Ο αρχαιολογικός χώρος Κυλλήνης–Γλαρέντζας βρίσκεται στην τοπική κοινότητα Κυλλήνης του Δήμου Ανδραβίδας–Κυλλήνης της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, σε μικρή απόσταση από το σύγχρονο ομώνυμο του χωριού λιμάνι, που εξυπηρετεί τη θαλάσσια επικοινωνία της Πελοποννήσου με τα νησιά του νοτίου Ιονίου. Πρόκειται για το χώρο όπου ιδρύθηκε το λιμάνι της αρχαίας Κυλλήνης αρχικά και της μεσαιωνικής Γλαρέντζας αργότερα. Η θέση, στο βορειοδυτικό άκρο της δυτικότερης χερσονήσου της Πελοποννήσου, βόρεια του ακρωτηρίου Χελωνάτας στον Κυλλήνιο κόλπο, ασφαλής και στρατηγική, αποτέλεσε το μοναδικό λιμάνι της περιοχής από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας και διαχρονική πύλη επικοινωνίας της Ελλάδας με τη Δύση.
Αρχαίος Λιμένας Κυλλήνης
Ο αρχαίος λιμένας της Κυλλήνης ήταν το σημαντικότερο λιμάνι της ηλειακής επικράτειας, η ναυτική βάση των Ηλείων και το επίνειο της Ήλιδος, πρωτεύουσας του ηλειακού κράτους και διοργανώτριας πόλης των Ολυμπιακών αγώνων της αρχαιότητας για διάστημα μεγαλύτερο της χιλιετίας. Ο λιμένας της Κυλλήνης, η φυσική διέξοδος προς τη θάλασσα της Κοίλης Ήλιδος (του σημερινού ηλειακού κάμπου), απείχε 120 στάδια από την Ήλιδα, συνδεόταν μαζί της με κεντρικό άξονα κυκλοφορίας και επέτρεψε στην ηλειακή πρωτεύουσα να αποκτήσει αρκετά νωρίς ναυτική δύναμη και να καταστεί σημαντικός κόμβος στις θαλάσσιες επικοινωνίες της εποχής. Παράλληλα, αποτέλεσε τη βασική πύλη εισόδου στην ηλειακή γη του πλήθους των επισκεπτών που για αιώνες προσέλκυε η τέλεση των αγώνων του περιώνυμου ολυμπιακού ιερού.
Το αρχαίο λιμάνι ιδρύθηκε στη θέση ενός φυσικού λιμένα κατάλληλου για αυτόν το σκοπό (όρμον παρεχομένη ναυσίν επιτήδειον: Παυσ. 6.26.4), που βρισκόταν βόρεια του ακρωτηρίου Χελωνάτας, στον Κυλλήνιο κόλπο — κόλπο ανοιχτό, αβαθή και εκτεθειμένο στους βόρειους και βορειοδυτικούς ανέμους, οι οποίοι τον καθιστούσαν συχνά απρόσιτο. Οι έντονες καιρικές συνθήκες στην περιοχή, υπαίτιες μιας αέναης αποσάθρωσης του ακρωτηρίου, δημιούργησαν και τις πολυάριθμες ξέρες και νησίδες, που και σήμερα υπάρχουν στο χώρο, με πλέον σημαντική αυτήν της Καυκαλίδας. Νότια του λιμανιού, στο ήπιο, σχεδόν ορθογώνιο ύψωμα στο βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου Χελωνάτας, το έδαφος του οποίου υψώνεται περίπου 50 μέτρα προς τη μεριά της θάλασσας, στα βόρεια και στα δυτικά, όντας ελάχιστα επικλινές στα ανατολικά και στα νότια, ιδρύθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, η κώμη του λιμένα. Πότε ακριβώς επιλέχθηκαν και διαμορφώθηκαν οι παραπάνω θέσεις δεν μας είναι γνωστό με ακρίβεια καθώς ουδέποτε πραγματοποιήθηκε σχετική συστηματική ανασκαφική έρευνα στο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, τα τυχαία και αποσπασματικά ευρήματα, οι μαρτυρίες των πηγών αλλά και η ιστορία της ευρύτερης περιοχής επιτρέπουν μια ανασύσταση της ιστορίας του χώρου από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ύστερη αρχαιότητα.
Η ευνοϊκή για εγκατάσταση θέση είναι πολύ πιθανόν ότι επιλέχθηκε ως χώρος δημιουργίας εποχικών αρχικά εστιών κατοίκησης, που δεν άργησαν να γίνουν μόνιμες, ήδη από τους απώτατους προϊστορικούς χρόνους, όπως επιβεβαιώνουν ευρήματα της περιόδου που έχουν περισυλλεγεί από την περιοχή. Παρότι δε τα ομηρικά έπη δεν παρέχουν άμεση αναφορά πολίσματος με το όνομα Κυλλήνη, στην Ιλιάδα αναφέρεται ο Κυλλήνιος αρχηγός των Επειών Ώτος, παρέχοντας έτσι την παλαιότερη ένδειξη για την ύπαρξη στην περιοχή κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600–1100 π.Χ.) ενός πολίσματος αρκετά σημαντικού ώστε να αντιπροσωπεύεται στον Τρωικό Πόλεμο. Η διήγηση μάλιστα του Παυσανία για την εκφόρτωση στην Κυλλήνη εμπορευμάτων από Αιγινήτες ναυτικούς με προορισμό τους Αρκάδες, που είχαν τότε βασιλιά τους τον Πόμπο, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι ο τελευταίος έζησε μια γενιά μετά τον βασιλιά Κύψελο, την εποχή δηλαδή της λεγόμενης καθόδου των Δωριέων, αποκαλύπτει την ύπαρξη εμπορίου κάποιας κλίμακας στην περιοχή ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ. Ελάχιστες είναι, ωστόσο, οι απτές ενδείξεις κατοίκησης κατά την περίοδο αυτή.
Εκτός από τα λίγα αποσπασματικά ευρήματα αρχαϊκών χρόνων στην ευρύτερη περιοχή, η μοναδική πληροφορία για την περίοδο αυτή προέρχεται από τον Παυσανία, ο οποίος αναφέρει ότι κατά τον δεύτερο πόλεμο Λακεδαιμονίων και Μεσσηνίων (510–490 π.Χ.) κάποιοι από τους Μεσσήνιους φυγάδες συγκεντρώθηκαν στην Κυλλήνη για να αποπλεύσουν για αποικία στη Δύση, και μάλιστα πέρασαν εκεί το χειμώνα, γεγονός που επιβεβαιώνει τη λειτουργία του λιμανιού στους χρόνους αυτούς.
Η αρχαία Κυλλήνη γνώρισε οπωσδήποτε τη μεγαλύτερη ακμή της κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά την πραγματοποίηση του δεύτερου συνοικισμού της πρωτεύουσας Ήλιδος το 471 π.Χ. Στους χρόνους αυτούς η μικρή έως τότε πόλη εξελίχθηκε σε πόλη μεγάλη και σημαντική και μετατράπηκε στο πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο του ηλειακού κράτους με κύρια μέριμνα την άμεμπτη προετοιμασία και οργάνωση των αγώνων στο ιερό της Ολυμπίας. Την ίδια περίοδο η Κυλλήνη, αποτελώντας επίνειο της πρωτεύουσας, πολεμικό ναύσταθμο των Ηλείων, σημαντικό εμπορικό σταθμό, κόμβο για τις θαλάσσιες μεταφορές προς τη Δυτική Ελλάδα, τα νησιά του Ιονίου, την Αδριατική, τη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα αλλά και σημείο εισόδου στην ηλειακή γη όσων κατέπλεαν από όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου για να συμμετάσχουν στη μεγαλύτερη πανήγυριν της αρχαιότητας, αναπτύχθηκε και άκμασε. Το επίνειο μάλιστα, σε αντίθεση με την πρωτεύουσα, τειχίστηκε, γεγονός που επιβεβαιώνει τη στρατηγική σημασία του.
Σε αυτούς τους χρόνους πραγματοποιήθηκε κατά πάσα πιθανότητα και η διαμόρφωση του αρχαίου λιμένα, ο οποίος ήταν τεχνητός, με εσωτερικό σκαφτό τμήμα και προβλήτες που τον προστάτευαν από τους ισχυρούς στην περιοχή ανέμους. Στο πλάτωμα του ακρωτηρίου, βόρεια του αρχαίου λιμανιού, αναπτύχθηκε η αρχαία Κυλλήνη, ως μια μετρίου μεγέθους κώμη (κώμη μετρία) σύμφωνα με τον Στράβωνα, στην οποία υπήρχε θαυμαστό ελεφάντινο άγαλμα (ξόανον ελεφάντινον θαυμαστόν ιδείν) του Ασκληπιού, έργο του μαθητή του Φειδία Κολώτη, σε ιερό του θεού. Την ύπαρξη του ιερού αυτού αλλά και ιερού της Αφροδίτης καθώς και αγάλματος του Ερμή ως φαλλού πάνω σε βάθρο, στον οποίο οι ντόπιοι απέδιδαν ιδιαίτερες τιμές, μαρτυρεί ο Παυσανίας. Τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει, έως σήμερα, εντοπιστεί. Την εφεξής κατοίκηση στο χώρο επιβεβαιώνει μόνο η εύρεση κεραμικής και νομισμάτων αρχαίων χρόνων στα βαθύτερα ανασκαφικά στρώματα, καθώς και η παρουσία παλαιότερου οικοδομικού υλικού σε δεύτερη χρήση στις τοιχοδομές της μεσαιωνικής πόλης που διαδέχτηκε την αρχαία, ενώ ο εντοπισμός ευρημάτων της περιόδου στην ευρύτερη περιοχή μαρτυρά την έκταση και το εύρος της κατοίκησης του μεγάλου και πλούσιου αρχαίου επινείου. Η εύρεση ειδικότερα αρχαίων τάφων σε μεγάλη ακτίνα ανατολικά και νότια του υψώματος της κώμης αποτελεί ισχυρή ένδειξη για τη θέση των νεκροταφείων της.
Στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 435 π.Χ., με αφορμή την Επίδαμνο, οι Κερκυραίοι πυρπόλησαν τον αρχαίο λιμένα ως αντίποινα για τη συμμετοχή των Ηλείων στις πολεμικές επιχειρήσεις των Κορινθίων εναντίον τους. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431–404 π.Χ.) το λιμάνι, εκτός από ναυτική βάση των Ηλείων, χρησίμευσε και ως βάση και για τα πλοία των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους στη δυτική Ελλάδα ενάντια στις αθηναϊκές ναυτικές δυνάμεις. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη, στο λιμένα βρήκαν καταφύγιο 70 πλοία το 429 π.Χ. και άλλα 53 το 427 π.Χ. Εδώ άλλωστε αποβιβάστηκε και ο Αλκιβιάδης όταν εγκατέλειψε τους Αθηναίους στη Σικελία και προσχώρησε στους Σπαρτιάτες. Επίσης, στο λιμάνι αυτό κατέφυγε και ο πελοποννησιακός στόλος μετά την ήττα του από τον Φορμίωνα. Το 398 π.Χ. τα τείχη του λιμανιού καθαιρέθηκαν όπως προβλεπόταν από τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Σπάρτης και Ήλιδος.
Σε όλη τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου το λιμάνι παρέμεινε πολεμικός ναύσταθμος στρατηγικής σημασίας για τους στόλους των Πτολεμαίων και των Μακεδόνων. Στα χρόνια των Διαδόχων η Κυλλήνη φαίνεται ότι, άγνωστο για ποιο λόγο, αποκόπηκε από το κράτος της Ήλιδος. Το 314 π.Χ. ο Αλέξανδρος, γιος του Πολυσπέρχοντα, την πολιόρκησε με τους Ηλείους, ώσπου ο στρατηγός του Αντίγονου Αριστόδημος την απελευθέρωσε και εγκατέστησε στην πόλη φρουρά. Οι παραπάνω μαρτυρίες δείχνουν ότι στη θέση είχε κτιστεί ξανά φρούριο για την προστασία της. Το 312 π.Χ. ο Πτολεμαίος, στρατηγός του Αντιγόνου, ανέκτησε την Κυλλήνη από τον Τελέσφορο, ο οποίος είχε οχυρωθεί εκεί, και την επέστρεψε στους Ηλείους. Το 218 π.Χ. οι Ηλείοι, φοβούμενοι επίθεση από τον Φίλιππο Γ’, ενίσχυσαν την οχύρωση και αύξησαν τη φρουρά με μισθοφόρους. Το 208 π.Χ. ο Σουλπίκιος κατέλαβε το λιμάνι με 4.000 άνδρες. Λίγο πριν από το 200 π.Χ. το λιμάνι τειχίστηκε ξανά επιμελώς από τους Ηλείους κατά τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου Ε’. Ευρήματα αυτής της περιόδου έχουν περισυλλεγεί από το χώρο.
Η κώμη και το λιμάνι της συνέχισαν να λειτουργούν και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, παρότι αντίστοιχα ευρήματα και σχετικές αναφορές σπανίζουν, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη οικισμού στο χώρο και κατά την Πρωτοχριστιανική περίοδο. Η αρχαία Κυλλήνη και το λιμάνι της θα χαθούν στη λήθη τους αιώνες που θα ακολουθήσουν.
Μεσαιωνική πόλη και λιμένας Γλαρέντζας
Η ταυτιζόμενη με την αρχαία Κυλλήνη περιοχή επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο κατά τον Μεσαίωνα με την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, το οποίο στα μέσα του 13ου αιώνα, κατά την ηγεμονία του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου, αναδείχθηκε ως ένα από τα ισχυρότερα σταυροφορικά κράτη στην Ανατολική Μεσόγειο και τα νότια Βαλκάνια. Καθοριστικό ρόλο στη μετατροπή του Πριγκιπάτου της Αχαΐας από επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε περιφερειακό κέντρο της μεσαιωνικής οικουμένης έπαιξε η Γλαρέντζα, η Clarentia ή Clarence των Φράγκων, η Chiarenza των Ενετών, η πόλη που χτίστηκε πιθανόν στη θέση της αρχαίας Κυλλήνης, ως επίνειο της πρωτεύουσας Ανδραβίδας, αναβιώνοντας την ήδη από την αρχαιότητα ανάλογη λειτουργία του τόπου.
Ως προς την ονομασία της πόλης, στη βιβλιογραφία απαντούν επίσης οι όροι Glarentza, Clarentsa, Clarencia, Clairence, Clarenza, Clarenca, Glarantsa, Klarentsa, Larentsa, ενώ στο Χρονικόν του Μορέως η πόλη αναφέρεται ως Κλαρέντσα ή Κλαρίντζα ή, σπανιότερα, Γραρέντσα και Γλαρέντζα. Ο Leake αναφέρει ότι η ονομασία Γλαρέντζα ίσως προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη «γλάρος», ενώ κατά τον Buchon το όνομα της Γλαρέντζας επιβιώνει μέχρι και σήμερα ως ένας από τους τίτλους του αγγλικού θρόνου (Duke of Clarence), κάτι που ο Leake αντικρούει.
Σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως ο εμπορικός λιμένας και η πόλη της Γλαρέντζας αξιοποίησαν το φυσικό αγκυροβόλιο του Αγίου Ζαχαρία —που ίσως πήρε το όνομά του από κάποια ερημική εκκλησία ή ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στην ακτή—, του οποίου η χρησιμότητα για τη ναυσιπλοΐα είχε ήδη επισημανθεί κατά την αρχαιότητα. Αν και πρόκειται για πόλη που δημιουργήθηκε ex novo από τους Λατίνους κατακτητές, οι οποίοι επέλεγαν συνήθως την επανάχρηση βυζαντινών θέσεων, οι πληροφορίες που παρέχουν οι γραπτές πηγές για τη χρονολογία ίδρυσής της είναι συγκεχυμένες. Λαμβάνοντας υπόψη τα αρχαιολογικά δεδομένα (εντοπισμένη κεραμική, νομίσματα, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα) και τις ιστορικές μαρτυρίες, το πιθανότερο είναι ότι η πόλη ιδρύθηκε από τον Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο στα μέσα της δεκαετίας του 1250, ίδρυση που εντάσσεται στην πρόθεσή του να επιβάλει την κυριαρχία του στα νότια Βαλκάνια.
Η Γλαρέντζα παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί πρόκειται για μια μεσαιωνική πόλη που ιδρύθηκε εκ νέου, αναπτύχθηκε, ήκμασε, παρήκμασε και εν τέλει εξαφανίστηκε μέσα σε διάστημα περίπου δύο αιώνων, αλλά και γιατί προοριζόταν να εξυπηρετήσει πολλαπλούς σκοπούς: πολιτικούς, ιδεολογικούς, στρατηγικούς, στρατιωτικούς και πρωτίστως εμπορικούς. Η θέση της στο βορειοδυτικό άκρο της δυτικότερης χερσονήσου του Μοριά, σε απόσταση μόλις λίγων χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα Ανδραβίδα, την κατέστησε βασική σκάλα για τα πλοία του Πριγκιπάτου και την επικοινωνία των Φράγκων με τη Δύση και τη νότια Ιταλία ειδικότερα (αναφέρεται ότι ένα ταξίδι μεταξύ Γλαρέντζας και Μπρίντιζι είχε διάρκεια 2–3 ημερών).
Η πόλη γρήγορα αναδείχθηκε στο σημαντικότερο οικονομικό και αστικό κέντρο της σταυροφορικής ηγεμονίας με διεθνή ακτινοβολία, σε πύλη των εισαγωγών και των εξαγωγών της, ενώ παράλληλα διέθετε και βιοτεχνική δραστηριότητα (ενδεικτική είναι η αναφορά στην ίδρυση σιδηρουργείου το 1281 για την κατασκευή βελών). Σταδιακά απέκτησε διοικητική σημασία ίση με εκείνη της Ανδραβίδας: οι συνεδριάσεις των Φράγκων ηγεμόνων λάμβαναν χώρα και στις δύο πόλεις, ενώ ο πρίγκιπας διέθετε και δεύτερη κατοικία στη Γλαρέντζα. Η σπουδαιότητα της πόλης τεκμηριώνεται από δύο ακόμη στοιχεία: την ύπαρξη ξεχωριστού συστήματος μέτρων και σταθμών, συνέπεια προφανώς μιας μεγάλης εμπορικής δραστηριότητας, καθώς και την ύπαρξη νομισματοκοπείου, το οποίο εγκατέστησε το 1267 ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος με άδεια του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ’.
Μετά τη Συνθήκη του Βιτέρμπο το 1267, που κατέστησε το Πριγκιπάτο υποτελές στον ανδεγαυικό οίκο (Anjou) του Βασιλείου της Νεάπολης, η πόλη και το λιμάνι της γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή και ανέπτυξαν στενές εμπορικές σχέσεις με την Ιταλία. Κατά τον 14ο αιώνα Ενετοί, Γενουάτες, Πιζάνοι και Φλωρεντινοί εγκαταστάθηκαν στην πόλη διακινώντας προϊόντα της τοπικής οικονομίας (σταφίδες, μέλι, κερί, σύκα, ελιές, μετάξι, λινάρι, κρασί) προς τη Δύση και την Ανατολή, ενώ εισήγαγαν στον Μοριά βιοτεχνικά προϊόντα (κεραμικά, υφάσματα). Ειδικά οι Ενετοί έμποροι κυριάρχησαν στη Γλαρέντζα συμβάλλοντας στην ανάπτυξή της. Στα μέσα μάλιστα του 14ου αιώνα υπήρχε Ενετός «κόνσουλος» στην πόλη, ενώ το 1340 η Βενετία αγόρασε έκταση για να κτίσει ναό του Αγ. Μάρκου.
Η περίοδος ακμής και αίγλης της Γλαρέντζας διήρκεσε από τα τέλη του 13ου μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα, όταν, εκτός από πολύβουο δραστήριο λιμάνι, έγινε πλέον και πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο πληθυσμός της (κυρίως Ιταλοί, Φράγκοι αλλά και μερικοί Έλληνες) αριθμούσε το 1391 περί τους 1.200 κατοίκους, με σπουδαίους άρχοντες και πάμπλουτους εμπόρους ανάμεσά τους, ενώ εντύπωση προκαλούσε ο εν γένει πλούτος και η πολυτέλειά της. Οι γραπτές πηγές μάς πληροφορούν πως στη Γλαρέντζα είχαν την έδρα τους μεγάλοι τραπεζικοί οίκοι και γίνονταν συναντήσεις ισχυρών εμπόρων, ενώ δεν έλειπαν κτήρια για την εξυπηρέτηση των ναυτιλλομένων, νοσοκομεία, εκκλησίες, αλλά και σιδηρουργεία, εργαστήρια, αποθήκες.
Την περίοδο αίγλης, κυρίως επί ηγεμονίας των Βιλλεαρδουίνων, διαδέχτηκε από τις αρχές του 15ου αιώνα περίοδος αναταραχών, με πρώτη την καταστροφή της πόλης από τους Ναβαρραίους γύρω στο 1380. Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας βρέθηκε πλέον σε πλήρη αποσύνθεση και κατά συνέπεια η Γλαρέντζα έχασε το ρόλο της και παρήκμασε. Το 1407 η πόλη υπέστη εξαιρετικά μεγάλο πλήγμα, με την κατάληψη και λεηλασία της από το στρατό του Λεονάρδου Τόκκο. Το 1414 η Γλαρέντζα επεστράφη στον πρίγκιπα Κεντυρίωνα Ζαχαρία, αλλά το 1417–1418 κατελήφθη από τον Ιταλό τυχοδιώκτη Oliverio Franco. Το 1421–1422 πωλήθηκε στον κόμη της Κεφαλονιάς και δεσπότη της Ηπείρου Κάρολο Τόκκο. Το 1427 πολιορκήθηκε από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και το 1428 παραχωρήθηκε από τον Τόκκο στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ως προίκα της ανιψιάς του. Ο ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής ορίστηκε διοικητής της και, στο όνομα του Παλαιολόγου, εισήλθε στην πόλη την 1η Μαΐου 1428 συνοδευόμενος από το στρατό των Βυζαντινών. Το 1430 η Γλαρέντζα κατελήφθη από τους Καταλανούς που την πούλησαν πάλι στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο τελευταίος τότε γκρέμισε τα τείχη της για να αποτρέψει νέα κατάληψη. Το 1432 η Γλαρέντζα έγινε έδρα ενός δεύτερου Δεσποτάτου υπό τον Θωμά Παλαιολόγο.
Ωστόσο, η άλλοτε εύρωστη πρωτεύουσα και το πολύβουο λιμάνι της είχαν πλέον παρακμάσει. Οι πολυάριθμες πολεμικές συγκρούσεις μετατόπισαν την εμπορική δραστηριότητα της Πελοποννήσου με τη Δύση σε άλλα λιμάνια, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη το 1435 ο περιηγητής Pero Tafur γράφει για μια πόλη ερημωμένη. Το 1446 η ευρύτερη περιοχή υπέστη δήωση από το σουλτάνο Μουράτ Β΄ και λίγα χρόνια αργότερα παραδόθηκε στους Οθωμανούς ακολουθώντας την τύχη του Δεσποτάτου. Πλήρης εγκατάλειψη και ερείπωση χαρακτηρίζει την πόλη τον 16ο αιώνα και η ονομασία Γλαρέντζα υποδεικνύει πλέον περισσότερο την περιοχή και λιγότερο την πόλη. Το 1701 ο Ενετός μηχανικός Francesco Grimani πρότεινε να κατεδαφιστεί το Χλεμούτσι, που δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Ενετών, και να χτιστεί ένα νέο φρούριο στη θέση της Γλαρέντζας, κοντά στη θάλασσα και τα νησιά, όπου βρίσκονταν τα οικονομικά συμφέροντα της Γαληνοτάτης, ωστόσο η πρότασή του δεν υλοποιήθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν δεν απέμενε παρά μόνο ο θρύλος της άλλοτε ένδοξης φράγκικης πολιτείας όπως και του αρχαίου επινείου, ενώ οι λιμενικές εγκαταστάσεις είχαν πια καταχωθεί. Ωστόσο, από εδώ θα προσεγγίσουν την Πελοπόννησο πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές από τον 17ο ήδη αιώνα.
Τη σύγχρονη εποχή του λιμανιού εγκαινίασε η θεμελίωση του μόλου του στις 2 Ιουνίου 1863, ενώ κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αυτό είχε λάβει εκ νέου το αρχαίο όνομά του. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η περιοχή κατακλύστηκε από πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κάτω Παναγιά —σε μικρή απόσταση τόσο από το σύγχρονο λιμάνι όσο και από τη Μονή Βλαχερνών— ενώ τους διανεμήθηκε για καλλιέργεια ο χώρος όπου εκτεινόταν η μεσαιωνική πόλη και το λιμάνι της. Εξαίρεση στη διανομή αποτέλεσαν τα σημεία με τα ορατά τμήματα ερειπίων αφενός για λόγους προστασίας και αφετέρου γιατί δεν ήταν δυνατό να καλλιεργηθούν. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Γλαρέντζα υπέστη καίριο πλήγμα, καθώς τα κατοχικά στρατεύματα ανατίναξαν σχεδόν κάθε ιστάμενο τοίχο. Το 1958, με απόφαση του Νομάρχη Ηλείας παραχωρήθηκαν στην Κοινότητα Κάτω Παναγιάς τα αδιάθετα χέρσα και μη καλλιεργήσιμα κρατικά κτήματα συμπεριλαμβανομένων των ορατών αρχαιοτήτων, που είχαν εξαιρεθεί της αρχικής διανομής στους πρόσφυγες.
Στο διάστημα που ακολούθησε την εγκατάλειψη της πόλης, η συστηματική άροση, η λιθολόγηση και η αυθαίρετη δόμηση συνέχισαν να διαλύουν αργά αλλά σταθερά τα εναπομείναντα κατάλοιπα της μεσαιωνικής πόλης. Τον Οκτώβριο του 1988 ο μεγάλος σεισμός του Βαρθολομιού είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα της τοιχοδομίας της δυτικής πλευράς του φρουρίου να καταρρεύσουν και να κατολισθήσουν στη θάλασσα. Ανασκαφές στη Γλαρέντζα δεν υλοποιήθηκαν σχεδόν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οπότε και εγκαινιάστηκε η περίοδος συστηματικής έρευνας και ανάδειξης του χώρου. Ταυτόχρονα, σε απόσταση μόλις 800 μ. ανατολικότερα, το σύγχρονο λιμάνι της Κυλλήνης, συνεχίζοντας μια παράδοση χιλιετιών, εξυπηρετεί πλέον τη θαλάσσια συγκοινωνία της Πελοποννήσου με τα νησιά της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης.
Το προανασκαφικό στάδιο
Οι περιηγητές (β΄ μισό 17ου–α΄ μισό 19ου αι.)
Ευρωπαίοι κυρίως περιηγητές άρχισαν να επισκέπτονται την περιοχή ήδη από το β΄ μισό του 17ου αιώνα και ο αριθμός τους θα αυξηθεί κατά τον 18ο έως και το α΄ μισό του 19ου αιώνα, όταν το ρεύμα του ευρωπαϊκού περιηγητισμού θα κλείσει τον κύκλο του. Οι περιηγητές αυτοί, είτε έρχονταν από τη θάλασσα είτε από χερσαίους δρόμους, περιέγραψαν τον τόπο, εντόπισαν τα ερείπια της ένδοξης φράγκικης πόλης του Μεσαίωνα, η εγκατάλειψη της οποίας τους λύπησε, και ταύτισαν το χώρο των μεσαιωνικών ερειπίων με εκείνον της αρχαίας Κυλλήνης, θεωρώντας ότι τα κατάλοιπά της βρίσκονταν θαμμένα κάτω από τη μεσαιωνική Γλαρέντζα. Στα χρόνια τους το λιμάνι της αρχαίας και της μεσαιωνικής πόλης είχε ήδη καταχωθεί και η προσάραξη των πλοίων, που προσέγγιζαν την περιοχή λόγω της συνεχιζόμενης επικοινωνίας με το νησί της Ζακύνθου και τη Δύση γενικότερα, γινόταν στην ομαλή ακτή ανατολικά του λιμανιού, όπου και σταδιακά αναπτύχθηκε ένας σύγχρονος οικισμός.
Πρώτος επισκέφθηκε την περιοχή ο Τούρκος χρονικογράφος και περιηγητής Evliya Çelebi, μεταξύ των ετών 1668 και 1671. Στο έργο του αναφέρει πως το κάστρο της Γλαρέντζας, που είχε ισοπεδωθεί από τον Μπαγιεζίτ Βελή, ήταν το πιο ισχυρό φρούριο του Μοριά, καθώς τα τείχη του διατηρούνταν ακόμα όρθια, και θα μπορούσε να ξαναγίνει ένα ισχυρό πεντάγωνο κάστρο, αν επιδιορθωνόταν από τη μεριά της θάλασσας. Ο Çelebi περιέγραψε δύο απάνεμα λιμάνια στη μεσαιωνική πόλη, που στις μέρες του λειτουργούσε κυρίως ως καταφύγιο Αλγερινών πειρατών, και ολοκλήρωσε την αναφορά του αφηγούμενος ότι, όντας στο λιμάνι της Γλαρέντζας, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ναυμαχίας μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, με τους δεύτερους να καταφεύγουν για ανασυγκρότηση στο λιμάνι, πριν από την τελική επικράτησή τους επί των «απίστων».
Από τους Ευρωπαίους περιηγητές πρώτοι βρέθηκαν στην περιοχή, το 1675, ο Άγγλος κληρικός και περιηγητής George Wheler και ο Γάλλος γιατρός και αρχαιογνώστης Jacob Spon, οι οποίοι περιέγραψαν στα έργα τους πώς προσέγγισαν τη Γλαρέντζα (Chiarenza) ερχόμενοι από το νησί της Ζακύνθου, περνώντας ανάμεσα στο ακρωτήριο Χελωνάτας (Chelonitis) και το περιτριγυρισμένο από ξέρες νησάκι της Καυκαλίδας. Εντύπωση τους προκάλεσε η ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, καθώς τεράστια τμήματα τοιχοποιίας, κατασκευασμένα με ιδιαίτερα ισχυρό κονίαμα (cement), βρίσκονταν διασκορπισμένα στο χώρο σαν να ανατινάχθηκαν από ισχυρή πυρίτιδα ή να κατέρρευσαν από σεισμό. Πρόκειται προφανώς για τα τείχη του εσωτερικού περιβόλου της φράγκικης πόλης, τα οποία είχαν γκρεμιστεί από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο το 1430. Η εικόνα του χώρου και τα ίχνη της αρχαιότητας (Μarks of Antiquity) που συνάντησαν τους έπεισαν ότι εκεί υπήρχε κάποτε η πόλη της Κυλλήνης. Βρήκαν το λιμάνι καταχωμένο και ένα αραξοβόλι στον κόλπο, και μάλιστα ανέφεραν την ύπαρξη εκεί τριών πλοιαρίων (tartans), τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Γάλλοι έμποροι, ενώ κατέγραψαν και τις τιμές διαφόρων προϊόντων που μεταφέρονταν από το λιμάνι, πιστοποιώντας τη διατήρηση εμπορικής δραστηριότητας και στους χρόνους αυτούς.
Την ίδια περίπου εποχή επισκέφθηκε την περιοχή και ο Φραγκισκανός μοναχός, χαρτογράφος, εκδότης και εγκυκλοπαιδιστής V. Coronelli, ο οποίος αναγνώρισε στη Γλαρέντζα τη θέση της αρχαίας Κυλλήνης, περιέγραψε με τη σειρά του τα ερείπια, την τάφρο και ένα καταχωμένο λιμάνι, χωρίς να κάνει καμία αναφορά σε αρχαιότερα κατάλοιπα.
O Άγγλος θεολόγος και αρχαιογνώστης Richard Chandler επισκέφθηκε την περιοχή το 1760. Το πλοίο του προσάραξε στον κόλπο της Γλαρέντζας (Chiarenza), που, όπως γράφει, εξυπηρετούσε μικρά σκάφη από τη Ζάκυνθο και τα γειτονικά μέρη, τα οποία μετέφεραν κυρίως επιβάτες ή προμήθειες. Στην παραλία ένα κάρο που έσερναν δύο άλογα περίμενε να εξυπηρετήσει τους νεοφερμένους. Ένα τελωνείο και κάποιες καλύβες ή μαγαζιά ήταν τα μόνα κτίσματα στην περιοχή. Ο περιηγητής προχώρησε στην ταύτιση της θέσης της αρχαίας Κυλλήνης με το ακρωτήριο που βρίσκεται στη νότια άκρη του κόλπου, όπου και ιδρύθηκε αργότερα η πόλη της Γλαρέντζας και μας πληροφόρησε ότι η θέση μετονομάστηκε σε Chiarenza από τους Ενετούς. Ανέφερε ότι η πόλη λεηλατήθηκε από το σουλτάνο Μουράτ Β’ το 1447, ο οποίος οδήγησε στην αιχμαλωσία 60.000 άτομα. Ίσως πρόκειται για τους κατοίκους όχι μόνο της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής της. Από το χώρο ανέφερε την ύπαρξη κάποιων τμημάτων τείχους και άλλων κτισμάτων, καθώς και ότι το λιμάνι ήταν καταχωμένο.
Το 1798 πέρασε από την περιοχή ο Γάλλος διπλωμάτης και αρχαιοδίφης François Pouqueville, ο οποίος αναφέρθηκε εν συντομία στην Κυλλήνη ή Γλαρέντζα, καθώς είδε τα ερείπια της πόλης από μακριά, χωρίς να επισκεφθεί το λιμένα του Αγίου Ζαχαρία.
Ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake επισκέφθηκε την περιοχή το 1806. Ο Leake προσέγγισε το λιμάνι της Γλαρέντζας (Glaréntza ή Glaràntza – Chiarenza για τους Ιταλούς) ερχόμενος από το Κάστρο του Χλεμουτσίου και διαπίστωσε ότι σώζονταν εκεί κατάλοιπα του μεσαιωνικού κάστρου. Βρήκε το λιμάνι εγκαταλειμμένο με μόνο λίγους βράχους να παρέχουν καταφύγιο στα σκάφη. Ο περιηγητής δεν μπόρεσε παρά να τοποθετήσει στον ίδιο χώρο και την αρχαία Κυλλήνη. Ανέφερε επίσης το νησάκι της Καυκαλίδας (Kavkalidha).
Ο Άγγλος αρχιτέκτονας John Spenser Stanhope ταξίδεψε από τη Ζάκυνθο προς το λιμάνι της Γλαρέντζας (Chiarenza ή Clarenza) τον Απρίλιο του 1813. Στο έργο του συμπεριέλαβε χάρτη της Ηλείας με σημειωμένη τη θέση της Γλαρέντζας/Κυλλήνης και της νησίδας Καυκαλίδας, καθώς και χαρακτικό του λιμανιού με τα λίγα σύγχρονα κτίσματα και τα ερείπια της μεσαιωνικής πόλης στο βάθος. Σύμφωνα με την περιγραφή του Stanhope, το λιμάνι στις μέρες του αποτελείτο μόνο από ένα τούρκικο τελωνείο και λίγες κακοδιατηρημένες καλύβες. Κοντά στα παραπάνω εντόπισε τα τείχη της πόλης της Γλαρέντζας, κτισμένης κατά πάσα πιθανότητα στη θέση της αρχαίας Κυλλήνης. Τα τείχη σχημάτιζαν σχεδόν ένα τετράγωνο. Η βορειοανατολική και βορειοδυτική πλευρά αντίκριζαν τη θάλασσα, ενώ οι άλλες δύο προστατεύονταν από τάφρο. Στη νοτιοανατολική πλευρά υπήρχαν δύο είσοδοι, σε μια από τις οποίες σωζόταν ακόμη τμήμα γέφυρας. Κοντά βρίσκονταν τα ερείπια μιας εκκλησίας, η οποία, σύμφωνα με τον οδηγό της ομάδας, καλείτο Αγία Σοφία και είχε χτιστεί στη θέση αρχαίου ναού(;). Σε μικρή απόσταση σώζονταν τα ερείπια ενός κτηρίου που φαινόταν να είχε θόλο. Στη δυτική γωνία βρισκόταν κυκλικό τείχος που ταυτίστηκε με εκείνο της ακρόπολης. Η περιφέρεια των τειχών της πόλης υπολογίστηκε πρόχειρα σε 1.570 πόδια περίπου.
Πληροφορίες για την περιοχή έδωσε, παρότι δεν την επισκέφθηκε ο ίδιος, και ο Γάλλος στρατιωτικός, γεωγράφος και γεωλόγος Puillon Boblaye, ο οποίος υποστήριξε με επιχειρήματα ότι η θέση της αρχαίας Κυλλήνης ταυτίζεται με αυτή της μεσαιωνικής Γλαρέντζας και εξέφρασε την άποψη ότι η ανοικοδόμηση της πόλης κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους εξαφάνισε τα παλαιότερα κατάλοιπα κατοίκησης της περιοχής.
Οι μελετητές (β΄ μισό 19ου – αρχές 21ου αιώνα)
Ήδη από το β΄ μισό του 19ου αιώνα την περιοχή άρχισαν να επισκέπτονται όχι πια περιηγητές αλλά μελετητές των αρχαίων και μεσαιωνικών μνημείων και των αντίστοιχων ιστορικών περιόδων στον ελληνικό χώρο.
O Γάλλος λόγιος Jean Alexandre Buchon επισκέφθηκε την περιοχή το 1841 και περιέγραψε το χώρο με ακρίβεια. Η Γλαρέντζα στις μέρες του δεν ήταν παρά μια φτωχή πόλη, περιτριγυρισμένη από έλη και με ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης για τους κατοίκους της, που ήταν άποικοι προερχόμενοι από το νησί της Ζακύνθου. Ο Buchon εξηγεί ότι ο αποικισμός αυτός αποτέλεσε πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έδωσε στους αποίκους γη, σπόρους και χρήματα για να οικοδομήσουν τα σπίτια τους. Τα σπίτια κτίστηκαν αλλά η γη ουδέποτε καλλιεργήθηκε, καθώς οι άποικοι αποτελούσαν το πλέον ανοργάνωτο τμήμα του πληθυσμού της Ζακύνθου και συνέχισαν να ζουν εξίσου ανοργάνωτα και στον νέο τόπο κατοικίας τους, τη Γλαρέντζα. Η πεποίθηση του Buchon ότι η θέση της μεσαιωνικής πόλης ταυτίζεται με αυτήν της αρχαίας Κυλλήνης ήταν ο λόγος για τη λανθασμένη εκ μέρους του απόδοση μέρους των ορατών στο χώρο της ακρόπολης καταλοίπων στο αρχαίο επίνειο. Την ταύτιση συνόδευε μάλιστα η παρατήρηση ότι τα κατάλοιπα αυτά είναι ανάλογα των σωζόμενων στην Ήλιδα αρχαίων ερειπίων —γεγονός που δεν ισχύει—, σε αντιδιαστολή με τα κατάλοιπα στην περιοχή της κάτω πόλης, τα οποία, παρότι όμοιας κατασκευής, χαρακτήρισε μεσαιωνικά. Παρά την παραπάνω παρανόηση εξαιρετικά σημαντική παραμένει η αληθής και επιβεβαιωμένη και από υστερότερα ευρήματα πληροφορία του ότι αρχαία νομίσματα εντοπίζονταν σε όλη την ευρύτερη περιοχή κατά την άροση των χωραφιών. Χαρακτηριστική, τέλος, είναι η αναφορά του στα σωζόμενα σε ικανό ύψος κατάλοιπα του φράγκικου ναού, από τον οποίο σωζόταν ακόμη ένα από τα μεγάλα παράθυρά του.
Το καλοκαίρι του 1905 επισκέφθηκε τη Γλαρέντζα ο Σκωτσέζος αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Ramsay Traquair, ο οποίος βρήκε τη μεσαιωνική πόλη ερειπωμένη. Περιέγραψε την ύπαρξη τάφρου και τειχών κάτω από την ανυψωμένη επιφάνεια του εδάφους, μία πύλη στα ανατολικά και άλλη μία στα νότια, τα κατάλοιπα ενός κτηρίου με οξυκόρυφο παράθυρο και τα ερείπια πύργου στα νοτιοδυτικά, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στην αρχαία Κυλλήνη. Σημείωσε πως είναι περίεργο ότι η κατασκευή ενός τόσο μεγάλου κάστρου δεν μνημονεύεται από τις πηγές, στις οποίες διέκρινε μία σύγχυση σχετικά με τη θέση του κάστρου της Γλαρέντζας και του κάστρου Χλεμούτσι. Υπέθεσε έτσι ότι το Χλουμούτζι ή Castel Tornese, που πήρε το όνομά του από το περίφημο νομισματοκοπείο, του οποίου οι κοπές έφεραν τη λέξη «Clarentia», δεν ήταν ένα ξεχωριστό κάστρο, αλλά το φρούριο–πύργος που βρισκόταν στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης της Γλαρέντζας. Υποστήριξε δε ότι το Castel Tornese στο εσωτερικό της χερσονήσου, σε απόσταση 5 χλμ. από τη Γλαρέντζα, ήταν ένα δεύτερο Castel Tornese κτισμένο τον 15ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Το 1925, ο Γεώργιος Παπανδρέου, Έλληνας εκπαιδευτικός και διακεκριμένος ιστορικός, εξέδωσε το βιβλίο του Η Ηλεία διά μέσου των αιώνων, όπου πλησίον της Γλαρέντζας περιέγραψε την ύπαρξη σύγχρονου λιμανιού με «τεχνητόν μώλον» αναφέροντας πως η νέα πόλη ονομάστηκε ανεπιτυχώς Κυλλήνη, καθώς στην περιοχή είχαν εντοπιστεί «ασήμαντα και αβέβαια λείψανα αρχαίων οικήσεων», τα οποία όμως ο ίδιος ουδέποτε είδε. Ο Παπανδρέου επισκέφθηκε το «εντελώς σχεδόν κατηρειπωμένον» φράγκικο φρούριο στα βορειοδυτικά του νέου λιμένα και ανέφερε την ύπαρξη εκεί μίας «δεξαμενής μικράς εκ δύο δωματίων χωριζομένων διά κανονικού μεσοτοίχου και συγκοινωνούντων διά θύρας κομψής και αψιδωτής προς τα άνω» κοντά στο θαλάσσιο τείχος, μία μεγάλη είσοδο στα νότια τείχη και αρκετά ακόμα ερείπια κτηρίων. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρησή του ότι το υλικό της ερειπωμένης πλέον πόλης «αστόργως χρησιμοποιείτο εις την κατασκευήν της νυν Γλαρέτζης». Λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, το 1922, ο χώρος όπου εκτεινόταν η «κατηρειπωμένη» μεσαιωνική πόλη της Γλαρέντζας και το λιμάνι της είχε κηρυχθεί, με βασιλικό διάταγμα (ΒΔ25–2–1922/ΦΕΚ28/Α/26–2–1922 «Περί κηρύξεως προεχόντων Βυζαντινών μνημείων»), αρχαιολογικός, σε μία προσπάθεια προστασίας των εναπομεινάντων ερειπίων, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία της ελληνικής πολιτείας.
Μεταξύ των ετών 1925 και 1938 την περιοχή επισκέφθηκε και ερεύνησε ο Γάλλος αρχαιολόγος Antoine Bon. Το έργο του La Morée franque αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές πηγές άντλησης λεπτομερών ιστορικών και αρχαιολογικών πληροφοριών για τη μεσαιωνική Γλαρέντζα, ενώ εξαιρετικής σημασίας θεωρούνται οι φωτογραφίες του, που αποτυπώνουν τα κατάλοιπα της μεσαιωνικής πόλης πριν από τις καταστροφές των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Bon, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε το 1946, ανέφερε την παρουσία σε όλη την έκταση της μεσαιωνικής πόλης αρχαιότερων οστράκων όλων των περιόδων, ενώ περιέγραψε αρχαία αντικείμενα που είχαν βρεθεί στην περιοχή, θεωρώντας δεδομένη τη συνεχή κατοίκηση του χώρου από τους κλασικούς χρόνους, όπως και την ύπαρξη εδώ ενός αρχαίου λιμένα που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από αυτόν της αρχαίας Κυλλήνης.
Ένας δεύτερος αρχαιολόγος, ο Αμερικανός Jerome Sperling, επισκέφθηκε και ερεύνησε την περιοχή το 1939. Σε άρθρο του ανέφερε τα ορατά ίχνη μιας κατοίκησης από την Κλασική περίοδο έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους και την ύπαρξη ενός μικρού επινείου, η θέση και η φύση της τοποθεσίας του οποίου συνηγορούσαν στην ταύτισή του με αυτό της αρχαίας Κυλλήνης. Την ταύτιση του χώρου της αρχαίας Κυλλήνης με αυτόν της μεσαιωνικής Γλαρέντζας υποστήριξε με στέρεα επιχειρήματα και ο Ηλείος λόγιος Ντίνος Ψυχογιός.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι ακόμη η μελέτη του Γάλλου αρχαιολόγου Jean Servais, ο οποίος επισκέφθηκε τρεις φορές την περιοχή στο διάστημα μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου του 1960, αναζητώντας στο πεδίο τοπογραφικές και αρχαιολογικές ενδείξεις για τη θέση του αρχαίου λιμανιού. Εκτενής ήταν η αναφορά του και σε ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή.
Από τους νεότερους, τέλος, ερευνητές, οι οποίοι ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τη μελέτη της μεσαιωνικής Γλαρέντζας, βασισμένοι είτε σε πηγές είτε στην έρευνα πεδίου, αξίζει να αναφερθούν ενδεικτικά η Ελένη Σαράντη–Mendelovici, η Αγγελική Τζαβάρα και ο Δημήτριος Αθανασούλης.
Ανασκαφές και επεμβάσεις
Η πρώτη περίοδος των ανασκαφών (1980–2001)
Ανασκαφές στην πόλη της Γλαρέντζας δεν υλοποιούνται παρά το 1981, οπότε η 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε αποχωματώσεις και μικρές ανασκαφικές τομές, καθώς το ενδιαφέρον για τουριστική αξιοποίηση της περιοχής επέβαλε την οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου, ώστε να οριστεί ζώνη προστασίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε μια πιο συστηματική αρχαιολογική έρευνα με καθαρισμούς ερειπίων και ανασκαφικές εργασίες, ενώ το 1999 ολοκληρώθηκαν από τις συναρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες οι διαδικασίες επανακήρυξης του αρχαιολογικού χώρου Γλαρέντζας–Κυλλήνης.
Το έργο ανάπλασης–ανάδειξης των ετών 2002–2005
Το 2001 αποφασίστηκε η ένταξη στο Γ΄ ΚΠΣ του έργου «Ανάπλαση–ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου κάστρου Γλαρέντζας (Κυλλήνης) Ν. Ηλείας», το οποίο υλοποιήθηκε από την 6η ΕΒΑ μεταξύ των ετών 2002–2005. Οι εργασίες, οι οποίες κάλυψαν έκταση περίπου 40 στρεμμάτων από το συνολικό εμβαδόν των 180 στρεμμάτων που καταλάμβανε η μεσαιωνική πόλη και το λιμάνι της, αποσκοπούσαν στην προστασία, την ανάπλαση και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου ώστε να καταστεί επισκέψιμος, αναγνώσιμος και λειτουργικός, ενώ παράλληλα να προφυλάσσεται από αυθαίρετες επεμβάσεις. Σημαντικά ήταν και τα αποτελέσματα που αφορούσαν στην επιστημονική τεκμηρίωση της μεσαιωνικής πόλης.
Οι επεμβάσεις από το 2006 έως σήμερα
Κατά τα έτη 2006–2007 η ανασκαφική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο της Γλαρέντζας συνεχίστηκε με σημαντικά ευρήματα, ενώ έως σήμερα υλοποιούνται ανά έτος εργασίες καθαρισμού σε όλο τον αναδεδειγμένο χώρο ώστε να διατηρείται προσβάσιμος στο κοινό. Παράλληλα, το 2007, στη θαλάσσια περιοχή της Γλαρέντζας, το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων εγκαινίασαν μία πρωτοπόρο διεπιστημονική έρευνα, με στόχο την τοπογραφική αποτύπωση, τη γεωφυσική διασκόπηση και τη μελέτη των παράκτιων και υποθαλάσσιων αρχαιολογικών καταλοίπων του αρχαίου και μεσαιωνικού λιμένα. Πρόκειται για την πρώτη έρευνα μεσαιωνικού λιμανιού που πραγματοποιείται στην Ελλάδα. Η έρευνα, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, έχει εντοπίσει μόλους, κυματοθραύστες, προκυμαίες και αρκετούς πιθανούς πύργους.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Κυλλήνης–Γλαρέντζας υπάγεται στον ενιαίο καλλικρατικό δήμο Ανδραβίδας–Κυλλήνης της ΠΕ Ηλείας. Σήμερα ο επισκέπτης, που φθάνει στην περιοχή από την ξηρά διαμέσου της εθνικής οδού Πατρών–Πύργου, διασχίζοντας απόσταση 10 χλμ. μέσα από τα χωριά Λεχαινά, Μυρσίνη και Κάτω Παναγιά, προσεγγίζει από δυτικά τη σύγχρονη Κυλλήνη, που αποτελεί ένα από τα μεσαίου μεγέθους λιμάνια της χώρας, σημείο εξυπηρέτησης της θαλάσσιας συγκοινωνίας της Πελοποννήσου με τα νησιά του νοτίου Ιονίου.
Ο αρχαιολογικός χώρος, στο ακρωτήριο αμέσως βορειοδυτικά του χωριού και απέναντι από το νησάκι της Καυκαλίδας, περιλαμβάνει έναν χαμηλό λόφο με την «αναπεπταμένη» τειχισμένη μεσαιωνική πόλη της Γλαρέντζας και τη θέση του αρχαίου και μεσαιωνικού αργότερα (σκαφτού) λιμανιού, το οποίο τώρα είναι ελώδης έκταση. Πρόκειται για έναν ιδιόμορφο «ανοικτό» αρχαιολογικό χώρο, καθώς τα ορατά μνημεία και τα ελάχιστα ανεσκαμμένα τμήματα βρίσκονται διασκορπισμένα, χωρίς περιφράξεις, ανάμεσα σε καλλιεργούμενες και κατά το πλείστον αναπαλλοτρίωτες ακόμη ιδιοκτησίες.