Ο βυζαντινός ναός της Παλαιάς Επισκοπής, σήμερα αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αρχικά χτίστηκε πάνω στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου της Τεγέας, με υλικά από το θέατρο, τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και το μεσαιωνικό τείχος. Ο ναός χρονολογείται στον 11ο αιώνα, ίσως και στο δεύτερο μισό του 10ου. Ταξινομείται στους ναούς ανατολικού τύπου με νάρθηκα και, ειδικά, στον πεντάτρουλο τύπο του ναού της Αγίας Σοφίας.
Η Παλαιά Επισκοπή ήταν σταυροπηγιακή και ανήκε οργανικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την επανάσταση όμως περιήλθε στον Τεγεατικό Σύνδεσμο. Ανήσυχος και δραστήριος, ο ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Λεωνίδας Σβώλος διοργανώνει το 1885 το πρώτο πανηγύρι για τον Δεκαπενταύγουστο και καλεί τον Τσίλερ για να αναστηλώσει το ναό. Η αναστήλωση, που ολοκληρώνεται στις 20 Νοεμβρίου του 1888, είναι το πρώτο εκτός Αθηνών έργο του διάσημου αρχιτέκτονα.
Στη δεκαετία 1930-1940 ο ναός φιλοτεχνείται. Ο μαρμαρογλύπτης Νίκος Σκαρής κατασκευάζει το τέμπλο και τον δεσποτικό θρόνο, η Έλλη Βοϊλα φτιάχνει δυο μωσαϊκά έργα ενσωματωμένα στο τέμπλο και ο ξυλογλύπτης Θανάσης Νομικός τα βημόθυρα της ωραίας πύλης και των πλαϊνών θυρών. Ο ναός όμως αποκτά και διάσταση εικαστικού χώρου, καθώς διασώζει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο έργο του ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη. Ο Αστεριάδης ανέλαβε ν‘αγιογραφήσει το ναό και οκτώ δεσποτικές εικόνες του τέμπλου. Όπως ο φίλος του Σπύρος Βασιλείου, αναζήτησε τα στοιχεία της τέχνης του στην πηγή που λέγεται Ρωμιοσύνη. Με τη μέθοδο της ξηρογραφίας, δούλεψε στην Παλαιά Επισκοπή από το 1936 ως το 1939, αποδίδοντας το νόημα της βυζαντινής τέχνης φιλτραρισμένο μέσα από τη φρεσκάδα της νεοελληνικής ζωγραφικής. Στο άρθρο παρατίθεται κατάλογος των εκκλησιών που αγιογράφησε ο Αστεριάδης.