας είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν μέσα από το GIS, υποβοηθώντας τον συσχετισμό θέσεων (εικ. 9) [σημ. 21].
Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, φαίνεται ότι μία σειρά από νεκροπόλεις περιέβαλλαν την περιοχή στις παρυφές του Τροόδους, που πιθανόν να περιέβαλλε την οικιστική περιοχή, η οποία ίσως να τοποθετείτο νοτιότερα προς την ενδοχώρα. Αυτό, ωστόσο, είναι πιθανόν να ισχύει για τους ιστορικούς χρόνους, όπου ανάγκες όπως ο διαχωρισμός ανάμεσα στη θέση κατοίκησης και την αντίστοιχη νεκρόπολη το επέβαλλαν. Ιδιαίτερα, η περιοχή του σημερινού χωριού Κάτω Πύργος φαίνεται ότι υπήρξε κατά την αρχαιότητα μία εκτεταμένη νεκρόπολη, σε χρήση τουλάχιστον από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Τα δεδομένα αυτά που προέκυψαν από τη χαρτογράφηση του υλικού αποτελούν μια αρχική ανασκόπηση της αρχαιολογικής δραστηριότητας που υλοποιήθηκε ανά τα χρόνια στην περιοχή και πρώιμη αναδόμηση του αρχαιολογικού περιβάλλοντος, και μπορούν να επιβεβαιωθούν, να ενισχυθούν ή να αναιρεθούν μόνο με συστηματική επιτόπια αρχαιολογική έρευνα (εικ. 10).
Κλείνοντας, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε δύο σημεία τα οποία προέκυψαν από την εργασία αυτή. Το πρώτο αφορά στην επιτακτική ανάγκη ψηφιοποίησης και χαρτογράφησης πολύτιμων αρχαιολογικών δεδομένων, τα οποία πιθανώς να αλλοιωθούν με το πέρασμα των χρόνων και μαζί τους σημαντικά στοιχεία τα οποία φυσικά είναι αδύνατον να ανακτηθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Το δεύτερο αφορά στην ολοφάνερη ανάγκη για επέκταση και συστηματοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή, εφόσον όσα παρουσιάστηκαν και έγιναν μέχρι σήμερα υπαινίσσονται τη δυνατότητα ανεύρεσης υλικών καταλοίπων. Οι θέσεις που καταγράφηκαν από τα επίσημα αρχεία και στις οποίες έχουν γίνει έρευνες ή και ανασκαφές είναι σαφώς ελάχιστες μπροστά στον αριθμό των ακόμα ανεξερεύνητων αρχαιολογικά περιοχών. Το γεγονός αυτό υποδηλώνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα από τις εκτεταμένες νεκροπόλεις που εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Τηλλυρίας. Σε αυτές τις πόλεις των νεκρών θα αντιστοιχούσαν κατοικήσιμες πόλεις των ζωντανών της αρχαιότητας, οι οποίες αναμένουν να εντοπιστούν και να ερευνηθούν.
—Βασιλική Λυσάνδρου
Ανώτερη Ερευνήτρια, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου
—Άθως Αγαπίου
Επίκ. Καθηγητής, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου