Εργαστήριο συντήρησης. Η συντήρηση καθιερώνεται από τον 16o αιώνα και εξής με τη δημιουργία συλλογών και μουσείων. Μέχρι τον 19ο αιώνα και στο πλαίσιο της αντίληψης περί συναισθηματικής προσέγγισης των έργων τέχνης, ο συντηρητής εκφράζει τα γούστα μιας αναπτυσσόμενης αστικής κοινωνίας που προβάλλει περισσότερο το «φαίνεσθαι» παρά το «είναι». Η διεύρυνση της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς τον 20ό αιώνα καλύπτει τόσο το «είναι» όσο και το «χρήσιμο». Ο ρόλος του συντηρητή αλλάζει, η καλλιτεχνική προσέγγιση συνδυάζεται με την επιστημονική, με σκοπό να αποκατασταθούν οι διαδικασίες παραγωγής του αντικειμένου.
Δεξιά, Παναγία Βρεφοκρατούσα (17ος αι.). Aριστερά, το επάνω τμήμα του κεφαλιού της επιζωγραφισμένης Βρεφοκρατούσας (19ος αι.). Συντήρηση είναι η προσπάθεια για την παρεμπόδιση ή, έστω, την επιβράδυνση της φθοράς των αντικειμένων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Περιλαμβάνει: την επιστημονική εξέταση, θεραπεία και αποκατάσταση των αντικειμένων και τη φροντίδα για τις κατάλληλες συνθήκες αποθήκευσης ή έκθεσης. Επίσης περιλαμβάνει την προληπτική συντήρηση, την αποτελεσματικότερη μέθοδο θεραπείας. Ο 19ος αιώνας θεωρείται η απαρχή της ιστορίας της συντήρησης ή τουλάχιστον της συστηματικής προστασίας των μνημείων. Σε αυτό συνέβαλαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές που συμπορεύτηκαν με την ανάδειξη των εθνικών κρατών. Το 1877 ο William Morris ιδρύει το σύλλογο για την Προστασία των Αρχαίων Κτιρίων. Όμως μέχρι και τον 19ο αιώνα, οι επεμβάσεις δεν αντίκεινται στην παραποίηση ενώ εξακολουθούν να επιδιώκουν κάποιο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, σύμμορφο με τα γούστα της εποχής. Στη φθορά του χρόνου επομένως ερχόταν να προστεθεί και η φθορά από τις επεμβάσεις «συντήρησης». Στις αρχές του 20ού αιώνα αρχίζει η θεωρητική συζήτηση για την έννοια του μνημείου και τη σημασία της προστασίας. Βιέννη 1905, συνάντηση συντηρητών. Το Διεθνές Συνέδριο Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Αθήνα 1931, έδωσε τη «χάρτα των Αθηνών». Οι καταστροφές από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αυξανόμενος αριθμός των ανασκαφών και των ευρημάτων έκαναν οξύτερο το πρόβλημα της συντήρησης. Το 1950 ιδρύεται το Διεθνές Ινστιτούτο για τη Συντήρηση (IIC) και το 1952 εμφανίζεται το περιοδικό Studies in Conservation. Υπό την αιγίδα της Unesco ιδρύονται το ICOM (1949), το ICCROM (1959), το ICOMOS (1965). Σε πολλές από τις συναντήσεις της η Unesco διατύπωσε και καθιέρωσε αρχές, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί με τα συνέδρια, τη βιβλιογραφία, την έκδοση βιβλίων, το συμβουλευτικό τους ρόλο κ.ά. ανέπτυξαν τον επιστημονικό χαρακτήρα της συντήρησης και την καθιέρωσαν ως επάγγελμα με ποικίλες ειδικότητες.
Σελίδα από Ευαγγέλιο του 13ου αι. με μικρογραφία του Δ. Πελεκάση των αρχών του 20ού. Μουσείο Μπενάκη (αρ. 34, 4, φ. 210). Στην Ελλάδα, η πρώτη συστηματική συντήρηση έργου τέχνης με ιστορική σημασία αφορά τα ψηφιδωτά στο Δαφνί και έγινε από τον Βενετό Νόβο ανάμεσα στο 1892 και το 1894. Τον Νόβο διαδέχθηκαν «ζωγράφοι». Ο Φώτης Κόντογλου, ο Φώτης Ζαχαρίου, ο Δημήτρης Πελεκάσης που ήταν ζωγράφοι δούλεψαν πολλά χρόνια ως συντηρητές. Απηχώντας μια μακρά παράδοση, ο μοναχός και ζωγράφος Διονύσιος από το Φουρνά, τον 18ο αιώνα στην Ερμηνεία της Ζωγραφικής τέχνης, αναφέρεται στην επισκευή φθαρμένων εικόνων και μεταφέρει την άποψη ότι ο κατασκευαστής είναι ο καλύτερος επιδιορθωτής. Στο μεσοπόλεμο κάποιοι ζωγράφοι απόκτησαν όνομα και ως συντηρητές εικόνων από ιδιωτικές συλλογές. Τον ζωγράφο ως παραχαράκτη ενσαρκώνει ο Δ. Πελεκάσης (1811-1973) που δούλευε και για το Δημόσιο και για ιδιώτες. Η κατάσταση θα αλλάξει μόνο μετά το 1960. Η Χάρτα της Βενετίας (1964) θέτει τις αρχές για την προστασία, την αναστήλωση και τη συντήρηση των μνημείων. Η Συντήρηση διεκδικεί την αυτονομία της ως επιστημονικός κλάδος. Παράλληλα, στην Ελλάδα η Αρχαιολογική Υπηρεσία διευρύνει πολύ τις εργασίες και το προσωπικό της και εγκαινιάζει τον νέο κλάδο των «Ζωγράφων Αναστηλώσεως». Ποικίλες ήταν οι προελεύσεις μαθητείας των συντηρητών του Υπουργείου. Το 1967 ιδρύεται ιδιωτική, μέση σχολή, τμήμα των Σχολών Δοξιάδη, που διδάσκει και συντήρηση. Η τριετής αυτή σχολή παύει να λειτουργεί το 1975. Στον Οργανισμό που φτιάχνει το Υπουργείο Πολιτισμού δημιουργείται μεν Διεύθυνση Συντηρήσεως αλλά λεκτικά αγνοείται η ειδικότητα των Συντηρητών. Στη θέση τους συνυπάρχουν οι «Ζωγράφοι Αναστηλώσεως» και οι «Μουσειακοί Γλύπτες και Ζωγράφοι». Από την εποχή του Νόβο σημαντικότερος ως σήμερα σταθμός είναι η λειτουργία από το 1985-86 του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Τ.Ε.Ι. Αθηνών. Η συγγραφέας ολοκληρώνει περιγράφοντας τα μαθήματα του Τμήματος και απαντώντας στην κριτική που του γίνεται.
Ραδιογραφία με ακτίνες –Χ τμήματος του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Η σωστή συντήρηση των αρχαίων μνημείων και αντικειμένων είναι προϊόν συνδυασμένης προσπάθειας συντηρητών –καλλιτεχνών και συντηρητών– επιστημόνων που υποστηρίζονται από κάποιο ερευνητικό φυσικοχημικό εργαστήριο. Για κάποια ανασκαφικά ευρήματα, η συντήρηση έχει ρόλο σωστικό. Οργανικά υλικά που επέζησαν επί χιλιετίες κονιορτοποιούνται μόλις έρθουν σε επαφή με το οξυγόνο. Η ανασύσταση του βασιλικού υφάσματος της Βεργίνας και του Λευκαντιού από μια μάζα λάσπης έδωσε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η φωτογράφιση με ακτίνες Χ και ένα εξοπλισμένο φυσικοχημικό εργαστήριο επέτρεψαν στους ανασκαφείς να διακρίνουν, μέσα από ένα μίγμα από σώμα και ρούχα, όλα τα μέρη της καταπληκτικής φορεσιάς και τα κοσμήματα της βασίλισσας Arnegonde που βρέθηκε το 1959 στις κρύπτες του Saint-Denis. Οι συστηματικές ραδιογραφήσεις στον Δημόκριτο αποκάλυψαν ότι τα περίεργα μπρούτζινα σκουριασμένα κομμάτια από το ναυάγιο των Αντικυθήρων ανήκαν σε εξαιρετικά πολύπλοκο αστρονομικό μηχανισμό με 32 γρανάζια. Εκτός από τη διάσωση και την εξασφάλιση της μακροβιότητας του αντικειμένου, η συντήρηση αποβλέπει και στην αποκατάσταση της αρχικής του μορφής. Όμως, οι επεμβάσεις που γίνονται, τα υλικά που χρησιμοποιούνται, ενδέχεται να καταστρέψουν κάποια πληροφορία ή και να παραπλανήσουν τη μετέπειτα εργαστηριακή έρευνα και χρονολόγηση. Ο συγγραφέας περιγράφει τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία αρχαιολογικών αντικειμένων ανάλογα με το υλικό τους, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν σε μελλοντική τεχνολογική τους εξέταση. Συζητούνται: τα υφάσματα, το έφυδρο ξύλο, το οστό και ελεφαντοστό, τα κεραμικά, τα μεταλλικά αντικείμενα, τα μάρμαρα, και τα ζωγραφικά έργα (πίνακες, εικόνες, τοιχογραφίες). Τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της συντήρησης εξασφαλίζουν φυσικοχημικές τεχνικές: η φωτογράφιση με υπέρυθρο φως, η φωτογράφιση με μονοχρωματικό φως νατρίου, η μακρο- και μικρο-φωτογραφία, η φωτογράφιση με υπεριώδη ακτινοβολία, η ραδιογραφία και η νετρογραφία. Τις μεθόδους αυτές συνοδεύουν και αναλυτικές τεχνικές, ιδιαίτερα σημαντικές στην έρευνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συντήρησης.
Κεφάλι ορειχάλκινου πολεμιστή του Ριάτσε, πριν και μετά την αποκατάστασή του στο C.R.A. της Φλωρεντίας. Με αφορμή τις έκτακτες ανάγκες αποκατάστασης που επέφερε η καταστροφική πλημμύρα του Άρνο στη Φλωρεντία το 1966, ιδρύθηκε το Κέντρο Συντήρησης της Αρχαιολογικής Εφορείας της Τοσκάνης (C.R.A.). Αξιοποιώντας την εμπειρία αυτή, είκοσι χρόνια αργότερα το Κέντρο απασχολεί πολυκλαδική ερευνητική ομάδα εξήντα ειδικών επιστημόνων που εντάσσουν στα ενδιαφέροντά τους και μια αισθητική της αποκατάστασης, συμβατή με τις νέες μουσειολογικές απαιτήσεις. Από τα μεγάλα έργα αποκατάστασης του Κέντρου, που επεμβαίνει κάθε χρόνο σε 2.500-3.000 αντικείμενα από την Ιταλία και το εξωτερικό, γνωστότερα είναι το αγγείο «François», η «Σαρκοφάγος των Συζύγων» του Λούβρου, το αέτωμα του «Τελαμώνα», οι ορειχάλκινοι πολεμιστές του Ριάτσε. Το Κέντρο καθόρισε δύο απλές αρχές για την αποκατάσταση-συντήρηση: 1. Η αρχαιολογική αποκατάσταση κάνει ευανάγνωστα στον ειδικό τα αυθεντικά τμήματα του αντικειμένου. Συγχρόνως, συμπληρώνοντας τα τμήματα που λείπουν με διακρινόμενο τρόπο εξασφαλίζει τη συνέχεια της φόρμας («ολοκλήρωση») και στερεώνει το αντικείμενο, που είναι πια έτοιμο να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας έκθεσης. Αυτή η «έντιμη» αποκατάσταση χρησιμοποιεί προϊόντα και τεχνικές που δεν θέτουν σε κίνδυνο το αντικείμενο και που μπορούν ανά πάσα στιγμή να αφαιρεθούν (αντιστρεψιμότητα). 2. Η παρέμβαση αποκατάστασης πρέπει να επιβραδύνει, αν όχι να αναστέλλει, τη φθορά του αντικειμένου. Στην «ολοκλήρωση» των κεραμικών, οι συντηρητές του Κέντρου αντικατέστησαν το γύψο και τη γομολάκα με ένα πλαστικό προϊόν από κερί, χρωστικές ουσίες και ρητίνη, που το ονομάζουν «κερί». Στη συμπλήρωση των μετάλλων, πρώτα αντιμετωπίζονται οι τυχόν πλαστικές παραμορφώσεις. Ενεργώντας ανάλογα εν ψυχρώ ή εν θερμώ ο συντηρητής διαμορφώνει το παραμορφωμένο αντικείμενο. Για τις «ολοκληρώσεις», ευδιάκριτες και πάντα αντιστρεπτές, χρησιμοποιείται μια ρητίνη πολυεστέρα που περιέχει σκόνη αλουμινίου.
Η τοιχογραφία της ανοίξεως α) τη στιγμή της αποκάλυψής της στη Σαντορίνη και β) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Με τον όρο «αρχαιολογική συντήρηση» εννοούμε τις επεμβάσεις στο πεδίο της ανασκαφής, τα πρώτα σωστικά μέτρα με χαρακτήρα προληπτικό. Ο γενικός κανόνας είναι η διατήρηση, κατά την αποκάλυψη και αμέσως μετά, των συνθηκών που περιέβαλλαν τα αντικείμενα μέσα στη γη. Αυτή η διατήρηση θα εξασφαλίσει και τα σωστά αποτελέσματα των αναλύσεων της αρχαιομετρίας. Καθώς ο χαρακτήρας των επεμβάσεων είναι προσωρινός, η αρχή της αντιστρεψιμότητας των υλικών οφείλει να γίνεται σεβαστή. Η αύξηση των ανασκαφικών προγραμμάτων, που πολλαπλασιάζει τις περιπτώσεις καταστροφής, και η αύξηση του αριθμού των αρχαιομετρικών αναλύσεων, που πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο για λανθασμένα αποτελέσματα, είναι από τους σημαντικότερους λόγους που καθιστούν επιβεβλημένη την παρουσία της αρχαιολογικής συντήρησης στις ανασκαφές.
Ναός Απτέρου Νίκης. Κρύσταλλα γύψου μέσα σε αργιλοπυριτική φλέβα του μαρμάρου. Για τη διάβρωση της πέτρας από την ατμοσφαιρική ρύπανση υπεύθυνος είναι ο άνθρωπος. Οι πιο συνηθισμένοι ρυπαντές είναι: α) τα οξείδια του αζώτου και β) τα οξείδια του θείου που αντιδρούν με το ανθρακικό ασβέστιο του μαρμάρου και του ασβεστόλιθου και σχηματίζουν γύψο (Ακρόπολη, Ελευσίνα, Αψίδα του Γαλέριου). Από τις μορφές φυσικής διάβρωσης η απλούστερη είναι ο παγετός που πλήττει πέτρες με λεπτούς πόρους (Αρχαία Πέλλα, Ναός Επικούριου Απόλλωνα, Ακρόπολη Καλύβας Νομού Ξάνθης). «Μάργες» ονομάζει η γεωλογία τις λασπόπετρες που διαβρώνονται ακόμη και από τη βροχή. Από τέτοιες πέτρες είναι συχνά κατασκευασμένα τα θεμέλια αρχαίων κτιρίων (Αρχαία Αγορά Αθήνας, Δελφοί). Την πιο «ύπουλη» μορφή διάβρωσης προκαλούν τα διαλυτά άλατα. Σε πορώδεις πέτρες το υλικό καταρρέει με μορφή ψιλής σκόνης, ενώ όλο και μεγαλύτερα κοιλώματα σχηματίζονται στην επιφάνεια. Αυτή η αρρώστια της πέτρας ονομάζεται «κυψέλωση» («alveolation»). Ένα μνημείο πάντως σπάνια εμφανίζει μόνο μία μορφή διάβρωσης (Β τοίχος της Ακρόπολης, Ακρόπολη της Λίνδου). Στην Ελλάδα, η στρατηγική στράφηκε κάποτε από την αντιμετώπιση του αποτελέσματος στην αντιμετώπιση του αιτίου. Μια χώρα με τόσα μνημεία θα χρειαζόταν ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και μεγάλα, πανάκριβα μηχανήματα. Αυτό το τελευταίο κάνει αδύνατη την ύπαρξη αποκεντρωμένων εργαστηρίων. Παρατίθεται σχετική βιβλιογραφία.
«Σταύρωση». Εικόνα με τρία στρώματα ζωγραφικής (9ος, 10ος, 13ος αι.). Φωτογραφία στο ορατό. Για την αναζήτηση της μικροστρωματογραφικής δομής, της τεχνολογίας κατασκευής και για τον εντοπισμό μη ορατών νεότερων ή παλαιότερων επεμβάσεων στο αισθητικό αποτέλεσμα, ξεχωρίζουν οι μέθοδοι που αξιοποιούν τη φυσικοχημική συμπεριφορά των υλικών κατασκευής σε ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Η μέθοδος της υπέρυθρης ρεφλεκτογραφίας, όπως και όσες χρησιμοποιούν διάφορες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (υπέρυθρη, ορατή, υπεριώδη, ακτίνες Χ, ακτίνες γ, κ.ά.), ανήκει στις «μη καταστρεπτικές» μεθόδους ανάλυσης. Προτάθηκε για την έρευνα των ζωγραφικών έργων τέχνης από τον J.R.G. van Asperen de Boer γύρω στο 1970. Η μέθοδος εκμεταλλεύεται τη διεισδυτικότητα των υπέρυθρων ακτίνων διαμέσου των χρωματικών στρωμάτων, που εξαρτάται από το βαθμό απορρόφησης και σκέδασης της ακτινοβολίας στο εσωτερικό του χρωματικού στρώματος, από την κατ’ όγκο συγκέντρωση της χρωστικής στο μέσο και από το πάχος του χρωματικού στρώματος. Η ανίχνευση της υπέρυθρης ακτινοβολίας που τελικά εξέρχεται πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος που μετατρέπει αυτή τη μη ορατή ακτινοβολία σε οπτική εικόνα υψηλής ποιότητας. H μέθοδος εφαρμόστηκε σε τέσσερις εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας με σκοπό να επιβεβαιωθεί η αξία της και να αναδειχθούν οι διαγνωστικές της δυνατότητες. Πρόκειται για: α) τη «Σταύρωση» με τρία στρώματα ζωγραφικής (9ος, 10ος, 13ος αιώνας) β) την «Παναγία Βρεφοκρατούσα» του 14ου αιώνα γ) τον «Άγιο Γεώργιο» του 14ου αιώνα δ) τη «Σταύρωση» του 18ου αιώνα
Φυσικές χρωστικές ύλες: κίτρινη ώχρα, κόκκινη ώχρα, μαλαχίτης. Ανάλογα με την προέλευσή τους, τα χρώματα κατατάσσονται σε ορυκτά, συνθετικά και οργανικά και, ανάλογα με το ειδικό τους βάρος, σε βαριά, μέτρια και ελαφρά. Η γωνία υπό την οποία πέφτει το φως, η πυκνότητα του χρώματος κ.ά. επηρεάζουν την ανάκλαση του φωτός. Κάθε χρώμα έχει τη δική του χρωματική δύναμη και τη δική του καλυπτική ικανότητα. Συνδετικά των χρωμάτων έχουμε πέντε: την τέμπερα, το λάδι, το φρέσκο, τα εγκαυστικά και τα μικτά. Τα κυριότερα χρώματα είναι το violet, τα bleus (azurite, bleu verditer, bleu égyptien, indigo, outremer, smalt και bleu de Prusse), τα πράσινα (μαλαχίτης, terre verte, vert de gris, φυτικά πράσινα), τα κίτρινα (ώχρα, zaune citron, orpiment, zaune de Naples, zaune indien), τα κόκκινα (rouge indien, terre de Sienne brulée, rouge anglais, κιννάβαρη, μίνιο), τα οργανικά κόκκινα (cochenille και kermès, bois de Brésil, laque de garance, sang de dragon), τα καφέ (terre d'ombre nat, brun van Dyck), τα καφέ οργανικά (καφέ μούμιας, άσφαλτος ή κατράμι, sepia) και τα λευκά (κιμωλία, blanc de Saint-Jean, blanc d'Espagne, γύψος).
Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, «Οδηγήτρια», Μουσείο Μπενάκη αρ. 3018. Στάδιο καθαρισμού της ζωγραφικής επιφάνειας. Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας «Οδηγήτριας» που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη (αρ. 3018). Ο Ξυγγόπουλος που δημοσίευσε το 1936 τον κατάλογο των εικόνων του Μουσείου πίστευε ότι ανήκε στο α΄ μισό του 17ου αιώνα και ότι προερχόταν από το περιβάλλον του Εμμ. Λαμπάρδου. Στο πίσω μέρος της εικόνας με λατινικά γράμματα υπάρχει ο αριθμός 1623. Η υπέρυθρη φωτογράφιση αποκάλυψε τις φυσικές και μηχανικές φθορές αλλά και θέματα τεχνικής σχετικά με τα λάμματα, τη γραφή της πτυχολογίας, τα «ανοίγματα» και το λαμμάτιασμα με χρυσοκονδυλιά γύρω από το λαιμό της Παναγίας και το μανίκι του Χριστού. Η υπεριώδης φωτογράφιση πληροφόρησε για το βερνίκι και για κάποιες επιζωγραφίσεις. Το στερεοσκοπικό μικροσκόπιο εκλέπτυνε τις πληροφορίες. Μετά τον καθαρισμό στο πρόσωπο της Παναγίας φάνηκε ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε πινελιές κόκκινου χρώματος, καθαρό κιννάβαρι, στη μία πλευρά των σαρκωμάτων για λόγους φωτοσκίασης. Φάνηκε επίσης ότι στο χρύσωμα χρησιμοποίησε φύλλα χρυσού ασυνήθιστα μικρής διάστασης (6 εκ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος με το ρακί ή αυτή του «κολλητικού της λινοκοπίας» χωρίς αμπόλι. Στη συνέχεια, με τομές στη ζωγραφική επιφάνεια σε μεγέθυνση στις 200 φορές φάνηκε η δομή των χρωματικών στρωμάτων, η σύνθεση των κόκκων του χρώματος και η χρωματική τους πυκνότητα. Τομές έγιναν από το «μαφόριο» της Παναγίας, από το φόρεμα του αριστερού Αγγέλου, από το δεξί χέρι της Παναγίας και από το ιμάτιο του Χριστού. Από τις έρευνες προέκυψε και ότι ο ζωγράφος χρησιμοποίησε στην παλέτα του σε μεγάλη ποσότητα το ονομαζόμενο «στουπέτσι».
Το κεφάλι της Παναγίας α) πριν από τη συντήρηση και β) μετά τον καθαρισμό και την αισθητική αποκατάσταση. Η εικόνα του Μουσείου Μπενάκη με αρ. ευρετηρίου 3051 χρονολογείται στο β΄ μισό του 15ου αιώνα και αποδίδεται στον Ανδρέα Ρίτζο. Ένθρονη, η Παναγία στον τύπο της Πλατυτέρας περιστοιχίζεται από αγγέλους. Στο αυτόξυλο πλαίσιο το επάνω μέρος καλύπτουν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, ενώ στα πλάγια και κάτω εικονίζονται απόστολοι και άγιοι. Η εικόνα έχει σχέδιο γραμμένο με κόκκινο χρώμα και όχι εγχάρακτο όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις εικόνες. Η εικόνα είχε υποστεί σημαντική αισθητική αλλοίωση από αλλεπάλληλα στρώματα οξειδωμένου βερνικιού και από τουλάχιστον τρεις κύριες επεμβάσεις. Για τη μελέτη της χρησιμοποιήθηκαν διάφορες μέθοδοι: ακτινογράφηση μέσα από στερεοσκοπικό μικροσκόπιο, τομές ζωγραφικής, ανάλυση χρωστικών με περίθλαση ακτίνων Χ που έγινε στο «Δημόκριτο», κ.ά. Πριν από τον καθαρισμό της εικόνας έγινε εξονυχιστική έρευνα, ενώ ο κατάλληλος διαλύτης εντοπίστηκε με το Test R. Feller. Στο ξύλινο υπόβαθρο αποκαλύφθηκαν κενά που σε πολλά σημεία έφθαναν στην προετοιμασία της ζωγραφικής. Την απεντόμωση ακολούθησε ο εμποτισμός του ξύλου με συνθετική ρητίνη σε θάλαμο κενό αέρος, έτσι το ξύλο ενισχύθηκε και ως κάποιο σημείο μονώθηκε. Τα κενά συμπληρώθηκαν με πηχάκια ξύλου BALSA. Ακολούθησε η αισθητική αποκατάσταση που στόχευε κυρίως το σχέδιο που διασπούσαν τα διαγώνια σπασίματα και οι φθορές του ξύλου. Άποψη του συγγραφέα είναι ότι η συντήρηση οφείλει να αποκαθιστά το έργο στην αρχική του μορφή απαλλάσσοντάς το από όλα τα στοιχεία που το αλλοιώνουν, οξειδωμένα βερνίκια, επιζωγραφίσεις κ.ά. Άλλωστε να καταρρίψει επιθυμεί το μύθο περί φθοράς και αλλοίωσης της μορφής ενός έργου εξαιτίας της παρέμβασης του συντηρητή.
Έργο του Β. Χατζή. Καθαρισμός από τις θειώσεις της ατμόσφαιρας, τα οξειδωμένα βερνίκια και τις επιζωγραφίσεις. Πάνω σε ύφασμα ζωγράφισαν πρώτοι οι Αιγύπτιοι ενώ αυτή την τεχνική τελειοποίησαν τον 15ο αιώνα οι Βενετοί μεταφέροντας τη ζωγραφική σε τεντωμένο ύφασμα. Αν η συντήρηση είναι ο συγκερασμός τέχνης και επιστήμης, η συντήρηση ειδικά του υφάσματος παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: οι ίνες του υφάσματος προκαλούν κινήσεις και παραμορφώσεις, οι φθορές από το χρόνο και την ατμόσφαιρα είναι μεγαλύτερες στο ύφασμα απ’ ό,τι σε συμπαγή υλικά. Για τον καλό προγραμματισμό της σωστικής επέμβασης προηγούνται πειράματα, φωτογραφίσεις κ.ά. Ο καθαρισμός δεν επιτρέπει επιπόλαιες κινήσεις. Από τις πολύ λεπτές επεμβάσεις είναι η προστασία και στερέωση του χρώματος στο υπόστρωμά του. Οι βελατούρες είναι τρομερά ασθενικές στους διαλύτες καθαρισμού. Στις επιζωγραφίσεις, αν υπάρχει συνδετική ύλη (βερνίκι, ζωική κόλλα), οι δύο επιφάνειες διαχωρίζονται και το δεύτερο στρώμα μεταφέρεται σε άλλη υποδομή. Αλλιώς, η επιζωγράφιση καταστρέφεται. Αισθητική απώλεια θεωρείται η αποκόλληση του ζωγραφικού χρώματος. Αυτή όμως η αποκατάσταση δεν μπορεί να τυποποιηθεί γιατί κάθε έργο έχει τη δική του προσωπικότητα. Η συντήρηση ολοκληρώνεται με το πέρασμα ενός λεπτού στρώματος βερνικιού. Απαιτείται φροντίδα των συντεταγμένων υγρασίας (40-50% Η), της θερμοκρασίας (18º C-25ºC), του ορατού φάσματος, έλεγχος των ακτινοβολιών UV. Σε πίνακες μεγάλης αξίας τοποθετείται μπροστά από τη ζωγραφική επιφάνεια προστατευτικό κρύσταλλο (Mirogard) που μειώνει την ανακλαστικότητα.
Τοιχογραφημένη εκκλησία σε συνθήκες εγκατάλειψης… Η τοιχογραφία, οργανικό μέρος ενός μνημείου, αποτελείται α) από την τοιχοδομή που είναι το υποστήριγμά της, β) από το κονίαμα που είναι το υπόστρωμα του έργου και γ) από τη ζωγραφική επιφάνεια. Οι μόνες γραπτές μας πηγές είναι ο Βιτρούβιος και ο Πλίνιος για την αρχαιότητα, για την Αναγέννηση ο G. Gennini και ο G. Vassari. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά μας πληροφορεί για τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Οι τοιχογραφίες φθείρονται από την επίδραση της υγρασίας, τη δράση των αλάτων, τη μολυσμένη ατμόσφαιρα, βιολογικούς παράγοντες, την επίδραση του φωτός, τη δράση του ανέμου, τις νεότερες επεμβάσεις, φυσικά αίτια (σεισμός, καθίζηση εδάφους), την ερείπωση του μνημείου με τις επιπτώσεις της. Τέλος, οι τοιχογραφίες που αποκαλύπτονται σε ανασκαφή πρέπει να διατηρούνται στις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στις οποίες βρέθηκαν. Της συντήρησης προηγείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της εισόδου υγρασίας στην τοιχοδομή του μνημείου και ο έλεγχος θερμοκρασίας και σχετικής υγρασίας του περιβάλλοντος στο εσωτερικό του κτιρίου. Τα στάδια της συντήρησης περιλαμβάνουν την προκαταρκτική εξέταση, τον καθαρισμό της ζωγραφικής επιφάνειας πριν από τη στερέωσή της και τη στερέωση του υποστρώματος. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που εφαρμόζεται αποτοίχιση της τοιχογραφίας ακολουθείται μία από τις εξής τρεις μεθόδους: α) αποτοίχιση μόνο της ζωγραφικής επιφάνειας (strappo), β) αποτοίχιση της ζωγραφικής μαζί με το κονίαμα ή μέρος του κονιάματος (stacco) και γ) απόσπαση και μεταφορά της ζωγραφικής, του κονιάματος και της τοιχοδομής (stacco a massello). Το νέο υπόστρωμα στο οποίο θα τοποθετηθεί η αποτοιχισμένη τοιχογραφία πρέπει να πληροί τόσο αισθητικά όσο και φυσικοχημικά/μηχανικά κριτήρια.
Αφαίρεση υγρασίας και στέγνωμα των υφασμάτων σε ψηφιδωτό δάπεδο με τη μέθοδο της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Για να είναι δυνατή η αποκόλληση των ψηφιδωτών δαπέδων πρέπει να αφαιρεθεί η υγρασία που ενυπάρχει σε αυτά. Τα μέσα που ως τώρα επιστρατεύονταν ήταν η ηλεκτρική σόμπα, το αερόθερμο ή η φλόγα προπανίου (πάνω από φύλλο λαμαρίνας). Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνται για την αποκόλληση κολλάνε πάνω στο ψηφιδωτό είτε με «ψαρόκολλα» είτε με κόλλα «Movilit». Έως ότου στεγνώσει η ψαρόκολλα που έχει διαλυτικό της το νερό, η υγρασία ανεβαίνει ξανά στην επιφάνεια αχρηστεύοντάς την. Η Movilit στεγνώνει γρήγορα γιατί έχει διαλυτικό το ασετόν αλλά, πέραν του ότι ακριβώς γι’ αυτό είναι ανθυγιεινή, αλλοιώνει και τα χρώματα των ψηφίδων. Οι συγγραφείς αποφάσισαν να εφαρμόσουν μια μέθοδο που αναφέρεται στην έκδοση του ICCROM «Mosaics», No1 για τη χρήση υπέρυθρης ακτινοβολίας πάνω σε υγρές επιφάνειες. Οι λαμπτήρες υπέρυθρης ακτινοβολίας θερμαίνοντας ομοιόμορφα και σε βάθος αφαίρεσαν την υγρασία από τα ψηφιδωτά. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τη χρήση της ψαρόκολλας που πλέον στεγνώνει πολύ πιο γρήγορα.
Το λάβαρο του Θέρισου στεγνώνει κάτω από κομμάτια κρύσταλλο με ειδικά βάρη. Η συγγραφέας παρέχει λεπτομερή οδηγό για τη συντήρηση της ευρύτατης κατηγορίας των υφασμάτων. Αν και οι ίνες των υφασμάτων είναι από οργανικά κυρίως υλικά, στις προβιομηχανικές φορεσιές των λαογραφικών συλλογών λόγου χάρη, συχνά εμφανίζονται υλικά πολλά και διάφορα όπως δέρμα, χαρτί, χάντρες γυάλινες ή πλαστικές, μεταλλικά ελάσματα, χρυσοκλωστές, φτερά κ.ά. Ο συντηρητής επομένως οφείλει να γνωρίζει για όλα τη χημική τους σύσταση και δομή, τον τρόπο κατεργασίας και κατασκευής αλλά και τη συμπεριφορά τους σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων. Η προκαταρκτική εξέταση έχει δύο στάδια. Στο πρώτο, καταγράφονται όλες οι ορατές λεπτομέρειες, δομή υφάσματος, ανάλυση κεντήματος κ.ά., ακόμη και εάν το γνέσιμο είναι δεξιόστροφο ή αριστερόστροφο. Στο δεύτερο στάδιο, με μικροσκόπιο, χρωματογραφία λεπτού στρώματος, διάθλαση ακτίνων Χ ή χημικές μεθόδους, αναλύονται οι βαφές και τα στερεωτικά τους, εντοπίζονται ύλες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την κατεργασία κ.λπ. Στην προκαταρκτική εξέταση ανήκει και ο προσδιορισμός του βαθμού καθαριότητας του υφάσματος. Οι εργασίες συντήρησης περιορίζονται στο να κάνουν ένα ύφασμα ασφαλές για έκθεση, αποθήκευση ή χρήση έχοντας αποκαταστήσει την ολότητά του και την αισθητική του. Ο καθαρισμός του υφάσματος μπορεί να είναι επιφανειακός, τοπικός (spot-cleaning), ή να γίνεται με πλύσιμο, διαδικασία πολύ λεπτή που ακολουθείται από το στέγνωμα. Αν το ύφασμα είναι λεπτό και ευαίσθητο, υποστηρίζεται με επιλεγμένα υφάσματα που έχουν νωρίτερα υποστεί την απαραίτητη προετοιμασία. Τέλος, η συντήρηση καλείται να αποφασίσει ποια είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος παρουσίασης του αντικειμένου. Το λάβαρο του Θέρισου, που χρησιμοποιήθηκε στην επανάσταση της Κρήτης του 1905, εικονογραφεί το άρθρο με στάδια της συντήρησής του.
Μηχανικός καθαρισμός γυάλινου ρωμαϊκού αγγείου σε στερεομικροσκόπιο. Το 1985 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ρωμαϊκός τάφος του 3ου αιώνα μ.Χ., απ’ όπου προέρχεται το μπουκάλι από φυσητό γυαλί που παρουσιάζεται εδώ. Το υλικό του είναι γυαλί τύπου «σόδας-ασβέστου», δηλαδή από οξείδια νατρίου, οξείδια ασβεστίου και διοξείδιο του πυριτίου, που για τον υαλουργό σήμαινε: άμμος + σόδα + ασβεστόλιθος. Η μέθοδος της εμφύσησης επικράτησε από τα ρωμαϊκά χρόνια. Το μπουκάλι ήταν σπασμένο σε πολλά κομμάτια, καλυμμένα με λάσπη. Φανερή τάση για αφυάλωση (devitrification) δεν υπήρχε. Για τον καθαρισμό χρησιμοποιήθηκε μίγμα από ίσα μέρη αιθυλικής αλκοόλης και απιονισμένου νερού σε συνδυασμό με μηχανικό καθαρισμό και στη συνέχεια μπάνιο σε αιθυλική αλκοόλη. Οι περιοχές που αφυαλώνονταν στερεώθηκαν με 5% Paraloid B72 σε ακετόνη. Για τη συγκόλληση χρησιμοποιήθηκαν Loctite Glass Bond για το σώμα και Profix Spezioal-Kleber (Porzellan/Glas) για τη λαβή. Τα λίγα κενά έμειναν ασυμπλήρωτα.
Επανακατασκευή των βοτσαλωτών δαπέδων στο αρχοντικό Βούρλη. «Το αρχοντικό του Βούρλη» είναι η συριανή ονομασία οικίας που βρίσκεται στη συνοικία «Βαπόρια» της Ερμούπολης, ιδιοκτησίας Αλεξάνδρας Μαυρογορδάτου-Πετρίτζη. Το μεγαλοαστικό αυτό σπίτι κτίστηκε το 1886 και ανήκει στα νεοκλασικά κτίρια της 8ης περιόδου. Είναι διώροφο, λιθόκτιστο και έχει εμβαδόν 210 τ.μ. Η συντήρησή του έγινε σε δύο στάδια. Στο πρώτο, με δάνειο που η ιδιοκτήτρια πήρε από την Κτηματική Τράπεζα με τη συγκατάθεση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα στη θεμελίωση με την εξυγίανση και την ενίσχυσή της. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με τη συγκατάθεση ΥΠΠΕ και ΕΟΤ και βάσει νομοσχεδίου «περί ενισχύσεως της τουριστικής ανάπτυξης» που επέτρεπε τη μερική χρηματοδότηση του έργου, επισκευάστηκε όλη η ανωδομή. Ταυτόχρονα με τις εργασίες συντήρησης άρχισαν και οι εργασίες μετατροπής του κτίσματος σε ξενώνα.
Καθαρισμός του κρανίου ΛΑΟ Ι/Σ 2 στο θάλαμο αμμοβολής. Είκοσι χρόνια μετά την τυχαία ανακάλυψη του κρανίου των Πετραλώνων, συστηματικές παλαιοανθρωπολογικές έρευνες οδήγησαν στο νέο πλειστοκαινικό εύρημα του ελλαδικού χώρου σε παραθαλάσσια σπηλιά στο Απήδημα της μέσα Μάνης. Το κρανίο αποκολλήθηκε μαζί με το συμπαγές γεωλογικό στρώμα στο οποίο ήταν ενσωματωμένο με φορητό βενζινοκίνητο κομπρεσέρ. Τον Δεκέμβριο του 1985, τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα πετρώματα που περιέβαλλαν το κρανίο αφαιρέθηκαν με καλέμια. Για την απομάκρυνση του τελικού στρώματος χρησιμοποιήθηκε οδοντιατρικό τουρ και κρουστικό κομπρεσέρ. Σε δύσκολα σημεία χρησιμοποιήθηκε λεπτή αμμοβολή. Τον καθαρισμό ανέλαβαν οι έμπειροι συντηρητές Γιάννης Δαμίγος, Δημήτρης Κομνινακίδης, Τάσος Μαγνησαλής και Πέτρος Καίσαρας.
Ο αρχαιολογικός χώρος Πετρών. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Restoration of works of art became an established practice from the 16th century onward with the creation of art collections and museums. Up to the 19th century, in context of the belief in an emotional approach to works of art, the restorer brought to his work the middle class tastes in art which had more to do with “appearance” than with “reality”. In the 20th century, the notion of a “cultural heritage” spread, bringing with it the notion both of the “real” and of the “useful”. The role of the restorer changes in the 20th century, the artistic approach combines with the scientific approach and so the method followed becomes that of restoring the process of creation of the object.
Restoration is the overall effort to restrain and delay the decay of objects, which represent our cultural heritage. Restoration includes the scientific examination, treatment and restoration of objects as well as the creation of special, suitable conditions in which they should be stored or exhibited. Any attempt at restoration should be ruled by respect for the authenticity of the objects and the various messages they convey, being historic documents. However, restoration has undergone many, successive transformations through a long period of time until it came to obtain its current style. Until the beginning of our century all restoration work bore the personal seal of the restorer and the artistic tendencies of each period. In most cases the treatment was worse than the "disease". Restoration today is a scientific branch with many chances and potentialities for a full development.
The restoration of the mosaics of Daphni monastery in 1892-1894 represents the first systematic restoration of a work of art with historic significance. The restoration work was undertaken by the Italian Francesco Novo, who was especially invited for this assignment by the Greek state. Novo was succeeded by a number of Greek painters, all empirical in the art of restoration, who continued a long established trandition. Creators of utilitarian or artistic objects have always been considered as their natural restorers, therefore, painters were the most suitable people to restore any damaged work of painting. This attitude and mentality did not change even in the nineteenth century, when the systematic protection and preservation of monuments began. Scientific restoration started after the War and it was only around 1960 that it managed to gain an international reputation. It is then that Greek restorers, educated abroad, appear. At the same time the Greek Archaeological Service considerably expanded its activities, undertook the systematic restoration of many monuments and employed many empirical restorers. Between 1967 and 1977, a few attempts in the private sector were made for the creation of restoration schools of collegiate level, but they were shortlived. When these attempts failed all possibility of studying restoration in Greece disappeared. Today the Archaeological Service employs 343 restorers; 181 with an elementary education, 135 are high school graduates and only 27 have a university degree. Therefore, the institution in 1985 of a Restoration School of university level in the Technologic Educational Institute of Athens, is an important stage in the history of the protection and preservation of monuments in Greece. In spite of the serious shortcomings of the school today, and the hard criticism it has faced, the institution of this school undoubtedly paves the way for the recognition of the restorer's profession, the scientific education of the new restorers and consequently for the modernized, scientific and professional restoration of monuments.
The problems of conservation of ancient remains are now much better understood but not necessarily solved. The aim is to preserve the objects in the most permanent way, but at the same time not to alter or lose any of the historical information they convey. Furthermore, the conservator must also bear in mind that the physical and chemical nature of objects should not change because this would jeopardize various analyses and examinations which could be made in the future for provenance or technological investigations. This paper gives a brief account of the most common methods used for conservation today, stating where necessary the evolution in methodology and philosophy and the possible effect the various treatments may have on further analyses. The account by no means comes from expertise in conservation but rather from a layman's point of view. However, the necessity of approaching the conservation problem in an in terdisciplinary way is projected. The treatments applied to ancient objects must be the result of systematic research by specialists in laboratories equipped with the most sophisticated scientific apparatus. The conservators who have the experience with various materials and weathering products should seek the back up of such laboratories Modern techniques used today to assist and guide the conservator include infrared reflected photography, ultra-violet fluorescence, sodium lamp monochromatic light, x-ray and y-ray radiography, neutron radiography, microphotography. thin section and scanning electron microscope examination, and in addition all sorts of analyses such as. micro-probe analysis, x-ray fluorescence, PIXE (involving accelerated protons), x-ray diffraction etc. The above are briefly described with some examples of application.
The Restoration Centre of Florence in the twenty years of its existence has not only carried out a series of restoration projects in antiquities but has also functioned as a centre of research into the deterioration of archaeological materials. The success and international reputation of the Centre are due not only to its principles and orientation, which dictate an efficient research and a creditable restoration, but mainly to its staff and means. Its 3.500 square metres include fully equipped laboratories for restoration, physicochemical and biological analysis and photographic ateliers, where sixty specialists solve annualy all the restoration problems of approximately 2.500 - 3.00 antique metal and ceramic objects. Among the methods invented by the restorers of the Centre are two techniques for filling / substituting missing parts of ceramics and metal-work. Some of the most important restoration works executed in the Centre are the François Vase, the Pediment of Telamon, the Sarcophagus of the Married Couple of the Louvre and the bronze male statues of Riace.
Archaelogical restoration also includes the restoration of excavational finds, movable or not. Its role and contribution are very important because, due to its intervention, the shock and the disastrous effects to which the finds are subjected at the critical moment of their discovery, are minimized and smoothed. Therefore, restoration has, in addition, a preventable character, since if done correctly and in time during an excavation, it will make unnecessary a lot of restoration work in the future.
The decay of stone monuments is due to a combination of factors caused by nature and man. The task of dealing with this problem is hard if not unfeasible. The various "protection materials", which in past decades had been considered as efficient, have today been proven, at least in their majority, unsuccessful, since progressively they create more problemes than they solve. Therefore, we experience today a strong tendency towards more "traditional" stabilization materials, the search for new protection materials and the intention of treating the reason behind deterioration rather than the deterioration itself.
The article deals with the advantages and diagnostic possibilities of the non - destructive method of infrared reflectography, a useful tool for the physicochemical study of Byzantine icons. The principle of the method — with some reference to the visual behaviour of the pigment layers as regards the infrared radiation — and the equipment used for its application are also described. The application of this method to four especially chosen Byzantine icons of the Byzantine Museum of Athens showed the existance of damages and overpaintings as well as the artist's initial drawing on the ground preparation; it also led to an approximate identification of the pigments used in the successive layers of the painting.
In order to understand and appreciate the painting of past centuries we must have a good knowledge of the pigments that prevailed at least until the end of the eighteenth century, their qualities and properties, such as the form of their grains, specific gravity, colour strength, opacity as well as the mediums used for their application. Finally we must always take into consideration the effect of falling or reflecting light on the surface of the painting.
The restoration works done on the Virgin Hodegetria icon, no 3018, of the Benaki Museum, Athens, offer us a good opportunity to stress the importance of restoration for the study and evaluation of works of art. The methods applied for the diagnosis and restoration of the damages of the icon brought to light a series of data which help us to understand the painter's technique and draw conclusions as regards the dating of the work, since the work bears no signature or date of execution. The exposure of the painting to infrared and ultraviolet radiation revealed vandalisms and overpaintings, gradation of high-lights, density of varnish, etc. The careful examinaton of the painting surface with the help of a micro-stereo - scope disclosed the technical characteristics of the painter. Red lines (cinnabar) have been used for the smooth transition from the lighted to shadowed areas, while brown brush strokes, precede the pictorial description of the hair and seem to play the same role. The radiography of the work revealed the hagiographer's incised sketch of the Virgin and Child. The sections made on the layer of painting showed that the lacquer on the Virgin's ma-phorion belongs to the later layer of painting, while the underpaint has an orange colour. For the angels' garments, on the contrary, a thick layer of lacquer has been used as underpaint on which the high lights are painterd. The flesh is coloured yelllow-pink and the underpaint grey-green. Finally, the pigment analysis with X-rays produced the underpaint of the Virgin's maphorion, the mineral ochre content of haematitic origin and the use of pure cinnabar in the red brush-strokes. The result of this entire effort was worthy since it yielded beyond doubt the artist's technique at the time when the icon must have been painted.
This icon, measuring 87x65 cm., dates from the second half of the fifteenth century and although unsigned is ascribed to the hagiographer Andreas Ritzos. All research methods and facilities available in the restoration laboratory of the Benaki Museum have been employed for the diagnosis, location of damages and study of the painting technique, while the pigments' analysis was carried out in the centre of Nuclear Research "Democritus". The existance of overpaintings executed in various times and the extensive damage of the wood due to wood-eating insects were the two major problems of the icon. Therefore, special effort was made during restoration for the removal of all over-paintings so that the painting could appear in its original form The missing parts of the deteriorated wood were substituted with balsa wood, while the entire wooden painting support was saturated with synthetic resin. Finally, an attempt for colouring was made only in the areas where both the painting and its preparation were fully damaged.
The use of textiles as a material for painting originates from ancient Egypt; it was adopted by the Byzantines and was fully developed during the Renaissance period. The reasons for the wide range and popularity which this technique gained, were more or less financial and social. Painting on textiles is especially sensitive to various environmental conditions. Therefore, its restoration and conservation is difficult and complex. The problem of protection, stabilization of paint on the painting ground, consolidation of the textile with the use of new materials are issues long debated. Each work of painting is unique and presents its own problems. Consequently, the restoration materials used and the methods employed for its rescue vary. The choice of restoration materials depends on the condition and relevant problems of the specific work, the materials it is made of and the space where it will be exhibited in the future. The homogeneity of materials and thermodynamic of masses must be meticulously observed during every phase of restoration. The instability of the painting ground, the weak colours and the variety of varnishes, which are typical features of this kind of painting, oblige us to be very careful and patient while cleaning the painting surface. The varnish transparency must be adjusted to the theme represented, the materials used and the space in which the work will be exhibited.
Wall paintings consist of three basic parts, the layer of painting, the plaster ground and the wall / masonry support. The type and extent of deterioration and / or damage of wall paintings depends mainly on environmental conditions. The process of restoring wall paintings is usually long and complicated and involves the cleaning of the painting layer, consolidation of the painting layer and the plaster ground, detachment of wall paintings, if necessary, and the creation of new supports for the detached wall paintings.
One of the major problems in detaching floor mosaics from the ground is moisture. Recently, however. the method of exposing the mosaics to infrared radiation has yielded excellent results and seems to have solved the moisture problem very satisfactorily. All measurements and experiments neccessary for the application of the method were carried out with the full assistance of the scientific staff of Patras University. This new method has been proven much better than all others applied so far for the reasons that it does not damage the mosaics, dries the mosaics much deeper, costs less, contributes to better working conditions and is quite harmless to the restorers' health.
Textiles represent part of man's history of civilization, since all over the world textiles have beeen produced from very early on. Only a few textiles have survived from antiquity and they have been found in tombs where climatological conditions favoured their preservation. During the Byzantine era and the Middle Ages textiles were considered to be precious objects and they are mentioned in wills. Many of these textiles and others dating from later periods are today exhibited in museums or private collections. Both museums and collectors have the duty to protect and preserve them, not only for the present but also for generations to come, as representative examples of the history of civilization. No matter how an extensive restoration a textile may need it must always be carried out by specialized restoration in well equipped laboratories.
A glass bottle, found in a Roman tomb of the third century BC. was restored in the laboratories of the Archaeological Museum of Thessaloniki. The bottle is made of transparent blown glass with a slight green tinge. Although broken, it is in good condition except for a small area suffering from devitrification. The object was cleaned with ethyl alcohol and de-ionized water in equal parts (dry mud) then mechanically with a scalpel and pin (surface, holes and difficult - to -reach areas). The devitrificated areas were coated with 5% Paraloid B72 in acetone. The adhesives used were Loctrite Glass Bond for the body and Profix Spezial - Kleber (Porzellan / Glas) for the handle. The few missing areas were not gapfilled.
The “Vourlis mansion” is the name of a residence that stands in the neighbourhood called “vaporia” (boats), in Ermoupolis. Belonging to Alexandra Mavrogordatou-Petritzi, this upper middle-class mansion was built in 1886 and is a neoclassical house of the 8th period. It is a two-storey house, made of stone and covers an area of 210 square metres. Restoration of the house took place in two stages. During the first stage, the owner took out a loan from the Mortgage Bank with the approval of the Ministry of the Environment. During this first stage the foundations of the house were repaired and reinforced. Four years later, the Ministry of Culture together with the Tourist Board (EOT) approved partial funding of works on the house. With the support of the law condoning “financial support of touristic development” the actual house was repaired. At the same time that repairs took place, the mansion was converted into a luxurious hostel.
Twenty years since the fortuitous discovery of the Petralona skull, the new Pleistocene find in the Helladic area — the result of a systematic Paleoanthropologic research — was found in a concrete geologic bed in a cave by the sea at Apidema, Mesa Mani. The location of petrified cranial bones in a recess of the inner side of a coastal cave at Apidema gave the initiative for an intensive Paleoanthropologic research, which started in 1978. Two years later and while detaching other finds, a second skull was brought to light. This skull, found in the same cave recess and next to the first, was in better condition since its side adjacent to the outer surface of the rock was protected by a sediment two to six mm. thick; therefore, its identification as human was much facilitated and beyond doubt. The extremely difficult cleaning of the human petrification, executed in the laboratories of the National Archaeological Museum, proved that the skufl belongs to an ancestral figure of modern man and is especially important to the Paleoanthropology of Greece. The discharge of the skufl from the various rocky materials covering it, must be credited to the persistent and toilsome efforts of the experienced restorers J. Damigos, D. Komninakidis, T. Magnisalis, and P. Kesaras, who for two months, worked on this project with the help of modern technical devices such as the dental grind.
W. Blake, Εκάτη. Η ετυμολογία συνδέει τη «μαγεία» με την Περσία αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν και άγνωστο πότε εμφανίστηκε στην Ελλάδα, η «μαγεία» μαρτυρείται ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Στο περιθώριο της επίσημης λατρείας και έξω από την πόλη, με τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της, απευθύνεται στους δαίμονες των νεκρών ή σε χθόνιους θεούς, όχι ικετεύοντας αλλά «εξαναγκάζοντάς» τους με τρόπο μηχανικό. Τους περιοδεύοντες «μάγους» συνόδευαν τα ονόματα ἀγύρτης, γόης, μάντις, και η περιφρόνηση των εκπροσώπων της ορθολογικής σκέψης. Από την ελληνιστική περίοδο και εξής, η μαγεία γίνεται πιο μυστηριακή, αντλώντας στοιχεία από ανατολικές θρησκείες και παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου.
Γνωστικός ίασπις. Όχι μόνον οι θετικιστές αλλά και οι θιασώτες μιας εξιδανικευμένης αρχαιότητας φρίττουν μπρος στο «τρισάθλιο» αντικείμενο της μαγείας, το οποίο και απαξιούν να αναγνωρίσουν ως γνωστικό. Κατά τον αρθρογράφο, ακόμη και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι ενοχλούνται από τα «ετερόκλιτα» στοιχεία της που αντιστέκονται στη δική τους συστημική προσέγγιση. Εξέχοντα ρόλο στην αντεπίθεση έπαιξε ο Αυστριακός Alfons Barb ήδη από το 1925. Το φυλακτήριον προς ημίκρανον που δημοσίευσε τότε, ταφικό εύρημα από τον 3ο αιώνα μ.Χ., θυμίζει έντονα την Ευχή ημικράνη που βρέθηκε σε χειρόγραφο του 16ου αιώνα από τη νότια Ιταλία. Η Άρτεμις Εφεσία και ο Ιησούς Χριστός, αντίστοιχα, καλούνται να προφυλάξουν από τον πονοκέφαλο. Αργότερα, ο ίδιος υποστήριξε ότι ορισμένες παραστάσεις της Παναγίας ανάγονται στον αρχαίο δαίμονα του πονοκεφάλου Antaura. Ο Barb ειδικεύτηκε επίσης στον «γνωστικό» σφραγιδόλιθο «Αβράξας», δημοφιλέστατο κατά την Αναγέννηση. Το άρθρο συζητεί μια κατάρα που επί δύο σχεδόν χιλιετίες συνοδεύει ξόρκια κι απειλές, «όπου σκυλί δεν αλυχτά και κόκορας δεν κράζει», καταλήγοντας στο ερώτημα αν το θέμα αυτό ανήκει στο υπόβαθρο της Ανατολής.
Αρχαϊκός χαλκιδαϊκός αμφορέας. Η αλληλεπίδραση της τελετουργίας, της ποιητικής παράδοσης και των μαγικών απεικονίσεων πάνω σε φυλαχτά που εισήχθησαν στην Ελλάδα από την Εγγύς Ανατολή, δημιούργησαν την ομηρική μάγισσα Κίρκη. Σε σφραγίδες και φυλαχτά, κυρίως από τη Συρία και την Παλαιστίνη, εμφανίζεται η Πότνια θηρών γυμνή, δέσποινα που αφεντεύει τ’ αγρίμια. Η απεικόνισή της πάνω σε όπλα έχει αποτροπαϊκή χρήση. Η δύναμή της πηγάζει από την κυριαρχία της πάνω στα θηρία και από τη μετωπική έκθεση του γυμνού της σώματος. Ξελογιάστρα για τον εχθρό που τη βλέπει, προστατεύει τον πολεμιστή που την φέρει στην ασπίδα του. Άγρια θηρία συχνάζουν και στο περιβάλλον της Κίρκης που, στα αρχαϊκά αγγεία, εμφανίζεται γυμνή με τονισμένο το τρίγωνο του εφηβαίου. Επικίνδυνη και σαγηνευτική, συνδυασμός που θυμίζει τα ανατολίτικα φυλαχτά, θα μετατραπεί σε φυλαχτό του Οδυσσέα όταν αυτός την υποτάξει. Θεά στην Οδύσσεια, τι κάνει την Κίρκη μάγισσα; Αν και τα όρια θρησκευτικών και μαγικών τελετουργιών δεν είναι πάντα σαφή, οι τελευταίες διακρίνονται για την αντικοινωνικότητά τους. Η Κίρκη προσφέρει στους συντρόφους του Οδυσσέα φαγητό που ταιριάζει σε νεκρούς. Προσθέτει στο φαγητό τους δηλητήριο. Τους χτυπά επιθετικά με ραβδί, όργανο μαγικό. Κι όμως, μόλις η σεξουαλικότητά της «εξημερωθεί» από τον Οδυσσέα, η αντικοινωνική μάγισσα μετατρέπεται σε αρωγό και συμπαραστάτη του.
Ορφέας, Ευρυδίκη, Ερμής. Το άρθρο πραγματεύεται τη σχέση νεκρών και ζώντων. Στα μαντεία των νεκρών, το ρόλο του μεσάζοντος έπαιζαν οι γόητες (από το ρήμαγοάω, θρηνώ), επιδιώκοντας είτε να κατευνάσουν τους νεκρούς, είτε να τους δραστηριοποιήσουν ενάντια σε κάποιον ζωντανό, είτε να εξασφαλίσουν την ευμένειά τους για τον πελάτη τους. Ο Ηρόδοτος διηγείται την ιστορία του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου και του φαντάσματος της γυναίκας του Μέλισσας. Γνωστή είναι και η ιστορία του Σπαρτιάτη Παυσανία που δολοφονήθηκε στο ναό της Αθηνάς. Θεσσαλοί γόητες ή ψυχαγωγοί κατάφεραν να κατευνάσουν το φάντασμά του. Η Κλυταιμνήστρα ζητάει από την Ηλέκτρα να κάνει σπονδές, προκειμένου να κατευναστεί το φάντασμα του Αγαμέμνονα. Σπονδές σε τρίστρατα αφιερώνονταν και στην αφέντρα των φαντασμάτων Εκάτη. Πινακίδες με κατάρες που στοχεύουν τους ανταγωνιστές τοποθετούνται σε τάφους, πηγάδια ή κάτω από ναούς θεοτήτων που σχετίζονται με τον Κάτω Κόσμο. Οι επικλήσεις των μάγων για συνεργασία στρέφονται προς κόρες και εφήβους που χάθηκαν αδόκητα, σε θύματα φόνου ή σε άταφους νεκρούς. Περίανδρος και Άτοσσα ζητούν από τους νεκρούς γνώσεις που οι ίδιοι δεν κατέχουν. Τα καθήκοντα του γόητος, επίκληση νεκρών και μύηση σε μυστήρια, συνδυάζονται στη μορφή του Ορφέα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Έλληνες, που δεν αισθάνονται άνετα με τους γόητες, τους αποδίδουν ξένη καταγωγή.
Βακχίς, αντίγραφο έργου του Σκόπα. Γιατί, ενώ σε χριστιανικές εικόνες αποδόθηκαν ευεργετικές ιδιότητες, οι «ειδωλολατρικές» παραστάσεις θεωρήθηκαν πηγή δυνάμεων του διαβόλου; Η μαγική δύναμη που ασκούσε η απεικόνιση έως τον 1ο αιώνα μ.Χ. έληξε άραγε με την επικράτηση της Civitas Christiana; Αφήνοντας αυτό το ερώτημα να αιωρείται, ο αρθρογράφος ξεδιπλώνει μια ιστορία που αρχίζει από τον Δαίδαλο και καταλήγει στη ρωμαϊκή περίοδο. Νήμα του η αγαλματοφιλία. Η πίστη στο έμψυχο των αγαλμάτων μαρτυρείται ήδη στο δέσιμό τους για να μη φύγουν από την πόλη, όπως συμβαίνει με το ξύλινο ξόανο της Απτέρου Νίκης στην Αθήνα και του Ενυαλίου στη Σπάρτη. Δείγμα μιας «θεατρικής νοοτροπίας» θεωρείται η επάλειψη των γλυπτών με διάφανο κερί από τον Πραξιτέλη για να δείχνουν οι μορφές ολοζώντανες. Πιστεύοντας σε μια τέχνη ικανή να ξεπεράσει την απομίμηση της φύσης, ο πλατωνισμός ενισχύει την πίστη στα ζωντανά αγάλματα. Τουλάχιστον δύο εραστές αγαλμάτων τον 3ο αιώνα π.Χ. οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Η αγαλματοφιλία ριζώνει στη Ρώμη. Πραξιτέλης και Σκόπας θεωρούνται ικανοί να εμφυσήσουν μέσω μαγείας εσωτερική ζωή, τον Έρωτα, στην καρδιά του αγάλματος. Ο Έρωτας τώρα μπορεί να επηρεάσει τη σκέψη του ποιητή και των ανθρώπων. Ιερή δύναμη αποδίδεται τόσο στη Βακχίδα του Σκόπα όσο και στον ΄Ερωτα του Πραξιτέλη.
Σφραγιδόλιθος με αταύτιστη θεότητα. Ο συγγραφέας στήνει έναν ζωντανό διάλογο ανάμεσα σε δύο νοικοκυρές, τη Φλαβία, μια εκρωμαϊσμένη Αιγύπτια, και τη Θοήριν, Ελληνίδα ειδωλολάτρισσα, εμπνευσμένο από ένα εγχειρίδιο των χρόνων του Αυγούστου (30-14 π.Χ.) με οδηγίες για την εκτέλεση μαγικών τελετών. Ωστόσο, το πιο εκπληκτικό εύρημα σε τάφο του 4ου αιώνα μ.Χ., είναι «η μαγική βιβλιοθήκη των Θηβών», με βιβλία και κυλίνδρους γραμμένα σε τέσσερις γλώσσες (ιερατική, δημοτική, κοπτική, ελληνική). Μαγικά σύνολα, ευρήματα με κέρινα ειδώλια και ξόρκια μέσα σε αγγεία, εικονογραφούν τις οδηγίες της για ερωτικά γητέματα που πρέπει να τοποθετούνται σε τάφους ανθρώπων που πέθαναν πρόωρα ή βίαια. Αυτά τα ανήσυχα πνεύματα (νεκυδαίμονες) μπορεί να θέσει ο μάγος στις προσταγές του. Μετά τα ερωτικά, θέματα υγείας, και ιδιαίτερα ο πυρετός, αντιμετωπίζονται με φυλαχτά και ξόρκια γραμμένα σε πάνω από έξι γλώσσες, όπου συχνά συμφύρονται, χωρίς ειρμό, ανάκατα ονόματα. Το κλίμα της Αιγύπτου διέσωσε και δεκάδες από τα ερωτήματα που απευθύνονταν στα μαντεία για πρόβλεψη του μέλλοντος. Πάνω από χίλια είναι τα μεταλλικά κυρίως ελάσματα που προέρχονται από όλο τον τότε κόσμο, με γητέματα καλής τύχης ή κατάρες προς ανταγωνιστές και αντιζήλους. Χιλιάδες είναι και οι «γνωστικοί» σφραγιδόλιθοι στους οποίους αποδίδεται δύναμη από το ίδιο το ορυκτό αλλά και από το χρώμα του. Με σκαλισμένα μαγικά λόγια και σύμβολα της εμπνεύσεως του κάθε μάγου, «ενεργοποιούνταν» με τελετές καθαγιασμού πριν επιδοθούν στον πελάτη.
Ελληνοαιγυπτιακοί μαγικοί σφραγιδόλιθοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Ελάχιστα γνωρίζουμε για την ιστορία των 5.000 περίπου μαγικών σφραγιδόλιθων που έζησαν από τα χρόνια του Αυγούστου ως τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. Η νέα αυτή σφραγιδογλυφία εμφανίζει πέντε διακριτά γνωρίσματα: α) απεικονίζονται θεότητες και δαίμονες είτε τελείως άγνωστοι είτε αγνώριστοι, β) οι επιγραφές είναι ακατάληπτες για τον αμύητο αφού, αν και σε ελληνικό αλφάβητο, δεν βγάζουν νόημα στα ελληνικά (π.χ.: ΑΒΡΑΣΑΞ, ΒΑΙΝΧΩΩΩΧ), γ) ο τρόπος χάραξης του κειμένου αποκλείει τη χρήση τους ως σφραγίδων δ) πλάι στα κείμενα και τις παραστάσεις χαράζονται κρυπτογραφικά σύμβολα, οι χαρακτῆρες, που καθένας τους θεωρείται η μυστική σφραγίδα κάποιου θεού, ε) σε ειδική τελετή «καθαγιασμού», ο μάγος φορτίζει το χαραγμένο πετράδι με μαγική δύναμη. Χαρακτηριστική της δυσκολίας αποκρυπτογράφησης πολύσημων μορφών από τους «αμύητους» ερευνητές είναι ένας ἀλεκτοροκέφαλος με ανθρώπινο κορμό κλεισμένο σε θώρακα και με φίδια αντί για πόδια. Στο δεξί κρατάει μαστίγιο και με το αριστερό κυκλική ασπίδα με την επιγραφή ΙΑΩ, όνομα του θεού του Ισραήλ στα ελληνικά. Οι θεραπευτικοί μαγικοί λίθοι, πάντα πράσινοι, φέρουν λεοντοκέφαλο φίδι με ακτινωτό στέμμα και ένα χαρακτῆρα από τρεις λοξές γραμμές, το «σύμβολο του Χνούβι». Απηχώντας την επίδραση των πλανητών στην υγεία, ο Χνούβις κυριαρχεί στο διάχωρο του ζωδιακού κύκλου που αντιστοιχεί στο στομάχι. Αποτροπαϊκοί της δυσπεψίας, η αποτελεσματικότητά τους επιβεβαιώνεται και από τον Γαληνό.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. «Σκαλίζοντας» πίσω από την αισθητική παρουσίαση των μουσειακών συλλογών που απασχολεί τη μουσειογραφία, η μουσειολογία ερευνά λόγους, τρόπους, αιτίες που δημιούργησαν τις συλλογές, καθώς και την αξιολογική τους επένδυση σε σχέση με τον ιδεολογικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο του σύγχρονου μουσείου. Παιδί της δεκαετίας του 1960 στο εξωτερικό, οι μουσειακές σπουδές μόνον πρόσφατα αποτέλεσαν ξεχωριστό επιστημονικό και επαγγελματικό τομέα στην Ελλάδα. Ανακοινώνεται ένα αφιέρωμα στη μουσειολογία που θα αρθρωθεί σε τέσσερα τεύχη της Αρχαιολογίας. Αναφέρονται οι συντελεστές του παρόντος τεύχους και οι επιμέρους τομείς που θα καλυφθούν στα επόμενα τρία τεύχη.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρχές 20ού αιώνα. Με έτος ίδρυσης το 290 π.Χ. και αφιερωμένο στις Μούσες, το Μουσείον της Αλεξάνδρειας με τη Βιβλιοθήκη του αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο ερευνητικό και πολιτιστικό κέντρο της εποχής του. Ωστόσο, η γενεαλογία του μουσείου εντοπίζεται στην αναγεννησιακή Ιταλία όπου, για πρώτη φορά, ο όρος μουσείο περιγράφει τη συλλογή του Λαυρέντιου των Μεδίκων. Ξεπερνώντας τις ιδιωτικές συλλογές, δύο πανεπιστημιακά μουσεία ιδρύονται στα τέλη του 17ου αιώνα στη Βασιλεία και την Οξφόρδη. Το δημόσιο μουσείο καθιερώνεται με την ίδρυση του Βρετανικού Μουσείου το 1753 και του Λούβρου το 1793. Γνήσιο παιδί του Διαφωτισμού, το Λούβρο έχει ελεύθερη είσοδο, παρέχει μικρό οδηγό στους επισκέπτες και συνοδεύει τους πίνακες, ταξινομημένους κατά σχολή, με επεξηγηματικές λεζάντες. Ευρωπαϊκές βασιλικές οικογένειες ανοίγουν τις συλλογές τους στο κοινό, δημιουργώντας μουσεία όπως το Πράντο ή το Ερμιτάζ. Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα μουσεία έχουν ήδη συνδεθεί με το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Ο 20ός αιώνας διακρίνεται από την έμφαση στο πρόσφατο παρελθόν που εκδηλώνεται στα λαογραφικά μουσεία (υπαίθρια και οικομουσεία) και στα μουσεία προβιομηχανικής ιστορίας. Στην Ελλάδα, τα μουσεία είναι εξαρχής δημόσια και αναπόφευκτα συνδέονται με τις αρχαιότητες. Ο Καποδίστριας ιδρύει το 1829 το πρώτο μουσείο στην Αίγινα. Το 1834, το Θησείο ορίζεται ως «Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον» και συνεχίζει να λειτουργεί ως το 1935. Πρώτο στην Ελλάδα χτίστηκε το Μουσείο της Ακρόπολης (1864-74), πρωτοπόρο και στην έκδοση μουσειακών οδηγών. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που τελικά θεμελιώθηκε το 1866 σε οικόπεδο που δώρησε η Ελένη Τοσίτσα, ολοκληρώθηκε από τον Τσίλλερ το 1899. Ανοιχτό καθημερινά πρωί και απόγευμα, το μουσείο είχε επώνυμες αίθουσες, προθήκες με τίτλους και λεζάντες σε πολλά εκθέματα. Ακολούθησε το μουσείο της Σπάρτης και της Ολυμπίας, τα έξοδα κατασκευής του οποίου καλύφθηκαν από τον Ανδρέα Συγγρό. Στο τέλος του 19ου αιώνα χτίζονται μουσεία στο Αμφιαράειο, το Σχηματάρι, την Ελευσίνα και την Επίδαυρο. Τον 20ό αιώνα ιδρύεται το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας (1914), το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (1918), το Μουσείο Μπενάκη (1930). Μετά το 1960 χτίζονται πολλά νέα κτίρια και, ιδίως μετά το 1970, ιδρύονται λαογραφικά μουσεία απ’ άκρου σ’ άκρο. Το Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης ιδρύεται το 1994 και, το 1976, στεγάζεται η Εθνική Πινακοθήκη που είχε ιδρυθεί το 1900. Οι σύγχρονες τάσεις χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το «άνοιγμα» προς το κοινό, τον εκσυγχρονισμό των μουσείων μέσω της ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης των συλλογών τους και, θετικότερο απ‘ όλα, την καθιέρωση κρατικής μουσειακής πολιτικής.
Διάγραμμα για τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πρακτικής στα μουσεία. Ευρωπαϊκό πολιτισμικό φαινόμενο, τα μουσεία εκφράζουν τις αξίες του μοντερνισμού και της βιομηχανικής κοινωνίας της εποχής που τα δημιούργησε. Στον μοντερνισμό, η δημιουργία «μετα-αφηγήσεων» στηρίζεται στην πίστη σε μια αντικειμενική πραγματικότητα που τα τεκμήριά της στεγάζονται στα μουσεία. Στην τέχνη που εκτίθεται εκεί, οι βορειο-ευρωπαϊκές ηθικές αρχές της εργασίας και της αυτοδυναμίας βρίσκουν την απτή μορφή τους. Ο ιουδαιο-χριστιανικός γραμμικός χρόνος που κινείται προς τα εμπρός και η πίστη στο άτομο αντανακλώνται στα εκθέματα που οργανώνονται γύρω από σπουδαίες προσωπικότητες και ζωγράφους. Η ιδεολογία του καπιταλισμού επηρεάζει τη σχέση με τα αντικείμενα του υλικού πολιτισμού. Ένα σύνολο κληροδοτημένων κοινωνικών αντιλήψεων που απορρέουν από τις μοντέρνες «αφηγήσεις» βρίσκεται στην καρδιά του συλλέγειν και, στη συνέχεια, στην καρδιά των μουσείων. Η σύγχρονη μουσειακή θεωρία εστιάζει στην κριτική παράδοση που αναλύει τη φύση και τη λειτουργία των μουσείων, ενώ διατηρεί μια αμφίδρομη σχέση με τη μουσειακή πρακτική. Και εδώ, η θεωρία δεν διακρίνεται από την πράξη: κάθε απόφαση για τα μουσεία απορρέει από ένα πολιτισμικό πλαίσιο και έχει πολιτισμικές συνέπειες.
Πώς διαμορφώνεται η ερμηνεία της εικόνας; Επιμελητής της ανθολογίας «Η Νέα Μουσειολογία» (1989), ο αρθρογράφος επανέρχεται σε κάποια από τα ερωτήματα που εξέφραζαν τότε τον προβληματισμό γύρω από τα βρετανικά μουσεία. Για να περάσουν τα μηνύματα μιας έκθεσης, για να επιτευχθεί ο διδακτικός της στόχος, υποστηρίζει, ο τρόπος παρουσίασης ενισχύεται από λεζάντες, πίνακες, ακουστική ξενάγηση, κατάλογο. Πρόκειται για μια «ρητορική πράξη πειθούς», μια αφήγηση, που δύσκολα ισορροπεί με την αισθητική λειτουργία της παρουσίασης. Κι όμως η αισθητική προκλητικά ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα αντικείμενα θέασης. Η τέχνη της έκθεσης, όχι η επιστήμη της ή η τεχνική της πλευρά, απαιτεί ματιά σκηνογράφου. Τη σύγκριση με τη θεατρική παράσταση υποβάλλουν κυρίως ο τρισδιάστατος χώρος και το στοιχείο του χρόνου, ο «ρυθμός» μιας έκθεσης. Τώρα, το επιτακτικό αίτημα είναι μια «Νέα Ευαισθησία», μια ευαισθησία όχι μόνο στις οπτικές αξίες των αντικειμένων αλλά και στις σχέσεις τους με το χώρο.
Επανεξετάστε την αυθεντία του μουσείου! Στο εμπεριστατωμένο κείμενό τους, οι αρθρογράφοι αντλούν από τη μεταμοντέρνα θεωρία που αποδομεί το «αυταπόδεικτο» της έννοιας του μουσείου, αναδεικνύοντάς το σε άλλη μια κοινωνική κατασκευή. Οι σημερινές αξίες της υποκειμενικότητας, της σχετικότητας, της ρευστότητας, της διαφορετικότητας δυναμιτίζουν τις ίδιες τις ιστορικές καταβολές του μουσείου. Η μεταφορά του κειμένου εφαρμόστηκε και εδώ: ας πούμε, παρέχεται στο κοινό «αυθεντικό, από καθέδρας» κείμενο ή ενθαρρύνονται οι διαφορετικές αναγνώσεις; Η στοιχειοθέτηση της σχέσης γνώσης και εξουσίας καθιστά ολοφάνερο ότι το μουσείο, ως διαμεσολαβητής γνώσης ανάμεσα στον όποιο διαφορετικό πολιτισμό και το κοινό της έκθεσης, δεν μπορεί να είναι ούτε «αθώο» ούτε «αντικειμενικό». Από την ώρα όμως που το μουσείο αναστοχάζεται, άρχισε και να το συνειδητοποιεί. Αυτό που κάποιοι θεωρούν ως απομυθοποίησή του, δεν είναι παρά το άνοιγμα του μουσείου στις νέες προκλήσεις. Ενδεικτικές είναι οι τολμηρές εκθέσεις γύρω από θέματα που συνήθως δεν θίγονται γιατί είναι «λεπτά». Παράδειγμα, η οργάνωση στο Λίβερπουλ έκθεσης για το ρόλο της πόλης στο διαμετακομιστικό εμπόριο δούλων. Τα μουσεία, επιφορτισμένα και αυτά με τη συντήρηση του «κανόνα», αναπότρεπτα είναι «πολιτικά» ιδρύματα. Ο διάλογος είναι ανοιχτός και οι αντιπαραθέσεις για τα ζητήματα που δημιουργούνται ζωηρές. Ωστόσο, το πλαίσιο δεν μπορεί παρά να είναι ο αυτο-αναστοχασμός και η επίγνωση ότι το μουσείο καθρεφτίζει την κοινωνία που το γέννησε.
Τρύπανο περιστρεφόμενο με τη βοήθεια τόξου. Από τις δύο μεθόδους διάτρησης λίθινων εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στην έσχατη Προϊστορία, πειραματικά ανασυσταίνεται η ονομαζόμενη θηλυκή στειλέωση, στην οποία ο στειλεός εισέρχεται στο εργαλείο. Η μέθοδος αυτή είναι συνθετότερη, απαιτεί πολλά βοηθητικά σύνεργα και έχει ως βασικό εργαλείο το σωληνοειδές τρύπανο, φτιαγμένο από καλάμι ή διάφυση μακριού οστού, όπως μαρτυρούν ημιτελή αρχαιολογικά ευρήματα. Η περιστροφή του τρυπάνου διευκολύνεται από την παλινδρομική κίνηση δοξαριού που το σχοινί του έχει τυλιχτεί μια φορά γύρω από το τρύπανο. Την παρουσία δοξαριού γνωρίζουμε από αρχαίες παραστάσεις και εθνολογικά παράλληλα. Με τον ίδιο τρόπο ανοίγονταν οπές και σε πέτρες που το εσωτερικό τους αφαιρούσαν με σμίλη. Σε τέτοιες τρύπες στηρίχτηκε η ξύλινη επένδυση στο λουτρό του ανακτόρου της Τίρυνθας. Μινωίτες και Μυκηναίοι αυτή τη μέθοδο χρησιμοποίησαν για τη διάνοιξη του εσωτερικού λίθινων αγγείων. Με σωληνοειδή τρητήρα κατεργάστηκαν τα λίθινα γλυπτά τους οι Αζτέκοι, ενώ εθνολογικές μαρτυρίες καταγράφουν την τεχνική στους Αβορίγινες, τους Εσκιμώους, τους Ινδιάνους και, ως σήμερα, στους Ινδούς. Τα σύνεργα περιγράφονται αναλυτικά: το τρύπανο, το δοξάρι, η χορδή, το προστατευτικό της παλάμης, το υλικό προετοιμασίας του σημείου διάτρησης και η άμμος, ως υλικό τριβής. Η ποιότητα εργασίας στα λίθινα προϊστορικά εργαλεία με οπή προδίδει εξειδικευμένο συνεργείο. Παράλληλα, η απαιτούμενη μεγάλη κατανάλωση μυικής ενέργειας υποδεικνύει την ύπαρξη αποθεμάτων τροφής και, επομένως, μόνιμες αγροτοποιμενικές εγκαταστάσεις.
Γενική άποψη της Ακρόπολης από τα δυτικά. Σε όλη της την ιστορική πορεία, χώρος λατρείας στην αρχαιότητα, οχυρό στη Λατινοκρατία και την Τουρκοκρατία, η Ακρόπολη δεν είχε χρήση συμβολική αλλά στέγασε πλήθος ανθρώπινων δραστηριοτήτων πλην μιας: την εμπορευματοποίησή της. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την εγκαθίδρυση των Βαυαρών, εισάγεται η γερμανική κλασικιστική θεώρηση του κόσμου που μεταφράζεται από τους Έλληνες σε ακραία πατριωτική προγονολατρεία. Ο βράχος θα γίνει «ιερός», με την εθνοκεντρική έννοια του όρου, ασάλευτη, πέτρινη ναυαρχίδα του έθνους που πάνω της κυματίζει η ελληνική σημαία! Η φιλοσοφία συντήρησης των μνημείων της αντανακλά επί ενάμιση αιώνα το νέο περιεχόμενο που τους αποδόθηκε: σκοπός είναι να «καθαρθεί» η Ακρόπολη από κάθε ίχνος υστερότερων επεμβάσεων ώστε ν‘ αποκατασταθεί το κλασικό «αρχαίον κάλλος». Πολιτιστικό προσκύνημα των καλλιεργημένων περιηγητών του 19ου αιώνα, η Ακρόπολη μετατράπηκε τον 20ό σε τουριστικό αξιοθέατο. Η πλημμυρίδα επισκεπτών σε εποχή αιχμής δεν επιτρέπει πια τη διερευνητική βίωση του ιστορικού χώρου. Πριν μόλις δυο γενιές, μπορούσες να επισκεφθείς τον σηκό του Παρθενώνα με την πανσέληνο. Γιατί, λοιπόν, να αποκλείσουμε ότι στο μέλλον η θέασή της δεν θα επιτρέπεται παρά μόνον από αερόστατα και με τηλεσκόπια; Ο υπαρξιακός και συναισθηματικός δεσμός των Αθηναίων με το τοπόσημο της πόλης τους δεν αίρεται, ούτε όταν αυτοί δεν το επισκέπτονται. Η ύπαρξή της Ακρόπολης τους είναι βίωμα, προϋπόθεση ζωής, όπως η θάλασσα και τα βουνά γύρω τους. Πέρα από την απαραίτητη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών, τη σωστή συντήρηση και αναστήλωση, πρέπει να διασφαλιστεί η προσβασιμότητα του χώρου. Γιατί τα μνημεία επιζούν όσο οι άνθρωποι τα φέρνουν στη σκέψη και την καρδιά τους.
Διαμόρφωση ανασκαφής Οικίας Πρόκλου. Παρουσιάζεται η πρόταση που κατέθεσαν οι μελετητές της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας. Με κεντρική ιδέα την Αρχαία Πόλη, σχεδιάζεται η μεγαλύτερη πολεοδομική παρέμβαση των τελευταίων ετών στην Αθήνα, που θα μπορούσε ακόμη και ν‘αποτελέσει τον πιο ενδιαφέροντα υπαίθριο πόλο αναψυχής όλης της Ευρώπης. Δεν πρόκειται για απλή πεζοδρόμηση αλλά για τη δημιουργία και ανάπλαση κοινόχρηστων και ελεύθερων χώρων που θα εντάξουν τα μνημεία στον ζωντανό ιστό της πόλης και θ‘αποδώσουν στους κατοίκους γαλήνιους περιπάτους στις αρχαίες διαδρομές. Στην περιοχή της Ενοποίησης οι ειδικοί σχεδιάζουν τη διέλευση ελαφρύ λεωφορείου και αργότερα τραμ. Η "Οικία Μακρυγιάννη" προτείνεται να κατεδαφιστεί, οι οδοί Μητσαίων, Καρυατίδων, Παρθενώνος, Ερεχθείου και Προπυλαίων πεζοδρομούνται. Αποκαλύπτεται η Οικία Πρόκλου και, με την απαλλοτρίωση του γωνιακού οικοπέδου, η αρχαιολογική έρευνα επεκτείνεται. Για αντίστοιχο λόγο προτείνεται και η κατεδάφιση, στη συμβολή Δ. Αρεοπαγίτου και Προπυλαίων, της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων με το παρακείμενό της κτήριο. Προτείνεται επίσης η κατεδάφιση των κτισμάτων που κρύβουν την ενότητα Αρείου Πάγου και Πνύκας. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο σχεδιασμός ενοποίησης του Κεραμεικού με την Αρχαία Αγορά αφού θα δώσει την ευκαιρία να αποκαλυφθούν σημαντικές αρχαιότητες.
Άποψη από το Θέατρου του Διονύσου. Σε αντίστιξη με την αρχαία ελληνική πόλη, παρουσιάζονται οι αλλαγές που επέφερε η ρωμαϊκή κατάκτηση. Τιμοκρατικά κριτήρια επικρατούν, ο πολιτικός άντρας υποκαθίσταται από τον πλούσιο χορηγό. Στο ελληνόφωνο τμήμα της αυτοκρατορίας, οι ιεροί και οι στεφανίτες αγώνες έχουν έπαθλα τιμητικά, ενώ οι θέμιδες χρηματικά. Οι αγώνες πολλαπλασιάζονται, γίνονται θέαμα και κολακεύουν τον κατακτητή. Η κινητικότητα των αθλητών είναι μεγάλη, κάποιοι είναι επαγγελματίες, σε κάποια αγωνίσματα συμμετέχουν γυναίκες. Ο αθλητισμός δεν μένει ανέγγιχτος από την οικονομική διαφθορά και φαίνεται πως μόνον οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν «πωλούνταν». Από ανασκαφική μαρτυρία γνωρίζουμε ότι οι Ολυμπιακοί, μέχρις ότου τους καταργήσει το 394 μ.Χ. ο Θεοδόσιος, συνεχίζονται τουλάχιστον ως το 385 μ.Χ.
Βυζαντινές κατοικίες του 11ου αιώνα, πίσω από την οχύρωση της Κάτω Πόλης. Γενέτειρα μιας βραχύβιας δυναστείας αυτοκρατόρων, πρωτεύουσα του «Ανατολικού Θέματος», γνωστό από την πτώση του στους Άραβες το 838, το Αμόριο έσβησε μετά την ήττα του Ρωμανού Δ΄ από τον Αλπ Αρσλάν. Η αρχαιολογική έρευνα άρχισε το 1987 από τον R. Martin Harrison. Μοναδικός στη Μ. Ασία κεραμικός κλίβανος βρέθηκε στην Άνω Πόλη. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο χρονολογείται η τρίκλιτη βασιλική στην Κάτω Πόλη, με πλούσιο μαρμάρινο διάκοσμο. Μετά από πυρκαγιά, ανοικοδομήθηκε ως μεσοβυζαντινή βασιλική με τρούλλο, με μαρμάρινο δάπεδο, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά από γυάλινες και χρυσές ψηφίδες στην οροφή. Ο αρχαιολογικός χώρος, που καταλαμβάνει 70 εκτάρια, αναμένεται να αποδώσει πολλά σημαντικά ευρήματα αν συνεχιστούν οι ανασκαφές.
Στατήρ Μιθριδάτου ΣΤ΄ Ευπάτορος. Στο Ιλίου Μέλαθρον, κατοικία του Ερρίκου Σλήμαν που έφτιαξε ο Τσίλλερ, ο επισκέπτης κινείται ανάμεσα σε τοιχογραφίες, οροφογραφίες και ψηφιδωτά δάπεδα. Από τις συλλογές του Μουσείου που αριθμούν 600.000 νομίσματα, με πολλούς «θησαυρούς», και 15.000 τέχνεργα, εκτίθεται πάνω από το 1%. Αύξηση της προσβασιμότητας του κοινού προσφέρει η χρήση νέων τεχνολογιών. Την έκθεση υποστηρίζουν ο εμπεριστατωμένος Οδηγός και η ηλεκτρονική εφαρμογή με οθόνες αφής και με θεματική αναζήτηση. Με πλουσιότατη βιβλιοθήκη, με την πολυσχιδή του δραστηριότητα αλλά και με τη στήριξη του Σωματείου των Φίλων του, το Μουσείο καθιερώνεται ως κέντρο έρευνας και πόλος έλξης ειδικών και ευρύτερου κοινού.
Από τη Νέα Υόρκη στον παγκόσμιο ιστό. Με ένα «κλικ», ένα αυξανόμενο πολυεθνικό κοινό πληροφορείται, επισκέπτεται και αναπτύσσει ποικίλη διαδραστική δραστηριότητα με τα μουσεία, τις συλλογές, τις εκδόσεις, τα πωλητήριά τους. Τα μουσεία συναγωνίζονται ως προς τις ιστοσελίδες που αποτυπώνουν τη φυσιογνωμία τους, προσφέροντας συγχρόνως ένα ενημερωτικό οδηγό στον επισκέπτη, δικτυακό ή πραγματικό, για να προετοιμάσει μια επίσκεψη ακόμη και «στα μέτρα του». Η αρθρογράφος του αφιέρωματος στη Μουσειολογία, με αφορμή το συνέδριο για τα Μουσεία και τον παγκόσμιο ιστό (Museums and the Web 99), μας εισάγει στις εφαρμογές της πληροφορικής που έχουν μετατοπίσει μέρος της μουσειακής δραστηριότητας στο Ίντερνετ. Παρουσιάζονται και σχολιάζονται οθόνες, δυνατότητες αναζητήσεων ή διαδραστικές εμπειρίες από το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, τις Βερσαλλίες, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο του Orsay, την Kunst-und Ausstellugshalle, την Εθνική Πινακοθήκη της Washington, το Prado. Σε θέματα συνεργασίας, άρα και εκπαιδευτικής διαδικασίας, τα μουσεία επιστημών, όπως το Exploratorium του San Francisco, αναπόφευκτα πρωτοπορούν στην εκμετάλλευση του δικτύου Ίντερνετ ως εργαλείου. Παρέχονται ηλεκτρονικές διευθύνσεις για συνδυαστική έρευνα που θα ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για την «τελευταία λέξη» στις προοπτικές και τις αναζητήσεις γύρω από την παρουσία των Μουσείων στο Ίντερνετ.
Το εξώφυλλο του βιβλίου. Από το έργο με τίτλο Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών δαπέδων της Ελλάδος του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έχουν εκδοθεί δύο τόμοι για τα ψηφιδωτά δάπεδα των νησιών, της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Τα ψηφιδωτά δάπεδα της Θεσσαλονίκης είναι η πρώτη από τις δύο αυτοτελείς ενότητες του τρίτου τόμου για τα δάπεδα Μακεδονίας και Θράκης. Στο βιβλίο της, η Π. Ασημακοπούλου - Ατζακά αρχειοθετεί, τεκμηριώνει και ταυτίζει ένα υλικό αποσπασμένο από το χώρο του εξάγοντας, επιπλέον, ιστορικά και καλλιτεχνικά συμπεράσματα.
Οι λέοντες της Δήλου. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Hundreds of charms preserved on papyrus, parchment, silver, gold and precious stones in Greek, Demotic (ancient Egyptian cursive hieroglyphics) and Coptic (the native Egyptian language written in Greek letters from about the 1st century until the 8th century AD.) have been found in Egypt. The humorous scenario presented in this article is based on one of these texts and gives a picture of the main magical beliefs and practices current in Egypt under Augustus.
A general outline is drawn of the ancient sculptor as a magician, as the maker of live statues. The important function attributed by literary tradition to Daedalus in making live statues is discussed and the Near-Eastern roots of this belief are briefly considered. The evolution of this belief from Homeric times down to the Classical and late-Classical periods is presented, with emphasis given to the periods dominated by the "theatrical mentality", as well as by a taste for a refined finish of the statue's surface. Agalmatophilia is analysed, especially its evidence and development from the 4th century BC until the time of Apollonius of Tyana. The beliefs that a) marble statues already existed inside the blocks of stone, and that the sculptor simply liberated them, removing the superfluous material, and b) that some statues could speak, were typical of the Hellenistic and Roman Imperial mentality. Finally, the late antique and early Christian concept of statues as magical and the assertion that statues are only material is presented. The continuity of the magical power of images in Byzantine culture is also touched upon.
The general project tor the Unification of Athens' Archaeological Sites is a very ambitious plan, which aims at the creation of a network of major cultural landmarks, such as the principal monuments and archaeological sites of the city, connected to one another with a sequence of open spaces, common green, service facilities and areas designated for cultural activities and recreation. The area under consideration refers mainly to Dionyssiou Areopagitou and Apostolou Pavlou streets being made pedestrian passages, two axis forming the backbone of the Archaeological Park. The walkway links most of the important monuments of Athens (Olympeion, Acropolis, Filopappos, Ancient Agora, Keramikos). This site under suitable cirmcumstances and the appropriate management may become the most interesting recreation center of Europe, offering a historical walk through the ages.
The museum as an institution, is directly connected with the habit of collecting objects and underwent a continuous evolution through the centuries, before obtaining its present form as a place in which civilization is not only presented but also produced. Starting with the collections of ancient Greece and Rome and the Museum of Alexandria and continuing with the private collections of the Renaissance and the scientifically classified collections of the period of Enlightenment, we end up with the public museum of the nineteenth century and the cultural-museum centres of our time. This article attempts a survey of the evolution of museums in time and place.
During the late archaic period of Greek history, there emerged a class of professionals who specialized in rituals used to control the dead, many of which could be described as "magical". The word for this specialist, γόης, and the word for his art, γοητεία, in fact became common terms for what we now call "magician" and "magic". The γόης, as we see him in classical Greece, particularly did three things. 1) He appeased and averted ghosts who were out of control and causing trouble for the living. His techniques included creating statues of the ghosts, feeding those statues and then either binding them, to stop the ghost from moving, or leaving the statues in the wilderness. 2) He could call up ghosts to serve the living. Sometimes the ghosts gave prophecies; sometimes they could be forced to hurt individuals among the living with whom the γόης or his client were angry. 3) He developed rituals in which the living could participate, that guaranteed that when they died, their own ghosts would be happy in the afterlife. In this role, the γόης was closely connected to the development of mystery cults in Greece.
Greek magic, often dismissed as a subject of study because it does not reinforce the concept of an "ideal" classical past, has been taken up again in the last years by the amateur social anthropologist as a kind of "case-book" for reconstructing "models" for ancient behaviour-patterns. As a subject of study in its own right, however, it can be richly rewarding to the historian of ideas and traditions. To give but one example, research into the ancient magical texts reveals that such expresions as στα άγρια τα βουνά, που δεν λαλάν κοκκόρια, ούτε γεννάται νύφη και γαμβρός in present-day spells and incantations spoken against the Evil Eye have antecedents going back to almost two thousand years ago.
The ideological function of Greek athletics changed during the Roman period. While in the Classical era athletics represented a stage of preparation in the career of future citizens/soldiers, in the Roman age it served the new ideology of "bread and circuses". In many cities, especially those of Asia Minor, athletic games were organized as part of the new, imperial cult, while the introduction of professionalism led gradually to the adoption of negative practices such as bribery and to the elimination of the idealistic side of athletics.
Two elements are discernible in the persona of Homer's Circe, the first witch in western literature. First, the magical image of the naked goddess an α Mistress of Animals who combines sexuality with danger. The inspiration behind this image most probably came to Greece from the Near East in the form of amulets or images engraved on weapons. Secondly, the ritual practices of anti-social magic determine her actions: she gives the wrong food, more appropriate for the dead than for the living, she uses a wand, and she dispenses poisons (pharmaka). And yet, this anti-social witch is capable of turning into a helper, once her sexuality is "domesticated" by a man. It is a significant point in the Circe's story of the Odyssey that she is transformed from a dangerous adversary to a helper and sees Odysseus safely through his most threatening adventure, namely the descent into the underworld. Circe the sorceress becomes the protector of Odysseus and his men. In other words, she herself assumes the function of the apotropaic amulet. The interaction of ritual, magical amulets and texts produced a story, the unforgettable literary merits of which we owe to the poet of the Odyssey.
The drilling of tools with grinded stones is a technique often applied during Late Prehistory. The two prevalent methods of drilling of the time are suggested mainly by unfinished artefacts. The first method, simple and extremely time-consuming, was already in use from the Upper Palaeolithic period on less hard materials (antlers, teeth, shells) and comprised the piercing of the object with a hard pyritic stone (e.g. pyrites, quartz). The second method, which is the subject of this article, is more complicated and requires substantial "technical backup", since its "technological chain" includes a multitude of auxiliary implements. However, the basic implement is the tubular drill. In context of this experimental approach, the drilling of various kinds of stone was attempted using pieces of reed, which is a par excellence "pyritic" plant, meaning a hard plant.
The purpose of this article is to present in brief some of the problems related to the interpretation of objects, collections and ideas in a museum. Therefore, it attempts to demonstrate that apart from displaying exhibits and communicating with the visitor,interpretation is the way in which the museum understands and evaluates its exhibits in context of the civilization this material belongs to. Such interpretation should be an integral part of the institution and programme of the museum, it should dictate its activities and choices thus marking all cultural and social creativity.
By the early Roman imperial period, magical gemstones, a new genre of glyptics, begin to appear. These gems represent a distinctive range and combination of representational motifs and inscriptions,the stones generally feature inscribed figures of deities and demons hitherto unknown to the Graeco-Roman and Egyptian pantheons; in some cases the known classical deities appear in a new iconographical context. This novelty consists of a) inscriptions, which are often formulaic and which to the uninitiated have no apparent meaning (ονόματα βάρβαρα) in Greek and b) cryptographic signs, or χαρακτήρες. These gemstones, some 5000 in number were made according to recipes, and after their engraving they were supernaturally charged with potency by a magician. Here various representations and functions, especially those involving a combination of sympathetic and therapeutic magic, are examined in some detail.
The Acropolis was primarily, in its age-long history, a site with various functions. Fortified resort and precursor of the Mycenaean megaron,in Prehistoric times it was an area of worship dedicated to the chthonic deities and the mythical heroes of Attica. In the classical period it was the sacred precinct of the gods and treasury to the Attic alliance .In the Hellenistic and Roman era, a consecrated place, inspiring admiration and worthy of visiting. The Acropolis was an episcopal seat in the years of the Byzantine Empire and a fortified palace of the Frankish, Catalan and Florentin despots in the late Medieval period, also in the Years of the Ottoman rule, a fortified upper town, incorporating the residence of the Turk commander of the garrison of Athens. This site, in its extremely long historical course, has experienced almost all human activities but one, its commercialization, and that is especially significant. The Acropolis of Athens today, deprived of any functional use, the object of artistic and scientific admiration, and the holy landmark of the Greek nation, does not rise remote and haughty above the city, but stands inviting generations of people to enjoy it. However,under the circumstances created by mass tourism, visiting the Acropolis is not an easy task. The circulation of visitors around the limited archaeological site, covering only three acres, has become difficult (average:15,000 visitors per day, 3000 per hour in top season), also it is difficult to comfortably view the monuments and to experience its historical character. Apart from the improvement of environmental conditions and the discreet restoration of the monuments, the most important thing to be preserved and guaranteed is the accessibility of the Acropolis. Monuments do not only survive because of their structural preservation, but live as long as people keep them alive in their hearts and minds.
Published in 1989, the anthology The New Museology, edited by the author of the present article, addressed some of the most important issues which then formed part of the contemporary debate about the role and function of museums in Britain. This article reviews some of the questions raised in that anthology, in particular that of the central function of display amongst the other activities on which museums engage. Whether the display of objects should be considered a science or an art, and, if an art, how it might be thought to relate to other art forms. The author argues that the science of display, that is the technical aspect of display, is fairly easy to teach. But the art of display is a very different matter. It means developing, above all, a very special kind of visual sensibility which relates intimately to specific ways of seeing, and therefore, of interpreting and understanding. In this respect, the art of the exhibition designer closely resembles that of the stage designer; indeed, the comparison between display, regarded as an intrinsically theatrical act, and the art of theatre is an instructive one. This comparison is briefly analysed in the last part of the article.
Museums have a central place in the cultural pattern of modern Europe and of the European-influenced world. Museums, objects and collections are the three faces of a cultural triangle, each showing different features to the world, but together making up a whole. The study of the various theories and cultural traditions that lie behind museums, the role of museums in contemporary society and the symbolic nature of objects, collections and exhibitions are an essential part of the work of museum professionals. They relate to their everyday practice, and every single museum decision is a philosophical act which arises from a cultural context and has cultural implications. Museums and their collections are a part of the wider world of society and its material culture, and so a cultural study of museums must both reflect that world, and lead to its better understanding.
Χάρτης της Μεσογείου όπου σημειώνονται τα εφτά θαύματα του κόσμου. Πάνω σ’ ένα χάρτη της Μεσογείου με σημειωμένα τα εφτά θαύματα, ένα πλοίο ξεκινάει το ταξίδι του από τη Ρώμη προς την Αλεξάνδρεια, τον πρώτο του σταθμό. Από μακριά φέγγει ο Φάρος, που ζωντανεύει μέσα από τις περιγραφές των περιηγητών.
Λεπτομέρεια από το χρυσό έλασμα που κοσμούσε τον γωρυτό της Βεργίνας. Γωρυτός ονομάζεται η θήκη για τα βέλη και το τόξο έφιππου πολεμιστή. Δερμάτινη ή ξύλινη, η θήκη καλύπτεται με χρυσό έλασμα. Τέσσερις γωρυτοί έχουν βρεθεί στη Νότια Ρωσία και το εξάρτημα αυτό θεωρείτο τυπικά σκυθικό μέχρις ότου, το 1977, ήρθε στο φως ο γωρυτός της Βεργίνας. Οι φυσικές και χημικές αναλύσεις των μετάλλων θα ελέγξουν την υπόθεση ότι οι γωρυτοί είχαν κατασκευαστεί σε ελληνικό εργαστήριο.
Προανακτορική περόνη σε σχήμα μαργαρίτας από το Νεκροταφείο Μόχλου (Μουσείο Αγ. Νικολάου αρ. 3109). Εκτός από τον μικρασιατικό ποταμό Πακτωλό, οι αρχαίοι θεωρούσαν πηγή χρυσού και τον ποταμό Ορόντη στην εξωτική Σκυθία. Για να διαχωρίσουν τον ανοιχτόχρωμο ποταμίσιο χρυσό από τους κόκκους της άμμου, οι Σκύθες χρησιμοποιούσαν προβιά που, προς το τέλος της διαδικασίας, έπαιρνε όψη χρυσόμαλλου δέρατος. Το χρυσάφι κατέκλυσε την Ελλάδα μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, δίνοντας τεράστια ώθηση στη μεταλλοτεχνία. Επηρεασμένοι από τους Πέρσες, οι Έλληνες τεχνίτες χρησιμοποιούν ημιπολύτιμους λίθους. Σ’ έναν κόσμο που του αποδίδει και μεταφυσικούς συμβολισμούς, το ελληνικό κόσμημα των προχριστιανικών χρόνων έχει διεθνή αναγνώριση. Χρυσά νομίσματα έκοψαν πρώτοι οι Λύδες γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. Μέχρι την εποχή του Φιλίππου Β΄, χρυσά νομίσματα κόβονταν μόνο σε περιόδους κρίσης. Η σπανιότητα και κυρίως η αιώνια λάμψη του πολύτιμου μετάλλου που δεν οξειδώνεται το έκαναν ιδανικό σύμβολο του θείου. Τα χρυσά αφιερώματα της αρχαιότητας μπαίνουν, με νέα μορφή, στους χριστιανικούς ναούς. Εικονογραφούνται η σφυρήλατη τεχνική, η έκκρουστη, η διάτρητη, η χρήση μήτρας, η διακόσμηση με σμάλτο, η κοκκίδωση και ο ένθετος διάκοσμος.
Προανακτορικά φυλλοφόρα κλωνάρια από το Νεκροταφείο Μόχλου (Μουσείο Αγ. Νικολάου). Καθώς οι άνθρωποι έλιωναν τα παλαιότερα χρυσά αντικείμενα για να αξιοποιήσουν εκ νέου το σπάνιο μέταλλο, αρχαία αντικείμενα από χρυσό επιβιώνουν μόνο εφόσον διασώθηκαν σε κάποιον ασύλητο τάφο. Τα κοσμήματα της πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου (2900/2600-2300/2200 π.Χ.) προέρχονται κυρίως από τους τάφους του Μόχλου, στην ομώνυμη νησίδα κοντά στη βόρεια ακτή της επαρχίας Σητείας. Το νεκροταφείο που αποτελείται από διάφορους τύπους ορθογώνιων τάφων, ανέσκαψε ο Αμερικανός R. Seager στις αρχές του αιώνα. Στα πεταμένα χώματα της ανασκαφής του βρέθηκαν σκόρπια μικρά κομψοτεχνήματα αλλά και ένας κανονικός θησαυρός, φυλαγμένος σε συμπιεσμένο ασημένιο αγγείο. Αποκαλύφθηκαν λεπτοδουλεμένα αλυσιδάκια, βραχιόλια και μικρές ταινίες ταφικής χρήσης αλλά και πολλά σκόρπια φύλλα που, συνδυασμένα σε μικρά κλωνάρια, στόλιζαν τα μαλλιά. Διπλωμένο και σφιγμένο σαν μπαλίτσα, διασώθηκε ένα διάδημα, το λαμπρότερο κόσμημα ολόκληρης της προανακτορικής χρυσοχοΐας. Πρόκειται για μια ταινία που, με έκτυπη «κοκκίδωση», στολίζουν τρία σχηματοποιημένα κρητικά αγρίμια (αίγαγροι). Μοναδικότητα στο αντικείμενο προσδίδουν οι τρεις πανύψηλες διπλές κεραίες σε σχήμα V από λεπτό έλασμα και ταιριαστό διάκοσμο. Στις πλατύτερες άκρες τους περιγράφεται μικροσκοπικό αγρίμι. Οι κομψές κεραίες του διαδήματος, που είχε πραγματική και όχι ταφική χρήση, τρεμόπαιζαν με κάθε κίνηση της κεφαλής. Το διάδημα επέτρεψε να διορθωθούν παρερμηνείες ανάλογων κοσμημάτων ως ταφικών προσωπίδων ή και διακοσμητικών ταινιών. Επανέφερε επίσης τη συζήτηση γύρω από τον χρυσοφόρο τόπο που προμήθευε τους Μινωίτες. Αν και οι εργαστηριακές εξετάσεις λείπουν, ο αρθρογράφος εκτιμά ότι η Λυδία και ο θρυλικός Πακτωλός τροφοδοτούσαν τους Κρήτες με χρυσάφι, υλικό που συνδεόταν με μαγικοθρησκευτικές και κοσμολογικές αντιλήψεις.
Χρυσός πάνθηρας από διάκοσμο ασπίδας. Την πρώτη χιλιετία π.Χ., ιρανόφωνα νομαδικά φύλα κατέκλυσαν τις στέπες της Ευρασίας. Ο κοινός τους πολιτισμός, που καλλιτεχνικά εκφράζεται με τον ζωόμορφο ρυθμό, ονομάστηκε συμβατικά «σκυθικός» από τα φύλα των Σκυθών που ζούσαν στο δυτικό τους άκρο, πάνω από τη Μαύρη θάλασσα. Στην ίδια πολιτισμική ενότητα εντάσσονται οι φυλές της Νότιας Σιβηρίας αλλά και οι Σαρμάτες που, εκτοπίζοντας τους Σκύθες, δημιούργησαν στο χώρο τους σημαντικό πολιτισμό τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι οι νομάδες Σκύθες, που αντλούσαν την καταγωγή τους από τον Δία ή τον Ηρακλή, δεν είχαν πόλεις και οχυρά. Ωστόσο, η ανασκαφική έρευνα τον διέψευσε ως προς τους γεωργούς που έζησαν από τον 7ο έως τον 2ο αιώνα π.Χ. γύρω από τον Δνείπερο. Οι Σκύθες θυσίαζαν μόνο στον Άρη και με το αίμα αιχμαλώτων ράντιζαν τον συμβολικό του βωμό, λατρευτική πρακτική που απηχείται στην Ιφιγένεια εν Ταύροις. Οι νεκροί θάβονταν σε αβαθείς λάκκους με κτερίσματα, ορισμένοι μαζί με το άλογό τους. Τους ηγεμονικούς τάφους καλύπτουν μεγάλοι τύμβοι. Στη σκυθική τέχνη διακρίνονται τρεις περίοδοι: η πρωτοσκυθική (7ος-6ος αι. π.Χ.) και η μεσοσκυθική (5ος-4ος αι. π.Χ.) χαρακτηρίζονται από τον ζωόμορφο ρυθμό που, στη δεύτερη περίοδο, εμφανίζει τάση για σχηματοποίηση και εμπλουτίζεται με ζώα πέρα από τα ελάφια, τους αίγαγρους και τα αιλουροειδή που απεικονίζει η πρώτη. Η επαφή των Σκυθών με τις ελληνικές αποικίες της Μαύρης θάλασσας συντελεί στη μεγάλη ακμή της τέχνης τους τον 4ο αιώνα π.Χ. Στην υστεροσκυθική περίοδο (τέλη 4ου και α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.) εμφανίζονται ανθρωπόμορφες παραστάσεις και ο ζωόμορφος ρυθμός γίνεται πιο αφαιρετικός. Ο ίδιος ρυθμός χαρακτηρίζει και τα φύλα που έζησαν από τον 7ο ως τον 3ο αιώνα π.Χ. στη Νότια Σιβηρία από τα οποία γνωρίζουμε μόνο τον πολιτισμό των μεταλλωρύχων Ταγκάρ και τους τύμβους των Αλτάι. Οι μεγάλοι πέτρινοι τύμβοι της αριστοκρατίας των Αλτάι, με τον πάγο που σχηματίστηκε στους αρμούς τους, διατήρησαν τα κτερίσματα σε «βαθιά ψύξη». Σώθηκε το αρχαιότερο χαλί του κόσμου, μεταξωτά υφάσματα, δερμάτινα και ξύλινα μέρη ιπποσκευών. Ο πλούτος και η εκπληκτική τεχνική των κτερισμάτων αυτού του σκυθοσιβηρικού ρυθμού εντυπωσίασαν και τον αυτοκράτορα Πέτρο Α΄, του οποίου η Σιβηρική Συλλογή στεγάζεται στο Ερμιτάζ. Στη δύση του σκυθικού πολιτισμού εμφανίζονται οι Σαρμάτες. Αφομοιώνοντας σκυθικά και ιρανικά στοιχεία, διαμορφώνουν έναν ανεξάρτητο ζωόμορφο σαρματικό ρυθμό που καθυποτάσσει την αισθητική στην πρακτική σκοπιμότητα. Δυο αιώνες αργότερα Γέτες και Ούνοι σκορπίζουν τα σαρματικά φύλα.
Λεπτομέρεια από τον κρατήρα του Δερβενιού. Από εργαστήρια στην Αττική, την Κόρινθο και τη Β. Ελλάδα, έφθασαν ως εμάς καθρέφτες, υδρίες, οινοχόες, σίτουλες και κρατήρες με σφυρήλατο ανάγλυφο διάκοσμο. Ο τύπος του πτυκτού κατόπτρου στολίζεται με θέματα από έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής. Οι χάλκινες ή ασημένιες υδρίες διακοσμούνται κάτω από τη λαβή, όπως και οι οινοχόες. Το 1962, σε μικρό κιβωτιόσχημο τάφο στο Δερβένι (Θεσσαλονίκη), βρέθηκε ο μεγάλος κρατήρας του Δερβενιού (330-320 π.Χ.). Η αττική τέχνη του και η ιωνική τρυφερότητα του σχεδίου υποδεικνύουν ένα γλύπτη και τορευτή από ιωνική πόλη της Χαλκιδικής που μαθήτευσε στην Αθήνα. Το χρυσαφί του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα του χαλκού σε κασσίτερο. Τα αγαλμάτια, οι ελικωτές λαβές και η βάση είναι χυτά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του αγγείου, από τη βάση ως το μέσον περίπου του λαιμού, αποτελείται από μεγάλο, σφυρηλατημένο έλασμα. Μικρότερο έλασμα σχηματίζει το πάνω μέρος του λαιμού και η συγκόλληση των δύο συμπίπτει με τη διαχωριστική του γραμμή. Στην κύρια όψη του κρατήρα απεικονίζονται ο Διόνυσος και η Αριάδνη με συνοδεία πάνθηρα. Το ζευγάρι περιβάλλουν Μαινάδα και κυνηγός (Πενθέας;) σε εκστατικό χορό. Κάτω από κάθε λαβή, από μία Μαινάδα έτοιμη να σπαράξει χίμαιρα συνδέει την κύρια με την πίσω όψη, που απεικονίζει οργιαστικό χορό Μαινάδων υπό το βλέμμα Σιληνού. Το επάνω τμήμα του λαιμού στολίζει ζωφόρος με δώδεκα ζώα, άγρια θηρία και επίδοξα θύματα. Υπερκοσμημένες είναι οι λαβές του αγγείου. Στις πλευρές της καθεμιάς, τον ώμο του κρατήρα στολίζουν τέσσερα επίθετα συμπαγή αγαλμάτια: Διόνυσος, δύο Μαινάδες και Σιληνός. Στο ιωνικό κυμάτιο του λαιμού, επιγραφή ταυτίζει τον ιδιοκτήτη του
Χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Το χρώμα και τη λάμψη του ήλιου δανείζονται τα χρυσοποίκιλτα εξαρτήματα που ντύνουν την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία στο Βυζάντιο. Το επίσημο νόμισμά του δεν θα μπορούσε να είναι παρά χρυσό ατόφιο. Το 312, ο Μ. Κωνσταντίνος χτύπησε τον «aureum solidum», τον «στέρεο χρυσό», τον «σόλιδο», το γνωστό Κωνσταντινάτο που ζυγίζει 24 καράτια. Νομισματική υποτίμηση μπορούσε να γίνει με ελάττωση του βάρους και ο νόμος τιμωρεί αυστηρά όσους ξύνουν τα νομίσματα. Επίσημα το έκανε ο Νικηφόρος Φωκάς για να αντιμετωπίσει τις πολυδάπανες εκστρατείες του εναντίον των Αράβων. Η πιο συχνή επίσημη νοθεία όμως γίνεται με την ελάττωση της καθαρότητας του πολύτιμου μετάλλου. Σ’ αυτήν θα καταφύγει ο Αλέξιος Κομνηνός, την ώρα που η αυτοκρατορία απειλείται από Βορρά, Δύση και Ανατολή. Τα 24 καράτια του Μ. Κωνσταντίνου ύστερα από δέκα αιώνες μένουν μόλις 12, μαρτυρώντας τις δυσχέρειες των καιρών. Ως τα μέσα του 11ου αιώνα όμως, το «υπέρπυρο» βυζαντινό νόμισμα μένει σταθερό και καθαρό, βγαλμένο μέσα από τη δοκιμασία της φωτιάς (χρυσό «ολοκότινο»), από τα νομισματοκοπεία της Πόλης, της Θεσσαλονίκης και, στα παλιά, καλά χρόνια, από τα κρατικά εργαστήρια της Σικελίας, της Καρχηδόνας, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Με αυτό εμπορεύονται πάντα τα έθνη και είναι δεκτό απ’ άκρου σ’ άκρο της γης, μαρτυρεί ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης. Απηχώντας και διαδίδοντας το μεγαλείο του Βυζαντίου, απεικονίζει τη στρατιωτική του ισχύ στη χλαμύδα του αυτοκράτορα, το θεοστήρικτο της αρχής του στον Άγγελο ή τον Χριστό που τον στέφει, την οικουμενικότητα της εξουσίας του στη σφαίρα και το σκήπτρο του. Η λαϊκή φαντασία θα το επενδύσει με υπερφυσική δύναμη και θα το κάνει φυλαχτό.
Ο Ευαγγελισμός (5ος αι., Ρώμη, Σάντα Μαρία Ματζόρε). Αντανακλώντας τον πλατωνικό Κόσμο των Ιδεών, η βυζαντινή ζωγραφική επιδιώκει με το φως του χρώματος να αποκαλύψει την άυλη υπόσταση του κόσμου. Ιερή Γραφή για τους αγράμματους χριστιανούς, η ζωγραφική αποκτά διδακτικό, αποκαλυπτικό χαρακτήρα. Το φως, που ταυτίζεται με τον Θεό, καταλύοντας την υλική τους υπόσταση ενώνει τα πάντα σε ένα Όλον. Αυτήν ακριβώς την ενότητα αποδίδει το χρυσό φόντο των ψηφιδωτών δίνοντας υπερβατική διάσταση στο χώρο. Άλλωστε, ο συμβολισμός του χρυσού τον συνδέει με τις έννοιες του πολύτιμου, του άφθαρτου και αναλλοίωτου, του θεϊκού. Ο χρυσός στα ψηφιδωτά εμφανίζεται ήδη από τον 3ο-4ο αιώνα αλλά η χρήση του φθάνει στο απόγειό της τον 9ο-11ο αιώνα, μετά την Εικονομαχία. Η εντοίχια ψηφιδωτή διακόσμηση στηρίζεται σε κύβο από γυαλί ή πέτρα που θυμίζει πολύτιμο λίθο. Για το χρυσό φόντο, επιλέγονται γυάλινες ψηφίδες με ελαφρά κίτρινη ή κόκκινη απόχρωση. Στη μία τους πλευρά τοποθετείται λεπτό φύλλο χρυσού που καλύπτεται από λεπτό γυαλί. Ως την εικονομαχία, το χρυσό φόντο δεν έχει μεγάλη εξάπλωση. Από κάποια ψηφιδωτά απουσιάζει, ενώ σε άλλα περιορίζεται σε μια χαμηλή ζώνη. Το πρώτο ψηφιδωτό με χρυσό (3ος-4ος αι.) προέρχεται από τη νεκρόπολη κάτω από τον Άγιο Πέτρο του Βατικανού και απεικονίζει τον Χριστό ως ήλιο. Το χρυσό φόντο γενικεύεται στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης (5ος αι.) αλλά, την ίδια εποχή, στη Ραβέννα και τη Ρώμη επιβιώνουν νατουραλιστικά θέματα που περιορίζουν την έκτασή του. Τα καλύτερα δείγματα ενιαίου χρυσού φόντου, όλα του 11ου αιώνα, βρίσκονται στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, στο Δαφνί στην Αττική και στη Νέα Μονή της Χίου.
Η γλαυκώπις Αθηνά σε αρχαϊκό αθηναϊκό τετράδραχμο. Εντυπωσιακό παράδειγμα σφαιρικής απόδοσης του ματιού. Γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., διάφορα μικρασιατικά εργαστήρια απεικονίζουν μεγάλη ποικιλία ζώων με τεχνική που θυμίζει τους μινωικούς και μυκηναϊκούς σφραγιδόλιθους. Λίγο αργότερα χαράσσονται θεϊκά σύμβολα ή και τοπικά φυτά. Στο γύρισμα του 6ου προς τον 5ο αιώνα, η Δήλος χαράζει στα νομίσματά της λύρα και στους αρχαϊκούς στατήρες της Μήλου εικονίζεται μήλο. Η ανθρώπινη μορφή προσεγγίζεται τον 6ο αιώνα με τη χάραξη θεών και ηρώων. Στο μεμονωμένο κεφάλι, αρχικά το μάτι απεικονίζεται μετωπικά και με έντονο σφαιρικό σχήμα. Στην αρχή της νομισματοκοπίας οι ανδρικές απεικονίσεις είναι σπανιότερες, ενώ συχνά απεικονίζεται η αποτροπαϊκή Γοργώ. Η απεικόνιση συγκεκριμένου προσώπου με ατομικά χαρακτηριστικά δεν ήταν επιτρεπτή. Στους περσικούς Δαρεικούς, ο «μεγάλος βασιλιάς» αποδίδεται συμβολικά ως τοξότης. Συμβολική θεωρείται και η απεικόνιση του Θεμιστοκλή με κεφάλι πολεμιστή. Στα νομίσματα που ο Αρταξέρξης τού επέτρεψε να κόψει, χαράχτηκε το όνομα, ή το μονογράφημα ΘΕ, αλλά όχι η μορφή του. Οι Έλληνες βασιλείς δεν τολμούν ακόμη να διαπράξουν αυτή την ιεροσυλία. Στα αργυρά του τετράδραχμα, ο Φίλιππος Β΄ θα χαράξει το κεφάλι του Ολυμπίου Διός. Στις σατραπείες της Ανατολής όμως, η επαναστατική αντίληψη της χάραξης ενός συγκεκριμένου θνητού εμφανίζεται ήδη στα 412/411 π.Χ., σε νόμισμα με τη μορφή του Τισσαφέρνη. Άλλο νόμισμα, γύρω στο 413-373 π.Χ., σώζει το πορτραίτο του Φαρνάβαζου. Σώζονται επίσης νομίσματα με δυνάστες της Λυκίας και τα ονόματά τους γραμμένα στην τοπική γλώσσα. Ωστόσο η νομισματοκοπία της περιοχής, πρόδρομος των ελληνιστικών πορτραίτων, έχει ελληνικό χαρακτήρα. Ένα από τα ωραιότερα δείγματα είναι οι αργυροί στατήρες του Έλληνα δυνάστη Περικλή που κόπηκαν γύρω στο 380-360 π.Χ.
Χελώνες από μόλυβδο (Δελφοί) και χάλκινος πέλεκυς (Κύπρος) Η αρχαιομετρία μελετά με φυσικοχημικές μεθόδους τη σύσταση και τις συνθήκες επεξεργασίας των αντικειμένων που διαμορφώνουν τη φύση και τη χρήση ενός υλικού. Για παράδειγμα, ο χαλκός, πολύ μαλακός για την κατασκευή όπλων, αναμεμειγμένος με κασσίτερο αποκτά σκληρότητα μεγαλύτερη κι από τον σίδηρο. Η συμβολή της αρχαιομετρίας είναι απαραίτητη στην απάντηση τριών ερωτημάτων: ηλικία, προέλευση, τρόπος κατασκευής. Για την ηλικία χρησιμοποιούνται ο άνθρακας -14, η θερμοφωταύγεια ή ο αρχαιομαγνητισμός. Για την προέλευση ενδιαφέρει το ορυχείο απ’ όπου εξορύχθηκε το μετάλλευμα. Οι ανεπαρκείς γνώσεις μας για τα ορυχεία της αρχαιότητας, σε συνδυασμό με τεχνικά προβλήματα που θέτει η επαναχύτευση των αντικειμένων, αντιμετωπίστηκαν με τα ισότοπα του μολύβδου που ανιχνεύονται στα περισσότερα κράματα. Ως προς την τεχνολογία κατασκευής, διακρίνονται δύο στάδια. Στο πρώτο ερευνώνται τα υπολείμματα της εκκαμίνευσης, δηλαδή οι σκουριές. Στο δεύτερο, στην περίπτωση του χαλκού για παράδειγμα, η εκκαμίνευσή του, που αποτελείται από πολλά στάδια, είχε ως αποτέλεσμα να κατακάθεται στο βάθος του καμινιού το σχετικά καθαρό μέταλλο με τη μορφή ημισφαιρίου. Οι χελώνες ή ο πέλεκυς ήταν το σχήμα με το οποίο συνήθως γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές του καθαρού μετάλλου.
Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Τζιμισχής κρατάει στα χέρια το Καθολικό. Γραμμική απεικόνιση τμήματος της τοιχογραφίας του Καθολικού (1535) Το αρχαιότερο και το μεγαλύτερο μοναστήρι του Αγίου Όρους, η Μεγίστη Λαύρα, ιδρύθηκε το 963 από τον Όσιο Αθανάσιο, που σκοτώθηκε το 1002 κατά τη διεύρυνση του Καθολικού της. Το Καθολικό, πρότυπο για τις περισσότερες μονές του Όρους αλλά και για μονές στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, έχει σήμερα την εξής όψη: Από τον τετραγωνικό πυρήνα ενός είδους σταυροειδούς ναού, προεκτείνονται προς βορρά και νότο δύο ημικυκλικές κόγχες, τα χοροστάσια ή χοροί για τους ψάλτες. Προς τα δυτικά, συνάπτεται ευρύχωρος νάρθηκας, η λιτή. Στη λιτή είναι προσκολλημένα, στα βόρεια και νότια, από ένα παρεκκλήσι. Τη λιτή και τα δύο παρεκκλήσια ενώνει στα δυτικά επιμήκης υαλόφρακτος εξωνάρθηκας. Οι Έλληνες και ξένοι μελετητές που εξέτασαν το Καθολικό της μονής στηρίχτηκαν στη σημερινή του μορφή, όπως αποκρυσταλλώθηκε το 1899. Δύο σχολές, του Gabriel Millet και του Joseph Strzygowski, αναγνωρίζουν αντίστοιχα: α) τον τύπο του εγγεγραμμένου τετρακιόνιου σταυροειδούς ναού, εμπλουτισμένο με τις αψίδες των χορών, με νάρθηκες και πλάγια παρεκκλήσια, β) μια τυπολογία τρίκογχου ναού, με παλαιοχριστιανικές, αρμενικές ή γεωργιανές επιδράσεις. Με ασφαλή χρονολογικά πατήματα προς τα πίσω, ο αρθρογράφος «ξεφλουδίζει» τις μεταγενέστερες αλλαγές και προσθήκες επιχειρώντας να φθάσει στον τύπο της αρχικής κατασκευής. Την κάτοψη του Καθολικού αποτυπώνει το 1744 ο Κιωβίτης καλόγερος Vasilij Grigorovič Barskij. Τρεις απεικονίσεις του Καθολικού, οι δύο ζωγραφισμένες μέσα στο ναό και η τρίτη σε χαλκογραφία, αναπαριστούν τη μορφολογία του στον 16ο αιώνα, αναλλοίωτη από το τέλος του 11ου. Με μελέτη των πηγών και με αυτοψία, επιχειρηματολογείται ότι: α) το αρχικό σχέδιο της Λαύρας δεν ήταν τρίκογχο, τριαψιδωτό ή τρίφυλλο, β) τα παρεκκλήσια δεν υπήρχαν στο αρχικό σχέδιο, γ) η διεύρυνση του Οσίου Αθανασίου συνίστατο στην προσθήκη των δύο χοροστασίων.
Λαβή από κατσί της Παναγίας της Θεραπειώτισσας. Η ταφική χρήση του θυμιάματος μαρτυρείται από τον 4ο αιώνα, ενώ η λατρευτική μόλις από τον 5ο. Τα περισσότερα θυμιατήρια κατασκευάζονταν από κράματα του χαλκού. Τα ευτελέστερα ήταν πήλινα και τα πολυτελέστερα ήταν από ασήμι και χρυσό, διακοσμημένα με νιέλο και σμάλτο. Παρουσιάζονται έξι αδημοσίευτα και ένα δημοσιευμένο θυμιατήρι. Ένα κιβωτιόσχημο με σύμπλεγμα λιονταριού και κάπρου κοπτικής τέχνης (αρ. εισ. 11533), δύο σε τύπο δισκοπότηρου με διάτρητο σκέπασμα (αρ. εισ. 11470, 11527), ένα θυμιατήρι αναρτημένο από αλυσίδα (αρ. εισ. 11526) και τρία κατσιά, καθιστά θυμιατήρια με πλατιά λαβή (αρ. εισ. 11469, 11402, 21502). Τα τρία πρώτα (5ος ή 6ος αιώνας) είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Τα αναρτημένα από αλυσίδα θυμιατήρια είναι εν χρήσει σε όλα τα χρόνια της αυτοκρατορίας. Είναι τόσο δημοφιλή όταν απεικονίζουν σκηνές της Καινής Διαθήκης, όπως αυτό, ώστε θεωρούνται ενθυμήματα της προσκύνησης στους Αγίους Τόπους. Τα κατσιά, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι μοναδικά, δεν αναφέρονται πριν από τον 11ο αιώνα και φαίνεται πως είχαν νεκρικό χαρακτήρα. Το κατσί με αρ. εισ. 11469 (β΄ μισό του 13ου αιώνα) είναι το πολυτελέστερο από τα ελάχιστα θυμιατήρια της σχετικής βιβλιογραφίας. Σφυρήλατο, αρχικά επίχρυσο, έχει εγχάρακτη και εμπίεστη λαβή, διακοσμημένη με σμάλτο. Στην επιφάνειά της διαγράφονται ολόσωμοι οι δύο στρατιωτικοί Άγιοι Θεόδωρος και Δημήτριος. Η λαβή από κατσί της Παναγίας της Θεραπειώτισσας στην Κωνσταντινούπολη με αρ. εισ. 11402 (περί το 1300), είναι χυτή με εγχάρακτο διάκοσμο. Μέσα στο οξυκόρυφο τόξο της προβάλλει σε έξεργο ανάγλυφο η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα στον τύπο της Οδηγήτριας και οι επιγραφές: ΜΗ(ΤΗ)Ρ Θ)ΕΟΥ) Η ΘΕΡΑΠΙΩΤΗΣΑ και Ι(ΗΣΟΥ)Σ Χ(ΡΙΣΤΟ)Σ.
Κατσί διακοσμημένο με σμάλτο με τους Αγίους Θεόδωρο και Δημήτριο. Στο άρθρο αυτό περιγράφονται μεθοδικά τα στάδια συντήρησης των χάλκινων αντικειμένων. Λόγοι αισθητικής αλλά και προστασίας επιβάλλουν τη διατήρηση της πατίνας. Καθώς καμία μέθοδος καθαρισμού δεν εγγυάται την απομάκρυνση των ιόντων χλωρίου που φθείρουν σημαντικά τα κράματα χαλκού, είναι απαραίτητη η σταθεροποίηση του υλικού. Στο τελικό στάδιο, το αντικείμενο προστατεύεται με ανθεκτικό και αβλαβές διαφανές βερνίκι και αποθηκεύεται στις κατάλληλες συνθήκες. Κάθε αντικείμενο έχει τις ιδιαιτερότητές του, εξ ου και η θεραπεία του είναι εξατομικευμένη. Περιγράφονται αναλυτικά τα στάδια συντήρησης για τα επτά θυμιατήρια του Μουσείου Μπενάκη με αρ. ευρ. 11533, 11470, 11527, 11526, 11469, 11402 και 21502.
Κατσί με διάτρητη λαβή. Ο εντοπισμός της ποσοστιαίας σύστασης των κραμάτων στο υλικό ενός αντικειμένου δεν διευκολύνει μόνο τη συντήρησή του αλλά συμβάλλει στην επαγωγική διαδικασία που, σε συνδυασμό με την τεχνική, εντοπίζει τον τόπο προέλευσης. Η κλασική χημική ανάλυση και η φασματομετρία ατομικής απορρόφησης χρησιμοποιήθηκαν για τα θυμιατήρια του Μουσείου Μπενάκη με αρ. εισ. 21502, 11469 και 11402 που, αν και κατασκευασμένα με βάση το χαλκό, εμφανίζουν διαφορετική απόχρωση. Αν και τα τρία είναι μπρούντζινα, εμπεριέχουν και άλλα χημικά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία και άργυρο. Η παρουσία του μπορεί να οδηγήσει στην πηγή προέλευσης του χαλκού.
Υδροδοχείο τύπου Βα. Τα αγγεία, τυχαία ευρήματα σε εκσκαφές οικοδομών, είναι από ερυθρό πηλό, άλλοτε γυαλωμένα κατά τόπους άλλοτε όχι. Διακρίνονται δύο τύποι. Τα υδροδοχεία τύπου Α (17ος-18ος αι.) έχουν σφαιρική κοιλιά, στενό λαιμό και ελαφρά διευρυμένο στόμιο. Η μακρά προχοή πλησιάζει πολύ προς το λαιμό. Στον τύπο Β διακρίνονται δυο ομάδες: Στην ομάδα Βα τα αγγεία έχουν πεπλατυσμένη σφαιρική κοιλιά και φαρδύ, μακρύ λαιμό. Πολλά, υποτυπώδη ανθέμια στολίζουν κυκλικά το άνω μέρος της κοιλιάς. Τα αγγεία της ομάδας Ββ έχουν σχεδόν ωοειδή κοιλιά, μικρή σε σύγκριση με το μέγεθος του λαιμού που φέρει εφυαλωμένη ταινία. Ο τύπος Β χρονολογείται στα τέλη του 16ου-αρχές του 17ου αιώνα.
Χάρτης της Κεφαλλονιάς. Ο φυσικός διαμελισμός του νησιού σε τέσσερα τμήματα εκδηλώνεται πολιτικά στην τετράπολη που αναφέρει ο Θουκυδίδης: Κράνη, Σάμη, Πάλη και Πρώννοι. Το νησί, αν και ακατοίκητο στην πρώιμη ιστορική εποχή, εμφανίζει εκτεταμένα μυκηναϊκά νεκροταφεία της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (13ος-11ος αι. π.Χ.). Ίσως να ήταν και τότε χωρισμένο σε τέσσερα μικρά βασίλεια, με σημαντικότερο εκείνο της Κράνης. Την ύπαρξη χωριών μαρτυρούν οι διάσπαρτες συστάδες οικογενειακών τάφων με περιεχόμενο που υποδηλώνει απλοϊκό, αγροτικό πληθυσμό. Εντοπίστηκαν τάφοι θολωτοί και θαλαμωτοί. Κάπως νεότεροι και πολύ πιο διαδεδομένοι, οι θαλαμωτοί είναι σκαμμένοι σε βράχο με σειρές από βαθιές ταφικές θήκες στο εσωτερικό. Ήσαν προσβάσιμοι από είσοδο με διαμορφωμένη θύρα και σκαμμένο δρόμο. Μετά από κάθε χρήση, ο δρόμος καλυπτόταν ξανά με χώμα και την αρχή του δήλωναν λίθινες στήλες. Λόγω της ανακομιδής των οστών, τα κτερίσματα δεν βρέθηκαν στην αρχική τους θέση, ενώ τα πολυτιμότερα είχαν αφαιρεθεί. Με εξαίρεση μια ομάδα κρατήρων, πρόκειται κυρίως για απλά και μικρά πήλινα σκεύη από ωχρό πηλό, φτιαγμένα βιαστικά στον τροχό, ψημένα πρόχειρα, με φτωχό γραμμικό διάκοσμο. Παράλληλα κατασκευάζονται και χονδροειδή χειροποίητα σκεύη. Τους άντρες συνόδευαν τα όπλα τους: κοντά χάλκινα ξίφη και μαχαίρια, δόρατα με χάλκινες αιχμές, σμίλες και λίθινα ακόνια. Ο γυναικείος ταφικός στολισμός περιλαμβάνει περιδέραια, διαδήματα, δαχτυλίδια, περίαπτα, κουμπιά, σφηκωτήρες για τα μαλλιά. Είναι φτιαγμένα από χρυσό, από χαλκό, από χάντρες διαφόρων υλών ή από υαλόμαζα. Το ένδυμα στερέωναν χάλκινες περόνες και πόρπες. Η παντελής απουσία σιδήρου χρονολογεί τα νεκροταφεία της Κράνης πριν από τις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ.
Οι πολεμιστές του Ριάτσε
Gorytos is the name for a case for bows and arrows carried by warriors on horseback. This case was made either of wood or of leather and was gold plated. Four such quivers have been found in Southern Russia and were considered as a typically Scythian piece of armour until in 1977 the Vergina quiver was brought to light. Chemical analysis of the metalwork will prove whether or not this case for bows and arrows was manufactured in a Greek workshop or not.
Gold, in Greek mythology, is connected with countries of the East: even today the Paktolos of Chrysorroa River is spoken of, the sand of which came mixed with the precious metal. Besides the gold dust of the rivers that contained silver, mineral gold was also to be found in the veins of rocks. Various sources of gold are mentioned as existing on Greek territory but all were poor and soon exhausted. The study of golden objects (jewels, coins, textiles, painting mosaics) can supply us with extensive information about the techniques used in antiquity. The various techniques that are exclusive to a goldsmith were developed quite early on (ex. filigree and granulation).
In the cemetery of Mochlos, an island close to the northern shore of Crete, there was accidentally found a treasure of jewels which offer us an excellent picture of the goldsmith's work, during the third millenium. Of exceptional importance is the diadem, with free-standing antennae. This allows us to reconstruct the form of similar artefacts that were found before previous finds and to revise our views on funeral masks. The influence of this type of diadem is evident in paintings and terracotta figurines of the late minoan period. Gold, which was rare at the time, must have been imported from Asia Minor or Egypt, although the possibility that small quantities also existed in Crete cannot be ruled out.
During the first millennium BC, Iranian speaking tribes overflowed the steppes of Eurasia, from the Carpathian Mountains to the Sinic Walls, and created a civilizatiom common to all of them which is known to us as the Scythian. Works of art, astonishing in number and wealth, most of them in gold, have been found in tombs, fortified settlements and Greek colonies. Objects made of sensitive materials, cloth, wool and fur that would normally have hardly been kept from decay were kept preserved by the Siberian ice in the tombs of Altai.
The Derveni Crater dates back to the decade 330-320 BC. It is a masterpiece of metalwork of the 4th century BC. The main body of the vase is of the passion of Dionysus shown in relief. Four attached cast statuettes adorn the shoulder of the vase. The study of the technique employed for this crater supplies us with some extremely important information about the evolution of metalwork during the second half of the 4th century BC.
The fortunes of the golden byzantine coin follow the fortunes of the Byzantine Empire. "Το νόμισμα" or "Κωνσταντινάτο", as it is commonly known, is the first money to combine the three characteristics that make it the perfect coin. It is "solidum, integrum et totum". This fact makes it internationally accepted as currency and it circulates everywhere in the then known world. During the 11th century, because of the difficulties of the Byzantine Empire, “a sickness of the byzantine currency" is spoken of. Alexios Comnenos debases the coinage. Nevertheless, the Byzantine golden coin remains a symbol, even when worn round around the neck as jewelry.
Gold is common to mosaic backgrounds in all phases of Byzantine art. After the iconoclasm it is extensively used for the creation of a unified golden background, while known examples of such a background in early Byzantine art are few and far between. Gold, due to its natural properties symbolizes in Byzantine art and literature the eternal World of God, the Divine Light and the Revelation. Thus, gold illuminates the universe with the divine light and reveals at the same time the reason common to all things, namely God. In this use of a uniformly golden background the fundamental, Byzantine view of oneness is placed on a formal, aesthetic, level.
In the early age of the coinage (approximately at the end of the 7th century BC), the prevalent theme on coins, coming mainly from the Asia Minor workshops, is of a variety of animals. The front face of the coins is later decorated with various attributes of the gods. The representation of humans is still rare until the 6th century B.C. when figures of gods enrich the repertoire of coin iconography. The satraps of Asia are the first to issue coins with human figures, symbolizing themselves. The effort for a realistic representation of the human figure started in the mid 4th century BC, and paved the road for the Hellenistic coin portrait. In the next issue: the representation of Alexander the Great on coins and the most characteristic portraits of the Hellenistic period.
Archaeometry is a relatively new discipline that applies physical, earth and biological science to archaeology. It aims at answering some fundamental questions raised in modern archaeology such as provenance of raw materials, and the dating and technology of man-made objects It is hoped that, in the long run, the elucidation of this type of questions will, eventually, lead to a better understanding of the creativity, sensitivity and overall way of thinking of the men and women who manufactured and used the artefacts we examine today.
Megisti Lavra, oldest and largest monastery on the Holy Mountain of Athos, was founded in 930 AD by St. Athanasius since called the Athonite. It is certain that some buildings in the compound as e.g. the Catholicon (main church) can be traced back to this early period. The Catholicon whose main features consist of a central core of the crossing–square type, enriched by side-apses, double narthexes, and side chapels, is considered to have served as the model for the churches of Athos in general, as well as for many more in Greece and the Balkans. The Catholicon of Megisti Lavra, together with the other Catholica, form a special type of church, whose main characteristic is the existence of side-apses, serving as special stands for choruses of chanters, hence their name of choroi, or chorostasia. The origin of this type of church with side-apses, known as athonite, provoked diverse theories. Some scholars consider this type as being an enrichment of the cross - in – square for liturgical needs, while others believe it to be a triconch or tri-apsidal type, stemming from Georgia or Armenia. But although side apses were always considered as belonging to the initial Lavra Catholicon, they have been added to an already existing building. This fact matches information given in contemporary texts. The Vita of St. Athanasius, believed to have been written about 1010 AD, states that the latter was killed by accident, when he fell from the scaffolding, while “enlarging” the church. Further research has also proved that side-chapels and outer-narthexes are also later additions. Thus, if the present complex is stripped of its extensions, what remains must be the initial Athanasian building. This rather simple church belonged in a way to the cross-type and most probably originates from Constantinople. The addition, during a second stage, of the side apses was the result of functional needs. Thus, it may be concluded that the athonite type of church was not imported but was born and evolved in the Mountain.
The censers of the Benaki Museum presented here are all copper alloys. Depending on their form, these can be put into four categories: a) Box shaped, with a lion grasping a boar on its sliding lid, from Egypt (no. 11533), b) Chalice-shaped with a hemispherical cover, from Egypt (nos. 11470, 11527), d) The so-called "katsi" type, a funerary censer with a broad handle (nos. 11469, 11402, 21502). The two first of these censers are the most elaborately decorated ones and they enrich considerably our knowledge of paleologian(?) metalwork.
Ideally the conservation / restoration of ancient copper objects should leave the patina intact for aesthetic reasons and for the purpose of better preservation. The original surface of the object (shape and size) should also be shown to better advantage. The conservation / restoration can be obtained by mechanic and / or chemical cleaning. In the case of the Benaki Museum's censers, the conservation process included the cleaning and the fixing of the objects in an air vacuum. Last they were covered with an acrylic varnish.
Determination and evaluation of the components that make a metal alloy are indispensable for the conservation and restoration of metallic objects,also determining the origin of the metal the object is made of and the workshop where it was made. It also provides some information on the technological background of the bronze foundries. We have analyzed the Benaki Museum's censers no. 21502, 11469 and 11402).
Two types of early post Byzantine ceramics have been found in Larisa: 1. Waterspots of type A. found 80-120 cm. below the present ground level. These feature a spherical belly and wide base, a narrow neck and a long spout rising close to the neck. They belong to the 17th-18th centuries. 2. Waterspots of type B. Group a. are with a spherical belly broadening at the poles of the pot, while the neck is wide and long. In Group b. the belly is strongly pressed along the diameter of the sphere and is small compared to the size of the neck. These belong to the 16th- 17th centuries.
During the later Mycenaean age (LH III B, C period, which is 13th -11th cent. BC), an intense settlement activity is observed in the geographically closed terrain of the plain of Krani on the island of Cephalonia. The clusters of tombs at Kokkolata, Mazarakata, Metaxata, Lakithra and Diakata show evidence of corresponding villages built on the slopes of the hills around the plain. The whole area most probably formed an administrative unit, a kingdom, and its Centre was the Acropolis of Krani on the innermost spot of the bay (the present Koutavos Bay). The analysis of the content of the tombs (kterismata) and the funeral ritual and customs are, for the time being, the main source of information about the level of civilization of the inhabitants and their contacts with other areas of the Mycenaean world. The complete presentation and scientific elaboration of the finds of the tombs along with the anthropological examination of the bones found in them are still an ongoing the pursuits of a research program in the area still in process.
Η Μάντω Οικονομίδου στο Νομισματικό Μουσείο. Χαρακτήρ είναι ο τίτλος του τιμητικού τόμου-αφιερώματος που προσφέρθηκε το 1977 στην επίτιμη Διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου, Μάντω Οικονομίδου. Ο αμφίσημος τίτλος, που παραπέμπει βέβαια στη νομισματική, δηλώνει παράλληλα και τη σπανιότητα που αναγνώριζαν στο χαρακτήρα της Μάντως Οικονομίδου οι πολλοί μαθητές, φίλοι και συνάδελφοι που της αφιέρωσαν τα άρθρα τους (έκδοση ΤΑΠΑ). Έχοντας σπουδάσει Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, η Μάντω Οικονομίδου εξειδικεύτηκε με υποτροφία στην Αμερικανική Νομισματική Εταιρεία της Νέας Υόρκης. Μελέτησε επίσης Νομισματική στο Cabinet des Médailles στο Παρίσι, στο Heberden Coin Room του Ashmolean Museum της Οξφόρδης, στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Το κατώφλι του Νομισματικού διάβηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1953 και επί έξι χρόνια εργάστηκε εκεί εθελοντικά. Το 1959 τοποθετήθηκε Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στη Νομισματική Συλλογή, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε το 1964. Μετά από τριακονταετή διευθυντική θητεία αποχώρησε τον Ιούνιο του 1994, έχοντας περάσει πάνω από 40 χρόνια στην οδό Τοσίτσα. Κι όμως, το 2009, κατάφερε να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι που επιγράφεται Τοσίτσα 1. «Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνεργασία, τίποτα δεν γίνεται χωρίς αγάπη», μας είπε. Εκθέσεις, συνέδρια, αναρίθμητες τιμητικές διακρίσεις διεθνώς. Πνεύμα οργανωτικό και ανοικτό σε κάθε νεωτερισμό, στελέχωσε το Νομισματικό με νέους επιστήμονες και οδήγησε πολλούς άλλους σε δημοσιεύσεις και διδακτορικές διατριβές προτείνοντας υλικό από το τεράστιο απόθεμα του Μουσείου. Πεδία δράσης πολλαπλά: ταξινόμησε το αρχείο του 19ου αιώνα με την ιστορία του Μουσείου, ξεκίνησε τις ηλεκτρονικές καταγραφές, τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ως προς την ανάλυση νομισμάτων, έθεσε τις βάσεις για τη συνεργασία του Μουσείου με το ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και το Πολυτεχνείο Κρήτης. Πολύτιμο για τους ερευνητές αποδείχθηκε το Αρχείο Νομισματικής Κυκλοφορίας (ΑΝΚ), που τηρείται στο Μουσείο και αποτελείται τόσο από ανασκαφικά νομίσματα όσο και από καταγραφές ιδιωτικών συλλογών και κατασχέσεων. Με μεγάλη συγκίνηση το περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες δημοσιεύει τη συνέντευξη που παραχώρησε η Μάντω Οικονομίδου στην Αγγελική Ροβάτσου το καλοκαίρι του 2014, λίγους μήνες πριν από το θάνατό της.
Μεγάλος πύργος στο ανατολικό τμήμα της οχύρωσης του οικισμού του Κάστρου. Παρά τη δημοσιότητα που έχει λάβει παγκοσμίως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, το ίδιο το νησί παραμένει σχετικά άγνωστο. Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται μια ιστορική περιδιάβαση του δύσβατου τόπου που βρίσκεται ανάμεσα στην Κρήτη και στα Κύθηρα. Σταθμοί της τα ίδια τα ευρήματα και οι επιγραφές.
Η «Υψηλή Γέφυρα Σερβίων» και η τοπική κοινότητα Νεράιδα. Άποψη από νότια. Η λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Πολυφύτου της ΔΕΗ, από το 1974 και μετά, είχε ως αποτέλεσμα τα νερά της τεχνητής λίμνης να κατακλύσουν το νότιο τμήμα της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων, αλλοιώνοντας ριζικά το ποτάμιο οικοσύστημα του Αλιάκμονα και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτό ρεμάτων, και καταστρέφοντας την ιδιαίτερου κάλλους παραποτάμια περιοχή. Μαζί τους κατακλύστηκε ή αποκαλύφθηκε βίαια και διαβρώθηκε το σύνολο σχεδόν των υλικών καταλοίπων του παραποτάμιου πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές καταστροφές, σε πανελλήνια τουλάχιστον κλίμακα.
Η θέση Κασιάνη Λάβας από ανατολικά. Στο λόφο οικιστικά κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και της Ελληνιστικής εποχής. Δυτικά του λόφου το φυσικό πέρασμα του Σαρανταπόρου. Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί μια πυκνοκατοικημένη περιοχή ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική και καθ’ όλη τη διάρκεια των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ανάγεται στην Παλαιολιθική εποχή. Σε όλες τις εποχές παρατηρείται έντονη μετακίνηση εντός της κοιλάδας, η θέση κατοίκησης μεταβάλλεται συχνά και συνήθως μεταφέρεται σε όμορα πλατώματα ή λοφίσκους, όπου και μπορεί κανείς, συχνά με σχετική ευκολία, να ανιχνεύσει τη συνέχεια της κατοίκησης.
Αλμυρός Αίγειρας: Ταφή στο εσωτερικό σαρκοφάγου. Με πυκνή και συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή ως τις μέρες μας, η παραλιακή ζώνη από τα σημερινά σύνορα της Αχαΐας με την Κορινθία μέχρι το Αίγιο κρύβει ιδιαιτέρως σημαντικά ευρήματα που αλλάζουν ριζικά την εικόνα που είχαμε ως τώρα για την περιοχή.
Ζωόμορφο ειδώλιο από τον Βρύσινα. Η κορυφή του Βρύσινα είναι πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές αλλά η ίδια δεν είναι κατοικήσιμη. Πολύ συχνά κρύβεται στα σύννεφα, σχεδόν πάντα δέρνεται από αέρηδες, και πηγές νερού υπάρχουν πολύ πιο χαμηλά. Επομένως μια μόνιμη κατοίκηση είναι σχεδόν αδύνατη. Γι’ αυτό η ανθρώπινη παρουσία δεν είναι διαχρονική. Απαντά σε μεγάλο βάθος χρόνου αλλά σποραδικά, και πιθανότατα είναι εποχιακή. Συνδέεται με φαινόμενα εξαιρετικά του ανθρώπινου βίου, έκτακτης προσέλευσης και επιβεβαίωσης συλλογικότητας, όπως π.χ. με τακτές τελετουργίες ή έκτακτες συγκεντρώσεις.
Ανθρωπόμορφο γυναικείο ειδώλιο από τον Βρύσινα. Στα επτά χρόνια της ανασκαφής του Ιερού Κορυφής του Βρύσινα ήρθαν στο φως ποικίλα κεραμεικά αγγεία πόσης και εστίασης που χρησιμοποιούνταν για τελετουργικούς σκοπούς, αλλά και μεγάλος αριθμός πήλινων ειδωλίων, κυρίως ζωόμορφων. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει η παλαιοανακτορική λίθινη τετράπλευρη σφραγίδα που φέρει εγχάρακτα σημεία της μινωικής ιερογλυφικής γραφής.
Άποψη της βόρειας πλευράς του Καθολικού της Κόκκινης Εκκλησιάς. Η Παναγία Βελλά κτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και γνώρισε την ύψιστη ακμή της κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου. Ιδρύθηκε στη στρατηγικής σημασίας οδική αρτηρία που ένωνε την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Αν και αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου, ο ναός είναι πιο γνωστός ως Κόκκινη Εκκλησιά.
Τέμπη. Επιχρωματισμένη λιθογραφία, A. Ortelius, 1590. Η Κοιλάδα των Τεμπών αποτελεί πόλο έλξης των περιηγητών για περισσότερα από 2.000 χρόνια. Η γειτνίαση με τον μυθικό Όλυμπο, η σχέση της με πλήθος επεισοδίων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί, αλλά και το ειδυλλιακό φυσικό κάλλος της καθιστούσαν επιβεβλημένο το «προσκύνημα» από κάθε ταξιδιώτη της Ελλάδας.
Χάλκινη κεφαλή Κόρης, που βρέθηκε στην Ονιθέ Γουλεδιανών. Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Στην περιοχή Ονιθέ, ΝΑ από το σημερινό Ρέθυμνο και σε απόσταση 18 χλμ. απ’ αυτό, βρίσκεται μια αρχαία, αταύτιστη πόλη. Η ονομασία της δεν είναι γνωστή αλλά, απ’ ό,τι, φαίνεται, καταλάμβανε το ΝΑ τμήμα της επικράτειας της αρχαίας Ρίθυμνας. Ο ερειπιώνας της Ονιθές έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με τις αρχαίες πόλεις Οσμίδα και Φαλάννα. Η ακμή της πόλης τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αι. π.Χ.), όμως ίχνη ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται από τη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.) και, με ορισμένα κενά, φτάνουν ως τις μέρες μας. Πρόσβαση στην Ονιθέ εξασφαλίζει το περιφερειακό οδικό δίκτυο που οδηγεί από το Ρέθυμνο στο χωριό Γουλεδιανά και, στη συνέχεια, ένας αγροτικός δρόμος που διαμορφώνεται στα βόρεια του οροπεδίου της Ονιθές. Το οροπέδιο έχει σχήμα τριγωνικό, με την κορυφή του τριγώνου προς το νότο, όπου συναντάται και το μεγαλύτερο υψόμετρο. Το πλάτωμα αποτελεί, κατά βάση, μια προεξοχή στις νότιες υπώρειες του όρους Βρύσινα, το οποίο κυριαρχεί με τον όγκο του στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. Προς νότο, ανατολικά και δυτικά η περιοχή της Ονιθές απολήγει σε εξαιρετικά απότομες πλαγιές, γεγονός που την καθιστά φυσικά οχυρή θέση.
The molluscs are organisms who live in defined ecosystems. Their presence in an archaeological site reveals at least a part of the activities of the inhabitans. If the sea-shell is punched, then it has probably been used as an ornament or implement. As regards the Greek area in particular, our information on the importance of sea-shells is limited. From what we know until today, sea-shells have been mainly used for nutrition and decoration, while their use as tools has not been evidenced as yet. Their significance, especially for nutrition, will be better elucidated, when the relevant material from the cave of the Cyclope on Youra island will be published. The study of the material found in the Greek area leads to the conclusion that the species used and their purpose of use present both sequence and continuity.
From the Medieval period on, the Bible was the source of all theories concerning the origin of man and Prehistory. The impulse for a more realistic interpretation of Prehistoric tools was given by the explorations of the 15th and 16th century. They brought to light the existance of primitive people who were practising hunting and collecting and were using stone and bone tools. Later the observation of the succession of the finds containing strata started, a fact which introduced the dimension of time in the study of the History of Nature and man. The acceptance of the contemporary presence on earth of man and the mammals -which had been considered as ante diluvium- as well as the reconciliation of Natural Science and Archaeology were achieved in the mid-19th century by the French J. Boucher de Perthes. In the second half of the 19th century the promotion of Palaeolithic Archaeology is owed to the excavations at the caves and rock-shelters in NW France. The research objective was to define the evolution of the Palaeolithic and its chronological framework, The work of E. Larnet and H. Christy but mainly that of G. de Mortillet contributed to this direction. The first half of the 20th century is marked by the activity of H. Breuil who studied a great number of Palaeolithic works of art. Together with D. Peyrony they re-examined the archaeological material from old excavations and established the subdivisions and the cultural sequence of Late Palaeolithic. In the second half of our century F. Bordes, who was the first to use Statistics, invented a method for studying tool groups and introduced a theory, according to which the similarities or differences of the tool groups are owed to cultural and chronological reasons. He also contributed significantly to the development of Experimental Archaeology and especially to the sector of the technology of stone chipped tools. A. Leroi-Gourhan advanced the ethno-archaeologic study of Palaeolithic sites and applied to his excavations the method of the horizontal uncovering of strata: he also engaged himself with Palaeolithic art. "New Archaeology" turned towards Palaeolithic Archaeology, by proposing the theory of the functional interpretation of stone tool groups, which, however, was not successful in its application. Finally, the Soviet school promoted the study of habitation and dwelling structures by applying in a wide range the method of the horizontal uncovering of strata as well as the research of the lithic use-wear.
The research objective of the Palaeolithic is the representation of the way of man's life in his natural environment, the natural and human sediments as well as the archaeological material which comes to light in the caves, rock-shelters and open air sites -which have functioned as habitation and activity locations- function as sources. The research methodology includes two phases: the fieldwork and the treatment of the material in the laboratory. The interdisciplinary cooperation of many specialists, such as archaeologists-prehistorians, geologists, sedimentists, palaeobotanologists, palaeoontologists-archaeozoologists, is the necessary prerequisite for a successful research. The fieldwork starts with a survey which seeks to locate as many sites as possible, to determine their nature and to evaluate their significance. It is followed by an excavation trench which aims at: the establishment of a first stratigraphic sequence; the estimation of the number and arrangement of the human sediment strata; their chronology and the abundance or not of the archaeological material. The fiedwork leads to the proper excavation of the site, which is performed either according to the method of the vertical stratigraphic trench or according to that of the horizontal uncovering of strata. The laboratory treatment of the material completes the data of the first phase and contributes to the solution of three main problems; that of dating, of the representation of the natural environment and of the human habitation and activity. It employs methods of relative and absolute dating, such as Carbon 14, the K40-A40 method and thermoluminescence. It analyses the sediment samples in order to elucidate the natural and mainly the climatologic factors, effective during the period of the site inhabitation. It examines the vegetable fossilized remnants (pollen, seeds) and the bone residues of animals in order to determine the flora and fauna of the period. Both flora and fauna reflect the climatologic circumstances of the period. Finally, it studies the archaeological material coming to light, which, in the case of a Palaeolithic site, includes dwelling components (hearths, walls, trenches, etc.), groups of implements made of stone or bone raw materials, burials, ornaments and works of art.
The Palaeolithic commences around 2.6 million years in Africa, with the appearance of the first stone implements chipped by man, and concludes in 10,000 years, a period which is characterized by the melting of glaciers and the steady improvement of climate. It is divided in three stages, the Early, Middle and Late Palaeolithic which reflect the technologic development of tools, although often they coincide with the paleoanthro-pologic evolution and the climatologic changes. The Early Palaeolithic (2.6 million - 200,000 years) starts in Africa with the Oldowan cultural phase, which is characterized by implements of the chopping type, and is continued in Europe with the Acheulean phase, the typical tool of which is the biface, that is developing simultaneously with the Clactonian and Tayacian phase. The Middle Palaeolithic (200,000-35,000 years) is characterized by the Mousterian cultural phase which expands over the broader European area and the Middle East. The flake technique prevails and its most typical type of implements are the points and the scrapers, while at the same time the Levallois technique is developed. The metaphysic concern of man is expressed by the burials, which then appear. The Late Palaeolithic (35,000-10,000 years) exhibits many novelties, which are connected with the appearance of Homo sapiens. The stone implements come to perfection by the invention of the blade technique. Characteristic types of tools are the end-scraper and the burin. New materials of animal origin, such as bone, mammoth tusk and deer antler, are used now for the making of implements. The aesthetic criterion is evolved and is expressed in the development of ornaments and in the appearance of art which culminates during the same period. The cultural sequence of the Late Palaeolithic presents a great variety, depending on the geographic region. However, in the broader European area the Aurignacian, Gravettian, Solutrean, Magdalenian and Epigravettian phases prevail, which, to a certain extent, also occur in Greece.
Caves, rock-shelters and open air sites were the places of settlement of Palaeolithic man. Depending on the character of the settlement we distinguish the permanent or camp-base, which was comprising mainly dwellings, the killing-sites as well as the butchering-sites. We have a very good knowledge of the function of a broader area of habitation and trafficking of human groups only as regards these regions which present a dense habitation and have been thoroughly studied. There, already since the Middle Palaeolithic, a series of small, clearly defined territory exists, each comprising a main permanent or camp-base and a row of satellite sites around it, where other activities, such as hunting, collecting, working of stone raw materials, were taking place. The structural element of dwellings which have been preserved are protective low walls, heaps of stones, hearths, pits, pave surfaces, piles of mammoth bones and tusks, etc. The oldest remains of dwellings came to light at the locations Olduvai and Melka Kontoure in Africa and were dated around 1.7 million years ago. In Europe, sites of Early Palaeolithic dwellings have been located in France (Solheilac, Terra Amata, Lazaret) and in Italy (Isemia, La Pineta), while many other dwellings of the Middle Palaeolithic have been located in the broader European area (Molodova, Fontmaure). The inhabitation of caves has also produced structures which offered to man shelter from cold and humidity. The Late Palaeolithic presents a great variety of materials and forms of dwellings. In West Europe stone was used for pavements and low protective walls, while the superstructure was made from perishable materials, such as wood. The dwellings had a circular form and lied on the surface of the ground (Pincevent. Etiolles, etc). In East Europe animal materials were used, such as mammoth tusks. The form of structures, of large dimensions in general, varied, while most of the dwellings lied almost under the ground (Meziritch, Kostenki). In Greece, dwelling structures of the Late Palaeolithic came to light at the site Kleidi in Epirus.
The economy of the Palaeolithic period was based on the direct exploitation of nature and the close environment, which supplied the animal, vegetable and mineral raw materials, necessary for nutrition, tool-making, energy production, building of dwellings, clothing, orndments and art. The major economic activities were hunting, collecting and fishing. Hunting was the main way of approaching the animal world. During the Archaic Palaeolithic cadaver devouring and hunting, primarily of small animals, coexisted. With the appearance of Homo erectus the hunting methods, based on the use of fire and new weapons, facilitated the systematic hunting of big mammals. The climate aggravation, which commenced during the Middle Palaeolithic, resulted to the elimination of species and thus to the specialization of hunting, which also continued in the Late Palaeolithic. The introduction of animal materials in technology caused a real revolution: now the bone spearheads and the spear throwers offered new possibilities. Collecting was primarily directed to vegetable materials, from which only the pollen, seeds and charcoals supply information on the vegetable world, although they do not specify the preferences of Palaeolithic man. Molluscs were also collected for nutrition as well as for decoration. The bone remains offish and their representation in art prove the exercise of fishing in lakes and rivers but also in the sea. However, this activity would be fully developed only towards the end of the Late Palaeolithic. Finally, the production, use and control of fire significantly changed the potentialities of man and his relation with environment. The oldest traces of fire, in the form of hearth, were located in more than one European sites and were dated around 400,000 years.
Man started to bury the dead during the Middle Palaeolithic. The geographic distribution of graves from this period is quite broad. Burial sites have been located in West Europe, Near East and in Asia, as far as Uzbekistan. The oldest of them have been found in Skhul and Tabun in Near East and are about 120.000 years old. The practice of burial is the same for both sexes: a trench is dug, the corpse is covered with a slab, burial offerings -tools, animal horns or even flowers- are placed by the dead. The burials of the Late Palaeolithic have been better preserved, therefore they are more numerous. They occur in every cultural phase and are distributed throughout Europe, from Siberia (Malta) to West France (Cro-Magnon, La Madeleine). During the Late Palaeolithic special attention was paid to the construction of the grave. The burials vary, being individual or group ones, while examples of double or triple graves occur. The body orientation and its position present a wide variety. All burials contain offerings, however, in certain cases these offerings are significantly numerous as at the site Sungir in Russia. In Greece, Palaeolithic burials are unknown as yet.
Ornaments appear in the beginning of the Late Palaeolithic. They mainly come from burials but also from dwellings and comprise natural finds and shaped articles. Animal teeth are the oldest ornaments and come from certain animals such as fox, wolf, bear. The canines and incisors are prefered, which bear a hole at the fang and an incised decoration. Sea-shells form another important group, Paleolithic man was collecting fossilized sea-sells, however live species were always more numerous. The presence of sea-shells is indicative of emigration, exchange and broader contacts of the Palaeolithic population. The shaped objects comprise pendants and beads. The pendants are rare, they appear in a variety of shape and have an incised geometric or realistic decoration with the representation of animals, reptiles and birds. Figurines, mainly female, also belong to pendants. The beads have a spherical or hemispherical shape and are made of animal raw materials. They are found by thousands in Palaeolithic sites and they rarely copy forms of abstract representations of Palaeolithic art. In Greece, ornaments occur in sites of the Late Paleolithic, such as at Kleidi in Epirus.
Art appears in the Late Paleolithic and reaches its climax in the Magdalenian. The works of art which have survived represent only a part of the Palaeolithic artistic production and especially the one which is made of hard natural, or animal material. The works of art are divided in two categories: the movable works of art, which comprise tools, weapons, pendants and incised slabs; and the art of caves, which includes works of sculpture, engraving and painting. Palaeolithic art was developed and expanded in the European area exclusively. In regions such as the Francocantabrian zone it occurs frequently, while elsewhere it appears sporadically or it is absent. The art of caves prevails in Western Europe, while in Eastern Europe the mobiliary art is found in abundance. The subject repertoire comprises animals, the horse and bison having the leading role. Human figures, hands and signs also appear. Narrative representations or compositions are absent as well as any attempt to indicate landscape. All the known techniques have been used in yellow, orange, brown and black colours, while green and blue are excluded. According to A. Leroi-Gourhan, Palaeolithic art presents four stages of evolution; in the preliminary stages the figures are modelled in a completely schematic and linear way, while later their caracteristics start to become standard. The artist follows the proportions of the visual reality, but still the subjective motion prevails. The works of prime are full of realism, power and expression; the combination of painting, engraving and relief is now developing. The theories concerning the interpretation of this art have followed the evolution of the anthropologic thought from the 19th century until today. In Greece, Palaeolithic art is unknown as yet.
The Quaternary, the most recent and short geologic period in the Earth's 4.5 billion years long history, is characterized by the appearance of Man and the large glaciers. Hence sedimentation is directly related to cold climatic conditions and to rapid changes in sea-level. These in turn are related to alternations of short climatic cycles (cold-warm, glacial and interglacial stages). The theory of glaciers was first developed in the Alps, where four major glacial stages (Gunz, Mindel, Riss. Wurrn) were discribed. In Greece, traces of glaciers have been identified, among others, in Olympus, Pieria and Athamania mountains. Glacier accumulation and glacial processes are directly related with the volume of the ocean water and consequently with variations in sea-level. However, fluctuations of eustatic sea-level do not depend only on climatic changes, but also on the isostatic and tectonic processes active in each region. In Greece, traces of Pleistocene marine deposition or erosion have been identified in many sites along the external Aegean Arc (Ionian Islands, W. Peloponnese, Crete, Dodecanese)- During Holocene there was an intense tectonic activity in the Eastern Mediterranean. In Greece this tectonic activity was evident, either as uplift like in NW Euboea, or as subsidence, as in Argolid.
Knowledge about the environment during the Pleistocene is still quite limited, especially as Environmental Archaeology is only recently participating in this exploration. All the branches of Archaeobotany are involved and, amongst others, the main ones being Palynology, Palaeoethnobotany and Wood studies. Each branch brings in a different source of information, in as much as, all and each one separately, contributes, in different and complementary ways, to the understanding of the environment of Prehistoric man. The area of exploration is not only understanding what was the vegetation like, but also grasping what was man's behaviour in and towards that environment and how the dialogue between man and the environment evolved through time. This study has used, mainly, published pollen data and the Palaeoethnobotanical investigation of Franchthi cave in Argolid. Our knowledge about the flora of the Pleistocene is still far from complete. There is a great need for studying more thoroughly radio-carbon dated pollen samples and involve all branches of Environmental Archaeology, in order not only to understand the vegetation succession between and within glacials, interglacials and interstadials, but also to conceive how man interacted with his environment through space and time.
The study of humanity fascinates humans. The main question we ask is this: why are humans so different from their closest relatives? In this paper the hominid species of the last 5 millennia are treated. Also, their hominid adaptations are described giving primacy to bipedal walking which predates the expansion of the brain. What characters make Australopithecines, which are considered a stable evolutionary package? A pattern, that does not exist today, but is intermediate between apes and humans. The problem of assigning fossils to Homo habilis is debated today in the Anthropological circles. Are they one highly dimorphic species, or two different species, one Homo habiiis and the other still unnamed? What follows them is a stable and long lasting species, Homo erectus, that was to become the first human type to spread from Africa to Asia. Homo erectus was either followed or overlaped in time by the "archaic" Homo sapiens, a variable species whose better known representatives are the Neanderthals. These late Neanderthals were highly evolved humans but probably not our direct ancestors. The disappearance of Neanderthals from Europe and W. Asia (Levant), may have had to do with the appearance of the anatomically modern Homo sapiens, a species far superior behaviourally.
In Europe, the Quaternary, a period which started around 1,8 million years ago -according to a generally accepted, although much debated, theory-, is characterized by significantly extensive glacial and mid-glacial climatologic phenomena. The study of fauna, which was directly affected by climatologic conditions, contributes to the understanding of man's environment during the Palaeolithic period. In the Heliadic area, a great part of our information on the Quaternary comes from Palaeontology, a science which investigates life in the past. Thus, we possess essential information on the animal species (morphology, biometry) and their evolution. However, the connection of Palaeontology with Prehistory is only at its beginning, since relevant, significant analyses -with the exception of studies referring to the rocky shelters of Epirus during the Early Palaeolithic- are for the time being almost absent: those concerning man s management of the environment, methods of obtaining games, the fauna composition in the settlements, the periodic choice of animal species, the age of comestible animals, the exploitation of animals as raw materials for tool equipment, the choice of hunting spots and temporary residence. The chief game of man and carnoyores were the herbivorous animals; their presence in the encampment is related to the climatologic data of each period and to the geomorphology of each site. For example, deers are abundant in the fauna, especially that of the Upper Palaeolithic. The elk appears sporadically, while the megaceros occurs in Middle Palaeolithic strata. The mammoth and the hairy rhinocerus appear rather incidentally (e.g. Drama's basin), as well as in a quite south latitude (e.g. Megalopolis basin). The wild goat is an animal of the inaccessible, rocky regions (e.g. Epirus, Franchthi in Peloponnese), while the horse requires flat plains (Drama's basin in Thessaly). The carnovores (bears, wolves, foxes, lions, hyaenae of the caves, panthers, wild cats, lynx, etc) either were hunted by men or killed by their game, a well known picture of the cave fauna. In this article, on the basis of the available data, we try to follow the evolution of species from the Lower to the Upper Pleistocene and to present the ecologic framework of each period, regardless of whether or not the bones were found in archaeological contexts.
On the initiative of the Archaeological Service of the Fribourg canton (Switzerland, in charge: D. Ramseyer) an International Meeting was held at Marigny (Chalain Lake France) on the 29th and 30th of September 1994, in cooperation with the Direction of Conservation of Museums of Jura Region (France, in charge: M.- J. Lambert). The topic of the meeting was: Archaeology and Erosion. Protective Measures for the Preservation of Lakeside, Settlements. The organizers' objective was to facilitate the contact between specialists, in conservation on the one hand and in preserving sites of ecologic and archaeological significance on the other. In this meeting the first of its kind in Europe, expert scientists were participating who had taken protective measures for stemming lake-shore erosion and preserving archaeological sites in riparian, underwater and marshy areas. The significance of these Prehistoric sites is unique, both for the international cultural heritage and science, since the objects and architecturai structures made of organic materials, mainly wood, have been preserved in an excellent state due to the humid conditions of their environment; thus, the method of dendrochronology can be successfully applied for the accurate dating of these finds. The scientific reports and discussions were targeting to the evaluation of the preservation efforts and to the improvement of the systems tested so far. Even if the results were not always positive, their presentation helped so that the same mistakes to be avoided in the future. The evaluation of the methods used in various countries and under different environmental conditions proved that each case should have been thoroughly studied before taking any measures; and also that their efficiency should have been sooner estimated. The experience obtained so far is based on experimentations which are, however, susceptible of criticism and improvement. Needless to say, that it is extremely difficult to be decided to which of the numerous sites, endangered by erosion, must be given the first priority.
Αλχημιστής βασανιζόμενος δια να αποκαλύψη το μυστικόν του, 1541 Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Αλχημία ερευνάται η σχέση αυτής της επιστήμης με την αρχαία φιλοσοφία και η εξέλιξή της στην αρχαιότητα. Μεταξύ των έργων των αρχαίων φιλοσόφων περιλαμβανόταν πάντοτε και μια πραγματεία περί Αρχής Μίας, που έγινε Αρχημία και στη συνέχεια Αλχημία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Πλάτων, στον Τίμαιο, μας παρέχει ένα πλήρες έργο αλχημίας. Ωστόσο, η Αλχημία ως όρος και ως πρακτική αναφαίνεται ξαφνικά την περίοδο της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αναπτύσσεται στο Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια της απόκρυφης διδασκαλίας. Για τους αλχημιστές είχαν σημασία τα σύμβολα, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ενσωμάτωναν τη φύση των ουσιών. Ξεχωριστή θέση κατείχε η αναζήτηση της αιώνιας ζωής διαμέσου των δυνάμεων ή ορισμένων διεργασιών συγκεκριμένων υλικών - όπως η φιλοσοφική λίθος ή η μεταστοιχείωση των αγενών μετάλλων σε χρυσό. Οι αλχημιστές ακολουθώντας τις διδαχές των αρχαίων φυσικών φιλοσόφων προσπαθούσαν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους. Οι αλχημιστικές θεωρίες μεταβιβάστηκαν στους Άραβες και τους δυτικούς συγγραφείς του Μεσαίωνα. Όμως, η Αλχημία έγινε κάποια στιγμή ωφελιμιστική επιστήμη, αποσκοπώντας στην μετατροπή μετάλλων σε χρυσό ή στην εύρεση του αρχικού στοιχείου που θα χάριζε την αιώνια νεότητα. Οι άρχοντες χρησιμοποιούσαν τους αλχημιστές για δικό τους όφελος , δίνοντάς τους τη δυνατότητα να έχουν εργαστήρια για τα πειράματά τους αλλά κρατώντας τους ως ομήρους.
Οστάνης ο Μήδος, δάσκαλος του Βώλου της Μένδης, μικρογραφία του 17ου αι. Φαινομενικά, η ιστορία της Αλχημίας είναι αρκετά σκοτεινή, εφόσον είναι μια επιστήμη χωρίς αποδεδειγμένη φανερή αξία. Αναφαίνεται ξαφνικά στους χρόνους της πτώσεως του ρωμαϊκού κράτους, τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες, και διαμέσου μυστηρίων και συμβόλων αναπτύσσεται κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, χωρίς ποτέ να ξεπερνά τα όρια απόκρυφης διδασκαλίας η οποία εδιώκετο και, οι χειριστές της, επιστήμονες και φιλόσοφοι, συγχέονταν με μανιακούς και αγύρτες, κάποτε και με εγκληματίες. Οι περισσότεροι μελετητές της Αλχημίας, ως αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες γι’ αυτήν, δέχονται σχετικά αποσπάσματα Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων των πρωτοχριστιανικών αιώνων, όπως και τους ελληνιστικούς παπύρους της Αιγύπτου, που φυλάσσονται στη Λυών και γράφτηκαν τον 3ο και 4ο αιώνα. Ανάλογα είναι και τα αλχημικά ελληνικά χειρόγραφα που φυλάσσονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, από την εποχή του Φραγκίσκου Α΄, καθώς και ποικιλία, ελληνικών πάλι, χειρογράφων σε περγαμηνές, του 10ου έως και 12ου αιώνα, τα οποία βρίσκονται στην Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Τα κείμενα των περισσοτέρων συγγραφέων και οι πραγματείες που περιέχονται στα χειρόγραφα αυτά, υπάρχουν και σε παπύρους του 8ου αιώνα, γραμμένα από πολυγράφους Βυζαντινούς και Άραβες. Είναι ενδιαφέρουσα η αντιπαραβολή αυτών των κειμένων προς τα κείμενα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους και άλλων Ελλήνων φιλοσόφων, ακόμα και προσωκρατικών, διότι δίνει απροσδόκητες διασαφηνίσεις σχετικά με τις θεωρίες των πρώτων αλχημιστών.
Ο Περσεύς ελευθερώνει την Ανδρομέδα, λεπτομέρεια από τοιχογραφία της Πομπηίας (Εθνικο Μουσείο Νεαπόλεως) Μέσα από την προϊστορική παράδοση εξηγείται το παλαιότερο ερώτημα στην ιστορία του ανθρώπου, το πρόβλημα της αρχής του κόσμου, της πρώτης Αρχής − ο όρος Αρχή, έννοια πολυσήμαντη, δηλώνει τη χρονική αρχή αλλά και την αιτία. Διερευνώνται οι απαρχές της Αλχημίας στην ποίηση, τη μαντική και τη φιλοσοφία, κυρίως στις θεογονίες και τις κοσμογονίες, αλλά και στις θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων. Γίνεται αναφορά στην πρώτη ομάδα αλχημιστών, η οποία περιλαμβάνει πρόσωπα μυθικά, θεία: τον Ερμή, την Ίσιδα και τον Αγαθοδαίμονα. Τα ονόματα αυτά συνδέονται με την Αίγυπτο, με τους λεγόμενους Γνωστικούς και τον Ποιμάνδρη. Οι αλχημιστές στο εργαστήριό τους είχαν όλα τα στοιχεία της δημιουργίας –γη, ύδωρ, αέρα και πυρ– στην διάθεσή τους. Με έναν πολυποίκιλο εξοπλισμό από φιάλες και καμίνια, πλούτιζαν την γνώση τους στην μαγεία της χημείας με αλλεπάλληλα πειράματα, τα οποία τους έδωσαν την ευκαιρία να ερμηνεύσουν τα θαύματα που έβλεπαν, σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, όπως το φυσικό, το πνευματικό και το ψυχικό. Γι’ αυτούς, η επιστήμη και η θρησκεία ήταν ένα και συνόψιζαν τις ανακαλύψεις που έκαναν στα εργαστήριά τους, με σύμβολα, τα οποία ανεφέροντο στην ψυχή, το σώμα και το πνεύμα. Η σκοπιά τους ήταν καθολική. Δεν κατεκερμάτιζαν και εξειδίκευαν την γνώση τους, όπως κάνει ο σημερινός επιστήμων, αλλά έβλεπαν το σύνολο της φύσεως με ανθρώπινους όρους, σαν μια μεγάλη κοινότητα προσωπικοτήτων, οι οποίες ζούσαν, σκέπτονταν, αισθάνονταν, απολάμβαναν την ζωή και τελικά, εν γνώσει τους, πέθαιναν για να ξαναϋπάρξουν, έχοντας η καθεμία την φιλοσοφική της λίθο. Για τον κάθε αλχημιστή η λίθος του ήταν κάτι σαν το λυχνάρι του Αλαντίν: μπορούσε να μεταστοιχειώσει τα αγενή μέταλλα σε χρυσό και τους πυριτόλιθους σε πολύτιμα πετράδια, αλλά και να κάνει τα φυτά, τα άνθη και τα δέντρα να αναπτύσσονται με θαυμαστό τρόπο, να δώσει στον κάτοχό της την ικανότητα να βρίσκει χαμένα πρόσωπα και να επικοινωνεί με τα πουλιά και τα ζώα, ή να ζει άνευ τροφής και να συνομιλεί με τους αγγέλους. Κατά μία νεωτέρα παράδοση, ο Μωυσής, ο Σολομών και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος ήσαν οι μόνοι που κατείχαν αυτή την τελευταία λίθο, διά της οποίας, εντελώς φυσικά, έκαναν αυτά που εμείς σήμερα αποκαλούμε θαύματα.
Τα επτά μέταλλα της γης προσωποποιημένα (Museum hermeticum reformatum, 1678) Στη μελέτη εξηγείται η σημασία των συμβόλων για τους αλχημιστές, καθώς θεωρούσαν ότι οι εικόνες και τα σύμβολα ήταν «πραγματικά» και ότι ενσωμάτωναν την ουσιαστική φύση των ουσιών. Στις απαρχές του πολιτισμού κάθε γνώση έπρεπε απαραιτήτως να φέρει ένα θρησκευτικό και μυστικιστικό ένδυμα, και κάθε φυσική ενέργεια ταυτιζόταν ή αποδιδόταν στους θεούς. Όμως, κάποτε άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι οποιοδήποτε έργο υλοποιείται δυνάμει της ανθρώπινης λογικής, η οποία το προγραμματίζει, και της ανθρώπινης δραστηριότητος, η οποία το υλοποιεί. Τότε εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος στην πορεία της ανθρωπότητας, κατά την οποία ήκμασαν οι λεγόμενες “ενδιάμεσες επιστήμες” της Αστρολογίας, της Αλχημίας, της Δυνάμεως των Λίθων, και της Ιατρικής των φυλακτών. Τα κείμενα του Ομήρου και του Ησιόδου περιέχουν κάποια έντονα στοιχεία ανορθολογισμού, τα οποία δεν συνάδουν με άλλα σημεία που έχουν σαφώς φυσική επιστημονική υπόσταση. Στους ανορθολογισμούς των ομηρικών και ησιόδειων κειμένων, μερικοί βλέπουν τα δείγματα μιας παραπλεύρου της φιλοσοφίας στοχαστικής διεργασίας, η οποία τότε έφερε τον τίτλο «θεία και ιερά τέχνη», αλλά παρέμεινε γνωστή ως Αλχημία. Επίσης μια απλή σύγκριση ορφικών και πυθαγορείων κειμένων με αλχημιστικά συγγράμματα δείχνει καθαρά ότι οι Πυθαγόρειοι υπήρξαν συνεχιστές των Ορφικών, αλλά και ότι οι καθαρτικές τους τελετουργίες παραπέμπουν ασφαλώς στο ιερό έργο της Αλχημίας. Ορισμένοι μελετητές της Αλχημίας διακρίνουν στα αρχαιότατα ελληνικά κείμενα αποσπάσματα αινιγματικά και γριφώδη, σαφώς Αλχημικά. Στην πεποίθησή τους, τους ενισχύει, πέραν της αποκρυφιστικής παραδόσεως, ο πίναξ των συμβόλων της «ιεράς τέχνης», ο οποίος, παραβαλλόμενος με πίνακες συμβόλων ιερογλυφικών, μινωικής γραμμικής γραφής Α και Β, δίδει εμφανώς την ταυτότητα κοινών συμβόλων. Αν δηλαδή συγκρίνουμε τους πίνακες αυτούς με έναν απλό πίνακα αρχαίων αλχημικών συμβόλων στοιχείων, διαπιστώνομε πως το 25% των χημικών συμβόλων του πίνακος ταυτίζονται απολύτως με σύμβολα των μινωικών πινάκων. Εάν συγκρίνομε τα υπόλοιπα αλχημικά σύμβολα, με κάποια ανοχή σε διαφορές μικρών λεπτομερειών, θα αντιληφθούμε ότι και αυτά τα σύμβολα αντιστοιχούν σε ιδεογράμματα ή και σε απλά γράμματα. Το ίδιο συμβαίνει και με πίνακες αλχημικών συμβόλων νεωτέρων εποχών, όπως αυτός του Ισαάκ Νεύτωνος. Σε αυτόν υπάρχουν κάποια νεώτερα σύμβολα, τα οποία προστέθηκαν με την πάροδο των αιώνων και χαρακτηρίζουν ύλες, τις οποίες δεν χρησιμοποιούσαν οι αρχαιότεροι αλχημιστές, αλλά τα βασικά στοιχεία, όπως τα μέταλλα, συμβολίζονται με σύμβολα γραφής της προϊστορικής μινωικής Κρήτης.
Ο θείος Δράκων (H. Reussner, Pandora, 1582) Οι πρώτοι εισηγητές της επιστημονικής αντίληψης του κόσμου, ως προς την πρώτη αρχή του, αλλά και ως προς το γενεσιουργό αίτιο ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος (έζησε περί το 600 π.Χ.) και οι οπαδοί της Ιωνικής Σχολής. Ο Θαλής δεχόταν ότι το ύδωρ ήταν η πρώτη ύλη, από την οποία γεννήθηκαν τα πάντα, ενώ ο σύγχρονός του Αναξιμένης πρέσβευε ως αρχή των πάντων τον αέρα. Αυτός, όταν είναι μανιώδης, γίνεται πυρ και όταν πυκνώνει γίνεται νέφη και ύδωρ, γη και λίθοι. Τις πρώτες αυτές αόριστες ιδέες, οι οποίες μαρτυρούν μια πρώιμη παρατήρηση, διαδέχονται άλλες εμβριθέστερες. Ο Παρμενίδης και οι Ελεάτες, οι οποίοι αναφέρονται από τον Ζώσιμο, δέχονται τη μονιμότητα. Τα πάντα ανάγονται σε ένα Ον, αιώνιο και ακίνητο, και σε αυτό πίστευαν και οι αλχημιστές όταν έλεγαν: «Ένα το παν και από το παν γίνεται το όλο σύνθεμα» ή κατά την εντονότερη έκφραση των μυστικών αξιωμάτων, που είναι γραμμένα στους συγκεντρωτικούς κύκλους του Δράκοντος (ο Αγαθοδαίμων ή θείος Δράκων, ο οποίος προσφωνείται και ως Όσιρις, του οποίου η κεφαλή είναι ο ουρανός, σώμα του ο αιθέρας, πόδια του η γη και το νερό γύρω του ο Ωκεανός, που γεννάει τα αγαθά και τρέφει την οικουμένη), «Ένα είναι το παν και δι’ αυτού το παν και σ’ αυτό το παν και αν δεν έχει το παν δεν είναι τίποτε το παν». Οι αλχημιστές δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ακολουθούν τις διδαχές αυτών των μεγάλων φυσικών φιλοσόφων και να προσπαθούν να αναπαραγάγουν τις συνθήκες δημιουργίας του κόσμου μέσα στους κλιβάνους τους, με τον κατάλληλο συνδυασμό των φυσικών σωμάτων, σύμφωνα με την επιταγή του Ερμού του Τρισμέγιστου «ό,τι είναι επάνω, στον μακρόκοσμο, είναι ακριβώς το ίδιο και κάτω, στον μικρόκοσμο». Έτσι έχουμε τις μονιστικές θεωρίες του νερού (εικ. 7) στον Θαλή, του αέρα στον Αναξιμένη, του πυρός στον Ηράκλειτο και τις πολυαρχικές του φωτός και του σκότους –τουλάχιστον κοσμολογικά– στον Παρμενίδη, του ύδατος, του αέρος, της γης και του πυρός –που συνδυάζονται κάτω από τον ενεργειακό παράγοντα της έλξης και της απώθησης, με τις προσωποποιημένες δυνάμεις της αγάπης και του μίσους– στον Εμπεδοκλή. Ακόμα τη θεωρία των πραγμάτων και του ρυθμιστή νου, στον Αναξαγόρα. Τέλος, ως απάντηση στην ελεατική θεωρία και θέση του όντος και του μη όντος, τη θεωρία των ατόμων και του κενού στον Δημόκριτο. Ο αρχαιότερος κατάλογος των Ελλήνων αλχημιστών, οι οποίοι απέκτησαν καθολικό κύρος, των Οικουμενικών, όπως τους αποκαλούσαν οι σύγχρονοί τους, είναι αυτός του Ανεπιγράφου Φιλοσόφου (Βιβλιοθήκη της Λυών, χφ. 2327, φ. 169, χφ. Αγίου Μάρκου, φ. 79): «Αφού προηγουμένως δώσαμε τα θεωρήματα της χρυσοποιίας, θα προχωρήσουμε στους κορυφαίους της τέχνης αυτής. Πρώτος είναι ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, όπως λέγεται, που πήρε την προσωνυμία διότι προσέθεσε τρεις δυνάμεις ενεργείας στη χρυσοποιία, αλλά και πέρα από αυτήν διέκρινε τα όντα σε τρεις διαστάσεις. Αυτός είναι ο πρώτος συγγραφέας του μεγάλου τούτου μυστηρίου». Στον κατάλογο αυτόν, τα ονόματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων θεωρούνται και ονόματα πραγματικών αλχημιστών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρονται στις περισσότερες πραγματείες που σώζονται.
Το έτος του Μέτωνος, σύμφωνα με μεσαιωνική απεικόνιση (Lamber de Saint-Omer, Liber Floridus, περ. 1120)
Χάρτης της Κύπρου (G. Hill, A History of Cyprus, τ. 1) Με αφορμή το όνομα της πόλεως της Λεμεσού (προέλευση και σημασία) και αφού αποδειχθεί ικανοποιητικά, μέσα από την εξέταση της βυζαντινής χειρόγραφης παράδοσης, ότι το αρχικό μόρφημα ήταν Νεμεσός και προήλθε από ένα ιερό Νεμέσεως των ελληνορωμαϊκών χρόνων, γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η θέση του Αγίου Τύχωνα, στις βορειοανατολικές παρυφές της αρχαίας Αμαθούντος, καθώς επίσης να διευκρινιστεί χρονολογικά η έναρξη της λατρείας της Νεμέσεως στην Κύπρο και να αποκωδικοποιηθεί η πολιτισμική σημασία της. Όλες οι επιμέρους ενδείξεις συγκλίνουν στο λογικό συμπέρασμα ότι τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία της κλασικής Αθήνας κατά την περίοδο των αγώνων του Κίμωνος περί την Κύπρον (470/69-451 π.Χ.) έδωσαν μετά το θάνατό του στο Κίτιο και τη συνθήκη του Καλλία (449 π.Χ.) την έμπνευση για την εικαστική μεταμόρφωση και την εξιδανικευμένη μεταστοιχείωση της ιδέας της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, όπως εκφράζεται διά στόματος Περικλέους μέσα από τον Θουκυδίδη (Β62), στον αγαλματικό τύπο της Νεμέσεως του Ραμνούντος. Το ανάθημα πρέπει να στήθηκε ένα δυο χρόνια μετά το θάνατο του Περικλέους, όταν η Αθήνα ήλπιζε ακόμη πως θα εξέλθει νικήτρια από τον εμφύλιο πόλεμο. Απομένει να διασαφηνιστεί το κυπριακό σκέλος του προβλήματος, στο ιερό της Αφροδίτης στην Αμαθούντα και στο ιερό του Απόλλωνος Υλάτη στο Κούριο.
Άποψη της έκθεσης, ενότητα Ο Χρυσός των Μακεδόνων Με αφορμή τη χρήση των θεματικών ενοτήτων στην επανέκθεση του ανακαινισμένου Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (2001-2006, βλ. Αρχαιολογία και Τέχνες 102 (2007), σ. 73-82) διαπιστώνεται ότι η παρουσία των τριών στοιχείων που τις αποτελούν (αντικείμενο-έκθεμα, κείμενο, εικόνα, δηλαδή σχέδιο, φωτογραφία, χρήση ηλεκτρονικών μέσων) αποτελεί όχι μόνο το πλέον επικοινωνιακό μέσο για την προσέγγιση του παρελθόντος, αλλά και τον καταλληλότερο μηχανισμό για την εφαρμογή στην πράξη θεωρητικών απόψεων για το παρελθόν.
Ξενία Μυκόνου, αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης, 1960 Μετά το 1950 η Ελλάδα θα εισέλθει στην λεγόμενη περίοδο της «Ανασυγκρότησης» κατά την οποία, θα κατασκευσθούν αξιόλογα αρχιτεκτονικά έργα.Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα έργα του Δημήτρη Πικιώνη, όπως η διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη και το λόφο του Φιλοπάππου, η Παιδική Χαρά στη Φιλοθέη, η οικία Ποταμιάνου στην Φιλοθέη, και η οικία Γκαρή στο Ψυχικό. Ο αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης θα σχεδιάσει τα Ξενία Άνδρου, Καλαμπάκας και Μυκόνου,τα αρχαιολογικά μουσεία Ιωαννίνων και Κομοτηνής καθώς και τις μονοκατοικίες στο Παγκράτι και την Ανάβυσσο. Ενας νέος αρχιτέκτονας ο Νίκος Βαλσαμάκης, θα σχεδιάσει μία σειρά κτηρίων με τις αρχές του μοντέρνου κινήματος, όπως το Ξενοδοχείο «Αμαλία» και οι πολυκατοικίες στις οδούς Σεμιτέλου 5, Σεμιτέλου & Βας.Σοφίας, Μαυρομματαίων 41 στην Αθήνα, καθώς και μια σειρά μονοκατοικιών, όπως την οικία Λαναρά στην Ανάβυσσο και την οικία της οικογενείας του στην Φιλοθέη. Σημαντικά είναι τα έργα του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, όπως το εργοστάσιο FIX οι μονοκατοικίες στο Ψυχικό, την Γλυφάδα, και το Καβούρι, το Θέατρο του Λυκαβηττού, και το Γυμνάσιο-Λύκειο του Αγίου Δημητρίου Αττικής.Στα πλαίσια της τουριστικής ανάπτυξης της Αττικής, θα κατασκευασθούν δύο πολύ σημαντικά ξενοδοχεία, το Χίλτον στην Αθήνα από τους αρχιτέκτονες: Εμ.Βουρέκα – Πρ.Βασιλειάδη & Σπ.Σταϊκο, και το Μόντ Παρνές στην Πάρνηθα από το αρχιτέκτονα Παύλο Μυλωνά. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950-60 θα προκηρυχθούν σημαντικοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί. Όπως αυτός για την Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα των αρχιτεκτόνων Δ.Φατούρου – Ν.Μουτσόπουλου & Π.Μυλωνά, για το συγκρότημα της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ των αρχιτεκτόνων Ν.Δεσσύλα – Δ.Κονταργύρη – Α.Λαμπάκη & Π.Λουκάκη, και για το συγκρότημα της Νομικής και Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ με αρχιτέκτονες τους Κ.Παπαϊωάννου & Κ.Φινέ. Επίσης για την Θεολογική Σχολή στην Αθήνα με αρχιτέκτονες τους Λ.Καλυβίτη & Γ.Λεονάρδο, και τον επιβατικό σταθμό του Ο.Λ.Π στον Πειραιά με τους αρχιτέκτονες Ι.Λιάπη & Η.Σκρουμπέλο. Ιδιαίτερα σημαντικά από τα έργα της περιόδου είναι τα δύο (2) κτήρια που σχεδιάστηκαν από δύο αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης. Πρόκειται για την Αμερικανική Πρεσβεία του Walter Gropius και τον επιβατικό σταθμό στο Ανατολικό Αεροδρόμιο του Ελληνικού Αττικής του Eero Saarinen.
Άποψη του κτιρίου από την οδό Δημ. Πολιορκητού Η μελέτη αφορά κτίριο που χτίστηκε περίπου το 1900, αποτελεί νεότερο μνημείο, ενώ έχει χαρακτηριστεί έργο τέχνης. Η θέση του, στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, αποτελεί τμήμα του ευρύτερου αστικού κέντρου της πόλης και έναν από τους πιο αξιόλογους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πυκνοδομημένη περιοχή σήμερα, που οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι κατοικείται συστηματικά επί Τουρκοκρατίας. Το κτίσμα αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες (ισόγειο, πρώτος και δεύτερος όροφος) και στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικοπέδου υπάρχει διαμορφωμένος αύλειος χώρος. Το ισόγειο είναι μικτής χρήσης, κατοικία και αποθήκες (παλαιότερα καταστήματα). Καθένας από τους δύο ορόφους αποτελεί και ξεχωριστό διαμέρισμα-κατοικία. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου δεν πηγάζουν μόνο από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των κτιρίων στην Άνω Πόλη, αλλά και από το νεοκλασικισμό. Το εξωτερικό του κτιρίου είναι αρχιτεκτονικά από τα πιο ενδιαφέροντα στην Άνω Πόλη με την ύπαρξη του διπλού σαχνισιού να εντυπωσιάζει στην κύρια όψη. Η πλάγια όψη χαρακτηρίζεται από έντονη διακοσμητική διάθεση. Αντίθετα με το εξωτερικό, το εσωτερικό του κτιρίου παραξενεύει με τη λιτότητά του. Κατασκευαστικά και ως προς τον κατακόρυφο άξονα, το κτίριο αποτελείται από φέρουσα τοιχοποιία (συνδυασμός λιθοδομής, τοίχων από τσιμεντόλιθους και τσατμά), ενώ ως προς τον οριζόντιο άξονα ο φέρων οργανισμός μορφώνεται από ξύλινες ή σύνθετες δοκούς. Το πιο σημαντικό πρόβλημα του κτιρίου αφορά το δομικό του οργανισμό. Πρόκειται για την απόκλισή του από την κατακόρυφο, γεγονός που συνεπάγεται μια σειρά προβλημάτων (απομάκρυνση των εγκάρσιων τοίχων, παραμόρφωση ανοιγμάτων). Η χρήση του κτιρίου προτείνεται να διατηρηθεί. Έτσι, εφόσον αντιμετωπιστούν όλα τα δομικά και αισθητικά του προβλήματα, θα εξασφαλιστεί η παράταση ζωής ενός κτιρίου και ως μνημείου της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αλλά και ως βιώσιμος χώρος, που αποτελούσε άλλωστε και τον πρωταρχικό του στόχο.
Οικία Β. Καραγιάννη (πρώην Αυγουστάκη). Γενική άποψη της ανασκαφής Από τις συνηθέστερες εφαρμόσιμες λύσεις στη διατήρηση αρχαιολογικών καταλοίπων κατά τη διάρκεια κυρίως σωστικών ανασκαφών είναι η κατάχωση των αρχαίων, ύστερα από λεπτομερή καταγραφή, φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση. Η ανεύρεση τέχνεργων υψηλής αισθητικής, όπως περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων, οδηγεί συχνά τους ανασκαφείς σε διλήμματα για την in situ διατήρησή τους σε έναν ευρύτερο διαμορφωμένο, αλλά απαλλοτριωμένο αρχαιολογικό χώρο ή την απομάκρυνσή τους από τον ανασκαφικό χώρο ύστερα από την αποκόλλησή τους, για την οποία απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εξεύρεση της καλύτερης και εφικτότερης τεχνικής μεθόδου απόσπασής τους. Στο παραπάνω περιγραφόμενο πλαίσιο, σε σωστική ανασκαφή στην πόλη της Ρόδου, αποφασίστηκε η κατάχωση των αρχαίων και η αποκόλληση των περίτεχνων ψηφιδωτών δαπέδων κατά τμήματα, τα οποία μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια συντήρησης της ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με άμεσο στόχο τη μουσειακή έκθεσή τους.
Γενική άποψη της περιοχής Κάβος με το τζαμί Από τον Ιούλιο του 2007 λειτουργεί στο μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί), στο Καστελλόριζο, μόνιμη έκθεση της ιστορικής συλλογής του νησιού. Αποτελείται κυρίως από έγγραφα και φωτογραφίες, που σχετίζονται με τη νεότερη ιστορία του, από τον 19ο αιώνα ως την καταστροφή του το 1943 και την ενσωμάτωσή του με την Ελλάδα το 1948. Η έκθεση εστιάζει στην εποχή της αλλοτινής ακμής του Καστελλορίζου, τότε που ήταν μία από τις πιο αξιόλογες ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο, με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων και στην εποχή της παρακμής που ακολούθησε, σηματοδοτούμενη από το έντονο ρεύμα μετανάστευσης και τις διαδοχικές καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων.
Το Γαλαξίδι με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που δεσπόζει Η συντακτική επιτροπή του περιοδικού σκέφτηκε πως θα ήταν ευχάριστο για τους αναγνώστες μας να βρίσκουν κάθε τόσο μια πρόταση για εκδρομή. Μια εκδρομή σε γνωστά μέρη που όμως θα τους αποκαλύψει κάτι καινούργιο! Για πρώτο προορισμό διαλέξαμε το Γαλαξίδι, γνωστό για το στόλο του, από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, αλλά με άγνωστη ιστορία κατά την αρχαιότητα. Στην παρουσίαση θα βρείτε χρήσιμες πρακτικές πληροφορίες (πού να μείνετε ή πού να φάτε...), την ιστορία της πόλης και της περιοχής αλλά και τα αξιοθέατα που μπορείτε να επισκεφθείτε.
Αρχική οθόνη του Achemenet Το δίκτυο Achemenet είναι αφιερωμένο στο περσικό βασίλειο κατά την περίοδο των Αχαιμενιδών (περίπου 550-330 π.Χ.), από την ίδρυση δηλαδή της βασιλικής δυναστείας από τον Κύρο έως την κατάκτησή του από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο δικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε το 2000 από τον Pierre Briant, καθηγητή στην έδρα της ιστορίας και του πολιτισμού του Αχαιμενιδικού βασιλείου και της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου στο Collège de France. Το περιεχόμενο γράφουν και επιμελούνται ο P. Briant και οι συνεργάτες του, μέλη ενός διεθνούς δικτύου ερευνητών. Οι ιστοσελίδες διατίθενται στα γαλλικά και τα αγγλικά, σε ελεύθερη πρόσβαση.
Το σμιλεμένο σανδάλι που οδήγησε τους επιστήμονες στη σκέψη ότι πρόκειται για άγαλμα του αυτοκράτορα Αδριανού. Ειδήσεις: Λαθρανασκαφές στην περιοχή του Ολύμπου, άγαλμα του Αδριανού, ανασκαφές Δεσποτικού, αναστήλωση του Παρθενώνα, νεώσοικοι Μικρολίμανου, κ.ά. Εκθέσεις: Ιόνιο Πέλαγος, Τουταγχαμών στο Βρετανικό Μουσείο, Κρυμμένο Αφγανιστάν. Συνέδρια: Αρχιτεκτονική παράδοση την Εποχή του Χαλκού, Αρχαιολογικό έργο των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, Τεκμηρίωση, ψηφιοποίηση και ανάδειξη των Συλλογών της Αμερικανικής Σχολής, Ακρωτήρι Θήρας. Διαλέξεις: Διαλέξεις Απριλίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, Δρακόσπιτα, Αρχαία Άργιλος, κ.ά. Βιβλία: Martin Jones, Feast-Why humans share food, Μιχάλης Τιβέριος,Όψεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. (Αν)επίκαιρες αρχαιογνωστικές συμβολές, Carl Blegen, Marion Rawson, Οδηγός στο Ανάκτορο του Νέστορα, κ.ά.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Στα Αρχαιομετρικά Νέα μπορείτε να διαβάσετε: - Γεωαρχαιολογικές μελέτες: νέες τάσεις - KENTRO: Το ενημερωτικό δελτίο του INSTAPEC - Θερινό σχολείο για τα αρχαία μέταλλα στο UCLA - Το 37ο Διεθνές Συμπόσιο Αρχαιομετρίας (ISA 2008), 12 - 18/5/2008 - Άλλα συνέδρια με ενδιαφέρον για την αρχαιομετρία
Το λογότυπο του περιοδικού. Το τεύχος 135 εγκαινιάζει μια σειρά αφιερωμάτων στις ξένες αρχαιολογικές σχολές οι οποίες έχουν παράρτημα στην Ελλάδα, παρουσιάζοντας το έργο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, της παλαιότερης όλων. Έρχεται μάλιστα σε μια σημαδιακή στιγμή — την πλέον ταιριαστή, όπως φαίνεται. Αυτή την άνοιξη γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, η οποία υπήρξε η αφορμή να εγκατασταθούν επίσημα στη χώρα μας οι λάτρεις και μελετητές του ελληνικού πολιτισμού από άλλες χώρες. Αυτό είναι ένα τεύχος φιλίας. Φιλίας ανάμεσα σε έθνη, φιλίας ανάμεσα σε ανθρώπους. Όλο το τεύχος έχει μεταφραστεί από τα γαλλικά από τη φίλη μου, Κατερίνα Γούλα. Η αγάπη για τη γαλλική γλώσσα ένωσε τους δρόμους μας πριν από πολλά χρόνια. Σήμερα διαπιστώνω πόσο σπουδαίο δώρο είναι να έχει κανείς στη ζωή του ανθρώπους με τους οποίους να επιζητά συνεχώς το κοινό έδαφος, με απόλυτο σεβασμό πάντα στην αμοιβαία ελευθερία. Ο φίλος μάς βλέπει καθαρά. Η ματιά του είναι απαλλαγμένη από τις προσδοκίες που έχουν από εμάς όσοι βρίσκονται πιο κοντά στον πυρήνα της ζωής μας. Η ευημερία μας είναι το τέλος των προσδοκιών του. Ας γίνει εδώ μια μνεία σε όλους αυτούς τους οποίους ξεχωρίζουμε και μας ξεχωρίζουν απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, βλέπουμε αμφότεροι αυτό που είναι ο άλλος και το αγκαλιάζουμε. Ας γίνει μια μνεία στη φιλία την ίδια.
H Veronique Chankowski (φωτ.: EFA, Ειρήνη Μίαρη). Παθιασμένη με τη μελέτη της αρχαίας Ελλάδας, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Λυόν 2, δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγαπημένη της Γαλλική Σχολή Αθηνών με την οποία την συνδέουν παλιοί δεσμοί. Η επιπρόσθετη ικανότητά της στον συντονισμό διεθνών προγραμμάτων σμίλεψαν μια ιδανική υποψηφιότητα για τη διεύθυνση της πρώτης ξένης Σχολής που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Μια μεγάλη Σχολή με αδιαμφισβήτητο γόητρο. Μια παγιωμένη ελληνογαλλική σχέση σφυρηλατημένη μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας.
Η κρίση του Πάρη. Ψηφιδωτό δάπεδο (μάρμαρο, ασβεστόλιθος και υαλόμαζα), από την Οικία με το Αίθριο στην Αντιόχεια επί Ορόντου (σημερινή Αντάκυα, Τουρκία), περ. 115-150 μ.Χ. Ύψος: 1,86 μ., πλάτος: 1,86 μ. Παρίσι, Λούβρο. Φωτ.: © 2013 Musée du Louvre / Thierry Ollivier. Αφροδίτη της Μήλου, Νίκη της Σαμοθράκης. Το σημερινό Τμήμα Ελληνικών, Ετρουσκικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Λούβρου ιδρύθηκε το 1793 και καλύπτει το σύνολο του ελληνορωμαϊκού κόσμου της Μεσογείου. Πρόκειται για μια από τις ωραιότερες και πιο ολοκληρωμένες συλλογές αρχαίας ελληνικής τέχνης. Οι αρχαιολογικές αποστολές από τον 19ο αιώνα το εμπλουτίζουν κυρίως με τμήματα αρχιτεκτονικών γλυπτών. Το ιστορικό της συγκρότησης του Τμήματος μάς το αφηγείται ο πλέον αρμόδιος, ο ίδιος ο διευθυντής του Μουσείου του Λούβρου.
Το λογότυπο της Γαλλικής Σχολής Αθηνών. Οι αποστολές της Γαλλικής Σχολής Αθηνών από την ίδρυσή της έως σήμερα.
Ο Ναός του Διός στον Στράτο της Ακαρνανίας που ανασκάφηκε από τον A. Joubin (Απρ.–Ιούλ. 1892) / EFA 2806. Η Γαλλική Σχολή Αθηνών είναι κυρίως γνωστή για τις μεγάλες ανασκαφές που έχει πραγματοποιήσει στη Δήλο, στους Δελφούς, στη Θάσο, στους Φιλίππους και στα Μάλια. Αυτές οι μεγάλες επιχειρήσεις επισκιάζουν πολυάριθμες έρευνες, λιγότερο λαμπερές εκ πρώτης όψεως, πολύ χαρακτηριστικές όμως της προσήλωσης του ιδρύματος στις ποικίλες και άγνωστες όψεις του ελληνισμού. Αυτές οι έρευνες εκτός των μεγάλων αρχαιολογικών χώρων μαρτυρούν επίσης την πρωτοκαθεδρία της «αυτοψίας» ή της έρευνας πεδίου στις αποστολές των επιστημονικών μελών της Σχολής.
Η τούμπα του Ντικιλί Τας. Σε πρώτο πλάνο, το ρωμαϊκό ταφικό μνημείο (φωτ.: Pascal Darcque). Το χρονικό των ανασκαφών μιας γαλλοελληνικής συνεργασίας συμπλέκεται με την ιστορία μιας προϊστορικής τούμπας στην ανατολική Μακεδονία. Η τούμπα, που είναι από τις μεγαλύτερες στα Βαλκάνια και από τις θέσεις της Νεολιθικής εποχής με την παλαιότερη και την πιο σταθερή κατοίκηση, αναμένεται να απαντήσει και στα ερωτήματα που θέτει η νεολιθικοποίηση της περιοχής στο β΄ μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. Με ποιες τεχνογνωσίες έφτασαν οι πρώτοι αγρότες στην Ευρώπη;
Ακραιφία, Πτώιον: το μεσαίο άνδηρο μετά τις ανασκαφές. Φωτ.: EFA / M. Holleaux, 1891. Οι επιστημονικές αποστολές στη Βοιωτία, στα τέλη του 19ου αιώνα, εύστοχα χαρακτηρίζονται ως η πρώτη «μεγάλη ανασκαφή» της Γαλλικής Σχολής. Οι πρώτοι ερευνητές, με συστηματικότητα και μεθοδικότητα, ανέσκαψαν, μελέτησαν και δημοσίευσαν —συχνά μετ’ εμποδίων— τα ευρήματά τους, ιδίως τις επιγραφές και τα γλυπτά. Οι αποστολές κατευθύνθηκαν στο Πτώιον, όπου βρίσκονται το ιερό και ο ναός του Απόλλωνα Πτώου, στις Θεσπιές, στην Κοιλάδα των Μουσών, στο Καστράκι, στην πόλη της Ακραιφίας.
Αεροφωτογραφία της περιοχής της Αμαθούντας από τα δυτικά, 1991. Φωτ.: P. Aupert / EFA (Φωτογραφικό αρχείο, Υ.1530). Έπειτα από αιώνες εγκατάλειψης, ο οικισμός της Αμαθούντας (αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ.) οργανώθηκε γύρω από μια ακρόπολη, με το ιερό της Μεγάλης Θεάς στην κορυφή της και το βασιλικό ανάκτορο χτισμένο στα μισά του λόφου. Κυρίαρχη γλώσσα φαίνεται πώς ήταν η ετεοκυπριακή, χαρακτηριστική της Αμαθούντας κατά την Κλασική περίοδο. Γιατί η γλώσσα αυτή επιβίωσε μόνο στην Αμαθούντα; Είναι άραγε οι «ανυπότακτοι» Αμαθούσιοι οι απόγονοι του προελληνικού πληθυσμού του νησιού;
Μάλια. Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου, ο Βορράς αριστερά (G. Cantoro). Στα Μάλια η Γαλλική Σχολή επικεντρώνεται στην επιφανειακή έρευνα της πεδιάδας, στην ανασύσταση του αρχαίου τοπίου και στη μελέτη και ανασκαφή διαφόρων κτηρίων στον αρχαιολογικό χώρο. Στον Ανάβλοχο, μια κοινότητα στο λυκαυγές των πρώτων πόλεων, οι πρόσφατες αποστολές διερευνούν ταυτόχρονα χώρους κατοίκησης καθώς και ταφικούς και θρησκευτικούς χώρους. Οι έρευνες στη Δρήρο ανέδειξαν την ελληνιστική φάση μιας ισχυρής πόλης, με μνημειακό πολιτικό κέντρο και με σημαντικό αστικό σύνολο.
Ψηφιδωτό από την Οικία των Προσωπείων: στην κεντρική σκηνή ο Διόνυσος ιππεύει πλαγίως έναν πάνθηρα ανάμεσα σε δύο Κενταύρους (© EFA). Η Δήλος είναι ο μεγαλύτερος αρχαιολογικός χώρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα το μικρότερο νησί της στο οποίο ιδρύθηκε πόλη−κράτος. Η διαδρομή μας έχει ως σημείο εκκίνησης το δυτικό παραλιακό μέτωπο, την αγορά και το ιερό του Απόλλωνα. Η διαδρομή συνεχίζει με τις Συνοικίες της Λίμνης, του Σταδίου και του Ινωπού για να καταλήξει στον Κύνθο και στη Συνοικία του Θεάτρου. Στις οικιστικές περιοχές και στην εμπορική ζώνη του δυτικού παραλιακού μετώπου, όλα τα σπίτια και όλα τα καταστήματα χτίστηκαν ή ανασκευάστηκαν ευρύτατα στο β΄ μισό του 2ου αιώνα π.Χ. ή στις πρώτες δεκαετίες του 1ου αιώνα π.Χ. Πολύ πιο σημαντική είναι η χρονολογική διαφοροποίηση των μνημείων που βρίσκονται εντός των ιερών αλλά και των δημοσίων κτηρίων που είναι διάσπαρτα στην πόλη. Στη Δήλο του 100 π.Χ., νεότερα σπίτια και εμπορικά κτήρια συνυπήρχαν με μια δημόσια αρχιτεκτονική κληρονομιά που είχε σωρευτεί από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης. Στην Ελλάδα, Αρχαιολογική Υπηρεσία και αρχαιολογικός νόμος είναι από τους παλαιότερους στην Ευρώπη. Από την ίδρυσή του, το νέο κράτος επένδυσε στην αρχαιολογική κληρονομιά για να αναδείξει την πολιτισμική και εθνική ταυτότητα των Ελλήνων. Η στάση αυτή λειτούργησε ανασταλτικά στις διαδικασίες ανάπτυξης της αρχαιολογίας και των αντίστοιχων πανεπιστημιακών σπουδών. Σήμερα πλέον η Αρχαιολογική Υπηρεσία έχει άμεση ανάγκη αλλαγών και εκσυγχρονισμού. Στη δεκαετία του 1980 η Υπηρεσία βρέθηκε για πρώτη φορά με τόσο πολλούς αρχαιολόγους χάρη σε δυο συνεχείς διαγωνισμούς και τη μονιμοποίηση εκατό αρχαιολόγων που δούλευαν ως τότε αποσπασματικά. Ωστόσο, η ανάγκη προβολής της πολιτισμικής κληρονομιάς, που είχε αρχίσει να απασχολεί ένα αυξανόμενο κοινό, βρήκε την Υπηρεσία απροετοίμαστη. Ό,τι είχε καθυστερήσει λόγω έλλειψης προσωπικού και επιστημονικής δεοντολογίας έγινε ξαφνικά ιδιαίτερα πιεστικό. Στις ανασκαφές, στη συντήρηση και την αναστήλωση, που πραγματοποιεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία με αυτεπιστασία, διαπιστώνεται ένα διπλό πρόβλημα: οι παλαιοί τεχνίτες, εργάτες και φύλακες έχουν φύγει χωρίς να έχει ληφθεί πρόνοια να διαμορφωθούν καινούριοι επαγγελματίες. Όπως και σε άλλους τομείς της ελληνικής κοινωνίας, η μετάβαση από έναν παραδοσιακό τρόπο δουλειάς σε έναν ορθολογιστικό δεν κατορθώθηκε. Ο ανορθολογισμός που χαρακτηρίζει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, η αντίσταση στις αλλαγές, η απογοήτευση και η περιθωριοποίηση των στελεχών της οδηγούν μια ιστορική Υπηρεσία σε μαρασμό. Παραδείγματα από την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία δείχνουν λύσεις που δόθηκαν σε χώρες με ανάλογη δυσκινησία των παλαιών τους υπηρεσιών. Ακολουθεί αναλυτικό σχεδιάγραμμα των Διευθύνσεων και των Εφορειών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με τα στοιχεία επικοινωνίας τους.
Η Αρχαιολογική Εφημερίς, το κύριο επιστημονικό όργανο της Αρχαιολογικής Εταιρείας από το 1837. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1837 με πρωτοβουλία του Κωνστ. Μπέλιου. Από το 1859 ως το 1894, γραμματέας της είναι ο Στέφανος Κουμανούδης. Τον διαδέχεται ο Παναγιώτης Καββαδίας (1895-1909, 1912-1920), έπονται οι Γεώργιος Οικονόμος (1924-1951) και Αναστάσιος Ορλάνδος (1951-1979). Από το 1979 ως το 1988, Γεν. Γραμματεύς ήταν ο Γεώργιος Μυλωνάς. Από το 1988, Πρόεδρος της Εταιρείας είναι ο Γεώργιος Σ. Δοντάς και Γενικός Γραμματέας ο Βασίλειος Χ. Πετράκος. Πέρα από το εκδοτικό της έργο, η Εταιρεία έχει τρία ετήσια περιοδικά, τα Πρακτικά, την Αρχαιολογική Εφημερίδα και το Έργον. Από το 1988 εκδίδει και το τριμηνιαίο περιοδικό Μέντωρ.
Μυστράς, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμποτισμένη με τη λατρεία του κλασικού, ο Γεώργιος Λαμπάκης ιδρύει το 1884 τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία Το 1899 ιδρύεται η πρώτη Εφορεία Χριστιανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων και το 1914 το «Χριστιανικόν και Βυζαντινόν Μουσείον». Η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων δημιουργείται το 1977 περιλαμβάνοντας δεκατρείς Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Έργο της είναι η προστασία, μελέτη και ανάδειξη των μνημείων (εκκλησιών, μοναστηριών, αρχοντικών, οικισμών κ.ά.) και των κινητών έργων τέχνης (εικόνων, χειρογράφων, εκκλησιαστικών κεντημάτων κ.ά.) που είναι παλαιότερα του 1830. Η ιδιομορφία του έργου της Διεύθυνσης πηγάζει από τη σύνδεση ναών, μοναστηριών και απειράριθμων εικόνων με τη λατρευτική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Καλαμάτας μετά από τους τελευταίους σεισμούς. Στον Οργανισμό του ΥΠΠΕ (1977), η «αναστήλωση» ορίζεται ως η μελέτη και εκτέλεση «οιουδήποτε τεχνικού έργου συντηρήσεως, στερεώσεως, αναστηλώσεως, αποκαταστάσεως, διαμορφώσεως περιβάλλοντος χώρου και προστασίας των μνημείων». Οι τρεις Διευθύνσεις Αναστηλώσεως του ΥΠ.ΠΟ. είναι αρμόδιες α) για τα Αρχαία Μνημεία (από τα προϊστορικά έως και τα ρωμαϊκά), β) για τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά (μνημεία ως το 1830 και όλα τα εκκλησιαστικά), ενώ γ) η Διεύθυνση Πολιτιστικών Κτηρίων και Αναστηλώσεως Νεοτέρων Μνημείων φροντίζει μεταξύ άλλων και για την αρχιτεκτονική κληρονομιά του Νεότερου Κράτους. Στα αναστηλωτικά έργα, που εκτελούνται είτε με αυτεπιστασία ή με εργολαβίες, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται η λύση των Επιτροπών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της μελέτης και της επέμβασης σε ένα μνημείο, όπως έγινε με τη Συντήρηση των Μνημείων Ακροπόλεως Αθηνών ή του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που μετέχουν σε αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η μόνη όψη της συνεργασίας της Υπηρεσίας με τα Πανεπιστήμια που εκτελούν ερευνητικά προγράμματα με ανάθεση του ΥΠΠΟ, συμμετέχουν σε Διεθνή Συνέδρια και καλύπτουν την ανάγκη για εργαστηριακές έρευνες. «Η διαδικασία της αποκαταστάσεως είναι μια επέμβαση υψηλής εξειδικεύσεως που επιβάλλεται να γίνεται κατ’ εξαίρεση», λέει ο Χάρτης της Βενετίας και συνιστά τη δημοσίευση των σχετικών μελετών, όπως και τη δημιουργία ενός Αρχείου Επεμβάσεων στα μνημεία. Το ζητούμενο της υψηλής εξειδίκευσης δυναμιτίζεται στην Ελλάδα τόσο από την έλλειψη μεταπτυχιακών σπουδών όσο και από τη χαμένη ευκαιρία της μεταλαμπάδευσης των παραδοσιακών τεχνικών από τους παλαιούς τεχνίτες στους νέους. Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ και η Σύμβαση της Γρανάδας διατύπωσαν την αρχή της ολοκληρωμένης διατήρησης (conservation integrée) που εντάσσει τα αναστηλωτικά προγράμματα σε μια γενικότερη πολιτισμική, περιβαλλοντική και χωροταξική πολιτική. Η αρχή αυτή αποτελεί σήμερα την προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή πολιτική προστασίας των μνημείων.
Συντήρηση αρχαιοτήτων. Τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων απαρτίζουν το Τμήμα Συντήρησης και το Τμήμα Έρευνας. Λόγω έλλειψης προσωπικού και εργαστηρίων, το Τμήμα Έρευνας δεν λειτούργησε ποτέ. Οι τριακόσιοι σαράντα τρεις υπάλληλοι του Τμήματος Συντήρησης, που κρατάει συντονιστικό ρόλο, εργάζονται στα διακόσια πέντε περιφερειακά εργαστήρια Μουσείων και Εφορειών, που είναι συνήθως υποτυπωδώς εξοπλισμένα. Απαραίτητη θεωρείται η διάρθρωση της Κεντρικής Υπηρεσίας σε Τμήματα κατά ειδικότητα που θα αντιστοιχούν σε ισάριθμα εργαστήρια. Η Συντήρηση θα περιλαμβάνει: Τμήμα φορητών εικόνων, πινάκων-ελαιογραφιών, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών, ξυλογλύπτων, χειρογράφων-χαρτιού κλπ., υφαντών, οργανικών ανασκαφικών ευρημάτων, μετάλλων, κεραμικών-γυαλιού, λιθίνων. Τα τμήματα αυτά θα συμπληρώνει ένα Τμήμα Εφαρμοσμένης Έρευνας για τη Συντήρηση.
Ο ζωγραφικός διάκοσμος του Ιλίου Μελάθρου μετά από τις εργασίες συντήρησης. Στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Εκτελέσεως Έργων Μουσείων υπάγεται και κάθε νέα κατασκευή που εκτελείται μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους. Τη Διεύθυνση συναποτελούν τα Τμήματα: α) Δημοπρατήσεως, β) Εκτελέσεως και Επιβλέψεως, γ) Ελέγχου και Παραλαβών. Τα έργα της περιλαμβάνουν έργα συντήρησης, συχνά σε μουσεία που δεν έχουν συντηρηθεί ποτέ, έργα βελτιωτικά (συστήματα ασφάλειας και πυρασφάλειας, κλιματισμός κ.ά.) αλλά και τις αναγκαίες επεκτάσεις παλαιών μουσείων εξαιτίας των αυξανόμενων ανασκαφικών ευρημάτων. Επιβλέποντας μικρά έργα σε όλη την επικράτεια, το προσωπικό της Διεύθυνσης αναλώνεται σε συνεχή ταξίδια. Η λύση είναι η Αποκέντρωση των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου. Οι Περιφερειακές Τεχνικές-Αναστηλωτικές Διευθύνσεις που θα δημιουργηθούν θα αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των έργων της περιφέρειάς τους. Παράλληλα, θα μπορούν να συνεργάζονται με κάποιο ιδιαίτερο Τμήμα Συντήρησης Κτηρίων που θα έχει συντονιστικό ρόλο και μένει να δημιουργηθεί.
Corpus Vasorum Antiquorum, σειρά που εποπτεύει το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος. Το Κέντρο Ερεύνης της Αρχαιότητος ιδρύθηκε το 1977 με σκοπό την «έρευνα της Ιστορίας, της Τέχνης και του Πολιτισμού εν γένει της Ελληνικής Αρχαιότητος, εν συναφεία δε προς ταύτην και της Ρωμαϊκής». Το σκοπό αυτό υπηρετεί η μελέτη άμεσων και έμμεσων γραπτών πηγών και αρχαιολογικού υλικού. Τα ερευνητικά προγράμματα αφορούν στη μελέτη της Νεολιθικής, Κρητομυκηναϊκής, Κλασικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Στο Κρητομυκηναϊκό και το Κλασικό πρόγραμμα ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη θρησκευτική ζωή και τις λατρευτικές πρακτικές. Στο Κέντρο καταρτίζεται Βιβλιογραφικό Αρχείο της Προϊστορικής Ελλάδας. Επίσης, το Κέντρο εποπτεύει και συντονίζει τις διεθνείς σειρές της Ακαδημίας Corpus Vasorum Antiquorum, Tabula Imperii Romani και Corpus Signorum Imperii Romani.
Το Μουσείο Μπενάκη. Το Μουσείο, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνης Μπενάκης, υπηρετεί με τις συλλογές του μια κεντρική ιδέα: την ανασύνθεση της ιστορικής-πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού σε ολόκληρο το ανάπτυγμα του χώρου και του χρόνου του. Η κατασκευή μιας νέας πτέρυγας θα δημιουργήσει ένα Μουσείο κεντρικό, όπου θα αποκατασταθεί η θρυμματισμένη εικόνα της Ελλάδας. Οι υπόλοιπες συλλογές θα αυτονομηθούν σε περιφερειακά παραρτήματα: το σπίτι και το εργαστήριο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα θα στεγάσει το σύνολο των συλλογών του, οι κούκλες της Μαρίας Αργυριάδη θα ζωντανέψουν το Μέγαρο της Βέρας Κουλούρα. Στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα τα έργα προχωρούν ενώ εξετάζεται η αξιοποίηση της δωρεάς του Λάμπρου Ευταξία στον Κεραμεικό.
Πρακτικά του συνεδρίου ASMOSIA III που πραγματοποιήθηκε στον Δημόκριτο, το 1993. Διεθνούς αναγνώρισης χαίρει το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας, που ιδρύθηκε επίσημα το 1987 και αποτελεί μετεξέλιξη παλαιότερων Προγραμμάτων που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1965. Το Εργαστήριο εκμεταλλεύεται τη σημαντικότατη υλική, επιστημονική και τεχνική υποδομή του Δημόκριτου και τη βιβλιοθήκη του. Στόχος του Εργαστηρίου είναι η εξαγωγή εξειδικευμένων πληροφοριών από αρχαιολογικά αντικείμενα, μνημεία και υλικά με φυσικοχημικές μεθόδους (C-14, ακτίνες-Χ, θερμοφωταύγεια, μικροανάλυση κ.ά.). Στο φάσμα των δραστηριοτήτων του περιλαμβάνονται: η χρονολόγηση παντός τύπου οργανικών υλικών, κεραμικών, ανθρωπολογικών και παλαιοντολογικών ευρημάτων· μελέτες κεραμικής τεχνολογίας, έλεγχοι αυθεντικότητας κεραμικών αντικειμένων και χαρακτηρισμός εργαστηρίων· προσδιορισμός του τόπου προέλευσης του μαρμάρου αρχαίων γλυπτών και εντοπισμός αρχαίων λατομείων· μελέτες προέλευσης αρχαίων μετάλλων και καταγραφή των αρχαίων μεταλλείων· χαρακτηρισμός των χρωστικών υλικών και τεχνολογίας τοιχογραφιών (Ακρωτήρι Θήρας) και διακοσμήσεως μαρμάρινων μνημείων (ταφικές στήλες του νεκροταφείου Βεργίνας)· μελέτη και χαρακτηρισμός χαρτιού και μελέτες θερμικής κατεργασίας οργανικών υλικών και πυριτολίθων. Το Εργαστήριο στελεχώνουν δέκα επιστήμονες και πολλά από τα προγράμματα με τα οποία ασχολείται πραγματοποιούνται μέσα από ένα εθνικό και διεθνές δίκτυο συνεργασιών. Πρόσφατα, μέσω του Εργαστηρίου, η Ελλάδα πέτυχε την ανάθεση από το ΝΑΤΟ ενός πιλοτικού προγράμματος με θέμα «Τεχνολογίες για τον πολιτισμό». Επί σειρά ετών το Εργαστήριο οργανώνει Σεμινάρια Αρχαιομετρίας-Αρχαιολογίας-Συντήρησης και εκδίδει το εξαμηνιαίο περιοδικό «ΔελτΑ».
Το λογότυπο του Μουσείου Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η θεωρητικά ικανοποιητική εικόνα του προγράμματος σπουδών για φοιτητές με αρχαιολογική κατεύθυνση στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας υπονομεύεται από μια σειρά παράγοντες. Βασικό πρόβλημα είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των σπουδαστών που δημιουργεί ανομοιογένεια ενδιαφέροντος και επιπέδου, καθώς και αδυναμία ουσιαστικής εποπτείας από τον διδάσκοντα. Τα Τμήματα σταθερά ζητούν μειωμένους αριθμούς εισακτέων. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά την οργάνωση της πραγματοποίησης του προγράμματος. Στο πλαίσιο ενός εξαμηνιαίου μαθήματος, προσφέρονται περισσότερα θέματα από περισσότερους διδάσκοντες και ο φοιτητής έχει να επιλέξει ένα από αυτά. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία επιλογής οδηγεί στην πραγματοποίηση ενός τυχαίου προγράμματος που δεν περιλαμβάνει ενημέρωση σε βασικούς τομείς της επιστήμης. Τρίτο πρόβλημα προκαλεί η νοοτροπία του ενός, ελληνικού «συγγράμματος» που, στον αντίποδα της κριτικής ενημέρωσης μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, δημιουργεί εθισμό στην εκμάθηση μιας έτοιμης γνώσης. Ο χωρισμός των Τμημάτων της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής πρόσθεσε ένα τέταρτο πρόβλημα. Η μείωση της φιλολογικής παιδείας προς όφελος της ιστορικής-αρχαιολογικής ειδίκευσης στερεί τους αρχαιολόγους από την απαραίτητη άμεση γνώση της γραπτής παράδοσης και της σκέψης του κόσμου που μελετούν. Όλα τα παραπάνω προβλήματα σε συνδυασμό αποτυπώνονται στο πτυχίο που παίρνουν οι σπουδαστές. Από το 1988 το Πανεπιστήμιο Αθηνών παρέχει μεταπτυχιακές αρχαιολογικές σπουδές που αρθρώνονται σε δύο κύκλους: ο πρώτος είναι διετής και καταλήγει στην απόκτηση διπλώματος αντίστοιχου με το master, ο δεύτερος είναι αφιερωμένος στην εκπόνηση διατριβής. Οι σπουδές αυτές προσφέρουν τη δυνατότητα πλήρους υπέρβασης των υφισταμένων αδυναμιών του προπτυχιακού προγράμματος.
Φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης μελετούν ευρήματα από ανασκαφές. Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι αρχαιολόγοι εστίαζαν στην αναπαράσταση και ερμηνεία των στοιχείων που συνθέτουν έναν «πολιτισμό». Η «δημοκρατική» αρχαία Ελλάδα αναδεικνύεται σε αδιαμφισβήτητο πολιτισμικό πρότυπο και η αναζήτησή της καθιερώνεται τον 19ο αιώνα ως το κατεξοχήν αντικείμενο της κλασικής αρχαιολογίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι αρχαιολογικές ανησυχίες στρέφονται προς την κατανόηση και ερμηνεία ιστορικών διαδικασιών, αναζητώντας τα αίτια και όχι πια μόνο τα αποτελέσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι νέες εξελίξεις έρχονται σε έντονη αντίθεση προς την παραδοσιακή αρχαιολογική πολιτική στην Ελλάδα που, θεμελιωμένη μέσα στο κλίμα του ρομαντικού κλασικισμού, προσφέρει τότε το ισχυρότατο πολιτικό επιχείρημα ότι οι Νεοέλληνες είναι απευθείας απόγονοι των αρχαίων. Κύριο μέλημα της πολιτείας ήταν η διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Το θέμα της σε βάθος μελέτης της αρχαιότητας δεν θεωρήθηκε εξίσου επιτακτικό καθώς, μεταξύ άλλων, επικρατούσε και η «ρεαλιστική» αντίληψη ότι η σχετική μελέτη γινόταν ούτως ή άλλως στο εξωτερικό. Αυτή την αντίληψη απηχεί η παραδοσιακή πλέον θέση της πολιτείας, ότι ο ρόλος της διδασκαλίας της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν είναι η διεύρυνση της σχετικής γνώσης αλλά η μεταφορά ενός ήδη παρασκευασμένου προϊόντος. Το Πανεπιστήμιο της Κρήτης, οργανωμένο σύμφωνα με την εκπαιδευτική φιλοσοφία του αρμόδιου υπουργείου, δεν είναι σε θέση να καλύψει μόνο του τις «σύγχρονες επιστημονικές ανάγκες» της κλασικής αρχαιολογίας, υποβιβασμένης στο επίπεδο της πατριδογνωσίας. Δεν έχει καν γίνει συνειδητό ότι η ελληνική αρχαιολογία είναι ένα πολύ μικρό τμήμα της επιστήμης της αρχαιολογίας, ενώ η πολιτεία συνεχίζει να επενδύει το μέγιστο τμήμα των δραστηριοτήτων των αρχαιολογικών τμημάτων στην εκπαίδευση υποψηφίων καθηγητών μέσης εκπαίδευσης.
Η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους, η κοινότητα στόχων ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Αρχαιολογική Υπηρεσία οδήγησε στον εναγκαλισμό τους. Το πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στοχεύει κατά μεγάλο μέρος στην προετοιμασία των φοιτητών για τη διπλή επαγγελματική τους ιδιότητα ανάμεσα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη Μέση Εκπαίδευση. Ο διαχωρισμός του αντικειμένου σε προϊστορική, κλασική και βυζαντινή αρχαιολογία διατηρεί στεγανά που εμποδίζουν την επικοινωνία ιδεών, μεθόδων και τεχνικών μεταξύ τους. Αρχαιολογική θεωρία και μέθοδος κατακερματίζονται. Το κενό καλούνται να καλύψουν μαθήματα όπως η μουσειολογία, η αρχαιομετρία, η χρήση των υπολογιστών στην αρχαιολογία κ.ά. Το περιεχόμενο των αρχαιολογικών μαθημάτων διαμορφώνει την αρχαιολογική συγκρότηση όσων καταφέρουν να περάσουν τη στενή πύλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η φυσιογνωμία της αρχαιολογικής έρευνας όμως καθορίζεται και από την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι εισαγωγικές εξετάσεις στον κλάδο. Στα θέματα των εξετάσεων δεν περιλαμβάνεται κανένα που να σχετίζεται με τη θεωρία ή τη μέθοδο της αρχαιολογίας, εφόδια απαραίτητα στο πεδίο, αποκλείοντας έτσι την ελληνική αρχαιολογία από τη διεθνή θεωρητική συζήτηση. Πλήρως απουσιάζουν ερωτήσεις σε θέματα όπως η βιοαρχαιολογία, η αρχαιολογία του περιβάλλοντος, η καταγραφή και τεκμηρίωση ανασκαφών κ.ά. που οι φοιτητές στη Θεσσαλονίκη διδάσκονται. Η σχεδόν «φετιχιστική» εμμονή με τα αντικείμενα-πράγματα ή με τον κλασικό πολιτισμό διατρέχει όλα τα θέματα. Η επιλογή των θεμάτων των εξετάσεων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας προκαταλαμβάνει κάθε προσπάθεια σπουδών που αναζητούν διαφορετικές περιοχές. Αν ο φαύλος κύκλος δεν σπάσει, οι δυο χώροι θα λειτουργούν ασύμπτωτα και η προοπτική αυτή είναι δυσοίωνη για το μέλλον και των δυο.
Σημαντικά προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι. Παρά την ποικίλη εκμετάλλευση της αρχαίας κληρονομιάς, κρατικός σχεδιασμός για την παροχή κονδυλίων και την αύξηση των θέσεων των αρχαιολόγων δεν υπάρχει. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία προκηρύσσει ειδικό διαγωνισμό μόνο όταν κενωθούν κάποιες από τις 300 θέσεις των μονίμων υπαλλήλων της. Η ύλη των εξετάσεών της υποτιμά τις πολλές ειδικότητες που έχουν πλέον αναπτυχθεί και υποβαθμίζει το πτυχίο και τις μεταπτυχιακές σπουδές των υποψηφίων. Γραφειοκρατικές αρμοδιότητες που βαρύνουν τους αρχαιολόγους της Υπηρεσίας λειτουργούν σε βάρος της ερευνητικής τους εργασίας, περιορισμένης ήδη από την έλλειψη πλήρως ενημερωμένων βιβλιοθηκών, ερευνητικών προγραμμάτων, ερευνητικών σεμιναρίων κ.ά. Προτάσεις και περιστασιακές μεταρρυθμίσεις είναι ανώφελες, αν δεν αναθεωρηθεί η οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και δεν συντονιστεί μαζί της το πρόγραμμα των πανεπιστημιακών σπουδών.
Η διδασκαλία της Αρχαιολογίας θα ήταν αποτελεσματικότερη αν στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία. Περιορισμούς στο ερμηνευτικό πλαίσιο της αρχαιολογίας θέτει η πρόσδεσή της στο «άρμα» της Ιστορίας της Τέχνης, γεγονός που δεν της επιτρέπει να οριστεί ως «κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τη μελέτη των υλικών τους καταλοίπων», να λειτουργήσει στο πλαίσιο της ανθρωπολογίας, να αξιοποιήσει μεθόδους και έννοιες από άλλες επιστήμες και να επιδιώξει τη διαλεκτική επανασύνδεσή της με την ιστορία. Ενώ μια πιο αποτελεσματική οργάνωση θα στηριζόταν στην αρχή της κατανομής των μαθημάτων κατά θεματολογία, οι θεματικές ενότητες οργανώνονται ακολουθώντας χρονολογική διαίρεση. Όχι μόνο υποβάλλονται έτσι οι αντιλήψεις του εξελικτισμού του 19ου αιώνα αλλά υπονοείται και η αυτονόμηση του χρόνου ως διάστασης, η ταύτιση των κοινωνικών αλλαγών με το χρόνο. Η διδασκαλία μεροληπτεί. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, τα μαθήματα αφορούν δυο χρονικές φάσεις, την κλασική εποχή και την «πρωτοϊστορία». Τα έργα της κλασικής τέχνης σήκωσαν το βάρος της απόδειξης της ιστορικής συνέχειας ανάμεσα στο κλασικό παρελθόν και το νεοελληνικό έθνος. Η πρωτοϊστορία επωμίστηκε την απόδειξη της αλήθειας των ομηρικών επών. Από τον κατάλογο των προσφερόμενων μαθημάτων απουσιάζουν: Η ιστορία της αρχαιολογίας και η διερεύνηση του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο επιτελούνται οι θεωρητικές και μεθοδολογικές εξελίξεις. Η συζήτηση γύρω τα θεωρητικά και μεθοδολογικά ρεύματα στην αρχαιολογία, από τη «νέα αρχαιολογία» έως την «αρχαιολογία της διαδικασίας» και τη συσχέτισή τους με την ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού. Η εκπαίδευση των αρχαιολόγων σε τεχνικές αποκάλυψης, συλλογής και ανάλυσης του αρχαιολογικού υλικού. Οι οικολογικές και οικονομικές παράμετροι των κοινωνιών του παρελθόντος. Ο προβληματισμός γύρω από τις σχέσεις αρχαιολογίας και κοινού.
Εξωτερική όψη της βιβλιοθήκης της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Χορήγηση άδειας για τη διενέργεια αρχαιολογικών επεμβάσεων εντός Γαλλίας απαιτεί ο νόμος Carcopino του 1941. Σε κάθε περιοχή, ένας γενικός διευθυντής πολιτιστικών υποθέσεων εκπροσωπεί το Υπουργείο Πολιτισμού και ελέγχει τον περιφερειακό συντηρητή αρχαιολογίας. Ο περιφερειακός συντηρητής, σε συνεννόηση με το Ανώτερο Συμβούλιο Αρχαιολογικής Έρευνας, προγραμματίζει τις ανασκαφές και φέρει όλη την ευθύνη του συνόλου της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης. Εκτός από το Υπουργείο Πολιτισμού, αρχαιολογικές δραστηριότητες χρηματοδοτούν άμεσα και τρεις άλλοι φορείς: το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, το υπουργείο Εξωτερικών και το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS). Για τους φοιτητές αρχαιολογίας προβλέπονται διαστήματα πρακτικής εξάσκησης (stages) σε ανασκαφές. Από ειδική εκπαίδευση περνούν τόσο οι συντηρητές όσο και οι αρχιτέκτονες. Οι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι που υπηρετούν στην περιφέρεια στρατολογούνται με διαγωνισμό που τους οδηγεί στη Σχολή Εθνικής Κληρονομιάς, επαγγελματική Σχολή που δημιούργησε τα στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού. Τις σωστικές ανασκαφές διεξάγουν 1500 συμβασιούχοι που αμείβονται κυρίως από επιχειρήσεις δημοσίων ή εγγειοβελτιωτικών έργων. Οι αρχαιολόγοι που εργάζονται στο εξωτερικό προσλαμβάνονται με ειδικούς διαγωνισμούς. Το συντριπτικό βάρος των «κλασικών» αρχαιολογιών δεν είχε αφήσει την εθνική αρχαιολογία να αναπνεύσει. Κατά το έτος Αρχαιολογίας (1990) όμως, το ενδιαφέρον που επέδειξε η πολιτική εξουσία ανήγαγε την εθνική αρχαιολογία σε θέμα πολιτικό και όργανο γοήτρου.
Η κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (φωτ. E. F. Gehnen). Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ιδρύθηκε το 1874 και από το 1888 στεγάζεται στο υστερονεοκλασικό κτήριο που έκτισε ο Ernst Ziller με τη συνεργασία του Wilhelm Dörpfeld . Επί των ημερών του Dörpfeld (1887-1912), η επιστημονική αίγλη του Ινστιτούτου επηρέασε αποφασιστικά την ελληνική αρχαιολογία. Το Ινστιτούτο ανέλαβε ανασκαφές σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας. Ωστόσο, οι μακρόχρονες ανασκαφές του διεξάγονται στην αρχαία Ολυμπία, την Τίρυνθα, τη Σάμο και τον Κεραμεικό. Για κάθε χώρο ανασκαφής υπάρχει ειδική επιστημονική σειρά δημοσιεύσεων με τόμους που κυμαίνονται από δέκα ως τριάντα. Μικρότερες έρευνες και άρθρα δημοσιεύονται στο περιοδικό του Ινστιτούτου, το Athenische Mitteilungen. Η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου, το Φωτογραφικό του Αρχείο και τα Αρχεία των ανασκαφών είναι βεβαίως προσιτά σε επιστήμονες όλων των εθνικοτήτων. Το Ινστιτούτο διοικείται από δύο Διευθυντές. Από το δεκαμελές επιστημονικό του προσωπικό, τα δύο μέλη είναι αρχιτέκτονες. Υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, χρηματοδοτείται από τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό αλλά επωφελείται και από τα βοηθήματα δημόσιων ή ιδιωτικών ιδρυμάτων.
Η Βρετανική Σχολή Αθηνών. Τα αρχαιολογικά θέματα στην Αγγλία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τριών φορέων. Η Εθνική Κληρονομιά (National Heritage) είναι σύμβουλος της Κυβέρνησης. Η Βρετανική Ακαδημία χρηματοδοτεί όλες τις Βρετανικές Σχολές στο εξωτερικό. Η Αγγλική Κληρονομιά (English Heritage) επιδιώκει να δημιουργήσει τη μακροχρόνια διατήρηση και την ευρεία κατανόηση και απόλαυση του Ιστορικού Περιβάλλοντος. Η Βρετανική Σχολή, όπου στεγάζεται και η βιβλιοθήκη του George Finlay, ιδρύθηκε το 1886. Στη Βιβλιοθήκη της Σχολής, που διαθέτει πάνω από 60.000 τόμους, υπάρχει αίθουσα χαρτών, φωτογραφική συλλογή και πρωτότυπα αρχεία από πολλές ανασκαφές της. Έχει επίσης βιβλιογραφικό και αρχειακό υλικό που αφορά την πιο πρόσφατη ελληνική ιστορία. Σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς στην Αθήνα σήμερα δημιουργείται ηλεκτρονικός κατάλογος 400.000 τόμων. Το Εργαστήριο Φιτς, που έχει επικεντρωθεί στα πετρογραφικά και χημικά χαρακτηριστικά των κεραμικών και στη γεωφυσική έρευνα αρχαιολογικών χώρων, οργανώνει συνέδρια και σεμινάρια αρχαιομετρίας. Η Βρετανική Σχολή συνεργάζεται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία στην Κνωσό, τις Μυκήνες, τη Σπάρτη, το Παλαίκαστρο, το Λευκαντί, τη Χίο και την Περαχώρα. Στην Κνωσό η Σχολή διαθέτει στέγη και μόνιμο επιμελητή, μικρή βιβλιοθήκη και Στρωματογραφικό Μουσείο. Κάθε Σεπτέμβριο η Σχολή οργανώνει μαθήματα για φοιτητές και κάθε δυο χρόνια προσφέρει μαθήματα σε διδάσκοντες. Υποτροφίες, βραβεία και επιχορηγήσεις για μεταπτυχιακή έρευνα δίνονται κάθε χρόνο. Η Σχολή εκδίδει την Επετηρίδα της, τα Archaeological Reports, από κοινού με την Εταιρεία για την Προαγωγή των Ελληνικών Σπουδών, και ταSupplementary Volumes. Τα Fitch Laboratory Occasional Papers είναι σειρά αφιερωμένη σε τρέχοντα επιστημολογικά θέματα με έμφαση στο αρχαίο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Η Βρετανική Σχολή Αθηνών. Το Υπουργείο Πολιτισμού στην Ιταλία ιδρύθηκε το 1975 αποσπώντας από το Υπουργείο Παιδείας τα θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς. Οι Εφορείες, περιφερειακά όργανα του Υπουργείου, συναπαρτίζουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Η στελέχωση της Υπηρεσίας γίνεται με διαγωνισμό που καλύπτει τις θέσεις κάθε περιοχής. Εκτός από τις Εφορείες, τα Πανεπιστημιακά Ινστιτούτα και τις Ξένες Σχολές, αρχαιολογική έρευνα γίνεται και από ιδιωτικούς Αρχαιολογικούς Συνεταιρισμούς. Εφορείες και Ξένες Σχολές δημιουργήθηκαν τον 18ο αιώνα, ενώ οι άλλοι οργανισμοί ιδρύθηκαν μετά τη δεκαετία του 1960. Οι Εφορείες διακρίνονται σε α) Αρχαιολογικές, β) σε Εφορείες για τα Καλλιτεχνικά και Ιστορικά Αγαθά και γ) σε Εφορείες για τα Αρχιτεκτονικά Αγαθά και για το Περιβάλλον. Οι Εφορείες ονομάζονται «μεικτές» όταν στη δικαιοδοσία τους εμπίπτουν πολιτισμικά αγαθά διαφόρων τύπων. Τέλος, «ειδικές» ονομάζονται οι Εφορείες που φροντίζουν συλλογές Μουσείων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Αν και στις Κάτω Χώρες η επιτόπια αρχαιολογική εργασία συντονίζεται και διεξάγεται κυρίως από την Κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία, άδειες ανασκαφών χορηγούνται μόνιμα σε τέσσερα Πανεπιστήμια, σε ένα μουσείο και σε έντεκα δήμους που έχουν διορίσει ειδικό δημοτικό αρχαιολόγο. Η Κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία, που ιδρύθηκε το 1947, διαθέτει επιστημονικό τμήμα με δέκα επαρχιακούς αρχαιολόγους, τμήμα προστασίας μνημείων και τμήμα αποκατάστασης μνημείων. Οι επαρχιακοί αρχαιολόγοι διορίζονται από την Υπηρεσία ως επιθεωρητές και επόπτες των επιτόπιων αρχαιολογικών εργασιών που διεξάγονται στις επαρχίες. Η Υπηρεσία δημοσιεύει τα αποτελέσματα στο περιοδικό της Berichten van de Rijksdienst voor het Oudheidkundig Bodemonderzoek. Στην πράξη, δημοτικοί και επαρχιακοί αρχαιολόγοι σηκώνουν το βάρος των σωστικών ανασκαφών. Εδώ και κάποια χρόνια αρχαιολογικές εργασίες γίνονται βάσει συμβάσεων από το ίδρυμα R.A.A.P. που ειδικεύεται στις μη καταστρεπτικές μεθόδους έρευνας. Επόμενοι στόχοι της Κρατικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι ο συντονισμός της έρευνας στον τομέα της «αστικής αρχαιολογίας» και η εφαρμογή των συμφωνιών της Διάσκεψης της Μάλτας.
Το λογότυπο του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα. Ανεξάρτητο κεφάλαιο στο Νόμο περί Οικονομικού Προϋπολογισμού της Δανίας αποτελεί η Κρατική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, το κεντρικό όργανο πολιτισμικών, μουσειακών και αρχαιολογικών έργων και δραστηριοτήτων. Η Αρχαιολογική Επιτροπή, με αποκεντρωτική διάρθρωση και δημοκρατική δομή, είναι αρμόδια για τον γενικότερο συντονισμό των αρχαιολογικών εργασιών και παρέχει συμβουλευτική γνώμη στον Κρατικό Έφορο. Ο Κρατικός Έφορος Αρχαιοτήτων, πρόεδρος της διεύθυνσης του Εθνικού Μουσείου της Δανίας και πρόεδρος της Αρχαιολογικής Επιτροπής, είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του νόμου. Τα 150 περίπου μουσεία της Δανίας υπάγονται στο Νόμο περί Μουσείων που διαφέρει σε κρίσιμα σημεία από ανάλογους νόμους των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αρχαιολογικές δραστηριότητες αναλαμβάνουν κυρίως τα τοπικά μουσεία που έχουν δημιουργηθεί από πολίτες και που έχουν λειτουργική αυτοτέλεια βάσει της αποκεντρωτικής τους διάρθρωσης. Σε τοπικό επίπεδο συνεργάζονται μέσω των Δημοτικών Συμβουλίων Μουσείων και σε εθνικό επίπεδο συντονίζονται από την Κρατική Επιτροπή Μουσείων. Σαράντα οκτώ από αυτά τα μουσεία, διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, έχουν δικαίωμα να ασκούν αρχαιολογική δραστηριότητα στα όρια του γεωγραφικού τους διαμερίσματος. Στα μουσεία αυτά αποστέλλονται όλα τα σχέδια όλα τα σχέδια οικοδόμησης, πολεοδομίας κ.ά. καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιολογικής εργασίας στη Δανία αποτελούν οι «εκσκαφές έκτακτης ανάγκης». Στην υπηρεσία του Κρατικού Εφόρου υπάγεται ο «Νόμος περί αρχαίων ευρημάτων της Δανίας, που ισχύει από το 1737, και τα θέματα ενάλιου αρχαιολογίας. Ενάλιο εύρημα που κρίνεται άξιο διατήρησης μεταβιβάζεται στη Διεύθυνση Δασών και Φύσεως του Υπουργείου Περιβάλλοντος.
Αφίσα από έκθεση της Συλλογής Ν.Π. Γουλανδρή στο Παρίσι. Νόμος και νομολογία αναγνωρίζουν μόνο μια απόκλιση από τον απόλυτο και αποκλειστικό χαρακτήρα της κυριότητας του κράτους επί των αρχαίων, το ιδιόρρυθμο δικαίωμα κατοχής του ιδιώτη. Ο συγγραφέας, καθηγητής στη Νομική Σχολή της Αθήνας, προσπαθεί μέσα από το αστικό δίκαιο να ανακαλύψει νέους δρόμους για την εξασφάλιση της επιθυμητής sedes materiae, που θα συμβάλει στην αποτελεσματική προστασία των ελληνικών αρχαιολογικών θησαυρών και στην παραμονή τους στο γεωγραφικό χώρο όπου πολιτισμικά ανήκουν. Άποψή του είναι ότι η προστασία του ιδιώτη-κατόχου μέσω των σχετικών αγωγών για την άρση της διαταράξεως και ανάκτηση της κατοχής και μέσω της αυτοδύναμης προστασίας, αφενός, και η αναζήτηση του κέρδους από την παράνομη χρήση αλλότριου αρχαιολογικού αγαθού, αφετέρου, συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτισμικών αγαθών. Ο ιδιώτης-κάτοχος έχει και το κίνητρο (την αισθητική απόλαυση και την αποκομιδή του κέρδους) αλλά και τον έλεγχο πάνω στο αγαθό, πράγμα που τον καθιστά ιδανικό «φύλακα κηδεμόνα» των συμφερόντων όχι μόνον των δικών του αλλά και του κράτους. Περαιτέρω θετική συνέπεια της αναγνωρίσεως αναζητήσεως του κέρδους αποτελεί η ευχέρεια που παρέχεται στο κράτος, ως κύριο των πολιτισμικών αγαθών, να εξασφαλίσει μια αξιόλογη πηγή εσόδων.
Διατηρημένες τρίχες σε μούμια. Ζωικά μικροκατάλοιπα είναι τα ανθρώπινα υπολείμματα και σε αυτά ανήκουν τα εύθραυστα δείγματα τριχών από το τριχωτό της κεφαλής. Όπως το σχήμα της κεφαλής, η ίριδα των ματιών, η μύτη και τα αυτιά, έτσι και το χρώμα και το σχήμα των τριχών συνιστούν σημαντικούς φυλετικούς χαρακτήρες. Βοστρυχοειδείς τρίχες έχουν οι Πυγμαίοι και άλλες φυλές της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, λεπτές και κυματοειδείς είναι οι τρίχες στις Λευκές φυλές, στους Βόρειους Αφρικανούς και τους Αυστραλούς, χοντρές και ευθύγραμμες στις Κίτρινες φυλές. Η νέα προσέγγιση στη μελέτη των ανθρώπινων καταλοίπων ενδιαφέρεται να προσδιορίσει κάθε πιθανή σχέση ανάμεσα στη διατήρηση των δειγμάτων και τα ποικίλα ταφικά περιβάλλοντα. Δείγματα από διάφορες περιοχές φανερώνουν ότι υπολείμματα μαλλιών διατηρούνται σε εδάφη ελώδη και υγρά, σε τοποθεσίες με θερμό, ξηρό κλίμα και αμμώδες έδαφος αλλά και στους πάγους. Στη διατήρηση των μαλλιών σημαντικό ρόλο παίζει ο τύπος του εδάφους: καλύτερα είναι τα όξινα και υγρά εδάφη, με ελλιπή ποσότητα οξυγόνου, άρα ακατάλληλα για την ανάπτυξη διαβρωτικών μικροοργανισμών. Ωραίο παράδειγμα συμβολής του ταφικού εθίμου στη διατήρηση των μαλλιών αποτελούν οι ταφές των αρχαίων Ινδιάνων του Pecos Pueblo που, καλύπτοντας το κεφάλι του νεκρού με κάποιο κεραμικό, συνέβαλαν στη συντήρηση τμημάτων του τριχωτού.
Τμήμα των δυτικών τειχών της Θεσσαλονίκης όπου εντοιχίστηκαν τα μαρμάρινα έδρανα του θεάτρου. Από την ανασκαφή δυο γειτονικών οικοπέδων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αποκαλύφθηκαν τμήματα καμπύλων τοίχων, μικρό μόνο μέρος ενός τεράστιου κτηρίου κατάλληλου να στεγάσει ρωμαϊκά θεάματα αλλά και αγωνίσματα της κλασικής αρχαιότητας. Πρόκειται για «το καλούμενον στάδιον», όπως ονομάζουν οι βυζαντινές πηγές το θέατρο της Θεσσαλονίκης. Η ανεύρεση αυτού του θεάτρου-σταδίου επαναφέρει στο προσκήνιο θέματα θρησκείας και ιστορικής τοπογραφίας. Στην ενεπίγραφη ιστορική τοιχογραφία της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, έφιππος αυτοκράτορας απεικονίζεται μπροστά σε καλλιμάρμαρο στάδιο κατευθυνόμενος προς μια βασιλική στα δυτικά του. Αν το στάδιο συσχετιστεί με το κτήριο θεαμάτων και η εκκλησία με την πεντάκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική που βρίσκεται στα θεμέλια γύρω από το χώρο της Αγίας Σοφίας, η λιτή επιγραφή «η αγία εκκλησία η εν τω σταδίω» δέχεται νέα ερμηνεία. Γνωρίζουμε ότι την παραμονή της γιορτής του Αγίου μια τελετή υπενθύμιζε την αρχή και την τελείωση του μαρτυρίου του. Πομπή με τη συμμετοχή σύμπαντος του κλήρου και του λαού ξεκινούσε από μια μικρή σχετικά εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία της Καταφυγής, τόπο θανάτου του Αγίου, και κατέληγε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, τόπο της ταφής του. Η ιερότητα του χώρου γύρω από την Αγία Σοφία, η σχέση του με το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου και η λειτουργία ασύλου στην περιοχή συνηγορούν υπέρ της τοποθέτησης του ναού της Καταφυγής στο εναπομείναν ανατολικό τμήμα της πεντάκλιτης βασιλικής που βρίσκεται στα θεμέλια της Αγίας Σοφίας.
Ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Ο Κωνσταντίνος Δημ. Σχινάς, Υπουργός «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως», υπογράφει τον Ιούλιο του 1834 την «Δηλοποίησιν», μια γνωστοποίηση για την απώλεια αρχαιοτήτων από το Εθνικό Μουσείο κατά το διάστημα που έφορος και διευθυντής ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Με την κίνηση αυτή ολοκληρώνεται η πολιτική δίωξη του Κερκυραίου λόγιου που είχε δρομολογηθεί ήδη από το Μάρτιο του 1832. Ο Μουστοξύδης, ύστερα από πρόσκληση του Κυβερνήτη, φθάνει στην Αίγινα τον Οκτώβριο του 1929. Οργανώνει την εθνική παιδεία και συνδέει το όνομά του με την ίδρυση της Βιβλιοθήκης και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η ευρυμάθεια και το πολυσχιδές των ενδιαφερόντων του συμπεριλάμβαναν και την αρχαιολογία. Η άκομψη αποπομπή από το αξίωμά του το Μάρτιο του 1832 έχει την «πρωτιά» της πολιτικής δίωξης λόγιου άνδρα στο νεοελληνικό κράτος εξαιτίας του πολιτικού του φρονήματος και των διασυνδέσεών του με έναν πολιτικό ηγέτη και το κόμμα του. Οι φήμες ότι ο Αυγουστίνος Καποδίστριας ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Ελλάδα δημιούργησαν στους Αιγινήτες έντονες υποψίες ότι και ο άλλος Κερκυραίος θα αναχωρούσε συναποκομίζοντας πλήθος αρχαιοτήτων από το μουσείο. Το 1845 ο Κωλέττης θα καλέσει τον Μουστοξύδη στην Ελλάδα: «και ως διευθυντής των αρχαιοτήτων και ως καθηγητής λατινικής και ιταλικής φιλολογίας και ως πολλά άλλα επιτηδευόμενος δύνασαι τα μέγιστα να ωφελήσης την κοινήν Πατρίδα». Ίσως τα λόγια του Κωλέττη να δείχνουν μεταμέλεια και διάθεση πολιτικής συγγνώμης, ο Μαυροκορδάτος πάντως δεν ενέδωσε.
Κτήρια της αρχαίας Ολυμπίας σε κόμικ με τον Αστερίξ. Αρκετά «κόμικς» τοποθετούν τη δράση των ηρώων τους στην αρχαιότητα, όπως ο Αστερίξ, ή παρουσιάζουν εικόνες παλαιότερων ή και διαφορετικών πολιτισμών, με τους οποίους ένας Τεν-τεν έρχεται σε επαφή χάρη στα περιπετειώδη ταξίδια του. Από τέτοια εικονογραφήματα, τα παιδιά διαμορφώνουν αντιλήψεις και αντλούν γνώσεις που πρέπει όμως να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Στον Τεν-τεν η ακρίβεια της αναπαράστασης των διαφόρων πολιτισμών είναι μοναδική. Ο Hergé, προκειμένου το σχέδιό του να είναι πιστό, περνούσε αμέτρητες ώρες σκιτσάροντας, μέσα σε μουσεία ή από βιβλία, ανθρώπους και αντικείμενα. Ωστόσο, άλλα κόμικς περιέχουν ανακρίβειες και αναχρονισμούς. Στον «Αστερίσκιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες», οι δρομείς στο στάδιο της Ολυμπίας δεν εμφανίζονται γυμνοί αλλά ντυμένοι ενώ το χωμάτινο ανάχωμα, που πάνω του κάθονταν οι θεατές, έχει αντικατασταθεί από περιποιημένες κερκίδες. Όσο για τα κόμικς που εμπνέονται από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, εκεί οι αναχρονισμοί αφθονούν. Αντί να ελέγχει, πράγμα δύσκολο, την εγκυρότητα των κόμικς, ο δάσκαλος καλείται να δανειστεί για τη διδασκαλία του εκείνα τα χαρακτηριστικά τους που τα καθιστούν ελκυστικά στα παιδιά. Το ένα είναι το χιούμορ. Το άλλο είναι η ζωντανή απόδοση των απλών ανθρώπων και της καθημερινής τους ζωής που απουσιάζουν από τα εγχειρίδια της Ιστορίας. Στην Ελλάδα δυο επιτυχημένες εκπαιδευτικές εφαρμογές είναι η εικονογράφηση του βιβλίου της βυζαντινής ιστορίας για την Ε’ τάξη του Δημοτικού και το πρόγραμμα του Βυζαντινού Μουσείου με τον αγιογράφο Μαρκιανό.
Το Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο της Αίγινας που στέγασε το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Ελλάδας. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ιδρύθηκε το 1833. «Φαεινή κρηπίδα» της Υπηρεσίας χαρακτήρισε ο Χρήστος Καρούζος τον δεύτερο αρχαιολογικό νόμο που η Ελλάδα απόκτησε το 1899. Ωστόσο, η φαεινή κρηπίς υπέστη τόσες αλλαγές, ώστε η κωδικοποίησή της το 1932 να εμπεριέχει πλήθος αντιφάσεων. Ο νόμος του 1932 δημιούργησε ένα θεσμό ημιδημόσιου χαρακτήρα, τους ιδιώτες συλλέκτες, που στην πράξη λειτούργησε, και λειτουργεί, ως παρααρχαιολογική ιδιωτική «υπηρεσία». Οι διατάξεις περί προστασίας των αρχαιοτήτων που περιλαμβάνονται στον ίδιο νόμο απέτρεψαν καταστροφές ή βλάβες από πλευράς πολιτών. Η πολιτική εξουσία όμως (1968, 1975) αγνόησε τις απαγορεύσεις προκειμένου να εξυπηρετήσει μεγαλοεπενδυτές και το είδος της ανάπτυξης που ακολουθεί η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Με νόμο του 1977, παύει να απαιτείται η «σύμφωνη» γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου αποφασίζει ακόμη και κατ’ αντίθεσή του. Το βασικό κύτταρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπήρξε πάντα η Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που τέθηκαν αφορούσε το άριστο μέγεθος μιας Εφορείας αλλά και την εσωτερική της οργάνωση, συνυφασμένη με την επαρκή στελέχωση με το κατάλληλο προσωπικό. Μια από τις πιο σημαντικές ρυθμίσεις ενός νέου Οργανισμού του ΥΠ.ΠΟ. θα είναι η άριστη ανακατανομή του προσωπικού μεταξύ των μονάδων του. Άλλα προβλήματα αφορούν την αναμόρφωση των αρμοδιοτήτων και του έργου της κεντρικής υπηρεσίας καθώς και τη δημιουργία ενιαίου φορέα για την προστασία των αρχαιοτήτων και μνημείων της χώρας. Τέλος προβάλλει και ένα ερώτημα: πόσο ποσοστό του προϋπολογισμού ανήκει στην προστασία του μνημειακού πλούτου μιας χώρας όπως η Ελλάδα;
Το Παλαιό Κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης. Στο εκλεκτικιστικό αρχοντικό της οικογένειας Βουρνάζου στεγάζονται τα αντικείμενα του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης, που προέρχονται από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Λέσβο (νεολιθικά ως ελληνιστικά χρόνια), της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην προϊστορική Θερμή και τη μυκηναϊκή Αντίσσα και του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στη Μυτιλήνη. Η νέα έκθεση, που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1991, ακολουθεί χρονολογική σειρά και έχει παιδευτικό χαρακτήρα. Από τα εκθέματα ξεχωρίζουν οι ιεροί νόμοι, τα ψηφίσματα και οι συμφωνίες ανάμεσα στην πόλη της Μυτιλήνης και της Φώκαιας, της Μυτιλήνης και της Ρώμης, ανάγλυφα με παράσταση νεκροδείπνων και του Θράκα Ιππέα, τα ψηφιδωτά της οικίας Μενάνδρου (4ος αιώνας μ.Χ.)
Αν και αθέατα, τα πόδια του Ηνίοχου αποδίδονται ρεαλιστικά. Ο συγγραφέας εξαίρει τη διδακτική αξία του Ηνιόχου. Για χρόνια τον προσπερνούσε σχεδόν αδιάφορα, λέει, μαγεμένος από τους Δίδυμους του Άργους. Ώσπου κάποια φορά πρόσεξε πόσο ρεαλιστικά αποδίδονται τα πόδια του. Ωστόσο, το σύμπλεγμα, στο οποίο ο Ηνίοχος ανήκε, ήταν τοποθετημένο σε ψηλό βάθρο, τα λεπτοδουλεμένα πόδια του δεν ήταν ορατά. Ο Ηνίοχος αναδεικνύεται σε χειροπιαστό δείκτη της τελειότητας του κλασικισμού. Το δίδαγμα είναι ότι, στην κλασική περίοδο, έβλεπαν το γλυπτό ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να το διαιρούν σε μέρη, επειδή έβλεπαν τον κόσμο ενιαίο. Οι απόπειρες αντιγραφής του κλασικισμού απέτυχαν γιατί έμειναν στη μορφή και όχι στην εσωτερική ουσία.
Μπουζούκια, η εξέλικη του αρχαιοελληνικού τρίχορδου. Συλλογή Μουσικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
The beginning of the last decade of our century found the Greek Archaeological Service to be controlled by a legislation dating from1899-1932 and incompletely codified sixty years ago. Therefore it is not only full of contradictions, menacing penalties and provisions unsuitable to the present constitution and the international contracts signed by Greece; but it has also become partially powerless due to later additions and exceptions- The handicaps imposed by this legislation, and the absence of inter-European borders from 1.1.1993 will find the Greek Archaeological Service watching rather passively its movable archaeological heritage being «smuggled» and transported easily and illegally to a united Europe. Furthermore, on the basis of the EC relevant directive all reserved rights on the historic and artistic treasures that "emigrated" are abolished after thirty or seventy-five years. Regarding the organization of the Ephorate of Antiquities, the vital cell of the Archaeological Service, a series of essential steps have urgently to be taken: The reinforcement of the existing Ephorates of Prehistoric and Classical Antiquities and the increase of Ephorates of Byzantine Antiquities and those of Modern Monuments; the rational distribution of work through specialized departments, internal restructuring, redistribution of personnel, modernization and efficient staffing of the museums so that they will function no more as mere warehouses of beautiful objects of obscure ancestry. Also necessary is the significant increase of staff for the efficient guarding of antiquities, systematic excavations, documentation of archaeological finds, organization of temporary exhibitions, promotion of archaeological sites, restoration of monuments. Cases, that are being presently evaluated by the Central Archaeological Council, should be examined by local councils instituted for just such a purpose and a flexible service for the effective protection of monuments must be also included in the forementioned scheme. Finally, the full financial support of the State for the preservation of the archaeological treasures of a country like Greece is the indispensable, essential factor for the successful application of all realistic proposals.
Established in the late nineteenth century, the Italian Archaeological Institute of Athens is under the Italian Ministry of Culture. Alone or in collaboration with universities it undertakes excavational projects in Greece, always under the supervision of the local archaeological Ephor; it can also set up exhibitions with other relevant organizations. It employs staff after a screening and its proper function depends on human potential. Possible cooperations with other European Archaeological Services are subject to the legislation and the directives of the European Common Market.
Archaeological work in the Netherlands is carried out and coordinated mainly by the Rijksdienst voor het Oudheidkundig Bodemonderzoek (ROB = Civil Archaeological Service). Permission for archaeological excavations, apart from the ROB, is permanently granted to four of the Netherlands universities, one museum, and eleven municipalities that employ an archaeologist who is a specialist in his field. The Archaeological Civil Service was established in 1947 and is divided into three major sectors.The Department of Research, staffed with ten provincial archaeologists, the Department of Restoration/Conservation of Monuments, and the Department of Reconstruction of Monuments. A few years ago ,the RAAP Institute, a specialist in non-destructive methods of research, had undertaken archaeological projects on a contract basis. One of the future projects of ROB, concerning the coordination of research in the field of "urban archaeology", is going to be carried out on the historic cities of the Netherlands.
Archaeological work in France is subjected to the so-called Carcopino Law of 1941. The Ministry of Education and Culture has a Sub-Direction of Archaeology that depends on the Direction of National Heritage. In each province the Ministry is represented by a General Director of cultural affairs, to whom the regional curator of antiquities is subordinate. The regional Archaeological Service has the responsibility for the observance of legislation regarding excavations and archaeological discoveries, the use of the land and the subsoil, the protection of archaeological remnants, the use of metal detectors. The regional curator prepares the scheduling of excavations and has the responsibility for the total archaeological documentation. The Supreme Council of archaeological research grants the permission for scheduled or rescue excavations. The Ministry of Education and Culture is not the only civil service dealing with archaeology. Three more ministries directly finance archaeological activities, while five major Institutes operating abroad (one of which is the French Archaeological School of Athens), which are partially or totally involved in archeological work, depend on the Ministry o( Education and Culture. Finally, the CNRS (Ministry of Research and Space) finances groups of scientists who are active in archaeology. For an archaeologist, the only way to obtain a proper scientific knowledge is by going to university, while the excavational projects can supply him with practical experience. Archaeologists in France are employed after a screening. The work of rescue excavations is carried out by 1500 archaeologists on contract who are paid by various state budgets. The necessary credits are managed by a non-profit organization, the AFAN (Union of National Archaeological Excavations), established in 1974. While universities play an important role in theoretical archaeological education, they have a rather poor contribution to its practical application. Archaeology in France is going through a phase of "development crisis" that affects personnel (education and employment), the administrative organizations (Ministry and Supreme Archaeological Council relations), and the archaeological policy of the country (partial privatization of archaeological activities).
Established in 1874, it is subordinate to the German Ministry of the Exterior and is financed by the annual state budget of that country,by German institutions and by individuals. It has carried out excavations all over Greece, usually with the cooperation of Greek archaeologists. The most important of them, going on for many years with some intervals, are in ancient Olympia (since 1875), Tiryns (since 1884), the island of Samos (since 1910) and Kerameikos in Athens (since 1913). A series of publications and rich photographic material is available for each excavation, while a library comprising 65.000 volumes supports the scientific research. The Institute is housed in a neoclassic building designed by Ziller with the contribution of Dörpfefd, whose time marked a culminating point of the institution. Unfortunately, during the years of German occupation the results of the Institute's work were twice destroyed.
The organization of archaeological affairs is slightly different in England, Wales, Scotland and Northern Irland. The Committee of Historic Monuments in England is a consultant of the government on archaeological subjects. Some other organizations function more or less in the same way. The British Academy finances the British Archaeological Schools abroad and offers research scholarships; some companies of Ihe private sector also offer such scholarships, while the local authorities maintain their own archaeological services. The companies of land-improvement finance the archeological works required prior to their own operations, while the powerful amateurish element is represented by the Council of British Archaeology. The English Heritage was established in April 1984. Its objective is to create the circumstances for the long term preservation, greater understanding and enjoyment of the Historic Environment for the sake of the present and future generations; to achieve its goal it combines experts' advice, cultural education, representational examples, sound arguments, effective interference and financial support. The English Heritage is basically ruled by the Archaeological Monuments and Districts Law of 1979 and is directed by Commissioners and a President who is appointed by the Secretary of the National Heritage. Its cooperation with other European Organizations is achieved through the Council of Europe. The British School of Athens, which celebrated its centennial in 1986, is supported financially mainly by allowances coming from the British Academy, although the money for research, studies and excavations usually comes from donations and contributions. It organizes archaeological missions and excavations and offers a series of courses of various levels, lectures and seminars annually. The British School owns a building complex in Athens where among others the following services are housed; George Finley's library, another library of 60,000 volumes, an archive of maps and photographs, and the Fitch Archaeometry Laboratory (ceramics). It has also maintained in Knossos, Crete a small library and a Stratigraphical Museum. The British School of Athens publishes various important periodicals.
The Archaeological Service of Denmark depends heavily on the large number of local museums, staffed with an educated personnel. The approximately 150 museums of the country are controlled by the Museums Law, which sets the objectives of these institutions and the regulations of all activities regarding antiquities and archaeology. The person responsible for applying this legislation is the State Ephor of Antiquities, the President of the National Museum and of the Archaeological Committee. The local cultural/historic museums, that are state supported , have the main responsibility for archaeological activities. These museums, created thanks to citizens' initiative, are scattered throughout the country and have the right to undertake archaeological projects in their vicinity after the approval of the Archaeological Committee. The basic prerequisites that a museum must have in order to be granted with such an approval is to count among its staff at least one archaeologist, to have a sufficient budget as well as the architectural facilities for the realization of the project. The major part of the archaeological work is represented by the so-called emergency excavations, carried out before or right after the erection of buildings or other construction works. The State Ephor of Antiquities or usually an interested local museum authorized by him has the legal right to be present, through its representative, wherever soil works are executed and to send a report for any finds discovered during these works to the Ephor. The local museums participate in the financing of archaeological projects , unless the work is executed by a public authority. The Museums Law has been created on the principle of the decentralization of museums. The relation between the Archaeological Institute and the Archaeological Service of Denmark is the following: the Institute must obtain the approval of the Ministry of Culture for its projects, and depending on its scheduled works, it cooperates with the local Ephorates of Antiquities. Administratively it belongs to the Ministry of Education and is financed mainly by the private sector. Thus the Insitute's research and the realization of its projects do not depend on the state budget.
The theater-stadium in Thessaioniki is a significant, unexpected find. Besides its religious significance — it is related to the martyrdom of St. Demetrius, patron saint of the city— and the historic topography that have been approached, new questions have been raised regarding the city-planning axis and the identification of other disputable buildings of Thessaioniki . Besides its importance as a unique building in Northern Greece and a place where ancient Greeks congregated during the Roman period, the discovery of the theater-stadium is a break through where the established historic topography of the city is concerned and redefines the factors for identifying more buildings which either have already been excavated in Thessaioniki or will be in the future.
Comics are included as a source of knowledge and information on the history of mankind along with movies and certain television series, in the visual mass media that are addressed to children. A great number of comics are published, in Greece as well as abroad, where the majority comes from, where the various periods of antiquity are used as a background for their heroes' deeds and activities. Although these comics undoubtedly offer to children a knowledge of history, their character, reliability and quality is worth looking into.
It was established in 1930 by Antonis Benakis and it mainly comprises Greek collections of the Postbyzantine period The top priority for the Benaki Museum is the recreation of the historic-cultural continuity of Hellenism in the full evolution of space and time. The rich library, the historic and photographic archives, the restoration laboratories for icons and ceramics as well as the Museum's collections are available to scholars, while educational programs are organized for pupils and students. A new wing is going to be added soon to the existing building for the better promotion of the Museum's numerous exhibits and thus the historic-cultural continuity of Hellenism will be thoroughly shown and taught. A number of other collections and the activities related to them will become autonomous in a series of new annexes. The latest aquisition of the Benaki Museum is the oeuvre of the great contemporary Greek painter Nicos Hatzikyriakos-Ghika, known simply as Ghikas, who donated his collection of works to the Museum together with the estate on 3 Kriezotou Str. in downtown Athens, where his home and studio are housed and where an art gallery with his paintings has already opened.
Although the Greek State depends considerably on its ancient heritage, both for tourism and national reasons, there are few places available to Archaeology graduates. The limited number of archaeologists who get the opportunity to participate in research programs —mostly through nepotism, regardless of objective evaluation— gain nothing more than a temporary occupation and a meagre salary. If there is a vacancy in the 300 permanent positions of the Archaeological Service —the main administrative, research and restoration/conservation entity of the country,both university degrees and postgraduate studies, for which the state offers scholarships, are downgraded and the candidates, as common civil servants, have to pass examinations on a very wide spectrum of subjects (numismatics, inscriptions, etc.). Depending on their field of interest, Prehistoric and Classic or Byzantine archaeology, these candidates have to possess a vast knowledge of information ranging from the Prehistoric Age to the Late Roman period or from the fourth century AD up to and including the eighteenth century. It would be much fairer if they could be evaluated on the basis of university calendars, curriculum vitae, letters of recomendation and an oral interview. An ideal solution would be the employment of needed specialities not by each Ephorate but by province; or alternatively the establishment of local Institutes staffed with specialized archaeologists. All the forementioned proposals point at the necessity for a generous budget that will permit the increase of work positions. Responsible information, open excavations and archaeological exhibitions should at the same time acquaint the public with the painstaking work and cultural contribution of archaeologists.
This service, that had the Ephor of Antiquities M. Michailidis as its first Director, was created in 1977 by the newly established Ministry of Culture to which it administratively belongs. At the same time the Direction of Reconstruction of Byzantine and post-Byzantine Monuments (DRBP) was created, while the restoration of portable icons, wall-paintings, mosaics, manuscripts and historic documents was undertaken by the Direction of the Restoration οf Antiquities. The objective of the DRBF is the study, protection, preservation and publication of the Byzantine and Postbyzantine monuments of the country: churches, monasteries, fortresses, castles, mansions and settlements that date before 1830, as well as portable works of art, artistic heirlooms and objects of historic significance in general. It also takes the necessary steps -in collaboration with the Church- so that the architectural physiognomy of the Christian monuments under reconstruction to be preserved in the best possible way since their rescue and study is of national importance.
In order to meet the current scientific demands in the contents of Classic Archaeology, the University of Crete, like every other university, must acquire its own distinctive physiognomy through cultivating various scientific sectors within the framework of so-called Greek Archaeology; the latter in spite of its importance represents only a small part of this science. Professional training must also be distinguished by scientific efficiency. The support of new scientists who expect to make a serious career in archaeology is more than a necessity as well as their specialization that will allow the distribution of work and means. Finally, archaeologists must be kept informed on the current scientific issues of their field.
In order to meet the current scientific demands in the contents of Classic Archaeology, the University of Crete, like every other university, must acquire its own distinctive physiognomy through cultivating various scientific sectors within the framework of so-called Greek Archaeology; the latter in spite of its importance represents only a small part of this science. Professional training must also be distinguished by scientific efficiency. The support of new scientists who expect to make a serious career in archaeology is more than a necessity as well as their specialization that will allow the distribution of work and means. Finally, archaeologists must be kept informed on the current scientific issues of their field.
The legal protection through law-suits is an absolute necessity of the individual possessing an archaeological object for the cessation of disturbance and the regaining of its possession, on the one hand; and through claims for profiting from the illegal use of an archaeological object that belongs to somebody else, on the other, contributes to the more effective protection of cultural goods. The individual-possessor has the motive, that is both the aesthetic pleasure and profit, but he also has control over the object.These are legal properties that promote him to the position of «guardian» both of his interestt and the state's and that of all who care about the protection of our cultural heritage. An additional positive outcome arising from the possibility of claiming a profit is that the state, the primary possessor of all cultural goods, is thus given the opportunity to obtain for itself a significant source of income.
Human hair is a "new" valuable material for study and research by the archaeologist. It is discovered mainly in excavations of burials. It provides us with information about the race, sex, age, and health of people, as well as about the habits and the social and cultural context of the period under investigation. Because of its fragility ,this material is rarely found. Its preservation is difficult and depends on the environmental conditions at the time of the burial and the degree of their stability over the years. Finally, there is always a danger of breaking the hair when collecting it from the soil. Today human hair, discovered in archaeological sites, adds a new topic of interest to the study of the palaeoenvironment and to anthropology.
In the University of Thessaloniki, like in all universities of the country,the field of archaeology is divided into three major sectors, i.e. Prehistoric, Classic and Byzantine archaeology. This division is related to the course of evolution of the science of archaeology in Greece, although its value is now questionable, given the important relevant theoretical issues that are discussed internationally. The main obstacle in dividing the field of archaeology into minor sectors with autonomous characteristics is the existence of inflexible borders which block the exchanging of ideas, methods and techniques. A situation of the past cannot be entirely or correctly perceived if it lacks a sound theoretical basis that unifies the existing evidence and gives it the right scientific proportions. Museology, Archaeometry, technical analysis of ceramics, excavation techniques, the use οf computers as well as Statistics form a part of the curriculum of the Department of Archaeology of the Thessaloniki University and match the three basic theoretical divisions of archaeology mentioned above. However, even this advanced approach does not solve the problem of the lack of unity between theory and practice. The Greek Archaeological Service, essentially an administrative institution is unable to function as a scientific pioneer, therefore the University of Thessaloniki has to speed up its pace by introducing new courses and readjusting the existing ones. If this does not happen, the relation between the Archaeological Service and the University of Thessaloniki will become a vicious cycle in which these two parts will keep on functioning indifferently in a sort of self-complacent vacuum: an ill-omened prospect for the future of both, in a country which is changing rapidly.
University studies in Greece are not related to the perspective of a professional career in a specific service. The majority of graduates of the Department of History and Archaeology can choose either to be employed as high school teachers, a few enter the Archaeological Service, and even fewer do research or have an academic career. For the future employees of the Archaeological Service a degree in History and Archaeology of archaeological orientation- is required by Law. The effectiveness of the curriculum of studies in Archaeology at the Athens University is hampered by three main factors: a. The excessive number of students in each course, b. The choice made by students of semester courses at the beginning of studies, which is usually superficial since the student lacks the necessary background and relevant information, c. The complex issue of the one "Greek" entry in the necessary bibliography. The combination of the forementioned negative factors decisively affects the graduates degree. Since 1988 Athens University offers postgraduate studies in Archaeology that create the possibility of overcoming the existing weaknesses of the undergraduate programme.
It was officially established in 1987 as the final realization of an earlier project dating from 1965. It has gained international recognition due to its long, original and pioneering activity. Its objective is the examination of archaeological objects, monuments and materials through physics and chemical methods (C-14, X-rays: microanalysis) and the consequent generation of special information thai contributes to the fuller understanding of our cultural history. Such information includes dating, technological studies, the derivation of raw materials, the location and recording of ancient quarries and mines, the identification of pigments, paper and all sorts of archaeological inorganic material, as well as authenticity tests on ceramics. The laboratory is staffed with ten scientists and many of its projects are completed through a national and international network of clolaborations. It has recently been assigned by NATO with a pilot project, titled "Technologies for Civilization". The archaeometry lab "Democritos" also organizes seminars and twice a year brings out the periodical "Delta".
The Direction of the Restoration of Antiquities, which also covers the needs of the cultural sector, administratively belongs to the Ministry of Culture. Since its establishment in 1978, its main objective is the coordination and supervision of restoration work all over the country, and has compiled volumes on restoration and conservation, perhaps unique in Greece. The Direction is divided into the Department of Restoration proper and the Department of Research, although the latter still remains inactive due to lack of specialized personnel and properly equipped laboratories. The research needs are usually covered by the Center of Stone, the chemical laboratory of the National Archaeological Museum, the Center of Nuclear Research "Democritos", the Institute of Geological Studies of Greece, etc. Needless to say that the Department of Restoration has to be further staffed with scientists of all relevant specialities in order to create the prerequisites for the essential change of approach to the restoration of antiquities in Greece . The actual advancement of the Department of Restoration is necessary, so that restoration work might contribute effectively not only to the conservation of objects of our cultural heritage but also to the deeper understanding of the scientific problems and historical events related to the object under restoration.
The purpose of the Center is "the research of History, Art and Civilization of Greek Antiquity in general and of Roman Antiquity ". Research programs refer to the study of Neolithic, Creto-Mycenean, Classic and Roman antiquity on the basis of written sources and preserved archaeological material. Most of these programs were planned and scheduled in the mid-1980s, when the then personnel was relatively sufficient. The Center supervises and coordinates international projects of the Academy in cooperation with the relevant committees of the institution. Its library comprises about 2.500 volumes of archaeological and historic interest.
This article looks both at the underlying principles of the organisation and the content of the teaching of archaeology in Greek universities as well as at some of its consequences. The main conclusion is that at most Archaeology Departments there exists a strong bias towards certain periods (the classical period and the late bronze age) and certain approaches (mainly the art-history approach in the German tradition). Several important aspects of the past and the theoretical and issues on methodology receive little attention.The (University of Thessaloniki is to a large degree, an exception).Consequently, the training of future archaeologists is inadequate and, furthermore, certain ideological stereotypes are being maintained within modern Greek society.
The objective of this service is the carrying out of all work regarding museums and archaeological sites in general. The Direction is divided into the following departments; Auctions, Execution and Supervision, Inspection and Delivery. 95% of the works are auctioned and then carried out by building- contractors, while minor projects or other works that require skilled and specialized personnel are done by craftsmen or relevant employees from the Ministry of Culture. The Administration is staffed, among others, by twenty-nine persons whose knowledge and skills cover all the necessary specialities. The major problems this service has to solve are generated by the poor condiltion of the old museum buildings and the postponement of their reconstruction, owing to the lack of funds. The proposals for improving this situation include the decentralization of the central technical services that can be achieved by creating regional ones; the classification of the works on a regional (conservation, repairs) or national (constructions, extentions) level; and the creation of a specific Department of Building Restoration. Basic prerequisite of all proposals is the replacement of the present, ill-functioning programme of the Ministry of Culture by a modern one which will have been drawn up with the participation of all interested parties.
The Greek Archaeological Service was established in the nineteenth century, soon after the Independence of the Greek State. The present managerial structure of the Restoration Service is made up of three branches, i.e. the Direction of Ancient, Byzantine and Postbyzantine, and Modern Monuments. Due to the broadening concept of architectural heritage the present qualified personnel has been proven inadequate to meet the increasing demands. The old building materials and structures, the effects of climate change, the damaging pollution and the usually destructive human activities have made it imperative to intervene in order to rescue monuments or totally reconstruct them. The relevant studies and plans, are continuously being adjusted and modified while the project is carried out.They are worked out by the Service engineers or are commissioned to the private sector. The competent Administration put forward each project to the Central Archaeological Council and depending on the monument's date, is responsible for bringing it about. Recently, the overall study and realization of reconstruction works handed over to committees that can manage the necessary finances with more flexibility. The universities participate in these committees and also in relevant reseach programmes. Each Administration has to keep its own archives, since a central computerized one does not exist. However, in spite of the difficulties that the Service faces, the reconstruction and restoration of monuments keeps on being efficient and effective. Needless to say that the rescue and consequently the revival of traditional working techniques is of the utmost importance. The proper preservation of monuments in a suitable environment has become a top priority in the European policy for the protection of monuments.
Αμφιφορεύς, αμφορεύς: αγγείο που το κρατούν από τις δυο του λαβές. Συχνά όμως ως λαβή χρησίμευε και η βάση του. Με φαρδιά κοιλιά ανάμεσα σε βάση στενή και σχετικά στενό λαιμό, ο αμφορέας παίρνει το όνομά του από τις δυο κατακόρυφες λαβές που ξεκινούν από το χείλος ή το λαιμό και καταλήγουν στους ώμους του. Αγγεία αποθήκευσης αλλά κυρίως μεταφοράς και εμπορίου με περιεκτικότητα που φτάνει τα 18-22 λίτρα, συχνά βρίσκονται κατά εκατοντάδες σε αρχαία ναυάγια. Ανάμεσα σε άλλες χρήσεις, οι αμφορείς έγιναν ταφικά αγγεία ή, κομμένοι από τη μία πλευρά, φέρετρα για βρέφη. Το όνομα «αμφορεύς» εμφανίζεται στις πινακίδες της συλλαβικής γραφής Β πριν ακόμη ο Όμηρος ονομάσει έτσι τα αγγεία με το κρασί που ο Τηλέμαχος μεταφέρει από την Ιθάκη στην Πύλο.
Πλακίδια με λιοντάρι που επιτίθεται σε ταύρο, από τα Σπάτα.
Κυκλώπειο τείχος παράλληλο με τα αναχώματα του μεγάλου αγωγού της Κωπαίδος.
Πρωτοκυκλαδική ελλειπτική πυξίδα από χλωριτικό σχιστόλιθο, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ακέραιο αντικείμενο από λιθάργυρο.
Ομοίωμα ταλάντου με επιγραφή από την Έγκωμη.
Χρυσό κύπελλο από λεπτό έλασμα με έκτυπη διακόσμηση δελφινιών. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Σειρά πρισματικών λεπίδων από οψιανό της Μήλου. Ακρωτήρι Θήρας.
Χρυσές ψήφοι κατασκευασμένες σε μήτρα, 13ος αι. π.Χ. Από το Νέο Καδμείο της Θήβας.
Κύμβη από ορεία κρύσταλλο, με λαβή σε σχήμα λαιμού και κεφαλής πάπιας. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ανάγλυφο πλακίδιο από φαγεντιανή. Ιερά Θησαυροφυλάκια του Ανακτόρου της Κνωσού, 17ος-15ος αι. π.Χ.
Η γέννηση της Αθηνάς. Αττικό μελανόμορφο τριποδικό εξάλειπτρο, 570-565 π.Χ. Λούβρο.
Λεπτομέρεια από την ύφανση του ενδύματος της Ιέρειας από τη Δυτική Οικία. Ακρωτήρι Θήρας.
Ποσοστιαία κατανομή των διαφόρων τύπων τάφων ανά εποχή.
Ελλειψοειδής σφενδόνη χρυσού δαχτυλιδιού με λατρευτική παράσταση. Μυκήνες, Θησαυρός Δροσινού.
Ασημένια πλακίδια 4ου αι. π.Χ. από το ιερό της Δήμητρας στη Μεσημβρία-Ζώνη.
Πήλινη γυναικεία προτομή, πιθανότατα θεότητας του Κάτω Κόσμου από το κλασικό νεκροταφείο της Αμφίπολης.
Το εξώφυλλο του βιβλίου.
Εξαιρετικής τέχνης κεφαλή κούρου της αρχαϊκής εποχής που αποκαλύφθηκε στη νησίδα Δεσποτικό.
The definition of the ancient Greek word “Techne” (Art) was a skill needed in the making of some object, regardless of this object being functional (craft) or beautiful (art). In this special feature, technology is examined as a whole, without specifically focusing on technical achievements. The interest lies in the system in which a need is born, the human ingenuity to meet this need, and the repercussions on society as a whole when a certain technology prevails. Many references are made to the interaction between society, economy and technology as well as to the complex procedure of society absorbing an innovation which will, in turn, be incorporated into “tradition”.
It is beyond doubt today that the Greek tribes were distinguished, from the Mycenaean age to the Late Antiguity, for their persistent love of technology. Thus, it is reasonable to presume that such an attitude towards life would have been impressed on the mythological and religious beliefs of the Greeks. As a matter of fact, the role of technology in the mythology and religion of ancient Greece is a fundamental one: the Cyclopes/metal workers participate in the original triple deity (mans. Cyclopes, Hecatoncheires), Gaea hands to Cronus the "sharp" scythe, and the Cyclopes invent the ultimate weapon, the thunderbolt, for the sake of Zeus, which would enable him to emerge victorious in the struggle of the gods against the Titans. Even in the Olympian phase of the ancient Greek religion Zeus, by inviting Prometheus to participate in the creation of the World, has essentially consented to offering to mankind the technological Wisdom. Thus. the original fault of creation is restored and "men become affluent". So, it seems that technology for the Greeks was the blessed by the gods complement of the powers of nature.
The manner in which the basic building materials –stone, clay and wood- are combined to create the load bearing system of a building is of major significance in construction. The earlier structures (7th millennium B.C.) are built with wood, while clay as a building material has an equally long history. Timber is used in the reinforcement of clay or stone walls in the form of horizontal beams embedded In the wall. Vertical posts are also included in later times. There are indications that the participation of wood In wall construction was an antiseismic measure. The covering of a building -gabled or flat root- is not always easy to identify. The difference between the structure logic of an elongated narrow edifice of the "megaroid" type covered with a gabled roof (Thessaly, North Aegean) and that of a rectangular house with a flat roof (South Aegean, Crete) is striking and is reflected in the course of development of the two types, as for example in their potentials of horizontal and vertical expansion. It is not accidental that multi-storied houses appear very early in the South Aegean where flat roofs prevail. Roof tiles are the most undisputable evidence of gabled roofs (House of Tiles, Lerna, 3rd millennium B.C.). Their use throughout the Mycenaean era is widespread. Fortification walls represent the earliest technical works on a large scale dating back to the 5th millennium B.C. (Strophilas, Andros), with most renown the walls of the Mycenean era. The stone vaulted tombs of the same era are also monumental works of a large scale, reaching 14 m in height and diameter. The relieving triangle and corbelling are true Inventions of the time. Linear B tablets refer to the to-ko-do (masonry builder) and the to-ko-to (carpenter) implying respective expertise.
Greece is an exceptionally mountainous country. Therefore the few areas that displays the appropriate relief for intense agricultural use have played an important role in its eνolutιon and haνe become centers of cultural development. The need for a more effective exploitation of plain land demanded the technical occupation of man with various natural phenomena, in order the menace of flood and drought to be dealt with electively. The peak of the technical achievements in Iand reclamation works both of the Mycenaeans in the Peloponnese and the Minyans in Boetia is dated from the fourteenth and thirteenth centurιes B.C. They are innovating and unique in Europe works, which secured the flowing ουt οf water from inhabited and cultivated districtsΙs in ρperiods of abundant water and, correspondingly, their supply with water in periods of drought. The main characteristic οf the Mycenaean waterworks was the basin technique that consisted ίn the construction of dens or locks that had a medium height but usuaIIy a substantial width and a length expanding of many kiIometers. The most sρectacular technical works of the Mycenaean era are the big piρeIines. mainly that of Kopais, but aIso those of the Pheneos valley and Tiryns. The great advantage of the waterworks was their automation, since after their construction they only needed maintenance without any technical back up. During the second half of the second millenium B.C. the Minyans created and exploited a magnificent and extensiveνe system of waterworks ίn order to control the creation of artificial lakes in Boeotia. The biggest and longest maιn, most of the earthworks of the ρeriod and the largest artificial lake of early Greece were created in the Minyan Kopais.
Although in the Homeric Epic there are many references to ships, the question is whether they describe the Mycenaean or simply the Geometric sea-going vessels. The aim of this article is to present the evidence, the methodology and the results of an interdisciplinary research project on the form and the shipbuilding tools, materials and techniques of Mycenaean ships. Unfortunately, no Mycenaean shipwreck has been excavated so far. In consequence, in order to draw safer conclusions, we had to undertake a comparative study of the written sources on nautical technology from the Linear B tablets, the Homeric epic and the later literary evidence as well as the available LHIIIC archaeological data. The study also took in account evidence on ships and shipbuilding techniques from earlier and contemporary Bronze Age civilizations in Northeastern Mediterranean. Finally, in order the above mentioned issues to be examined in the historical context of the LHIIIC period, the research had to deepen in various fields of Mycenaean civilization, such as technology (woodworking, metallurgy), economy, and even natural environment. Some of the results as well as the questions that remained unanswered after the completion of the archaeological study on the form of the Mycenaean oared vessels were approached through Experimental Archaeology. The analysis of the design and structure of an eikosoros (20- oared sailing vessels) was the subject of a complete technical study and of experiments using not only models – in a 1:10 scale-, but also full-scale sailing and steering samples.
This article refers to metal technology and particularly to its Impact on trade in the Bronze Age. After a theoretical introduction to the evolution of metallurgy and metal, working, it concentrates on the strategic role of metals for the production of weapons and on the necessity of alloying copper with tin. The sources supplying tin are examined as well as: the explosion of sophisticated metalworking techniques during the period of the "Shaft graves phenomenon", the interest of the central authorities in obtaining metals and producing export-oriented artifacts, and the various mechanisms used in the exchange networks. Then the article focuses on the standard mainly used In the circulation of raw metals, that is the ox-hide-shaped ingots traded in mostly coastal areas of the Central and Eastern Mediterranean, which were also found in abundance in two Bronze Age shipwrecks. Finally, specific information, which has been reinforced by archaeometric investigation, is given as regards the copper and tin ingots discovered in a ship that was sank off the southern coast of Asia Minor, near the present day Uluburun. while sailing from Syrian ports and Cyprus to a Mycenaean destination.
Copper and its alloys played an important role in the economic and technological development that is apparent in the Bronze Age. In order to obtain copper and tin, the two basic components of bronze, as well as other metals, the civilizations of the Mediterranean had to develop contacts and intricate exchange systems. Many factors led the island of Cyprus to the center of the commercial networks that developed in this period. First, Cyprus, even today is considered one of the richest countries in copper in the world, and already since the end of the Middle Bronze Age (1900-1600 B.C.) Cypriot copper was exported to neighboring countries. Second, the island. due to its geographic position in the Eastern Mediterranean, functioned throughout its history as a crossroad between the West and the East and as intersection of the commercial trade routes. The importance of Cyprus as a copper producer and exporter in the Late Bronze Age has been revealed by archaeological research carried out both on the island and in the neigh boring countries, while archaeo- metallurgical research on the island has shed light on issues concerning the technology of copper production from sulphide ores.
The remnants of a small workshop and hundreds of litharge fragments have been recovered during a rescue excavation in Lambrika, Attica (Koropi). The litharge finds have the shape 0f a small shallow bowl and most of them bear at their bottom ten small hemispherical depressions arranged in three series. These litharge items derive from a metallurgy workshop of silver/lead of the Early Helladic I period (3200- 2800 B.C.), the earlier one located in the Aegean region. Three circular pits dug in the ground have been found (1.5-1 m. diameter and 0.50 m. depth), and among them five small cavities (0.19 m. diameter and 0.10 m. depth) coated with a whitish clay have been scooped. The correspondence of dimensions of the litharge finds to the cavities leads to the conclusion that the latter were purposed for the manufacturing of the former. So far, only a few litharge samples of similar form, proving the application of the cupellation method, that can be dated from the EH I period or the preceding one, are known: One from the Earlyheladic settlement at Koropi, another one from the Final Neolithic building at Merenta. A similar litharge comes from the site Habuba Kabira in Syria and belongs to the second half of the fourth millennium B.C. The systematic typological and analytical study of these litharge fragments will elucidate a series of important issues relevant to the early metallurgy of silver in the Aegean.
The technology of chipped stone is related with the strategic choices that have been made in order the raw material used for the fashioning of stone implements to be obtained and shaped. The technology of chipped stone in the Bronze Age Aegean, which is examined as regards its obtainment, production and use or consumption, is a complex phenomenon that is connected to the new technical, economic and cultural parameters formed after the third millennium B.C.. Significant changes are observed as regards the way the raw material is obtained as well as the transport and use of obsidian in the Cyclads and its distribution from there to Eastern Greece and to the broader area of its dissemination. It has been ascertained an expansion of the transport network of this volcanic glass to Northern Greece and Eastern Aegean and to the Asia Minor coastal area. Concurrently, new networks of transporting obsidian from remote sources of this material appear, such as the Carpathians and Cappadocia, The production of obsidian blades is the result of the widely spread pressure technique used in the manufacture of elongated prismatic blades. As regards consumption, the Bronze Age retouched implements are few. Blades are mainly used for basic activities in the household or for more specialized ones in the workshop. The discovery of obsidian blades in a particular context, like that of a burial, implies the use of this artifact in areas having a symbolic meaning. In conclusion, the third and second millennium B.C. marks the end of this sophisticated chipped stone technology.
Undoubtedly stone vessels represent an important and distinguished creation. Although they do not belong to the objects necessary for the everyday life, nevertheless they are important, because they directly refer to the level of development and achievements, the aesthetics, the values and belief of the society that has produced and used them. They stand out thanks to the peculiarity of the material they are made from, which results from the natural colour, durability and difficulty in workmanship of stone. Our knowledge of the way the raw material could be transformed to a vessel is limited, because the available information is meager and fragmentary. Since a fully equipped workshop of a stone carver has not been found as yet, it is the vases themselves, mainly the unfinished ones and the waste. that supply the indications of their manufacturing. Therefore. the testimonies deriving from the broader area of Near East are valuable. Thus, we can conclude in general that the entire carving procedure -carving of the exterior, scooping out of the Interior- was carried out in the workshop; and that the tools of the early stone carving were gradually replaced by more advanced ones, made of bronze in particular. The first stage included the rough forming of the volumes through hammer-hewing. The smoothing out of the surfaces followed that was achieved using blades and chisels. The tools for the hollowing of the open and shallow forms and shapes were blades, solid grinding implements and, later, chisels. The use of chisels for the processing of soft stones continued throughout the Bronze Age, while the employment of drill represented a novelty in the hollowing of vessels. Rotating. originally. between the palms and later with the help of a bow and crank, it became the indispensable tool of the stone carver, while sand and ground abrasives, such as emery and quartz, were required additionally for hard stones. When the hollowing was completed. then the final elaboration of the vase exter or followed, which included the rendering of particular details of its form, the finishing and the polishing of the artifact.
The art of weaving in the Bronze Age is characterized as developed, particularly due to the representations of luxurious textiles depicted in wall paintings. The archaeological evidence is insufficient and consists in preserved parts of looms, which however are few, given that most of them are perishable. Traces of textiles have been recently located, as for example at Akrotiri on Thera island, which are astonishing finds not only for the variety of their weaving techniques, but also for the exquisite refinement of these artifacts. It is obvious that the main achievement is the technical human abilities through which these excellent works have been produced and not the technical properties of the weaving instruments in themselves.
Alongside metals iνory (hippopotamus and/or elephant) first appears in the Aegean as a luxury import into the Prepalatial Crete. During the period of the first Palaces the range and size of products increased there and the working techniques were perfected, leading to a heyday of the craft in the phase of the Second Palaces. Thenceforth, the Mycenaeans maintained the expertise in Crete and throughout the Aegean. Their output differs somewhat in style and diversity of objects produced. Elephant and hippopotamus iνοries are different in their manner of growth and thus to a degree in how they are worked and resist time and decay. The craftsmen employed a varying toolkit (blades, points, saws, chisels and drills), mostly of copper/bronze and sometimes probably of reed/cane lor drίll-heads; they relied much on abrasiνes to cut, shape and polish their artifacts. Confirmed working areas are not common; we can guess that the social position of these craftsmen depended on those elite clients who made use of their products. The manufacture of three sets of maΙeria is reviewed in some more detaίl: the Palaikastro "kouros", the inlays from the House of lvories at Knossos and sundry pieces from Mainland Greece (1rom Athens and Mycenae).
Vitreous materials manufacture was a "high teen" technology which first started in the Near East and Egypt and later spread to the Aegean. Vitreous materials were appreciated for their resemblance to precious stones which were considered to have special properties: they were imbued with beneficial magic. With time, however, they became even more appreciated for the very magic that was involved in their manufacture: the dull, colourless raw materials were transformed in the kiln into a brilliant artefact. The manufacture of first faience and blue frit and later glass meant that precious objects could become available not only to the elite but to almost all social classes. The royal courts remained the centres of production since it was they who could afford the first class technicians and the best raw materials as well as high aesthetic standards. Faience could be made anywhere, while blue frit and glass were made in specific countries in the Near East and Egypt from whence they could be exported to other countries - thus widening Bronze Age trade/exchange networks.
The mold is undoubtedly the oldest "machine" in the history of the material civilization, which changed drastically the rhythm of production through the standardization and mass production of all sorts of artifacts. Its impact on the field of metalwork has been appreciated for the manufacturing of bronze implements and weapons in particular already since the early third millennium B.C. The role of mold is intensified and increased in the framework of the palatial societies of Minoan Crete and Mycenaean Greece, especially through the production of various gold, faience and glass paste prestige goods. In this way, through the standardization and the multiplication of "images", it also contributed to the creation and dissemination of an artistic koine during the Late Bronze Age. The culmination of the use and performance of mold coincides with the fourteenth and thirteenth centuries B.C. It becomes obvious from the production of jewellery -mainly embossed glass paste or more seldom gold foil beads- that it responds to and meets the new ornament orientations and needs of the Mycenaean world. The relevantly numerous molds and the countless jewels dating from these two centuries prove beyond doubt the predominance of a galloping fashion which, due to the use of the inexpensive glass paste, was spread throughout all social strata. Mycenae is probably the major center of jewellery production and the provenance of most of the available until today molds. The Linear B tablets from this site testify for the local activity of a group of craftsmen, the so-called kuwanowokoi, who must be conceived as artisans working glass paste, a low-priced substitute for lapis lazuli. Needless to say that the importance of a mold depended on the number of carved matrices it bore - up to 23(!) on an example from Mycenae. However, the carving of the various matrices should have been the responsibility of a skilled expert, who must be sought among the ranks of the seal engravers of the period, recorded, as we believe, on the Linear B tablets by the term kowirowoko.
Herodotus, the father of History, already stresses in the fifth century B.C. the particular historical and cultural importance of ancient Thrace, when he remarks that "the nation of the Thracians is greatest", which today has become obvious thanks to the relevant archaeological discoveries in the area. The great number of archaeological finds that Makri and Mesimvria-Zoni, two distinguished sites in this area, have yielded made possible the reconstruction of everyday life in the Prehistoric age and in the classical and Hellenistic periods in such sectors as the building of houses, the organization of space and town- planning, cult and religion, the various occupations of the inhabitants, the burial practices etc.
The glyptic of the Early Mycenaean period of mainland Greece initially follows the artistic tradition of Neopalatial Minoan Crete. Lentoid and almond-shaped seals are extensively used for sealing purposes well through the Mycenean era, while Mycenaean seals and gold signet rings -especially those found in the Shaft Graves at Mycenae - are exclusively used for their own artistic merit as jewellery and not for bureaucratic purposes. The thorough examination of the iconography used on this artistic production has led to the conclusion that a distinct, purely "mainland" glyptic style was gradually been developed around the Late Helladic period, which exhibits the following characteristics: a. The overall treatment of human figure and its position both in space and in intaglio representations show the stylistic weakness and the technical inconsistency of the Mycenaean engravers. b. The development of a genuine "Mycenaean" epic tradition and religious ideology that are reflected in scenes depicting battles, duels and religious rites. c. The use of motifs that symbolize the Mycenaean idea of the celebration of death by means of war and hunting scenes in which the military and hunting equipment is stressed. d. The appearance of a female, military in character, deity who adorns a number of seals, signet rings and fresco fragments as well. e. The number of collections and accumulations of Late Helladic -and Mlnoan- seals from excavated graves (Mycenae, Vapheio) and cemeteries (Medeon) proves that the Mycenaean elite regarded many glyptic items as valuable objects, "heirlooms" so to speak, and exceptional artistic creations.
This article presents a preliminary analysis of a sample of 40.393 ancient Greek graves that are correlated to the data of geographic distribution, palaeodemography and burial customs from the Mesolithic epoch up to the Byzantine era. The sample can be considered statistically large for most of the scientific topics presented here and thus it results to a satisfactory approach to the general picture. The interrelation between the different chronological periods and the various burial traditions, such as the grave types, the degree of kterisis and the grave orientation, cannot be accidental. The various interpretations given to related issues are open to further debate, considering also that a more extensive analysis is required in order to be clarified specific and general conjectures, in relation to their chronological settings.
Το λογότυπο του περιοδικού. Η άνοιξη είναι η αγαπημένη μου εποχή. Για τη φύση είναι πρωτοχρονιά. Η ετήσια παρουσία του περιοδικού ξεκινά κι αυτή τώρα. Οι αρχαίοι μελισσοκόμοι δάμαζαν τις μέλισσες, αλλά δεν μπορούσαν παρά να τις λατρεύουν ταυτόχρονα. Είναι υπεύθυνες για την ανθοφορία, εξάλλου. Το δε μέλι έτρεφε τον ίδιο τον Δία. Η ενασχόληση με τις μέλισσες είχε τόσο αιχμαλωτίσει τη σκέψη του προϊστορικού ακόμα ανθρώπου, που την είχε αποτυπώσει σε χρυσά δαχτυλίδια που βρέθηκαν σε μυκηναϊκούς και μινωικούς τάφους. Σε μια τέτοια μικρογραφία, ο άνθρωπος απεικονίζεται να προστατεύει τις μέλισσες από το μελισσοφάγο πτηνό. Τις προστατεύει με το ίδιο το κορμί του. Το χώμα φυλάει τους θησαυρούς. Προσωπικοί όπως ένα κόσμημα που δεν άφησε ποτέ τον ιδιοκτήτη του ή συλλογικοί όπως αυτός που πιθανώς άφησε πίσω του ο στρατός του Μεγαλέξανδρου σ’ ένα χωριό της Μολδαβίας, κοιμούνται μέσα στην αγκαλιά της γης. Εκεί τρέχουν και τα υπόγεια νερά, αυτά που οριοθετούν τον Πάνω από τον Κάτω Κόσμο. Ήταν για τους αρχαίους φορείς ζωής αλλά και θανάτου, μεταιχμιακά σημεία, μοιραία στη δύναμή τους να παίξουν τον ρόλο του ζωοδότη ή του δήμιου. Μεταιχμιακή είναι και η εποχή αυτή της φύσης. Η Περσεφόνη επιστρέφει από τον Άδη και ο Χριστός ανασταίνεται. Η άνοιξη ή Άνοιξη έχει εμπνεύσει τους ποιητές, αφού έχει παίξει βασανιστικά με τις χορδές της καρδιάς τους. Έκανε τον Καρυωτάκη να βλέπει τους κήπους σαν κήπους μελαγχολίας και τον θάνατο των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού να είναι χίλιες φορές θάνατος. Ο κύκλος της φύσης βρίσκεται τώρα στην πιο γλυκιά στιγμή του. Αν ποτέ ενσαρκώνεται η ελπίδα, αυτό γίνεται τώρα. Την άνοιξη η ζωή είναι ζωή.
O Γιάννης Χαμηλάκης. Φωτ.: Nick Dentamaro / Brown University. Ο αρχαιολόγος Γιάννης Χαμηλάκης αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Αγγλία και, μετά από χρόνια διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο του Southampton, είναι τώρα καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Brown (Ινστιτούτο Joukowsky) των ΗΠΑ. Νεωτεριστής και βαθιά αντι-νεωτερικός, έχει δώσει στην ελληνική αρχαιολογία μια ορμητική θεωρητική ώθηση, ενώ της έχει αποδώσει την πολιτική της διάσταση.
Η βιτρίνα με τα αντικείμενα του «Θησαυρού από το Ολανέστι» στην «ερυθρά» αίθουσα του Μουσείου. Το 1958, σε ένα χωριό της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, βρέθηκε αποθησαυρισμένο ένα σύνολο από μπρούντζινα μέρη αμυντικού οπλισμού – κάποια επιχρυσωμένα. Ο «θησαυρός» περιλάμβανε περικνημίδες, κράνη και ένα λύχνο με εγχάρακτη επιγραφή, μάρτυρα της πολύ διαδεδομένης λατρείας της Εφεσίας Αρτέμιδος στον βόρειο και βορειοδυτικό Πόντο. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η αποθησαύριση των αντικειμένων, που τοποθετούνται ανάμεσα στο τέλος του 5ου και το γ΄ τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ., πραγματοποιήθηκε κατά την εκστρατεία του μακεδονικού στρατού εναντίον των Σκυθών (331–330 π.Χ.).
Το Δωμάτιο της Πηγής στην Κνωσό (Evans 1928, εικ. 61). Σε κατασκευές των μινωικών χρόνων που σχετίζονται με την εκμετάλλευση του πηγαίου νερού, εντοπίστηκαν ευρήματα τα οποία υποδηλώνουν ότι, έστω και περιστασιακά, αυτές χρησιμοποιούνταν ως χώροι απόθεσης προσφορών ή και διεξαγωγής τελετουργικών δρώμενων. Καθώς τα υπόγεια νερά αποτελούν μεταβατικούς «τόπους» ανάμεσα στον Πάνω και τον Κάτω Κόσμο, οι προσφορές και οι τελετουργικές αποθέσεις στο εσωτερικό τους ίσως σχετίζονται με τη λεγόμενη «χθόνια» λατρεία.
Άποψη από ανατολικά του θεάτρου της αρχαίας Θουρίας. Στη θέση «Ελληνικά» Αμφείας, τα τελευταία χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει στο φως το αρχαίο θέατρο της Θουρίας. Χτισμένο σε προνομιακό σημείο, έχει θέα στην απέραντη, εύφορη πεδιάδα της Μεσσηνίας, γνωστή στην αρχαιότητα ως «Μακαρία», αλλά και στα νερά του Μεσσηνιακού κόλπου, που οι αρχαίοι ονόμαζαν «Θουριάτη».
Δεσποτικές εικόνες από το παλαιό τέμπλο του ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Αλεξάνδρεια. Φωτ.: Ηλίας Παπαγεωργίου. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στο Παλαιό Κάιρο είναι το σημαντικότερο και παλαιότερο μνημείο της ορθόδοξης παράδοσης στην Αφρική. Χώρος σπειροειδής, με τέσσερα επίπεδα, συνυφαίνει ιστορία, λατρεία και θρύλους. Σε έναν τέτοιο χώρο, οι σχεδιαστές κλήθηκαν να σκηνογραφήσουν μια έκθεση με εκκλησιαστικά αλλά και πολυπολιτισμικά εκθέματα. Για να τα ενοποιήσουν αλλά και να τα ξεχωρίσουν από το ιστορικό μνημείο που τα φιλοξενεί, επέλεξαν ένα στοιχείο ιθαγενές, το αιγυπτιακό μπλε, που τους προσδίδει κάτι από το χρώμα της νέας τους πατρίδας.
Τα μελισσοκομικά σκεύη αποθήκης στην Κνωσό (Evans 1935, σ. 95, εικ. 109). Στην Κνωσό ο Evans ονόμασε ένα μικρό δωμάτιο ιδιωτικού σπιτιού «δωμάτιο λατρείας του φιδιού» επειδή θεώρησε ότι τα αγγεία που περιείχε αφορούσαν σε μια τέτοια λατρεία. Η νεότερη έρευνα αναγνώρισε σε αυτά μελισσοκομικά σκεύη στην αποθήκη μελισσοκόμου.
Πέτρος: Ο μαθητής του Χριστού εικονίζεται μετωπικά με ελαφρά στροφή της κεφαλής στα δεξιά (188x82x2 εκ., Μουσείο Ζακύνθου, MZ 145). Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής, ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που άφησε πίσω του τη βυζαντινή παράδοση και υιοθέτησε δυτικά πρότυπα. Στο ναό του Αγ. Γεωργίου του Πετρούτσου, ο Νικόλαος Κουτούζης φιλοτέχνησε τις εικόνες για τις επτά κόγχες του επιστυλίου του τέμπλου. Οι μορφές, όλες ζωγραφισμένες με λάδι σε ξύλο, χαρακτηρίζονται από γήινη βαρύτητα, ψυχογραφική επάρκεια και δραματική εσωτερική ένταση, στοιχεία που συμβάλλουν στην εκκοσμίκευση της ζακυνθινής εκκλησιαστικής τέχνης.
Ο J.L. Caskey (αριστερά) στην Γκίζα, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο άρθρο που υπογράφει η σύζυγός του ξεδιπλώνεται η διαδρομή τού Αμερικανού αρχαιολόγου, ανασκαφέα της Λέρνας στην Αργολίδα και της Αγίας Ειρήνης στην Κέα. Η προσέγγισή του, πρωτότυπη και ιδιοσυγκρασιακή, προσαρμοζόταν στην κάθε ανασκαφική θέση. Συνδυάζοντας την ενδελεχή επιστημονική έρευνα, την παρατήρηση και το ένστικτο, σε διάλογο με το παρελθόν και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ο Caskey δεν εντάσσεται σε κανένα από τα θεωρητικά ρεύματα της εποχής του.
Αεροφωτογραφία του νότιου τομέα της ακρόπολης Καστρίτσας. Ο λόφος της Καστρίτσας, νοτιοανατολικά της λίμνης Παμβώτιδας, δεσπόζει στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, απέχοντας μόλις 10 χλμ. από τα Ιωάννινα και 22 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο της Δωδώνης. Ο λόφος αποτελεί ένα «αρχαιολογικό παλίμψηστο», στο οποίο έχει καταγραφεί η ανθρώπινη παρουσία από την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (22000 π.Χ.) έως τους χρόνους της Τουρκοκρατίας και μέχρι σήμερα. Η ονομασία του λόφου οφείλεται στην οχυρωμένη πόλη που καταλαμβάνει την κορυφή του, σε υψόμετρο 757 μ. από τη θάλασσα και 250 μ. από την επιφάνεια της λίμνης. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνιστική ακρόπολη του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και μία από τις μεγαλύτερες της Ηπείρου, η οποία αναπτύσσεται σε έκταση 345 στρεμμάτων. Στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου βρίσκεται το παλαιολιθικό σπήλαιο Καστρίτσας.
Πλάτων Ο εξαίρετος λόγιος, σκιαγραφώντας τον παιδικό έρωτα των αρχαίων Ελλήνων, κινείται ευαίσθητα ανάμεσα στην αρχαιογνωσία, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία. Ο παιδικός έρωτας, γράφει, χρησιμοποιήθηκε για ν‘αναπτύξει το αίσθημα της τιμής στον πόλεμο αλλά, σε μη στρατοκρατικές πόλεις όπως η Αθήνα, ανάγεται σε σημαντικό παράγοντα ψυχοσωματικής αγωγής. Αυτός ακριβώς ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας τον διαχωρίζει από άλλες, χρονικά και γεωγραφικά, ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Αδιανόητες είναι σήμερα οι αξιώσεις που είχε η αρχαία Αθήνα από τους πολίτες της, σημειώνει. Ανώτερες σχολές δεν υπήρχαν πριν τον 4ο αιώνα. Ο έφηβος ώφειλε ν‘αναζητήσει τη μόρφωσή του στην κοινωνία. Κάποιος μεγαλύτερος έπρεπε να του μεταδώσει τις γνώσεις και την πείρα του. Ο πατέρας δεν ενδείκνυται γι‘αυτόν το ρόλο όχι μόνο επειδή στην αρχαιότητα η οικογένεια δεν αποτελεί παράγοντα αγωγής, αλλά και επειδή του λείπει η απόσταση. Όπως «είχαν λεπτότατα παρατηρήσει οι Έλληνες», στη ζωή του εφήβου ο πατέρας οφείλει να αποσύρεται από το προσκήνιο.
Ζευγάρι αγκαλιασμένο στο νυφικό κρεβάτι, πήλινο κτέρισμα σε τάφο στη Μύρινα της Μ. Ασίας, 150-100 π.Χ., Μουσείο Λούβρου. Έρωτας της ποίησης, Έρωτας του μύθου. Γλυκύπικρο, τον λέει η Σαπφώ, λυσιμελή ο Ησίοδος στην αρχή της κοσμογονίας του. Δημιουργός για τους Ορφικούς, φτερωτός πάρεδρος της Αφροδίτης για τους Ολύμπιους. Κι ο έρωτας ως βίωμα; Πως μεταφράζεται η δύναμη κι η πρωτοκαθεδρία του στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων; Από τις περιγραφές της σεξουαλικής τους ζωής που οι ίδιοι μας δίνουν, συνάγεται ότι, με την ποικιλομορφία του, ο Έρωτας στηρίζει το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται σ‘εμάς, ο περίφημος «ελληνικός έρως», που αξιοποιεί τη διφορούμενη εφηβική σεξουαλικότητα, πρέπει να νοηθεί ως προπαιδευτικός τόσο της εξέλιξης του ερωτικού συναισθήματος στη «φυσιολογική»σχέση του γάμου, όσο και στη διάπλαση μελλοντικών πολιτών και στην αναπαραγωγή της πόλης. Ο άντρας της κλασικής εποχής έχει τη δυνατότητα να εκδηλώσει τη σεξουαλικότητά του με διάφορες μορφές που μπορεί και να συνυπάρχουν. Η απλή ικανοποίηση του ενστίκτου θεωρείται παρέκκλιση που εικονογραφείται από υπάνθρωπους σατύρους. Σχεδόν πάντα ο Έρωτας είναι παρών. Ποικίλλει μόνον η κοινωνική σχέση που απορρέει απ‘αυτούς τους διάφορους τρόπους έκφρασης της σεξουαλικότητας. Ήδη από τα επτά τους χρόνια, τα αγόρια αναπτύσσουν τη σεξουαλική τους ζωή στο γυμνάσιο και ειδικότερα στην παλαίστρα. Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις που δημιουργούνται είναι ασύμμετρες, στα όρια της παιδεραστίας: μεγαλύτερος σε ηλικία, ο εραστής γοητεύεται από το κάλλος του ερωμένου, στον οποίο εκείνος προσφέρει ένα πρότυπο ανδρείας, αρετής και γνώσης. Στις σχέσεις που συνάπτονται, πρώτα στα γυμνάσια, κατόπιν στα συμπόσια, ομοφυλοφιλική και παιδευτική σχέση είναι αξεδιάλυτες. Το ίδιο ισχύει και για τα κορίτσια, τουλάχιστον στην αρχαϊκή εποχή, στο πλαίσιο όμως χορικών ομάδων που χορεύουν και τραγουδούν σε μυητικές τελετουργίες. Για τη γυναίκα το πέρασμα στην ωριμότητα γίνεται μέσα από τη «διαβατήρια τελετή» του γάμου που μετατρέπει τις ερωτικές σχέσεις σε κοινωνικές. Η Χρυσηίδα και η Βρισηίδα της Ιλιάδας είναι οι μυθικές πρόγονοι των ανώνυμων παλλακίδων που, στην κλασική Αθήνα, αποτελούν κοινωνική πραγματικότητα. Γυναίκα ελεύθερη, η παλλακίδα γεννά παιδιά που έχουν δικαιώματα ίσα μ‘εκείνα των νόμιμων τέκνων. Δούλες, κατά κανόνα, οι πόρνες (από το πέρνημι, πουλάω) αποκτούν όλο και σημαντικότερο ρόλο στις πόλεις που ο πληθυσμός τους μεγαλώνει, χωρίς όμως να απαλλάσσονται από την ξεκάθαρα προσβλητική χροιά, ενυφασμένη στ’όνομά τους. Ξεχωριστή περίπτωση συνιστούν οι εταίρες. Αυλητρίδες ή χορεύτριες, παρούσες στα συμπόσια των ανδρών, νοικιάζουν τις χάρες τους μόνο για λίγο. Οι χάρες τους όμως, και κάποτε η καλλιέργειά τους, ενδέχεται να είναι τέτοιες που να φέρουν στο παιχνίδι τον Έρωτα: Ασπασία και Περικλής.
Σάτυρος καταδιώκει μαινάδα (από σκύφο). Εγκλήματα κατά των ηθών ονομάζονται οι πράξεις καταπάτησης των κανόνων που διέπουν τις σεξουαλικές σχέσεις. Βιασμός: Γυναίκα, άντρας, παιδί ή δούλος είναι τα πιθανά θύματα βιασμού. Αν ο βιασμός οφείλεται σε πάθος, ο δράστης καταβάλλει χρηματική ποινή δύο φορές, μία στο θύμα και μία στην πόλη. Όταν όμως ο βιασμός αποβλέπει στην ατίμωση του θύματος, όχι μόνον το θύμα ή οι συγγενείς, αλλά ο οποιοσδήποτε Αθηναίος μπορεί να κινήσει την δίκη. Η προβλεπόμενη ποινή είναι από χρηματική έως θανατική. Ἑταίρησις: ο όρος δηλώνει την αντρική πορνεία που εμπλέκει τα σεξουαλικά ώριμα αγόρια (12-20 ετών). Εξίσου τιμωρούνται και τα δύο μέρη της χρηματικής δοσοληψίας. Η ιδιαίτερα βαριά ποινή, πλήρης στέρηση των δικαιωμάτων του πολίτη, απηχεί τον αποτροπιασμό της πόλης μπρος στον ευτελισμό του θεσμοθετημένου παιδαγωγικού έρωτα. Τα ανώριμα αγόρια προστατεύονται αυστηρά. Θανατική ποινή αντιμετωπίζει όποιος μεγαλύτερός τους παρεισφρέει σε σχολείο. Για την έκδοση από συγγενείς τιμωρούνται και τα δύο μέρη της χρηματικής συναλλαγής. Και ναι μεν το παιδί απαλλάσσεται, το χρήμα όμως έχει σπιλώσει το μητρώο του: σύμφωνα με το νόμο περὶ δοκιμασίας ρητόρων, έχει χάσει το δικαίωμα της δημόσιας αγόρευσης. Η προαγωγεία αναγνωρίζεται μόνον αν το θύμα, γυναίκα ή ελεύθερο αγόρι, ήταν ηθικά άμεμπτο. Για τον δράστη, άντρα ή γυναίκα, ο νόμος τον 4ο αιώνα π.Χ. προβλέπει θάνατο. Αιμομιξία: Χωρίς νομική απαγόρευση, οι σχέσεις ανάμεσα σε ανιόντες και κατιόντες συγγενείς θεωρούνται ανόσιες. Ο γάμος ανάμεσα σε αδέλφια από πατέρα επιτρέπεται, εφ’όσον δεν έχουν την ίδια μητέρα, ενώ η ενδογαμία δεν είναι άγνωστη. Πέρα από την προστασία της αγνότητας και της ελευθερίας των σχέσεων, το αθηναϊκό δίκαιο μεριμνούσε κυρίως για την πόλη και τους θεσμούς της. Με τα λόγια του Αισχίνη,«ο νομοθέτης έκρινε ότι όποιος πουλάει το ίδιο του το σώμα θα πουλήσει και τα συμφέροντα της πόλης».
Ερωτική σκηνή ζεύγους όπου τα πρόσωπα σχηματίζουν έναν κλειστό κύκλο υπογραμμίζοντας την τρυφερότητα της έκφρασής τους. Από τα αθηναϊκά ζωγραφισμένα αγγεία με ερωτικά θέματα (6ος-4ος αι. π.Χ.), κάποια έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα και συνδέονται με τη γονιμότητα στη φύση και τους ανθρώπους. Συχνά απεικονίζουν γυναίκα με ή χωρίς παιδί, ιθυφαλλική μορφή, ερωτικές σκηνές. Άλλα πάλι, με κύριο σύμβολο το φαλλό, έχουν αποτροπαϊκό χαρακτήρα, όπως και οι ερμείες. Σε μια τρίτη ομάδα ανήκουν αγγεία με παραστάσεις καθαρά ερωτικές ή και χιουμοριστικές. Η ερωτική απόλαυση αποτυπώνεται και σε ζευγαρώματα θεών με θνητές, ώριμων αντρών με εφήβους. Ωστόσο, η πληθώρα των αγγείων απεικονίζει τη συνεύρεση αντρών με εταίρες ή πόρνες. Το άρθρο, που συνοδεύει πλούσια εικονογράφηση, καταλήγει με την υπενθύμιση ότι η βικτωριανή ηθική ευθύνεται για την απόκρυψη των ερωτικών παραστάσεων στις αποθήκες των μουσείων.
Η Αφροδίτη της Κνίδου. Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Πραξιτέλη. Λέγεται ότι η Φρύνη υπήρξε το μοντέλο για το έργο αυτό. Ο Υπερείδης, δεύτερος μετά τον Δημοσθένη στον «Κανόνα»των Αθηναίων ρητόρων, με αντιμακεδονική στάση, τιμημένος με αποστολές και αξιώματα, το 322 π.Χ. καταδικάζεται από την πόλη του σε θάνατο. Το άρθρο εστιάζει στην προσωπική ζωή ενός ρήτορα ως προς ταἀφροδίσια κατωφερῆ. Συνηθισμένη ήταν η σχέση ρήτορα και εταίρας. Επαγγελματικά επιτυχημένος, ο Υπερείδης μπόρεσε κάποια στιγμή να συντηρήσει ταυτόχρονα τρεις. Έως ότου συνάντησε τη Φρύνη, το πρότυπο του Πραξιτέλη για την Αφροδίτη Κνιδία. Ο Υπερείδης υπερασπίζεται την εταίρα που, στη γιορτή των Ελευσινίων, κολύμπησε γυμνή μπρος στα ιερά, αναδυόμενη όπως η θεά. Ο αρθρογράφος συμμερίζεται την άποψη του Μεριμέ, που θα ήθελε να μπορούσε ν’ανταλλάξει τμήμα της ιστορίας του Θουκυδίδη με μέρος από το ημερολόγιο της Ασπασίας.
Ερωτική σκηνή σε ορειχάλκινο καθρέφτη από την Κόρινθο. Μέσα του 4ου αι. π.Χ. Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστώνης. Το άρθρο εκτείνεται χρονικά από τους προϊστορικούς χρόνους έως και τους ελληνιστικούς και, γεωγραφικά, από τις δυτικές αποικίες έως τη Μ. Ασία και τις κτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Στην περίοδο της πατριαρχίας, η γυναίκα υπηρετεί τον άντρα από διάφορες θέσεις. Η μονογαμία που καθιέρωσε ο Κέκροψ, αναιρείται στην Αθήνα λόγω λειψανδρίας μόνο στο διάστημα που ακολουθεί τους πολέμους. Γυναίκα και παλλακίδα γεννούν παιδιά εξίσου γνήσια. Οι εταίρες προσφέρουν στους άντρες ηδονή που αμείβεται αδρά. Η ελάχιστη είναι εξαπλάσια εκείνης που εισπράττει η πόρνη. Φθηνότερες πόρνες ήσαν εκείνες που εργάζονταν υπαίθρια, οι λεωφόροι. Την Ιερά Πορνεία ασκούσαν αρχικά μέσα στους ναούς οι παρθένοι άπαξ, ως προγαμιαία προσφορά στη θεά. Στη συνέχεια, οι ιερόδουλες, μόνιμες θεράπαινες της θεάς, την ασκούν επαγγελματικά Πρώτη η Κρήτη καθιερώνει την παιδεραστία νομοθετικά. Επηρεασμένη, η Σπάρτη τη θεσμοθετεί. Τα 150 ζευγάρια του Ιερού Λόχου μιλούν εύγλωττα για τη Θήβα , ενώ η ευχή πλεύσειας εἰς Μασσαλίαν σ’έστελνε σ’έναν παιδεραστικό παράδεισο. Εἷς ἔρως γνήσιος, ὁ παιδικός ἐστιν, διακήρυσσαν οι Αθηναίοι ρήτορες. Εδώ εμφανίζονται όλα τα συμπτώματα του μεγάλου έρωτα: αϋπνίες, δακρύβρεχτες καντάδες (τα παρακλαυσίθυρα), αυτοκτονίες. Οι εραστές γράφουν το όνομα του αγαπημένου τους στους τοίχους, στα δέντρα, παντού. Στην Αθήνα, η παιδεραστία επιτρέπεται μόνο στους ελεύθερους άντρες. Στα ανδρικά πορνεία της Αθήνας και του Πειραιά, τα μειράκια ήταν αποκλειστικά δούλοι ή αιχμάλωτοι πολέμου. Η έκδοση επί χρήμασι ελεύθερου άντρα επιφέρει στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων (ἀτιμία). Χωρίς ίχνος θηλυπρέπειας, η ομοφυλοφιλία συνάπτει ισχυρούς δεσμούς, εξ ου και διώκεται από τους τυράννους. Αρκεί να αναλογιστούμε το ζευγάρι του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.
Το εξώφυλλο του βιβλίου από έκδοση του 1999. Παρουσιάζεται το ομότιτλο βιβλίο της Claude Mossé (1983). Η ιστορικός αναζητεί στα αρχαία κείμενα τη θέση της γυναίκας στην ανδροκρατούμενη αρχαιότητα (7ος-4ος αιώνας). Το βιβλίο διαπραγματεύεται επίσης το ζήτημα της προίκας, τη θέση της γυναίκας ειδικά στη Γόρτυνα και, γενικά, στη θρησκεία και τον έρωτα. Η νομική και κοινωνική θέση της γυναίκας ορίζεται αποκλειστικά βάσει της συνέχισης του οἴκου του συζύγου της μέσω της εξασφάλισης νόμιμων απογόνων. Υφάντρες, μαγείρισσες, οικοδέσποινες, κυράδες των δούλων τους. Και αποκλεισμένες από αυτό το«club των ανδρών» που είναι η αρχαία πόλις. Η θέση του έρωτα και της σεξουαλικότητας στη ζωή της αρχαίας Ελληνίδας μας είναι άγνωστη. Από παραστάσεις, λατρευτικές τελετές, την αθυροστομία της κωμωδίας, αντιληφθήκαμε ότι οι αρχαίοι δεν έπασχαν από σεμνοτυφία. Ψιμύθια και δίαφανες χλαμύδες, λέει η Λυσιστράτη, είναι τα όπλα της ερωτευμένης απέναντι σε συζύγους και εραστές. Ωστόσο, ερωτικά συναισθήματα ομολογούνται μόνο για τις αντρικές ή γυναικείες ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Όταν, τον 4ο αιώνα π.Χ., η πολιτική ζωή παρακμάζει και ο ιδιωτικός βίος αποκτά μεγαλύτερη σημασία, οι θεατρικές ίντριγκες εμφανίζουν έρωτες, πόθους και πάθη στο πλαίσιο συζυγικών σχέσεων.
Η τιμωρία του πόρνου (μοιχού) και της ματαιόδοξης (από εκκλησία της Καστοριάς). Οι επιλογές ανάμεσα στο Δίκαιο και την Ηθική είναι εκείνες που καθορίζουν τα «εγκλήματα κατά των ηθών». Το κανονικό δίκαιο, επομένως, έχει προχωρημένες αξιώσεις από τα μέλη της Εκκλησίας καταδικάζοντας, για παράδειγμα, όλες τις εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας που δεν αποβλέπουν στη σύλληψη τέκνου. Στο βυζαντινό δίκαιο διαφαίνονται τόσο οι ρωμαϊκές του ρίζες όσο και η επίδραση της χριστιανικής ηθικής. Οι εκτός γάμου σχέσεις, που για πρώτη φορά ποινικοποίησε ο Ιούλιος νόμος (τέλη του 1ου αιώνα π.Χ.), τιμωρούνται με μερική δήμευση της περιουσίας και εξορία. Αν όμως εμπλέκεται μοναχή, ο μεν άντρας θανατώνεται ενώ στη «νύμφη Χριστού» επιβάλλεται ποινή μοιχείας. Ως προς την αιμομιξία, ο Ιουστινιανός επαναδραστηριοποίησε την αυστηρότητα του ρωμαϊκού δικαίου. Ωστόσο οι Ίσαυροι, ενσωματώνοντας τη χριστιανική διδασκαλία, την επεκτείνουν για τους συγγενείς εξ αίματος μέχρι και τον 6ο βαθμό, για τους εξ αγχιστείας μέχρι και τον 4ο, περιλαμβάνοντας και την πνευματική συγγένεια (βάπτιση). Η Εκλογή των Ισαύρων αντικαθιστά την κεφαλική ποινή με τον ακρωτηριασμό της μύτης σε περιπτώσεις μοιχείας, αιμομιξίας, αρπαγής, «φθοράς» παρθένου. Η τελευταία περίπτωση, νοούμενη ως αφαίρεση «αγαθού», επισύρει περιουσιακή αποζημίωση από τον δράστη. Στους ομοφυλόφιλους, από τα μέσα του 4ου αιώνα, επιβάλλεται θανάτωση με ξίφος, αν και στην πράξη οι ένοχοι παιδεραστίας τιμωρούνται με «καυλοτομή». Ίδια ποινή ισχύει, από την Εκλογή ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου, και για τους κτηνοβάτες, ποινικά αδιάφορους μεν στους Ρωμαίους, καταδικαστέους όμως σε θάνατο από το μωσαϊκό δίκαιο. Ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση του κανονικού δικαίου μεταξύ κτηνοβασίας και πτηνοβασίας. Η φαινομενική «στασιμότητα»των πολιτειακών διατάξεων ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά των Βυζαντινών στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, οφείλεται στο ότι η Εκκλησία και το Δίκαιό της υποκαθιστούν βαθμιαία τομείς της κρατικής δραστηριότητας.
Αδάμ και Εύα, Οκτάτευχος, 12ος αι. (Κωνσταντινούπολη, Κωδ. 8, σ. 43 v). Ο ιουδαίος Φίλων ο Αλεξανδρεύς (13 π.Χ.-54 μ.Χ.) είναι ο πρώτος που ανέφερε ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν πράξη «σεξουαλική». Όλοι οι μετέπειτα θεωρητικοί τον ακολούθησαν. Το 1984, ο Ζαν Μποτερό αντικρούει αυτή την ερμηνεία με το επιχείρημα ότι, την εποχή που συντάσσονται τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, ο έρωτας και ο ερωτισμός δεν θεωρούνται αμαρτήματα. Μάρτυράς του το Άσμα Ασμάτων. Τέτοια κείμενα, από τα οποία ο Θεός είναι απών, πηγάζουν από τη μεσοποταμιακή παράδοση. Το προπατορικό αμάρτημα συνίσταται στην ανυπακοή που οδήγησε τους πρωτόπλαστους στη γνώση. Παρατίθενται αποσπάσματα από το Άσμα Ασμάτων στο πρωτότυπο και στη μετάφραση του Γ. Σεφέρη.
Οι φιλήδονες. Εξωνάρθηκας μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, 1568. Για τους έρωτες στο Βυζάντιο αντλούμε πληροφορίες από εκκλησιαστικές πηγές (λόγοι Πατέρων, αγιολογικά κείμενα, κανόνες Ιερών Συνόδων) και νομοθετικά κείμενα. Οι ευκαιρίες να συναντηθούν ένας νέος και μια νέα έχει προβλεφθεί να είναι ελάχιστες. Συχνά οι νεαροί έκαναν καντάδες κάτω από το παραθύρι της εκλεκτής τους. Σπανιότερα αντάλασσαν και φιλιά στο λαιμό και τα μάτια. Το κορίτσι, βέβαια, θα αποκτήσει σεξουαλικές σχέσεις μετά το γάμο. Ο άντρας όμως έχει δυνατότητα εκτόνωσης στα πορνεία. Ο όροςπόρνη στο Βυζάντιο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα «παρεκκλίνουσας» γυναικείας συμπεριφοράς: είναι και η γυναίκα που συζεί εκτός γάμου, και η μοιχαλίδα, και το κορίτσι που πέφτει θύμα αποπλάνησης ή απαγωγής και βιασμού. Οι περισσότερες πόρνες προέρχονται από κοινωνικά κατώτερες τάξεις, ελεύθερες, δούλες ή αιχμάλωτες. Με τη φροντίδα του Κράτους ιδρύονται δημόσια πορνεία σε απομακρυσμένες συνοικίες. Ωστόσο, ιδιώτες νοικιάζουν τα σπίτια τους σε πορνοβοσκούς παρά τις αυστηρές κυρώσεις του νόμου. Η αμοιβή που ο πελάτης προκαταβάλλει είναι μικρή. Η φορολογία που επιβλήθηκε στις πόρνες στις αρχές της αυτοκρατορίας καταργείται από τον Αναστάσιο (491-518). Νόμος του Ιουστινιανού που απαγορεύει στους θεατρώνες να ασκούν το επάγγελμα του πορνοβοσκού επιβεβαιώνει ότι, σε μεγάλο ποσοστό, οι θεατρίνες (μιμάδες), οι χορεύτριες και οι αυλητρίδες ασκούσαν και την πορνεία. Στα καπηλειά και τα πανδοχεία, γυναίκες προσφέρουν και ερωτικές υπηρεσίες. Το Κράτος θεσπίζει νόμους που προστατεύουν τις πόρνες τόσο από τους πορνοβοσκούς όσο και από τους πελάτες. Ευαισθητοποιημένος, ο Ιουστινιανός τις υποστηρίζει νομοθετικά και χρηματικά. Η Θεοδώρα και, αργότερα, ο Μιχαήλ Δ΄ (1034-1041) ιδρύουν οίκους Μετανοίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το συναπάντημα με πόρνη, στη ζωή ή στο όνειρο, θεωρείται ευτυχής οιωνός. Ποινές προβλέπονται για κάθε μη «αποδεκτή» έκφραση της σεξουαλικότητας. Ειδικά η ομοφυλοφιλία, ο «σοδομιτισμός», εξαιρετικά διαδεδομένη τον 4ο και 5ο αιώνα, αντιμετωπίζει τη συστράτευση Εκκλησίας και Κράτους. Ο Μ. Κωνσταντίνος την ποινικοποιεί. Στο τέλος της αυτοκρατορίας, λόγιοι μοναχοί της επιρρίπτουν την ευθύνη για την υποδούλωση στους Οθωμανούς.
Το Μεγάλο Γυαλί. Μια νέα ιστορία της σεξουαλικότητας τι ρόλο θα απέδιδε στο συμβολισμό της μηχανής; Τον 19ο αιώνα, στον απόηχο της βιομηχανικής επανάστασης και του Διαφωτισμού, η μηχανή θριαμβεύει την ώρα που ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο άτομο. Ο συνδυασμός των δύο αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στη «μηχανή εργένη»του Ντυσάν αλλά και σε λογοτεχνικά κείμενα με γραφικές απεικονίσεις καταστάσεων που αφηγείται ο συγγραφέας (Ζαρύ, Ρουσέλ, Κάφκα, Λωτρεαμόν, Βερν). Ακόμη και οι τεχνητές φαντασιώσεις που δημιουργούν οι νέες οπτικές ή ακουστικές εικόνες (κινηματογράφος, ραδιόφωνο κ.ά.) έχουν τώρα μηχανικό και βιομηχανικό υπόβαθρο. Αποτελούμενη από δύο ισοδύναμα σύνολα, το σεξουαλικό και το μηχανικό, η «μηχανή εργένης» δομείται βάσει των αντιθετικών ζευγών άντρας/γυναίκα και ζωή/θάνατος, μετατρέποντας τον έρωτα σε μηχανική του θανάτου. Το μήνυμα; Ο τεχνολογικός πολιτισμός υποδουλώνει αλλά και απελευθερώνει τον άνθρωπο: απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, υποδούλωση στον παγωμένο ασκητισμό ενός υπέρμετρου ναρκισσισμού. Άξονας της απελευθέρωσης γίνεται η επιθυμία. Όλο το ερωτικό δυναμικό του ανθρώπου, απαλλαγμένο από την υποχρέωση της τεκνοποιίας, στρέφεται στην ελεύθερη αναζήτηση της απόλαυσης. Ωστόσο, η μηχανοποίηση συμβολίζει την μοναξιά του ανθρώπου, την μετατροπή του έρωτα σε θάνατο. Το άρθρο εικονογραφείται από έργα που παρουσιάστηκαν, το 1976 στο Παρίσι, στην έκθεση «Μηχανές εργένηδες».
Σ. Βικάτος, Το χριστουγεννιάτικο δένδρο (αχρονολόγητο;). Λάδι σε καμβά, 77x105 εκ. Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος. Πόσα από τα αισθήματα που θεωρούμε δεδομένα και παγκόσμια δεν είναι παρά τα πολιτισμικά μας στερεότυπα; Άλλοι λαοί σε άλλες εποχές, αλλά και η σύγχρονή μας ανάδυση της πατρικής στοργής, αναθεωρούν το μύθο της μητρικής αγάπης ως συναισθήματος φυσικού και αυτονόητου. Ακόμη και η 4η εντολή του μωσαϊκού νόμου που ανταμείβει το σεβασμό των παιδιών προς τους γονείς, υποδεικνύει πως ίσως το συναίσθημα αυτό δεν είναι φυσικό αλλά διδάσκεται. Το πρότυπο της πατρικής-συζυγικής εξουσίας ανάγεται μεν στην Ινδία αλλά είναι σε πλήρη ισχύ και στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης το θεωρητικοποιεί ανάγοντάς το στη φυσική κατωτερότητα της γυναίκας. Αν και ο λόγος του Χριστού στηρίζει το μυστήριο (και όχι το συμβόλαιο) του γάμου στην αγάπη και την ισότητα των δύο φύλων, η εβραϊκή προέλευση της χριστιανικής θρησκείας βαραίνει: στην Εύα δεν οφείλεται η καταστροφή του ανθρωπίνου γένους; Ο απόστολος Παύλος κηρύσσει την ανωτερότητα του άντρα, στον οποίο η γυναίκα οφείλει υπακοή όπως στον Κύριο.
Τα οστρακοειδή εξακολουθούν να θεωρούνται αφροδισιακή τροφή. Αφροδισιακή τροφή θεωρούσαν οι αρχαίοι τους βολβούς αλλά και τους κοχλιούς. Το πρώτο σαλιγκαροτροφείο οργανώθηκε στη Ρώμη το 50 π.Χ. Ανάλογες ιδιότητες αποδίδονται και στα αυγά, ενώ η φήμη των οστρακοειδών επέζησε ως σήμερα. Τα ρεβύθια ξεχωρίζουν ανάμεσα στα όσπρια και τα καρότα ανάμεσα στα λαχανικά. Για το μαρούλι, αφροδισιακό για τους Αιγύπτιους, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διαμετρικά αντίθετη άποψη.
Το Wasa, ανάμεσα στα δύο πλωτά ανυψωτικά μηχανήματα κατά τη διάρκεια της επιχείρησης διάσωσής του. Έφυδρο ονομάζεται το ξύλο που διαποτίστηκε λόγω παρατεταμένης παραμονής σε υγρό περιβάλλον, όπως είναι η θάλασσα, οι βάλτοι, τα πηγάδια. Το έφυδρο ξύλο υφίσταται βιολογικό εκφυλισμό από βακτηρίδια, μύκητες ή και σκουλήκια εντόμων. Το περιεχόμενο σε υγρασία, επομένως η απορροφητική ικανότητα του ξύλου, επηρεάζει τη μέθοδο συντήρησης. Στόχος της συντήρησης είναι η απομάκρυνση του νερού χωρίς την πρόκληση συρρίκνωσης. Οι μέθοδοι συντήρησης περιγράφονται αναλυτικά. Οι αρθρογράφοι επέλεξαν ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ένα ναυάγιο υπό ιδανικές συνθήκες. Το πλοίο Wasa ναυπηγήθηκε το 1625 για τον βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο της Σουηδίας. Στα τρία του χρόνια, το πλοίο ανατράπηκε και βυθίστηκε μέσα στο λιμάνι της Στοκχόλμης. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα πλοίο καινούργιο, με εξακριβωμένη ταυτότητα, που ναυάγησε σε προφυλαγμένο περιβάλλον βάθους 30 μ. Όταν διασώθηκε, το 1961, είχε περάσει 333 χρόνια στο βυθό. Το άρθρο κλείνει με την πραγματιστική επισήμανση ότι, παρά τις προόδους στις μεθόδους συντήρησης, τον αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν τα διαθέσιμα κονδύλια.
Η δυτική όψη του καθολικού της Βαρνάκοβας. Σύγχρονο περίπου με τα Μετέωρα, το μοναστήρι της Βαρνάκοβας κοντά στη Ναύπακτο, ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα και γνώρισε μεγάλη ακμή στους βυζαντινούς χρόνους. Στην Τουρκοκρατία χάνει τη δύναμή του και, το 1826, ανατινάζεται από τη στρατιά του Κιουταχή. Το καθολικό ξαναχτίζεται το 1831. Αυτή την τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και κυρίως ναό αποτύπωσε ο Α. Ορλάνδος το 1919. Η κτητορική επιγραφή του 1831 μνημονεύει τον Ιωάννη Καποδίστρια που ενέκρινε 2.400 φοίνικες για την ανοικοδόμηση, ζητώντας παράλληλα από τον Έκτακτο Επίτροπο Ανατολικής Ελλάδος Κ. Μεταξά να τον τηρεί ενήμερο. Ο Μεταξάς, με τη σειρά του, απευθύνεται στον αρχιτέκτονα της Ανατολικής Ελλάδος Α. Κάλανδρο. Άλλωστε, με ψήφισμα του Κυβερνήτη, απαγορευόταν η οικοδομή ή η επισκευή χωρίς την έγκριση του σώματος των «επί των οχυρωματοποιών και αρχιτεκτονικής αξιωματικών». Ο Κάλανδρος κατηύθυνε πράγματι τις εργασίες αλλά είναι αμφίβολο αν ο ίδιος επισκέφθηκε το ναό. Το μόνο στοιχείο που είναι σίγουρα δικό του έργο είναι το καμπαναριό, που συνηγορεί υπέρ της επτανησιώτικης καταγωγής του αρχιτέκτονα. Ο Μεταξάς σε αναφορά του εξαίρει την "επιτηδειότητα", του Κάλανδρου. Πράγματι, το κόστος για την Κυβέρνηση περιορίστηκε στους 1800 φοίνικες. Έγγραφα από τα αρχεία της Μονής και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους περιγράφουν γλαφυρά τις συμφωνίες, τα κοστολόγια σε είδος και σε χρήμα, τις οδηγίες, τις συνεννοήσεις για την ανοικοδόμηση του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Ακρόπολις Αθηνών (σχέδιο Charles Nicod, 1912). Το άρθρο διαπραγματεύεται την έννοια του όρου «κλασικός», όπως εφαρμόζεται στα γράμματα και τις τέχνες της αρχαίας Ελλάδας. Ο όρος ετυμολογείται από τον λατινικό classicus, που έχει ταξική προέλευση και προσδιόριζε την ανώτερη και πλουσιότερη ρωμαϊκή τάξη. Ξεπερνώντας την εποχή τους, την περίοδο ανάμεσα στους Περσικούς πολέμους (481-479 π.Χ.) και το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.), οι αρχαιοελληνικές «κλασικές» δημιουργίες αναδείχθηκαν σε υποδειγματικό πρότυπο. Έγιναν ο χρυσούς κανόνας με τον οποίο συγκρίθηκαν και αναμετρήθηκαν πολιτισμικά επιτεύγματα από όλες τις εποχές σε όλο τον κόσμο. Ο αρθρογράφος παραθέτει αποσπάσματα που στηρίζουν τον όρο «κλασικός», όπως αυτός καθιερώθηκε ιδεολογικά από τη γερμανική επιστήμη του 19ου αιώνα.
Αγιογράφηση του Αγήνορα Αστεριάδη στο ναό της Παλαιάς Επισκοπής Τεγέας. Ο βυζαντινός ναός της Παλαιάς Επισκοπής, σήμερα αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αρχικά χτίστηκε πάνω στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου της Τεγέας, με υλικά από το θέατρο, τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες και το μεσαιωνικό τείχος. Ο ναός χρονολογείται στον 11ο αιώνα, ίσως και στο δεύτερο μισό του 10ου. Ταξινομείται στους ναούς ανατολικού τύπου με νάρθηκα και, ειδικά, στον πεντάτρουλο τύπο του ναού της Αγίας Σοφίας. Η Παλαιά Επισκοπή ήταν σταυροπηγιακή και ανήκε οργανικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την επανάσταση όμως περιήλθε στον Τεγεατικό Σύνδεσμο. Ανήσυχος και δραστήριος, ο ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Λεωνίδας Σβώλος διοργανώνει το 1885 το πρώτο πανηγύρι για τον Δεκαπενταύγουστο και καλεί τον Τσίλερ για να αναστηλώσει το ναό. Η αναστήλωση, που ολοκληρώνεται στις 20 Νοεμβρίου του 1888, είναι το πρώτο εκτός Αθηνών έργο του διάσημου αρχιτέκτονα. Στη δεκαετία 1930-1940 ο ναός φιλοτεχνείται. Ο μαρμαρογλύπτης Νίκος Σκαρής κατασκευάζει το τέμπλο και τον δεσποτικό θρόνο, η Έλλη Βοϊλα φτιάχνει δυο μωσαϊκά έργα ενσωματωμένα στο τέμπλο και ο ξυλογλύπτης Θανάσης Νομικός τα βημόθυρα της ωραίας πύλης και των πλαϊνών θυρών. Ο ναός όμως αποκτά και διάσταση εικαστικού χώρου, καθώς διασώζει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο έργο του ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη. Ο Αστεριάδης ανέλαβε ν‘αγιογραφήσει το ναό και οκτώ δεσποτικές εικόνες του τέμπλου. Όπως ο φίλος του Σπύρος Βασιλείου, αναζήτησε τα στοιχεία της τέχνης του στην πηγή που λέγεται Ρωμιοσύνη. Με τη μέθοδο της ξηρογραφίας, δούλεψε στην Παλαιά Επισκοπή από το 1936 ως το 1939, αποδίδοντας το νόημα της βυζαντινής τέχνης φιλτραρισμένο μέσα από τη φρεσκάδα της νεοελληνικής ζωγραφικής. Στο άρθρο παρατίθεται κατάλογος των εκκλησιών που αγιογράφησε ο Αστεριάδης.
Το εξώφυλλο του βιβλίου "Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά".
In this introduction the love for boys in ancient Greece is related in excellent prose. Here the author’s knowledge of ancient customs, philosophy and psychology are very much in evidence. The love of youths in ancient Greece, he writes, was a means of encouraging valor in battle. In cities such as Athens which was not a military state, the love for boys became a means towards training the young. It is exactly this educational nature that distinguishes this sort of relationship from homosexual relationships of other times or places. The author of the introduction notes that much more was expected of the youth in ancient Athens than would be conceivable today. Higher education was not taught in schools before the 4th century so a young man would have to seek education in the society he moved in. The older man would pass on his knowledge and experience of life to the younger one. A father would not be suited to this work since in ancient Greece families were not supposed to teach their children and what’s more a father would be too involved in his son to impart knowledge to him. As “the Greeks have so subtly pointed out” a father should tactfully withdraw from a youth’s life.
I. From adolescence to maturity: In order to present a brief survey on sexual love in ancient Greece we will simply follow the various phases of sexual development of the adult, from adolescence to maturity, examining at the same time the conditions and rules justifying sexuality. 1. Adolescence: It is quite significant that the vocabulary of the ancient Greek language does not distinctly express the differentiation of the sexes during the infantile age. Thus, a unique word-term “παiς” applies both to girls and to boys and only the article suggests the gender. Language, however, cannot be considered the only indication of social structure. Indeed, both in Archaic Sparta and in the Hellenistic state, the boys were separated from their families soon after their seventh birthday. The two basic means of education both in Sparta and Classical Athens, were the same; gymnastic education that aimed at the development of the students’ mental and physical potential, and artistic education that aimed at imparting knowledge of and training in the art of the Muses. Thus young Greeks spent most of their time in the gymnasium. This location provided the background for the first testimonies of his sex life. The numerous representations on pottery inform us of the age of the partners of this first erotic relationship. The homosexual relation involves a mature man and an ephoebos. In this institutional homosexual love the lover appears both as the tutor of the beloved and as the guarantor of the moral virtues and knowledge that the youth ought to obtain through this relation. In this way, homosexual and educational qualities are closely related. During adolescence, girls were also educated via similar homosexual relations. If, however, more emphasis is given to the physical appearance of girls than to their moral perfection, the reason is that beauty in a female unleashes the power that inspires love and calls a man to sexual intercourse. 2. Marriage: The prerequisites of maturity for a man in ancient Greece are citizen status and enrollment in the army. While for a woman, the prerequisite is the ritual of marriage. 3. Beyond Marriage: Since Homeric times heroes are seen settling concubines in their homes. In theatrical plays and in the speeches of Athenian orators the concubine seems to have equal rights with the legal wife regarding her children. However, apart from the sexual activity a man had in his home, he was also entitled to retain relations with prostitutes. According to Demosthenes, “prostitutes were for sexual pleasure, concubines for everyday care and wives for the creation of legal descendents and the guarding of the house”. These manifold, delicate, social relations caused social crises that varied from disapproval to acceptance. II. The rule and the exception: As in every society, so in the Greek, there is a dominant sexual rule. For the Greek of the Classical period his sexual activity is accompanied by feelings of love only under certain circumstances; in marital relations, homosexual relations, relations with concubines or prostitutes. These relations are characterized by duration in time and by an exchange based on friendship, that is a mutual relation founded on trust. The conclusion we draw is that Eros creates between males and females a network of relations that stands above simple sexual satisfaction; educational homosexuality, economic benefit from marriage and reproduction of the species through the institution of marriage.
Modern penal law considers acts that contravene the principles ruling sexual relations as moral crimes. According to the Attic law of the classical period the rape of a woman, man, child or slave, the sexual intercourse between a man and a child, prostitution of men, the pandering of boys by their relatives and incest were considered moral crimes. The provision of the Athenian legislation regarding these crimes served to protect freedom of will in sexual life, the purity of certain relations that ought to remain beyond sexual activity and the very nature of the sexual act that in certain cases should be expressed within the frame of genuine and natural attraction and far from economic motives. This legislation did not only defend moral values but it also protected the city and its institutions. The ancient legislator by approving or disapproving certain acts aimed, above all, to endow the citizens with such virtues as to become able to defend the existence and the smooth function of the social and political principles of their city.
On certain Athenian painted vases of the 6th to the 4th century BC the erotic scenes are of a religious nature and relate to fertility in general or specifically human fertility.A woman is often shown, with or without a child, also erect phallic figures and erotic scenes. Other paintings with phalluses as their main figures are meant to avert evil as are the Hermes pillars.There is a third category of vases with erotic or humorous scenes. The pleasures of lovemaking are shown with gods coupling with mortals or grown men with youths.On most vases however, men are shown having intercourse with courtesans or prostitutes. The article is beautifully illustrated and ends with a reminder that it is Victorian morals that are to blame for the hiding away of erotic vase paintings in museum basements.
Hypereides, the orator, was born in 390 BC into a wealthy family and was educated close to Plato and Isocrates. In 343, accusing Philocrates of treason he took the chance to make his debut in the political scene and to declare his ideological principles that definitely put him on the side of Demosthenes. For many decades he was one of the best defenders in court of ordinary civilians. His speeches, simple and clear, without rhetoric schemes, were nevertheless strong, persuasive and effective. Throughout his life he strove and fought for his ideas. Athens, his native city, honoured him for his ethos and services with many offices. In spite of his personality and commitment he was condemned to death, tortured and executed in 322.
Born on the island of Lesbos at the end of the 7th century BC, the poet was brought up with the freedom that went with her aristocratic origins. She had a daughter Kleida by her husband Kerkolas. The bittersweet passion she expressed for young girls on the verge of marriage were considered unnatural by later generations. This is probably why an unrequited love for Faon was ascribed to Sappho as the reason for her drowning herself.
The social organization of ancient Greeks and their perception of sex and life in general vary depending on place and time. Our perception of these matters and the status they hold for us are very different. For this reason, any possible approach must be made not before we have discarded our own ethical code and we have tried to fully understand those men who determined their own way of life and ethics. Sexual love for ancient Greeks was one of the high points of life, therefore they pursued it in various ways. The restraints and guilt we have today were not indulged in. Greeks lived closer to nature than we do and most of all they sought happiness in the ephemeral. As a result their perception of sex is dramatically different from that of the Christian religion. This article refers to two major phases, that of matriarchal society, a period offering only scarce data, when woman had not yet been enslaved by man and enjoyed absolute freedom in sex, and that of partiarchal society. Here are also examined, marriage, prostitution of both sexes, concubinage, the role of the whores, polygamic exceptions in the monogamy of the Greeks, self -eroticism and variations on sexual intercource and finally sodomy, that in ancient Greece had a significant, social, ethical political and artistic effect.
The article is a presentation of Claude Mossé’s book with the same title. The historian Claude Mossé searches ancient Greek texts for the role played by women in the male dominated society of the 7th to the 4th century BC. The book also deals with the question of dowry and the role played by women in Gortyna specifically, whether in matters of religion or of love.
The provisions of the penal code represent one of the best sources of information for comprehending the social conditions in a specific place and time as well as throughout the history of mankind. The sphere of moral crimes is of special significance, because it reveals the established social ethics as well as the boundaries between Law and Ethics. This article refers to the acts that according to the Byzantine legislator's point of view transgressed contemporary social ethics.
Filon Alexandreus the Judaean (13 BC-54 AD) was the first to speak of the original sin as a sexual offence. This dogma was embraced by all subsequent theoreticians of the Fall of Man. This interpretation of the gospels was refuted in 1984 by Jean Bottero who argued that at the time when the Old Testament was being drawn up, love and sex were not considered to be crimes. Bottero quotes the Song Of Songs as evidence. Such writings from which God is notably absent are in the Mesopotamian tradition. Original sin lies in the disobedience that led Adam and Eve on the path to knowledge.
The appearance of Christianity brought with it a new ethical code and a new way of life. The continence and purity implicit in Christianity are altogether different to the liberalism of antiquity. Byzantium becomes the vehicle of Christianity, while the duality of the Church state, closely interrelated, stands as the main support of the Byzantine world. Therefore, whatever does not fit into the ethical model determined by this duality is looked upon as contemptible and condemnable. The erotic mood of the Olympic pantheon which mirrors the approach and mentality of the ancient Greeks is in direct conflict with the instructions of Christian ethics. Sex can no longer be accepted as a source of pleasure and is justified only as a means of procreation. This could be considered characteristic of contemporary ethics, as far as the attitude towards the manifold variations of sexuality is concerned.
The rapid mechanization of society, as a result of the industrial revolution, seriously affected the erotic-sexual life of man so that if we had to rewrite the history of sexuality, we would accord a major role to the machine as symbol . The bachelor machine, a term introduced by Duchamp for the lower part of his work "The Big Glass;the Bride is Stripped Naked Even by her Bachelors" is considered to be one of the most representative examples of the "mechanical" representation of eroticism. Duchamp's work is an imaginary construction that is based on the duality of manlwoman. The concept of the "Bachelor machine" can also be found in literature (Jules Verne, Edgar Allan Poe, Franz Kafka etc.). It expresses two ideas, that of sexual liberation and of isolation, as they materialized in the developed industrial society of the late 19th and early 20th century, an isolation, however that can lead to death, a procedure conceived by the French writer Carrouges, who correctly regarded solitude and isolation as the means to transform sexual love into a death-machine.
Many of the emotions one takes for granted as being common to all, are no more than cultural stereotypes. Various peoples of the world living in other ages make us review the myth of a mother’s love being natural and self-evident. This comes with the new, emerging concept of a father’s love. The 4th commandment recognises a child’s respect for his parents raising the question that this attitude might not be natural but acquired. The origins of paternal and conjugal authority are to be found in India but can also be traced back to Greco Roman antiquity where such authority was in full sway. Aristotle puts male authority into its theoretical context, attributing male dominance to the physical inferiority of the female of the species. Although the word of Christ bases the mystery of marriage (and not the contract) on love and respect between the two sexes, the Jewish provenance of Christianity still counts. Did not Eve bring on the Fall of Man? Saint Paul preaches the superiority of man to whom woman owes total obedience as to the Lord her God
The ancients thought that eating bulbs and snails were powerful aphrodisiacs. The first snail farm was organized in Rome in the year 50 BC. Eggs were thought of as having the same aphrodisiac effect while shellfish are even today rumoured to arouse desire. Out of lentils and vegetables, chickpeas and carrots stand out, while the ancient Greeks held a different opinion about lettuce which was held in great esteem as aphrodisiac food by the Egyptians.
The term "waterlogged wood" refers to any wood that has been saturated by water it has remained immersed in for a long period of time. This article examines the procedure of wood's degeneration,the new qualities that the wood possesses as well as the determining factors for the wood's being preserved. As an example here in this article Swedish wreck of the ship Wasa that was sunk in 1628 is referred to.
The Monastery of Varnakova was built in the 12th century AD and prospered greatly during the Byzantine period. Its decay, beginning during the years of the Turkish occupation, was completed by the fire of 1826 set by the army of Ibrahim Pasha. The monastery was rebuilt in the years following the liberation. A. Orlandos, who studied the monastery in 1911, reached the conclusion that the early church also displayed a central dome but he had doubts whether the new dome perfectly corresponded to the older structure. He also determined the location of the outer and inner narthex, both mentioned in old codices, and considered the two pilasters adjacent to the colonnade and facing the bema to be the continuation of the dividing walls once existing between the prothesis and the diaconicon. Furthermore, he believed that the bema apse had a hemi-hexagonal shape and that the new church was equal in width to the older, but unequal in length. However, a series of documents from the National General Archives cast new light on the reconstruction of the catholicon. Reconstruction work commenced in 1831 according to the plans made by the architect Andreas Gasparis Kalandros, an army lieutenant. In the spring of the same year the monks of the monastery signed a contract with three Epirot craftsmen and applied to Governor Kapodistrias for financial support based on the budget made by Kalandros. Mentioned in the contract are the proportions of a new church, determined on the basis of the old foundations, the roofing of the edifice with three series of domes and with a central, dominant one and the building materials as well as the addition of a bell-tower. The information provided by the aforementioned documents leads to the conclusion that Kalandros, who was appointed supervisor of the construction works, had never visited the monument, therefore certain mistakes he made in the plan seem natural. The terminology employed in the contract, the form of the bell-tower and the close relations of Kalandros with the commissar of Eastern Greece, Metaxas, indicate that the architect of the Monastery of Varnakova originated from the Ionian Islands. The reconstruction of the monastery complex was completed in 1838, which is also the date of the execution of the wooden templon of the catholicon.
The term “classic” is of Roman origin and derives both from the word classis meaning order in Latin and the word classicus, applying to the Roman citizens of the upper, wealthy class. For the first time the term was used by the author of “Noctes Atticae” (XIX, 8,15) Gellio. In his text, the “scriptor classicus” means the celebrated author. Later, the term “classici” came out to indicate those prominent authors and artists that had been selected as representatives of their art by the Alexandrian scholars of the 3rd and 2nd centuries BC. In all modern European languages, the term “classic” held a dual content, meaning either the high quality of an accomplishment or creation or referring to certain historic phases that are considered as exemplary , perfect and consequently prototypes for previous and later creations. But what exactly is classic and what is not? Classic is an example of the equilibrium between perpetual movement and continuous peace. It is the challenge of infinity in harmony with the finite both in space and in time. As regards art, according to Schadewald, “classic is the work in which the artist shows his ability to conceive life as an entity and at the same time to express and render this entity in detail. The work of art or the poetic work is like a dancing group; each dancer performs his part, nevertheless the effect of the group is harmonic”. The content of classic does not apply exclusively either to aesthetics or religion or philosophy or socio-economy, since its essence and character is broader than each of these disciplines and includes them all. Finally, the achievement of the classic cannot be considered as an utopia, because it was made manifest in antiquity – the ripe fruit of the Greek concept of life at its most happy moment.
In the 6th century AD Amykli is a small settlement located in the region of Ancient Tegea, but nevertheless a fortified village and episcopate of the district. The original Byzantine church of the village was erected on the site of the ancient theatre of Tegea (Roman phase: 146-330 AD.). In the 19th century and according to contemporary travelers the church lay in ruins. In 1888 however, the architect Ziller was commissioned with the execution of the plans for the restoration of the church, the first project he undertook outside the Greek capital. In 1932 the decoration of the church with wall-paintings started, after a new restoration of the building. This challenging work was executed by Agenor Asteriades and it represents the major artistic product of the painter's career. Asteriades had a perfect knowledge of folk and byzantine tradition, therefore, both the repertoire and style he employed for the wallpaintings originate from this dual source.
Το τρενάκι του Πηλίου. Το αφιέρωμα της Αρχαιολογίας συνοδεύει το δεύτερο Διεθνές Αρχαιολογικό Συνέδριο της Λυών (17-22 Απριλίου 1990) που οργανώνουν οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων της Θεσσαλίας, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών της Γαλλίας και το Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ της Δυτικής Γερμανίας. Aν η χριστιανική εποχή εκπροσωπείται λαμπρά από τις βασιλικές της Νέας Αγχιάλου και τα Μετέωρα, αν το Πήλιο, η Αγιά, τα Αμπελάκια, η Τσαρίτσανη διασώζουν την παραδοσιακή νεότερη αρχιτεκτονική και αν το «τραινάκι του Πηλίου» κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο, η ανάδειξη των μνημείων της αρχαίας Θεσσαλίας δεν είναι ικανοποιητική. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, που κατασκευάστηκε το 1909 για να στεγάσει τις ελληνιστικές γραπτές στήλες της Δημητριάδος, εξακολουθεί να είναι το μόνο οργανωμένο Μουσείο.
«Αποτροπαϊκό προσωπείο» με χαρακτηριστική διακόσμηση της Μέσης Νεολιθικής από τη θέση Άγ. Γεώργιος 3. Πρώτο μισό 5ης χιλιετίας.
Νεολιθικός οικισμός Σέσκλου. Γραπτό αγγείο της Μέσης Νεολιθικής. Το Σέσκλο κατοικήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα της 7ης χιλιετίας (Προκεραμική περίοδος). Ο οικισμός εκτείνεται πάνω στο λόφο Καστράκι, που ονομάστηκε «Ακρόπολη», και στη γύρω του περιοχή. Στα οικήματα αυτής της περιόδου τοίχοι από κλαδιά και λάσπη υψώνονταν πάνω σε ελλειψοειδή αβαθή ορύγματα. Βρέθηκαν λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, κοσμήματα και ειδώλια από πέτρα και πηλό. Τα σπίτια της Αρχαιότερης Νεολιθικής Ι ήταν μονόχωρα, τετράγωνα, με λίθινο θεμέλιο, καλαμωτούς τοίχους και ξυλόπηκτη στέγη. Στην Αρχαιότερη Νεολιθική ΙΙΙ τα σπίτια έχουν τοίχους από ωμά πλιθιά και δάπεδο από πατημένο πηλό. Ως προς την κεραμική της Αρχαιότερης Νεολιθικής (6η χιλιετία), την πρώτη φάση χαρακτηρίζει η μονοχρωμία, τη δεύτερη (Πρωτοσέσκλο) η εμφάνιση των πρώτων γραπτών αγγείων και την τρίτη (Προσέσκλο) η επικράτηση των μονόχρωμων αγγείων. Στη Μέση Νεολιθική (5η χιλιετία), ο οικισμός αποκτά πρωτοφανή έκταση και αρχιτεκτονική οργάνωση, σημειώνεται αύξηση της γραπτής κεραμικής και βελτίωση της τεχνικής του ψησίματος, μεγάλη χρήση λίθινων εργαλείων και αφθονότερη χρήση οψιανού από τη Μήλο. Σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά λείψανα στον σημερινό αρχαιολογικό χώρο της «Ακρόπολης» προέρχονται από την τρίτη φάση της Μέσης Νεολιθικής (ΜΝ). Πάνω στο λόφο, κεντρικότερο κτίσμα είναι το «μέγαρο» και, πλάι του, το σπίτι του κεραμέα. Όλα τα σπίτια της ΜΝ έχουν λίθινο θεμέλιο, πλίνθινη ανωδομή και δικλινή στέγη με δοκούς σκεπασμένη με πηλό. Η γραπτή κεραμική του «πολιτισμού του Σέσκλου» είναι χαρακτηριστική, ιδίως στην ώριμη φάση της (linear style) όταν διακοσμητικές ταινίες με φλογόσχημα πέρατα περιβάλλουν το αγγείο, συνήθως λεκανίδα. Ο οικισμός στο τέλος της ΜΝ ΙΙΙ Β καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Νεολιθικός οικισμός Διμήνι. Εγχάρακτο αγγείο της Νεότερης Νεολιθικής. Πάνω σε χαμηλό λόφο, το Διμήνι κατοικήθηκε πρώτη φορά στη Νεότερη Νεολιθική, στο τέλος της 5ης χιλιετίας. Μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο του οικισμού είναι οι περίβολοι. Πρόκειται για έξι λιθόκτιστες, ανισοϋψείς μάντρες που κατασκευάστηκαν σταδιακά γύρω από το λόφο κατά ζεύγη. Οι δύο πρώτοι περίβολοι ορίζουν μια ευρύχωρη κεντρική πλατεία. Τέσσερις στενόμακροι διάδρομοι, που διαπερνούν όλους τους περιβόλους ακτινωτά, χωρίζουν τον οικισμό σε τέσσερα μεγάλα τμήματα. Σε κάθε τμήμα χτίζονται ανάμεσα στα ζεύγη των περιβόλων δυο τρία μεγάλα σπίτια με παράπλευρα παράσπιτα. Ανάμεσα από τα σπίτια δημιουργείται κοινόχρηστη αυλή. Αντίθετα από τον Χρ. Τσούντα, που πίστευε ότι το κεντρικό μέγαρο Α ήταν η κατοικία του «άρχοντα» και ότι οι περίβολοι σχημάτιζαν ένα οχυρωματικό σύστημα για την προστασία του, ο Γ. Χουρμουζιάδης είδε τους περιβόλους ως απλά ρυθμιστικά στοιχεία στο πλαίσιο μιας πρώιμης πολεοδομικής αντίληψης, που προσδιόριζαν τις θέσεις όπου μπορούσαν να αναπτυχθούν σπίτια. Στην κεραμική, η φάση «Διμήνι» περιλαμβάνει «γραπτά» αγγεία, συνήθως φιάλες, και εγχάρακτα. Από την καθημερινή ζωή των κατοίκων βρέθηκαν πολλές λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα σφονδύλια και πηνία, κοσμήματα από κόκαλο, πέτρα ή κοχύλια και πολλά ανθρωπόμορφα ειδώλια. Στην αρχή της 3ης χιλιετίας, το Διμήνι ερημώνεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Από μεσοελλαδικό οικισμό βρέθηκαν σπίτια και κιβωτιόσχημοι τάφοι. Ιδιαίτερα σημαντικά όμως είναι τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Υστεροελλαδικής περιόδου που αποκαλύφθηκαν στην πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο και τη θάλασσα. Από τον μυκηναϊκό οικισμό αποκαλύφθηκαν φαρδύς δρόμος και πέντε μεγάλες ιδιωτικές κατοικίες που χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙ, στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ.
Σκόπελος. Χρυσή λαβή ξίφους από τον τάφο στη θέση Στάφυλος. Στις περισσότερες από τις μυκηναϊκές θέσεις του νομού παρατηρείται μια συνέχεια από τα νεολιθικά χρόνια ως το τέλος των μυκηναϊκών ή και πέρα από αυτό. Το καλύτερο παράδειγμα αδιάσπαστης συνέχειας προσφέρουν οι Φερές. Κάτω από το ναό του Θαυλίου Δία του 4ου αιώνα π.Χ., που ανασκάφηκε ΒΔ της μαγούλας Μπακάλη, αποκαλύφθηκαν ίχνη παλαιότερων ιερών, του 6ου, του 7ου και 8ου αιώνα π.Χ., καθώς και κεραμική μυκηναϊκής περιόδου και ειδώλια, γεγονός που δηλώνει συνέχεια στη λατρεία. Από την πολύ εκτεταμένη μυκηναϊκή πόλη βρέθηκαν λείψανα μυκηναϊκών σπιτιών, θαλαμοειδής τάφος με αγγεία της ΥΕ Ι και ΥΕ ΙΙ, κεραμικός κλίβανος κ.ά. Άλλες μυκηναϊκές θέσεις στο νομό είναι η Πέτρα, η Μαγούλα Αϊδινιώτικη, η Μαγούλα Αλμυριώτικη, τα Ζερέλια, ο Κάτω Μαυρόλοφος, ο Πτελεός, όπου αποκαλύφθηκαν πέντε θολωτοί τάφοι, η Πύρασος, οι Φθιώτιδες Θήβαι, η Φυλάκη, η θέση «Κεφάλα» στη Σκιάθο και η θέση «Στάφυλος» στη Σκόπελο. Στην περιοχή του Βόλου αναπτύχθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τρεις οικισμοί. Στα «Παληά» στο Κάστρο του Βόλου αποκαλύφθηκε μυκηναϊκό «ανάκτορο» της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, ενώ βρέθηκαν ειδώλια του τύπου Ψ και Φ της ΥΕ ΙΙΙB-C και όστρακα αγγείων με παραστάσεις πολεμιστών της ΥΕ ΙΙΙC. Υπομυκηναϊκά και πρωτογεωμετρικά λείψανα προηγούνταν των μυκηναϊκών, ανάμεσά τους, παιδικοί πρωτογεωμετρικοί τάφοι. Στο Διμήνι, ήδη από το 1886, 300 μ. ΝΔ από το λόφο με τον νεολιθικό οικισμό, είχε ανασκαφεί μεγάλος θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΙ Α2 περιόδου με διάμετρο 8,50 μ., γνωστός ως Λαμιόσπιτο. Στο εσωτερικό της θόλου είχε χτιστεί λάρνακα από άψητες πλίνθους. Στα ευρήματα περιλαμβάνεται θησαυρός από χρυσά κοσμήματα, χάντρες, περιδέραια από υαλόμαζα, ελεφαντοστέινα εξαρτήματα και χάλκινα όπλα. Δεύτερος, συλημένος θολωτός τάφος της ΥΕ ΙΙΙ Β2 περιόδου με διάμετρο 8,30 μ., αποκαλύφθηκε στη ΒΔ πλευρά του λόφου. Φέρει και αυτός ανακουφιστικό τρίγωνο πάνω από το υπέρθυρο κι έχει εσωτερικά κτιστή λάρνακα από πλακαρές πέτρες. Στη διάρκεια των ανασκαφών του νεολιθικού οικισμού βρέθηκαν στο λόφο δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι με κτερίσματα της ΥΕ ΙΙΙΑ2 περιόδου, πήλινα ειδώλια σε σχήμα Φ, γραπτή ραμφόστομη πρόχους, σφαιρικό αλάβαστρο, χειροποίητο matpainted αγγείο και δύο θήλαστρα με γραμμικό διάκοσμο. Το 1980, στην πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο και τη θάλασσα, ήρθε στο φως φαρδύς δρόμος και πέντε μεγάλες ιδιωτικές οικίες. Αυτό το εκτεταμένο μυκηναϊκό κέντρο, που κατοικήθηκε τουλάχιστον από την ΥΕ ΙΙΙΑ και εγκαταλείφθηκε στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου, συνδέεται με το μεγάλο μυκηναϊκό ανάκτορο στο λόφο με τα νεολιθικά λείψανα. Οι δύο θολωτοί τάφοι είναι ασφαλώς βασιλικοί ενώ δεν αποκλείεται η ταύτιση αυτού του κέντρου με την Ιωλκό. Στη χερσόνησο Πευκάκια απέναντι από το Βόλο, θέση που ο Δ.Ρ. Θεοχάρης είχε ταυτίσει με τη μυκηναϊκή Νήλεια, παρατηρήθηκε συνεχής κατοίκηση από τη Νεότερη Νεολιθική ως την ΥΕ ΙΙΙΒ. Εισαγμένα ευρήματα αποκαλύπτουν πως ο εμπορικός σταθμός συνέδεε την ενδοχώρα με την Τροία, τα Βαλκάνια, τις Κυκλάδες. Πάνω από τα μεγαροειδή και αψιδωτά μεσοελλαδικά σπίτια βρέθηκε νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους και προέκτασή του με χτιστούς ορθογώνιους τάφους με είσοδο.
Κάνθαρος από τη Λαμία. Η Θεσσαλία, ταυτισμένη αρχαιολογικά με τον νεολιθικό πολιτισμό, είχε καταχωρηθεί στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου μέχρις ότου τα πρόσφατα ευρήματα την αναδείξουν σε σημαντικό τμήμα του. Παίρνοντας τον Όμηρο κατά γράμμα, στην κοιλάδα του Σπερχειού, ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Φωκίδα, πρέπει να αναζητηθεί το βασίλειο του Αχιλλέα. Από σωστικές κυρίως ανασκαφές προήλθαν ευρήματα που επιτρέπουν την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στην κοιλάδα. 1. Ο Όμηρος αλλά και μεταγενέστερες γραπτές πηγές πρέπει να θεωρηθούν αξιόπιστοι μάρτυρες της παρουσίας Μυκηναίων εδώ. 2. Τα μέχρι στιγμής μυκηναϊκά ευρήματα συντονίζονται με τις εξελίξεις της τέχνης που γνωρίζουμε και από τη Θεσσαλία και από το νότο. 3. Η κεραμική και οι τύποι των κοσμημάτων της Πρωτογεωμετρικής εποχής δείχνουν στενότερη σχέση με τη Θεσσαλία. 4. Στη Μυκηναϊκή εποχή, η ταφική πρακτική, όμοια με εκείνη της νοτιότερης Ελλάδας, είναι οι θαλαμωτοί οικογενειακοί τάφοι που ανοίγονταν για κάθε νέο νεκρό της οικογένειας. Εξαίρεση αποτελεί στη Γλύφα ταφικός τύμβος με κιβωτιόσχημους τάφους που, αντίθετα, είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη Θεσσαλία. 5. Στην Πρωτογεωμετρική εποχή ποικίλοι είναι οι τάφοι που χρησιμοποιούνται: παλιοί μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι (Μπικιόρεμα) ή νέοι (Λαμία), μεγάλοι πίθοι πλαγιασμένοι (Συκά Υπάτης), κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς (Στυλίδα). Ίσως την προτίμηση καθόριζε η οικογενειακή ή φυλετική παράδοση. 6. Σε όλες τις περιπτώσεις που οι σκελετοί βρέθηκαν στη θέση τους, τόσο σε μυκηναϊκές όσο και σε πρωτογεωμετρικές ταφές, φαίνεται ότι οι νεκροί είχαν ταφεί συνεσταλμένοι.
Πήλινο τεφροδόχο με καμένα κόκαλα. Από τους χαμηλούς ταφικούς τύμβους που απλώνονται σε αρχαϊκό νεκροταφείο έκτασης μεγαλύτερης των 600 στρεμμάτων, έχουν ανασκαφεί δύο, στο «Ξηρόρεμα» και στα «Καραέρια». Στο Ξηρόρεμα, ψηλότερα από τους αρχαϊκούς τάφους (τέλος 7ου αιώνα), είχαν προστεθεί έξι τάφοι των κλασικών χρόνων. Και στους δύο τύμβους, οι τάφοι απλώνονται με ακτινωτή διάταξη προς το κέντρο τους. Οι τάφοι των δύο τύμβων ήταν αβαθείς λάκκοι με σχήμα εσωτερικά ορθογώνιο ή ελλειψοειδές και εξωτερικά σχεδόν πεταλόσχημο. Κάποιοι είχαν τοιχώματα από ασβεστολιθικές πλάκες, άλλοι από εσωτερική ξερολιθιά και εξωτερική επένδυση από πλάκες. Η επικάλυψη γινόταν πρόχειρα με μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες. Στον πυθμένα των τεφροδόχων αγγείων είχαν τοποθετηθεί τα καμένα κόκαλα των νεκρών και πάνω τους τα κτερίσματα. Τα χάλκινα τεφροδόχα ήταν απλοί λέβητες και τα πήλινα, κυρίως αμφορείς, κρατήρες και υδρίες, ήταν διακοσμημένα με άνθη, ταινίες, γιρλάντες ή και υδρόβια πτηνά. Τα πήλινα αγγεία μιμούνται στη διακόσμηση αττικά θέματα των ύστερων γεωμετρικών χρόνων ή σε σχήμα και διακόσμηση μιμούνται τα αντίστοιχα κορινθιακά. Από τα σιδερένια όπλα, που συνολικά ξεπερνούν τα 650, οι μάχαιρες, τα μαχαιρίδια και οι αιχμές των δοράτων έχουν βρεθεί και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας αλλά τα μεγάλα ξίφη ανήκουν σε ντόπια παραλλαγή του τύπου Naue II. Το πιο αναπάντεχο εύρημα όμως ήταν τα σιδερένια μέρη τριών αρμάτων που βρέθηκαν στον τύμβο Καραέρια και προέρχονται από τετράτροχες άμαξες μεταφοράς γεωργικών προϊόντων. Άλλωστε, ο τύμβος Καραέρια περιέχει μόνο ανδρικές ταφές, πρόκειται δηλαδή για πολυάνδριο.
Η στήλη του Θεότιμου. Η πρώιμη ιστορία της Λάρισας χάνεται στην αχλύ αβέβαιων παραδόσεων. Γνωρίζουμε ότι οι λίγες αριστοκρατικές οικογένειες των γαιοκτημόνων κυβέρνησαν την πόλη για αιώνες συμπεριλαμβάνοντας στην ατομική τους περιουσία τους «πενέστες»», τους δούλους που αποτελούσαν τη μάζα του λαρισαϊκού πληθυσμού. Ελεύθεροι πολίτες ήταν οι ιδιοκτήτες μικρής αγροτικής γης, οι τεχνίτες και οι έμποροι. Η Λάρισα, όπως και οι άλλες θεσσαλικές πόλεις, διέκριναν την εμπορική από την «ελεύθερη αγορά», που στέγαζε τους ναούς, τα δημόσια οικοδομήματα και τις κατοικίες των αρχόντων, ενώ η είσοδος σε αυτή ήταν απαγορευμένη στους αγρότες, τους χειρώνακτες και τους τεχνίτες. Πρωτεύουσα της Πελασγιώτιδας, μιας από τις τέσσερις θεσσαλικές τετραρχίες, και έδρα της νομισματικής και πολιτικής ένωσης των Θεσσαλών τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., η Λάρισα παρέμεινε τον 4ο αιώνα έδρα του «Κοινού» των Θεσσαλών. Τους δύο πρώτους αιώνες, επί της ταγείας των Αλευάδων, η Λάρισα αναδείχθηκε σε πρώτη δύναμη στη Θεσσαλία. Από το 404 π.Χ. όμως ως το 354 π.Χ., οπότε ο Φίλιππος ο Β΄ επενέβη δραστικά, οι Λαρισαίοι υπέστησαν την εξουσία σειράς Φεραίων τυράννων. Από το 197 π.Χ., όταν αρχίζει η Ρωμαιοκρατία στη Θεσσαλία, η Λάρισα είναι έδρα των ρωμαϊκών στρατευμάτων και έδρα του νέου Κοινού των Θεσσαλών που συγκροτήθηκε από τους Ρωμαίους. Μετά τον Αύγουστο αρχίζει η παρακμή της πόλης. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι λιγοστά σε μια πόλη που κατοικήθηκε στην ίδια θέση για αιώνες. Τα τείχη, κατασκευασμένα από ωμά πλιθιά, δεν σώθηκαν. Από το ναό του Κερδώου Απόλλωνα, όπου στήνονταν τα ψηφίσματα της πόλης, βρέθηκαν σπόνδυλοι δωρικών κιόνων και τεράστια δωρικά κιονόκρανα. Πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη εντοιχισμένα στο τούρκικο Μπεζεστένι, πιθανόν προέρχονται από το ναό της Πολιάδος Αθηνάς των κλασικών χρόνων, όπου τοποθετούνταν οι αποφάσεις του Κοινού των Θεσσαλών. Οι σωστικές ανασκαφές αποκάλυψαν συγκροτήματα πολλών κατοικιών ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, δομημένων με το «ιπποδάμειο»σύστημα. Σε πολυτελή κατοικία του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε το παλαιότερο ψηφιδωτό δάπεδο της Θεσσαλίας. Στους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη απόκτησε πλήρες δίκτυο αποχέτευσης. Το πρώτο από τα δύο αρχαία θέατρα υπέστη στους ρωμαϊκούς χρόνους αλλοιώσεις και μετατράπηκε σε αρένα για την τέλεση θηριομαχιών και μονομαχικών αγώνων. Στο δεύτερο θέατρο, εκτός από θεατρικές παραστάσεις, φαίνεται πως τελούνταν αγώνες φιλολογικοί, χορευτικοί και μουσικοί στη μεγάλη πανθεσσαλική γιορτή της Λάρισας, τα «Ελευθέρια», προς τιμήν του Ελευθερίου Διός. Στα νεκροταφεία που εκτείνονται περιμετρικά γύρω από την πόλη και χρονολογούνται στα κλασικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, εμφανίζονται τα εξής είδη τάφων: μαρμάρινες μονολιθικές σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, πήλινες λάρνακες, οστεοθήκες, κτιστοί με τούβλα, ταφικοί πίθοι και ανοιχτές ταφές.
Τα ερείπια του ναού του «Θαυλίου Διός». Άποψη από ΝΑ. Σε «σημαντικό κέντρο των συγκοινωνιών» αναδείχθηκαν οι αρχαίες Φέρες χάρη στη θέση τους. Λείψανα αρκετών προϊστορικών οικισμών βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή σε χαμηλούς γήλοφους ή μικρά υψώματα, τις «μαγούλες». Στις αρχές της Πρωτοχαλκής περιόδου όμως, η ίδια η θέση των Φερών, φυσικό οχυρό και με τα νερά της Υπέρειας Κρήνης, προσήλκυσε τους πρώτους κατοίκους. Ο πυρήνας αυτού του οικισμού είναι η «Μαγούλα Μπακάλη». Η εξαιρετικής ποιότητας κεραμική από τη Μεσοχαλκή περίοδο μαρτυρεί ήδη μιαν ακμή που θα κορυφωθεί στα μυκηναϊκά χρόνια. Εδώ ανήκουν ο Άδμητος και η Άλκηστη, και ο γιος τους Εύμηλος. Αλλά και οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι που αποκαλύφθηκαν. Η επόμενη φάση ακμής θα σημειωθεί στους κλασικούς χρόνους. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η πόλη κόβει τα πρώτα αργυρά νομίσματα. Στο τέλος του αιώνα αποκτά τυραννίδα. Ως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., οπότε η πόλη θα βρεθεί υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων, οι τύραννοι κατορθώνουν να αναλάβουν την ηγεσία του Κοινού των Θεσσαλών. Οι Ρωμαίοι θα επανιδρύσουν το Κοινό στο οποίο οι Φέρες θα καταλάβουν και πάλι ηγετική θέση. Από τον 13ο αιώνα μ.Χ. και μετά, η θέση των Φερών ονομάζεται Βελεστίνο. Ο ομώνυμος οικισμός θα ακμάσει από την Τουρκοκρατία ως σήμερα. Ο Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής σημείωσε πολλά από τα μνημεία της ιδιαίτερης πατρίδας του σε ένα είδος τοπογραφικού σχεδίου που ενέταξε στη «Χάρτα της Ελλάδος» (τέλη του 18ου αιώνα). Από τις αρχαίες Φέρες αποκαλύφθηκαν ερείπια του τείχους των κλασικών χρόνων, τα ερείπια του ναού του «Θαυλίου Διός» του 4ου αιώνα π.Χ., και εντυπωσιακά πολλοί κεραμικοί κλίβανοι διαφόρων εποχών. Πλούσια κτερισμένοι και φροντισμένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι σε τύμβο του ΒΔ νεκροταφείου των Φερών διατήρησαν σε πολύ καλή κατάσταση κτερίσματα από οργανικές ύλες.
Γραπτή στήλη δυο πολεμιστών. H Δημητριάδα οφείλει το όνομά της στον Δημήτριο τον Πολιορκητή που την ίδρυσε το 293/92 π.Χ. Δύο οικισμοί από το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής εποχής δίνουν στην περιοχή το ιστορικό της βάθος. Από την Πρώιμη και Μέση Χαλκοκρατία βρέθηκαν μεγαροειδείς οικίες και κεραμική. Πριν από τη Δημητριάδα, στην περιοχή είχαν ακμάσει οι Παγασές, στη θέση πιθανόν όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα σπιτιών με υστεροαρχαϊκή κεραμική και νεκροταφείο της κλασικής εποχής. Το 194 π.Χ. οι Ρωμαίοι ιδρύουν το Κοινό των Μαγνήτων και η Δημητριάδα γίνεται πρωτεύουσά του. Το 168 π.Χ. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ανακηρύττει τους Μάγνητες ανεξάρτητους και απαιτεί να κατεδαφιστούν τα τείχη της Δημητριάδας. Στο μιθριδατικό πόλεμο (88-86 π.Χ.) όμως, τα παράλια της Μαγνησίας λεηλατούνται και οι Δημητριείς, ενισχύοντας τα τείχη τους, χρησιμοποιούν ως οικοδομικό υλικό τις γραπτές επιτύμβιες στήλες της κάτω νεκρόπολης. Οι στήλες, που έτσι διατήρησαν τα χρώματά τους, μας πληροφορούν για την τεχνική της μεγάλης ζωγραφικής, τη διακίνηση ξένων στην πόλη, την τοπική λατρεία. Το α΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ., κτίστηκε ένα οχυρωμένο «Ανάκτορο», με άνδηρα και ισχυρά τείχη, και με περίστυλη αυλή με δωρικούς κίονες. Εδώ, όπου και η Ιερή Αγορά και ο ναός της Άρτεμης Ιωλκίας, πάλλεται η καρδιά της πόλης. Απέναντι από το Ανάκτορο κτίστηκε το Θέατρο και σε λόφο ψηλότερά του το Ιερό ή Ηρώο. Η βασιλική Α «της Δαμοκρατίας», από το όνομα της δωρήτριας των ψηφιδωτών, γνώρισε πέντε οικοδομικές φάσεις (αρχή 4ου-τέλη 6ου αιώνα). Βρέθηκαν επίσης κοσμικό αψιδωτό κτήριο με ψηφιδωτό δάπεδο και μικρό λουτρικό κτίσμα. Στην περιοχή του νότιου λιμανιού, βρέθηκε κοιμητηριακή βασιλική του τέλους του 4ου αιώνα με ψηφιδωτά στο δάπεδο του πρεσβυτερίου.
Τμήμα του δυτικού σκέλους του τείχους. Νότια από τη Λάρισα και μπροστά στο επίμηκες ανατολικό τμήμα της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, η αρχαία Φάρσαλος έλεγχε από τη θέση της τους δρόμους επικοινωνίας με τη Νότια Ελλάδα. Γενέτειρα του Αχιλλέα, σε περιοχή με συνεχή κατοίκηση από τη Νεολιθική εποχή, η Φάρσαλος ευημερούσε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, έκοψε δικά της νομίσματα πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., κι έφτασε στο απόγειο της ακμής της μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, στα χρόνια της κατάληψης της Θεσσαλίας από τους Μακεδόνες. Η συνολική περίμετρος του τείχους της δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 5 χλμ. ενώ η ακρόπολη ήταν τειχισμένη χωριστά. Το ευάλωτο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης προστατευόταν με 11 πύργους, έναντι των επτά που σώζονται στο υπόλοιπο τμήμα του τείχους. Στους άξονες των κεντρικών δρόμων επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές ανοίγονταν οι κύριες πύλες του τείχους. Ο ντόπιος τεφρός–σκουρότεφρος ασβεστόλιθος αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή του τείχους. Ο τρόπος δόμησης στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι το ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα. Σε τμήμα του ανατολικού σκέλους χρησιμοποιήθηκε το πολυγωνικό σύστημα (α΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που έχει κτιστεί πάνω σε τείχος του 6ου αιώνα π.Χ., κατασκευασμένο από ακανόνιστους ογκόλιθους τοποθετημένους τυχαία. Το ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. Τέλος, το νοτιοδυτικό σκέλος του τείχους που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με το έμπλεκτο σύστημα ανήκει στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.
Ασημένια σκουλαρίκια από το νεκροταφείο της Αργιθέας (4ος αι. π.Χ.). Τα χωριά της ανατολικής και δυτικής Αργιθέας στα ορεινά του νομού Καρδίτσας αποτελούσαν στην αρχαιότητα τμήμα της Αθαμανίας. Η Αθαμανία, περιοχή της κεντρικής Πίνδου, περιλάμβανε τη νοτιοανατολική Ήπειρο στο χώρο που καλύπτουν τα Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα) και τη δυτική ορεινή Θεσσαλία, όπου μια σειρά κορυφών της Πίνδου σχηματίζει «ορεινό τείχος» ανάμεσα στην Αθαμανία και τη Θεσσαλία. Το τοπίο της χώρας των Αθαμάνων καθιστούσε την περιοχή ιδανική για κτηνοτροφία. Ανάμεσα στις μεγάλες περιοχές της Αιτωλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, οι δρόμοι που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της Αθαμανίας την καθιστούσαν και, στρατηγικά, θέση–κλειδί στην κεντρική Ελλάδα. Ο Απολλόδωρος μάς πληροφορεί ότι ο τόπος οφείλει την ονομασία του στον βασιλιά Αθάμα. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν τους Αθαμάνες ελληνικό φύλλο που εγκαταστάθηκε ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο τη 2η χιλιετία π.Χ. Για την προϊστορική περίοδο δεν έχουν βρεθεί αρχαιολογικά στοιχεία. Οι Αθαμάνες εμφανίζονται στα κοινά των Ελλήνων γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και κατά καιρούς θα συμμαχήσουν με τους Λακεδαιμόνιους, τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες αλλά θα στραφούν και εναντίον τους. Μακεδονική επαρχία το 191 π.Χ., η Αθαμανία το 168 π.Χ. δήλωσε υποταγή στη Ρώμη. Ως το 175 π.Χ. περίπου, οπότε οργανώνονται σε Κοινό, οι Αθαμάνες είχαν κληρονομική βασιλεία με πιο ονομαστό τους βασιλιά τον Αμύνανδρο. Βασική λατρευτική τους θεότητα ήταν η Διώνη. Λάτρευαν ακόμη την Αθηνά, τον Δία, την Αφροδίτη και τον Απόλλωνα. Τα ερείπια οικισμών και οχυρών των ιστορικών χρόνων που συνήθως βρίσκονται κατά μήκος αρχαίων δρόμων και διαβάσεων δύσκολα μπορούν να ταυτιστούν με τις πόλεις που αναφέρει ο Τ. Λίβιος. Η Αργιθέα, πιθανότατα πρωτεύουσα της Αθαμανίας, τοποθετείται κοντά στο χωριό Αργιθέα (Κνίσοβο). Ερευνητές και περιηγητές έχουν επιχειρήσει να ταυτίσουν τη Θευδορία ή Θεοδωρία, την Τετραφυλία, την Ηράκλεια, τη Χαλκίδα, το Πότναιο ή Πότνειο, το Αθήναιο και την Αιθιοπία ή Εθοπία. Κοντά στη θέση «Παλαιόκαστρο» του χωριού Πετρωτό, όπου βρέθηκαν ερείπια ελληνιστικού οχυρού, στη θέση «Πουρναράκια», αποκαλύφθηκε τμήμα του νεκροταφείου του οχυρού με κιβωτιόσχημους τάφους και κτερίσματα αιχμές δοράτων, ξίφος, αγγεία, νομίσματα, χάλκινες διπλές περόνες. Στο χώρο της αρχαίας Αργιθέας αποκαλύφθηκε αναλημματικός τοίχος, τοίχοι οικιών και σημαντικό τμήμα του ανατολικού νεκροταφείου της πόλης, ενώ εντοπίστηκε και άλλο νεκροταφείο στη δυτική πλευρά. Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι χρονολογούνται από τον 4ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ. Οι κτερισμένοι τάφοι περιέχουν αγγεία, λυχνάρια, υφαντικά βάρη, νομίσματα, ξίφη, αιχμές δοράτων, μαχαίρια, πόρπες, περόνες, σκουλαρίκια κ.ά. κοσμήματα. Σε δύο επιγραφές αναφέρονται τα ονόματα Σταθμοννώ και Κρατείας.
Στο θεσσαλικό κάμπο: κόβεται το χορτάρι για τα ζώα (φωτ. Δ. Λέτσιου). Στον 2ο αιώνα μ.Χ., τη Θεσσαλία ζωντανεύουν μόνο τα αστικά κέντρα Λάρισα, Υπάτη, Δημητριάς και οι Φθιώτιδες Θήβες, λαμπρό χριστιανικό κέντρο που θα καταστρέψουν τον 7ο αιώνα οι Βελεγιζίται, ένα από τα σλαβικά φύλα που επέδραμαν στη Θεσσαλία για πάνω από τρεις αιώνες. Τον 10ο αιώνα οι Θεσσαλοί υποφέρουν από τις βουλγαρικές επιδρομές, τον 11ο αιώνα εμφανίζονται οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι, και στα τέλη του αιώνα αλλεπάλληλες είναι οι επιδρομές των Νορμανδών. Συγχρόνως, η ίδρυση αποικιών από Εβραίους, Βενετούς, Πισάτες και Γενουάτες δημιουργεί αξιόλογη εμπορική κίνηση στα λιμάνια του Παγασητικού. Τη Φραγκοκρατία στη Θεσσαλία (1204-1222) διαδέχθηκε η δεσποτεία διαφόρων βυζαντινών ευγενών. Έχοντας από το 1309 δοκιμάσει την κυριαρχία των Καταλανών, η Θεσσαλία θα ξαναγίνει βυζαντινή επαρχία το 1333 αλλά όχι για πολύ. Το 1348 ολοκληρώνεται η κατάκτησή της από τους Σέρβους που, αναγνωρίζοντας χρυσόβουλλα και άλλα δημόσια έγγραφα, κατοχύρωσαν τις γαιοκτησίες των θεσσαλών αρχόντων και την εκκλησιαστική περιουσία. Επί Τουρκοκρατίας, προκειμένου να κατοχυρώσουν τις περιουσίες τους οι άρχοντες αλλαξοπίστησαν και οι χιλιάδες Τούρκοι που μεταφέρθηκαν από το Ικόνιο καλλιεργούσαν τα κτήματά τους ως δουλοπάροικοι. Προνόμια επέτρεψαν σε ορισμένες κοινότητες να ακμάσουν (Μηλιές, Ζαγορά, Τύρναβος, Αμπελάκια, Ραψάνη, Τσαρίτσανη κ.ά.). Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος το 1881.
Φθιώτιδες Θήβες (Νέα Αγχίαλος). Βασιλική Μαρτυρίου. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού δαπέδου από το νάρθηκα. Από πολύ νωρίς διαδόθηκε ο χριστιανισμός στη Θεσσαλία που μόλις το 732-733 μ.Χ. πέρασε στη δικαιοδοσία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως όντας νωρίτερα, ως μέρος του ανατολικού ιλλυρικού, στη δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης. Διάσπαρτα είναι τα παλαιοχριστιανικά κτήρια, κυρίως βασιλικές. Τέσσερις βασιλικές, οι τρεις με ψηφιδωτά δάπεδα, εντοπίστηκαν στο νομό Τρικάλων. Στο νομό Καρδίτσας, τρίκλιτη βασιλική ελληνιστικού τύπου, χτίστηκε πάνω σε ιερό της Αθηνάς, ενσωματώνοντας αρχαίο υλικό στην τοιχοδομία της. Τέσσερις είναι οι βασιλικές στο νομό Λάρισας. Στο χώρο της βασιλικής του Φρουρίου βρέθηκαν πολλοί τάφοι, ο πρώτος από τους οποίους ανήκει πιθανόν στον Άγιο Αχίλλειο, πρώτο αρχιεπίσκοπο Λάρισας. Περιστέρι με κλαδί ελιάς μέσα σε κύκλο ήταν το κεντρικό θέμα του ψηφιδωτού δαπέδου στο νάρθηκα της βασιλικής Ελασσόνας. Κατά την αποκόλλησή του αποκαλύφθηκαν τάφοι καλυβίτες και δίδυμος καμαροσκεπής. Βρέθηκαν επίσης παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο, δεξαμενή και ένα αστικό κτίσμα του 7ου αιώνα μ.Χ. με μεγάλο ψηφιδωτό δάπεδο. Εικονίζονται ο Διόνυσος και μορφές που σχετίζονται με τη λατρεία του, ο Πάνας, σκηνές κυνηγιού και προσωποποιήσεις των τεσσάρων εποχών, θέματα «εθνικών», απομονωμένα ανάμεσα στα ψηφιδωτά δάπεδα των βασιλικών με τα γεωμετρικά σχήματα, τα παγόνια και τα πουλιά που πάνε να πιουν από το «ύδωρ της ζωής», τα λίγα φυτικά μοτίβα. Τα σημαντικότερα και περισσότερα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Μαγνησίας αποκαλύφθηκαν στις Φθιώτιδες Θήβες (Νέα Αγχίαλος) και στη Δημητριάδα. Το μεγαλύτερο μνημείο της Νέας Αγχιάλου είναι το συγκρότημα τριών επάλληλων βασιλικών «του Αρχιερέως Πέτρου» που καταλαμβάνουν χώρο 7.000 τ.μ. έχοντας κτιστεί πάνω σε μυκηναϊκά και υστερορρωμαϊκά ερείπια. Άλλες βασιλικές είναι του Αγίου Δημητρίου, του Επισκόπου Ελπιδίου, η βασιλική Μαρτυρίου, οι βασιλικές Ε΄και Θ΄, μια κοιμητηριακή βασιλική, τρίκλιτος ιδιότυπος ναΐσκος, υπόκαυστα, ιδιωτική έπαυλη, παλαίστρα και γυμνάσιο, πλακόστρωτη λεωφόρος, βαπτιστήριο, «επισκοπικό μέγαρο», νεκροταφείο, συγκρότημα δημοσίων κτηρίων και μεγάλο κτήριο με ψηφιδωτά δάπεδα. Στην αρχαία Δημητριάδα βρέθηκε η βασιλική της Δαμοκρατίας, κοσμικό αψιδωτό κτήριο και κοιμητηριακή βασιλική. Στον Βόλο αποκαλύφθηκαν τμήματα του τείχους, βασιλική, λουτρό και νεκροταφείο. Βασιλικές και άλλα παλαιοχριστιανικά λείψανα βρέθηκαν και σε άλλες πόλεις και οικισμούς (Πλατανίδια, Λάι, Θεοτόκου, Χόρτο, Λεφόκαστρο, Μηλίνα και Ολιζών) και, από τις Βόρειες Σποράδες, στη Σκιάθο, τη Σκόπελο και την Αλόννησο.
Στρατιωτικός Άγιος. Τα πρώτα δείγματα βυζαντινής αγιογραφίας ανήκουν στον 10ο αιώνα και βρίσκονται στο ναό της Παναγίας, στην επαρχία Αγιά του νομού Λαρίσης. Στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, οι άγιοι Βλάσιος, Πολύκαρπος Σμύρνης και Φωκάς αποδίδονται με τρόπο που προδίδει προ-παλαιολόγεια τέχνη στα τέλη του 12ου αιώνα. Ο ζωγραφικός διάκοσμος στο ναΐδριο της Ζωοδόχου Πηγής ή της Παναγίας Δούπιανης, τόπο τέλεσης της κυριακάτικης λειτουργίας για τους αναχωρητές των Μετεώρων, χρονολογείται στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα. Κοντά στα Τρίκαλα, ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα ο ναός της «Πόρτα-Παναγιάς» ως το Καθολικό της μονής των «Μεγάλων Πυλών». Της ίδιας εποχής είναι η πρώτη φάση των τοιχογραφιών του και τα εντοίχια ψηφιδωτά, μοναδικά σε όλη τη Θεσσαλία. Ο 14ος αιώνας εκπροσωπείται από τη μονή της Παναγίας της Ολυμπιωτίσσης στην Ελασσόνα και εκείνη της Υπαπαντής των Μετεώρων. Ο τοιχογραφικός τους διάκοσμος εικονογραφεί δύο αντίρροπα ρεύματα. Η μονή της Παναγίας επιλέγει την τέχνη των Παλαιολόγων, την ονομαζόμενη «μακεδονική σχολή». Στη μονή της Υπαπαντής παραμένει η αρχαϊκή τεχνοτροπία, ρεύμα συντηρητικό που καλλιέργησαν κυρίως οι μοναχοί. Η ζωγραφική του 16ου αιώνα, ακρογωνιαίος λίθος της ιστορίας της θρησκευτικής τέχνης, τροφοδότησε όλη τη μεταβυζαντινή τέχνη της Θεσσαλίας. Οι μονές των Μετεώρων, του Αγίου Βησσαρίωνος, της Παναγίας της Κορώνας, της Παναγίας της Άνω Ξενίας, του Αγίου Βασιλείου της Ρεντίνας, της Πέτρας, της Παναγίας της Σπηλιάς, οι ναοί των Αγράφων, των Χασίων, των Αντιχασίων, του Τυρνάβου κ.ά. αγιογραφούνται από δόκιμους ζωγράφους όπως ο Θεοφάνης ο Κρητικός και ο Τζώρτζης ο Κωνσταντινουπολίτης.
Οι αδελφοί Μόσχος και Φράγκος Στραβοένογλου, κτήτορες της Μονής Ρεντίνας (1662). Τα Άγραφα, με το ειδικό καθεστώς αυτοδιοίκησης που τους παραχωρήθηκε από τις αρχές του 15ου αιώνα, γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι παραστάσεις κτητόρων αλλά και το πλήθος των αρχόντων στις κτητορικές επιγραφές σε περιοχές μάλιστα με ισχυρές οικογένειες, εντάσσει τις μορφές αυτές στη βυζαντινή παράδοση του 14ου και του 15ου αιώνα. Από τις έντεκα παραστάσεις κτητόρων, οι εννέα είναι λαϊκοί. Στη Μονή Κορώνας (1587) παριστάνεται ο κτήτωρ Ανδρέας Μπούνος με πολυτελή ενδυμασία, όπως και ο κτήτορας της γειτονικής μονής Πέτρας (1625) που πιθανόν ταυτίζεται με τον Παναγιώτη Κουσκουλά ή Μορφέση. Ο ίδιος σε μεγάλη ηλικία εμφανίζεται και στην επιγραφή της τοιχογράφησης (1646) του ναού της Ζωοδόχου Πηγής Μεσενικόλα. Το 1644 στη Μονή Βλασίου ζωγραφίστηκαν οι κτήτορες Γεώργιος Γραμματικός κι ο γιος του Κωνσταντίνος που ανήκαν στο «επίσημο γένος των Σλουτζιάριδων». Οι κτήτορες της Μονής Ρεντίνας (1662), τα αδέλφια Μόσχος και Φράγκος Στραβοένογλου, άρχοντες κι αυτοί, έχουν ενδυμασίες εξίσου πολυτελείς με εκείνες των κτητόρων της Μονής Βλασίου. Πιο απλά ντυμένοι είναι ο άρχοντας Θεοδόσιος Τζιοπέλης, κτήτωρ της Μονής Σπινάσας (1651), και ο ανώνυμος κτήτωρ του ναού του Χριστού στο Πετρίλιο (1662) που εικονίζεται με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους. Με τη γυναίκα του Αγόρω εμφανίζεται και ο Αποστόλης Μουσουράης στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Άγραφα. Στο παρεκκλήσι του Προδρόμου της Μονής Κορώνας (1739) ο κτήτωρ Αποστολάκης από τα Βραγγιανά φοράει κι αυτός μακρύ πανωφόρι με γούνινη επένδυση (τζουμπέ) και σκούφο. Η πιστή απόδοση των ενδυμασιών καθιστά τις παραστάσεις αυτές και ένα πολύτιμο ενδυματολογικό αρχείο.
Ιερά Μονή Βαρλαάμ, παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών. Ο Μυστικός Δείπνος (ζωγράφος Ιωάννης Ιερεύς εκ Σταγών, 1637). Στη σκιά της κρητικής σχολής και των Μετεώρων, όπου ο Θεοφάνης ο Κρης τοιχογράφησε την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά (1527) και ο Τζώρτζης την Ιερά Μονή Δουσίκου (1557), τα Τρίκαλα και οι Σταγοί (Καλαμπάκα) αναπτύχθηκαν σε σημαντικά καλλιτεχνικά κέντρα. Ο «Ιερεύς Ιωάννης εκ Σταγών» τοιχογράφησε με τους γιους του το παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών της Μονής Βαρλαάμ (1637). Ο Νικόλαος Καστρήνσιος ή Καστρίσιος, και αυτός από τους Σταγούς, τοιχογραφεί το παλαιό Καθολικό της Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων. «Εκ Σταγών» υπογράφει και ο Γεώργιος που εικονογραφεί τον μονόχωρο ναό των Αγίων Αποστόλων έξω από τη Σαρακίνα. Σε τμήμα τριπτύχου στη Μονή Μεταμορφώσεως Μετεώρων αναφέρεται το όνομα «Γεώργιος ιερεύς εκ Σταγών». Ο Δημήτριος «εκ Τρίκκης» ιστορεί το 1637 το εσωτερικό του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην επαρχία Τρικάλων και με το ίδιο όνομα υπογράφει ο ζωγράφος που το 1675 ιστορεί το παρεκκλήσι των Εισοδίων της Θεοτόκου της Μονής Αγίου Βησσαρίωνος.
Βίλα Κοντού στα Άνω Λεχώνια. Τα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας χάρη στην τοπική αυτοδιοίκηση που εξασφάλισαν, την εύφορη γη τους με τα τρεχούμενα νερά, την εύκολη θαλάσσια μεταφορά και τις επενδύσεις που έκαναν οι εξ Αιγύπτου Πηλιορείτες. Στις αρχές του 18ου χτίστηκαν ορισμένοι πύργοι, ενώ στο β΄ μισό του 18ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 19ου χρονολογούνται τα αρχοντικά του Πηλίου που ανήκουν στον τύπο του βορειοελλαδίτικου σπιτιού. Πρόκειται για τριώροφες κυρίως κατασκευές με έντονο φρουριακό χαρακτήρα, λιθόκτιστες εκτός από τμήματα του τελευταίου ορόφου που είναι κατασκευασμένα από ελαφρά υλικά (τσατμάς). Προεξέχοντας, τα τμήματα αυτά δημιουργούν τα γνωστά σαχνισιά. Στον τελευταίο όροφο υπήρχε ο «καλός οντάς». Ο πλούσιος ζωγραφικός, ξυλόγλυπτος και λιθανάγλυφος διάκοσμος καθιστά πολλά αρχοντικά έργα τέχνης. Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται ένας τύπος σπιτιού που συνδυάζει λαϊκά και αστικά νεοκλασικά στοιχεία, τοπικά γνωστός ως αιγυπτιώτικος ή αποικιακός, καθώς συνδέεται με τους εξ Αιγύπτου πλούσιους Πηλιορείτες. Η χρήση μικτών στοιχείων διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, οπότε καθιερώνεται ο νεοκλασικισμός. Μετά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το Πήλιο γίνεται ο χώρος όπου πλούσιοι αστοί χτίζουν τις βίλες τους. Οι πιο αξιόλογες από αυτές στολίζουν τους τοίχους και τις οροφές τους με πλούσια γύψινη ή ζωγραφική διακόσμηση με θέματα παρμένα από τη μυθολογία και την αρχαία ελληνική ιστορία. Τον πολεοδομικό σχεδιασμό των χωριών συμπληρώνουν οι κρήνες, λιθόκτιστες κατασκευές, απλές ή σκεπαστές. Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι κρήνες προδίδουν την επιρροή του νεοκλασικισμού.
Άποψη του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου. Ένα κομψό, νεοκλασικό κτήριο που κατασκευάστηκε με δωρεά του Α. Αθανασάκη στεγάζει από το 1909 το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου. Το έναυσμα της ίδρυσής του έδωσαν οι γραπτές επιτύμβιες στήλες της ελληνιστικής Δημητριάδας. Αυτές οι στήλες απέσπασαν τη μεγαλύτερη φροντίδα του Δ.Ρ. Θεοχάρη στην επανέκθεση του 1961, που τις τοποθέτησε πάνω σε ενιαίο βάθρο από μαύρο μάρμαρο στις αίθουσες 2 και 4 και κατά μήκος των τοίχων τους καλύπτοντάς τις με συνεχείς υαλοπίνακες. Σε προθήκες εκτέθηκαν στην αίθουσα 2 ευρήματα από διάφορες μυκηναϊκές θέσεις της Θεσσαλίας, κτερίσματα από πρωτογεωμετρικούς και γεωμετρικούς τάφους του Καπακλί και της Πασπαλιάς και αναθήματα από το ναό του Θαύλιου Δία στο Βελεστίνο και από το ιερό της Αθηνάς στη Φίλια Καρδίτσας. Εκτέθηκαν επίσης τα ωραιότερα δείγματα κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Επηρεασμένος από τη νέα άποψη για τα μουσεία που προέτασσε τον εκπαιδευτικό τους ρόλο έναντι του αισθητικού, στην επανέκθεση του 1975 ο Γ.Χ. Χουρμουζιάδης κατάργησε τις προθήκες δημιουργώντας αίσθηση αμεσότητας. Στη συνέχεια επέλεξε τα αντικείμενα της έκθεσης όχι βάσει της καλλιτεχνικής τους αξίας αλλά βάσει της σπουδαιότητας που είχαν στις κοινωνικές διαδικασίες. Τον νεολιθικό πολιτισμό ανέδειξε χρησιμοποιώντας φιλικά του υλικά, όπως τοιχάρια αργολιθοδομής, λινάτσα, πέτρα, καλάμι. Στις αίθουσες 5 και 6 οι τάφοι και τα ταφικά ευρήματα τέθηκαν στην υπηρεσία μιας ανασκόπησης της λατρείας των νεκρών. Το 1985, το επιστημονικό προσωπικό του Μουσείου αποφάσισε να οργανώνει στην αίθουσα 1 περιοδική έκθεση με ευρήματα από πρόσφατες ανασκαφές.
Αγγείο με εμπίεστες νυχιές της αρχαιότερης νεολιθικής φάσης. Η έρευνα της προϊστορίας στη Θεσσαλία στηρίχτηκε ως τώρα σε ανασκαφές σε υπαίθριους νεολιθικούς οικισμούς (μαγούλες). Πρώτος ο Δ. Θεοχάρης αναφέρθηκε στο σπήλαιο της Θεόπετρας λόγω των εργαλείων της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής που εντοπίστηκαν εκεί. Από ασβεστόλιθους της Ανώτερης Κρητιδικής περιόδου, η σπηλιά δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται ακόμη και πρόσφατα ως καταφύγιο ή στάνη. Η τυπολογία των λίθινων εργαλείων πιστοποιεί την κατοίκηση του σπηλαίου κατά τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή. Η τυπικά θεσσαλική κεραμική από την Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη Νεολιθική εποχή εμφανίζει δείγματα από τις τυπολογίες του Σέσκλου, Τσαγγλιού, Αράπη κ.ά., ενώ βρέθηκαν λίγα όστρακα των αρχών της Χαλκοκρατίας και λιγότερα ντόπιας μυκηναϊκής κεραμικής. Πέτρινος τοίχος και άλλες ενδείξεις για την ύπαρξη κτισμάτων περιμένουν την ερμηνεία τους. Τα νεολιθικά ευρήματα περιλαμβάνουν σφονδύλια, οστέινες βελόνες του ραψίματος, οστέινο κουταλάκι, κοσμήματα από κοχύλια, λίθινα εργαλεία, μυλόλιθους. Από το οστεολογικό υλικό διαπιστώνεται ότι οι κάτοικοι ήταν κυνηγοί ελαφιών, αγριόχοιρων κ.ά. ζώων που τα κουβαλούσαν ολόκληρα στη σπηλιά, όπου τα τεμάχιζαν και τα έψηναν στη φωτιά, πριν τα φάνε - ενδεχομένως με την παρέα σαρκοβόρων. Η ανασκαφή της Θεόπετρας προσφέρει για πρώτη φορά την απόδειξη συνεχούς κατοίκησης στο ίδιο σπήλαιο από την Παλαιολιθική ως το τέλος της Νεολιθικής εποχής. Πρόκειται για δύο εποχές που οι αρχαιολόγοι θεωρούν διαφορετικές καθώς καθεμιά τους είχε διαφορετικές περιβαλλοντολογικές συνθήκες.
Το μυκηναϊκό Νεκρομαντείο στο Παλαιόκαστρο Γορτυνίας. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Το λογότυπο της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Thessaly is one of the regions where research into the Neolithic Age in Greece started thanks to the pioneering projects carried out by Chr. Tsoundas, in the dawn of the century, and by A. Wace and M. Thompson later on. It is, also, in Thessaly that sites with Paleolithic tools were found ( on the banks of the river Peneios, close to Larissa) and were systematically researched for the first time in Greece due to the efforts of V. Milojcic and D. Theocharis, in the 1950s and 1960s .Intense research into the Neolithic Age in Thessaly has continued in the recent decades and has produced interesting results, some presented in this article. Due to the topographic work carried out in the last twenty years, about 100 new Prehistoric settlements have been located in the east Thessalian plain, thus raising their number to approximately 250 in this area. Furthermore, it has been established that the hilly circuit around the plain was densely inhabited in the Neolithic Age. The excavations at Souphli Magoula and Platia Magoula Zarkou brought to light the oldest known cremation burials in Greece, dating from the Early Neolithic period, in the first case.In the second case 300 m. north of the settlement an organized cremation cemetery dating from the beginning of the Late Neolithic period was found. Stratigraphic excavations in the aforementioned two settlements and in Makrychori 2, in combination with the conclusions of previous research, contributed to the elucidation of certain phases of the Neolithic Age, as well as to the ascertainment of the continuous evolution of Neolithic ceramics in Thessaly. The correct dating of the black burnished pottery of the so-called Larissa Culture in the beginning of the Late Neolithic period is of special importance, since this pottery frequently occurs elsewhere in the Balkans. Furthermore, of significant importance are the new data concerning the ideology and customs of Neolithic humans. In Platia Magoula Zarkou a clay house model with figurines was found, which had been placed under the floor of a Late Neolithic house as a foundation offering. Certain accidental surface finds, such as an "apotropaic mask" of the Middle Neolithic period, the figurine of a "thinker" and a group of two embracing figurines, combined with the aforementioned research results, lead to extremely interesting conclusions: Many kinds of artistic expression, as well as a variety of customs which appear in the historic era or in advanced prehistoric periods, are, in fact, deeply rooted in the Neolithic Age.
The prehistoric settlement is located close to the present village of Sesklo, fifteen kilometres to the SW of Volos. The settlement lies on the Kastraki hill, bounded by two streams and better known as the"Acropolis", and on the surrounding area. The first excavations were carried out on the "Acropolis" under Chr. Tsoundas (1901-1902). In 1956 D. Theocharis conducted a new excavation on the hill and after 1972 another dig in the adjacent area lasted until 1977. Sesklo was originally inhabited in the middle of the seventh millennium. The rare architectural remnants dating from this period are a few elliptic pits dug in the hard soil- Later, in the sixth millennium, houses with stone foundations are built on the "Acropolis" and the surrounding area. Almost all the architectural remnants visible today on the archaeological site belong to the Middle Neolithic period (fifth millennium), when the settlement shows an astonishing development. This period is identified with the "Civilization of Sesklo" and is characterized by the architectural layout of the settlement, the increase of painted ceramics - with a parallel improvement of firing -and also by an extensive use of stone tools. Around 4.400 BC the settlement is abandoned for more than 500 years, as a result of a natural disaster, fire or earthquake. In the Late Neolithic period Sesklo is partially reinhabited, strictly in the "Acropolis" area.
The settlement of the Late Neolithic period is located on a low hill to the NW outskirts of Dimini village, five kilometres to the SW of Volos. Excavations were mainly carried out in the beginning of our century under the archaeologists V. Stais and Chr. Tsoundas (1901-1903) and were continued later under Professor G. Chourmouziadis (1974-1977). Dimini is a large and well organized Neolithic settlement which has been researched quite extensively. The architectural remnants discovered so far show a thoroughly organized Neolithic community characterized by a unique feature, the enclosures. The settlement is enclosed by six stone built folds, the enclosures, constructed in pairs. The two first enclosures circumscribe the central courtyard; four radial, narrow corridors starting from this court divide the settlement into four sectors. The houses are arranged around the central court and between the pairs of enclosures. According to the excavational data, the first inhabitants settled on the hill in the early years of the fifth millennium. Two millenniums later the hill settlement was abandoned with the exception of the "megaron A" of the central court and a few houses to the south of the hill that continued to be inhabited. The graves on the hill and some houses on the NE hill slope date from the Middle Helladic period. Later, in the Late Helladic period, the most important Mycenaean settlement of the region develops down on the plain, eastward of the hill.
At the innermost part of Pagasiticos Bay, to the the west and to the south of the present town of Volos, three settlements developed with small differences in their time of foundation and abandonment. They show a parallel growth from the Late Neolithic to, approximately, the end of the Mycenaean period. These settlements are the so-called "Palia" -identified by D. Theocharis including Ancient lolkos, Dimini and Peukakia. From all three only the first has continuously been inhabited down to today. However, these three locations together represent a major Mycenaean centre. At Velestino, where ancient Pheres are located and in the area of the Bakali Magoula a prosperous Mycenaean settlement thrived. Also in the vicinity of Velestino the settlement called Petra is located on the shores of the drained Karla lake. The places called Aidiniotiki, Almyriotiki, Zerelia, Phylaki, Pteleosand Hagioi Theodoroi magulae are locations in the Almyros region that seem to had been inhabited from the Neolithic penod down to to Hellenistic years, at least some of them. As regards the Mycenaean finds in the North Sporades islands, a settlement on Skiathos (Kephala) and a tomb on Skopelos (Staphylos) have been so far located.
Until recently Thessaly has been considered as belonging to the periphery of the Mycenaean world, an approach based, mainly, on the scarcity of available information. This picture has been radically changed, since the conclusions of recent research speak for an area quite significant within the boundaries of the Mycenaean world. However, the data supplied lately by a number of excavations are not sufficient for the formation of a final theory as regards the Spercheios Valley during the Late Bronze and Early Iron Age. Nevertheless, they can support certain conclusions: 1. The Spercheios Valley, like Phocis and Thessaly, belongs to the sphere of the Mycenaean world. It seems that Homer as well as later ancient authors and poets, who relate Achilles with this area,give after all a reliable account of the presence of Mycenaeans in this region. 2. The up-to-date Mycenaean finds echo parallel artistic evolutions of their time as they were formulated in the southern Mycenaean centres and also exhibit influences from Thessaly. 3. Ceramics as well as the types of bronze jewels, dating from the Early Geometric period, show a close dependence on the art of Thessaly. 4. The burial practice is identical with that of Southern Greece.Family chamber-tombs were used exclusively for the burial of a family member. The Glypha tumulus with the cist graves is an exception to this rule a phenomenon, however, quite usual in Thessaly where the chamber-tombs are rather a rarity. 5. A variety of graves are used during the Early Geometric period.Old Mycenaean chamber tombs are reused (Bikiorema) or new are dug (Lamia).Large pithoi parallel to the ground with the dead in an embryo-like position (Syka, Hypati) or elsewhere cist and shaft graves (Stylis) prevail. It seems that the choice of a certain type of grave can be interpreted as a family or tribal tradition.
An extended cemetery consisting of tumuli and dating from the Archaic period has been located at Hagios Georgios. Quite a few ancient tombs, containing collective burials and rich offerings have been discovered, the result of a prolonged archaeological research in two tumuli. These tombs, rectangular inside and horse-shoe shaped outside, were constructed with slabs of limestone. Clay or bronze ash urns had been placed on the tomb pavements.These urns preserved the cremated bones of the dead and their funerary offerings, mainly bronze clasps and iron weapons (swords, spearheads, small and large knives and arrowheads). In two tombs of the same tumulus the iron parts of three chariots have been found. The chariots must have been used for the cremation and thus they were also cremated. The custom of cremation prevails in this cemetery. The corpses must have been cremated at a place nearby from where the incinerated bones were transferred in big urns.
Ancient Larissa, like the present town, occupied the north eastern part of the Thessalic plain close to the bank of Pineios River.Inhabitation of this location has been uninterrupted since the Neolithic period. The hill called "Phrourio" (= castle) used to be the ancient acropolis where the temple of the patron goddess Athena as well as the sanctuaries of various other deities stood. A limited number of architectural remnants, besides the two theaters, have been preserved from the ancient town of Larissa. Nevertheless, quite a few indications, as regards the probable location of public edifices, have resulted from archaeological research. The course of the ancient town walls is considered to be identical with that of the Turkish fortification. The "free" agora coincides with the central square of the present town. The temple of Kerdoos Hermes was probably located at the present square of Ethnarchis Makarios. A great number of the archaeological finds, which come from the excavations of the ancient town and its cemeteries are on display at the local Archaeological Museum of Larissa.
The ancient town of Pherae, one of the bigger and more important settlements of Thessaly, occupied such a suitable location as to become a transportation centre in antiquity. Its surrounding area was already inhabited in the Neolithic Age, while on the very site of ancient Pherae inhabitants had already settled at the beginning of the Early Bronze Age. The life of the settlement presents a remarkable continuity of three thousand years, its phases of prosperity coinciding with the Mycenaean era, during the years, that is, of Admetos, Alkestes and Eurnelos as well as with the years of the Pheraic tyranny in the fourth century BC. In the Roman period the town of Pherae was abandoned. During the years of Turkish occupation the settlement of Velestino revived here and prospers until today. The celebrated figure of the Greek Revolution, Regas Velestinlis or Pheraeos, comes from here. He was the first to be interested in the monuments of his native place and marked many of them on a topographic map of Pherae.This map was included in the "Χάρτα της Ελλάδος» (Map of Greece), which was drawn by him at the end of the eighteenth century. The systematic archaeological research in Pherae started in the early twentieth century by important archaeologists of their time (Tsoundas, Wace, Thompson, Arvanitopoulos, Bequignon) and is still being carried on quite intensively. The visible monuments of Pherae are only a few. To the SW of the town lie the two hills of the Acropolis. The "Magoula Bakali", which is the nucleus of the settlement,and the hill of St. Athanasios or of "Panaghia" on which the fourth century BC walls stand. The legendary spring, the so-called "Hypereia Krene", still exists in the middle of the ancient town, while the ruins of the "Thavlios Zeus" temple have been preserved to its NW side. The recent excavations reveal many aspects of the everyday life of the town, especially of the Hellenistic period. The agora area has been identified as well as the potters' quarters and parts of private dwellings. The most important cemeteries, to the SE and NW along with certain isolated tumuli of the Classical and Hellenistic period lie close to the roads leading to the other major Thessalic towns of antiquity.
The site occupied by the Hellenistic town Demetriada had already been inhabited from the Neolithic period (Peukakia peninsula and westwards of the Theater). In the Peukakia peninsula and to the south a thriving settlement of the Early, Middle and Late Bronze Age developed. It became an important commercial centre via which the Thessalic inland communicated with distant lands such as Thrace, Asia Minor, the Aegean Islands and Southern Greece. In the same area the town of Pagasses reached its prime in the classic period. Demetriada was founded in 293/2 BC by Demetrios Poliorcetes, who united adjacent small villages. The thus created town became a fortified military station of the Macedonian kings. The town, enclosed by a strong wall built according to the pseudo-isodomic system, was organized in two sectors, the Eastern and Western one. The so-called Anaktoron, built on a natural hill, and the Sacred Agora with the temple of Artemis lolia at its centre, prevail in the eastern sector.The town, part of the same sector, is laid out in building quarters according to the Hippodamian town-planning. The Theater and the Heroon in the western sector were built opposite to the Anaktoron. From the first century AD onward, Demetriada started diminishing. The pilasters of the Roman aqueduct, the two Early Christian basilicas and the houses with the mosaics date from this late, dull phase of the town. In the middle of the sixth century AD, Demetriada was abandoned and its inhabitants emigrated to the site of Kastro (Palia) of Volos. The newcomers named the site Demetriada which remained thus known throughout the Middle Ages.
The remains of ancient Pharsalus lie on the northern slope of a hill of the Narthakion mountain and occupy almost the same area as the modern town. Although the ancient circuit is preserved mainly on the southern part of the hillside, its total length is estimated as no more than 5 kms. During the Byzantine era the ancient acropolis was reused but the town itself was restricted considerably to a small area just below it. The acropolis was of equal importance in the post Byzantine period as repairs of the previous walls or construction of new ones bear witness to. A series of eleven small towers one close to the other protected the easily accesible southwestern flank of the city. Besides, seven other towers dispersed over several parts of the circuit are visible as well as four gates and two posterns. Two of the gates opened onto the acropolis walls. At least four succesive periods of construction of the ancient walls have been identified, as can be concluded by the study of the preserved parts of the walls and the results of archaeological excavations. First in the series is that part of the walls built to a manner akin to the dry and rubble system with large and irregular blocks . This method of building serves as evidence dating the walls back to to the 6th century BC. The greatest part of the circuit is consistently built as an isodomic trapezoidal with quarry or hammer face and dates well back into the first decades of the 4th century BC. The headers and stretches system dates to not long after, probably in the middle of the same century. The city flourished in the second half of the 4th century BC under the support offered by its alliance with the Macedonian kings.
Athamania on the mountainous land of Pindos ranges between Epirus, Thessaly and Aetolia. Acheloos River, the ancient Inachos, runs across this land forming steep and deep ravines. The communication between Epirus and Thessaly was made possible only by mountainous passages.A network of roads crossing the land made Athamania an important political, financial and military place in antiquity. Athamas was the eponymous hero of the Athamanes who are mentioned as an Epirotan tribe, while after the second century BC they are considered to be Thessalians. They appear on the Greek scene in the early fourth century BC. Athamania flourished in the late third and early fourth century BC when the land was ruled by king Amynandros. An inscription of around 165 BC. mentions "The Commons of Athamanes" an institution further certified by another, later inscription of around 80 BC. Archaeological data of the historic period have been located in various sites of the area. Titus Livius mentions four towns of Athamania, Theudoria or Theodoria, Tetraphylia, Heracleia and Argithea, the latter being the capital of the region. Argithea is located by various travellers close to the omonymous village (Knisovo). At the site "Ellinika" of Argithea, where the ruins of an ancient town have been preserved, a part of the town cemetery has been excavated. The cist-shaped graves are made of limestone slabs. Many tombs contain various offerings such as pottery, weapons, jewelry, coins and other suitable objects. The inhabitants of Athamania were mainly cattle-breeders since the climate and landscape of their region favoured this occupation. To overcome the steep formation of their land they had to create small soil embankments for cultivation. Their towns were not fortified since nature provided them with the best possible protection. Athamanes, a competent society, even issued their own coin bearing the inscription ΑΘΑΜΑΝΩΝ and the representation of Athena or Dione, their patron goddesses.
Thessaly, birthplace and cradle of Greek civilization, extended during the Early Christian, Byzantine and Post-Byzantine period over quite a remarkable area. Its boundaries were to the east the line starting from the mouth of Peneios River and reaching Thermopyles. To the south, Locrida, Phocida, Dorida and Aetolia. To the west, Athamania, Acarnania and Amphilochia, and to the north, the Macedonian districts of Elimea and Pieria. Already by the first century AD, inhabitants of Thessaly had become Christians, while until the fourth century AD only a few urban centres had developed, such as Larissa, Hypati, Demetrias and Phiotides Thebes. The latter, from the years of Constantine the Great on, grew and became an important Christian centre. This shows in the significant archaeological finds and by research and study of the bishops' lists (Notita Dignitatum) . The large geographic expanse along with the fertility of the land of Thessaly attracted the "interest" - realized in invasions-of a great number of barbaric races and tribes (Visigoths, Huns, Slavs, Bulgarians, Serbs) and nonbarbaric ones (Franks, Catalans). Turkish hordes liberated Thessaly from the Serbs only to rule over it for almost five centuries (early fifteenth -late nineteenth century).
The monuments being gradually brought to light through excavations bear witness to the importance of Thessaly during the first Christian centuries and its prominent role in the evolution of culture in general. The Christian faith found in Thessaly a most fertile soil and a considerable segment of its population had become Christians already in the first centuries of the Christian era. However, the question of who was the first herald of the new faith still remains a matter of dispute.Possibly it was Herodion, one of the seventy apostles or St. Andrew or even Onesimos, a follower of St. Paul, who is specifically mentioned in St. Paul's Epistle to Philemon. We lack precise information on Church administration. From the years of Constantine the Great until the first half of the eighth century the province of Thessaly had been subject to eastern Illyricum, under the jurisdictum of the Pope, and especially to the administration of Macedonia that was excercised by the Metropolitan of Salonica, a vicar to the Pope. A considerable number of Early Christian monuments, mainly basilicae, as well as secular monuments, public and private have been preserved within the geographical circuit of present day Thessaly. The most important of them are listed below in counties: A. County of Trikala: Early Christian basilica at the site Prophetes Elias; basilica (?) in the castle of Trikala; Early Christian basilica (church of the Dormition of the Virgin); Early Christian basilica at the side of the the national road that connects Larissa with Trikala. B. County of Karditsa: Basilica at the site Chamamia. C. County of Larissa: Early Christian basilica in the castle of Larissa; Early Christian basilica, unidentified as yet; Early Christian cemetery on the east of the Larissa castle; secular building; cistern; basilica of Elassona; Early Christian basilica of Pyrgeto. D. County of Magnesia: Seventeen monuments in Nea Anchialos; two in ancient Demetriada; basilica at Achilleio; a considerable number of Early Christian ruins and remnants in the town of Volos and on the islands of Skiathos, Skopelos and Alonnessos.
Although examples of Byzantine monumental painting appear in Thessaly quite early, the wall-painted Byzantine monuments of this region have not been systematically studied. The church of Panagia at Vathyremma preserves samples of tenth century art, while close to Hagioi Anargyroi Monastery a cave-asceterio displays fragments of twelfth century painting. Wall-paintings, dating from the same period, have also been preserved elsewhere in Thessaly. Various other murals, which can be assigned to the so-called Macedonian School of painting, as well as to the "archaic" style,date back to the thirteenth and fourteenth century. Sixteenth century painting in Thessaly, a mainstay in the history of the religious art, is represented in a series of important monuments, such as the Monasteries of Meteora or that of Hagios Bessarion. These wall-paintings, along with those of the seventeenth and eighteenth century, compose a precise record of the expansion of post-Byzantine art in Thessaly. Some of the forementioned monasteries have been decorated by celebrated painters of their time, such as Theophanes the Cretan or Tzortzis the Constantinopolitan. These works of art prove in addition that the so called "Cretan School" of painting developed and evolved considerably in Thessaly.
The region of Agrapha was prosperous during the years of the Turkish occupation since already from the early fifteenth century its rulers had granted it with a special status of self-administration. In the following century and especially after the Treaty of Tamasion (1525), the communities of Agrapha were administered by a council seated at Neochori. Certain portraits of donors in churches bear reliable witness to the civilization which had developed in the region of Agrapha they also supply us with information on the society of their time. These representations of eleven, altogether, donors date from the sixteenth (one portrait), seventeenth (eight) and eighteenth century (two portraits). They show the artist or artists' effort to precisely render the age and costumes of the represented persons (hair, beard, ornaments), but not individual features. However, the representation of such a number of donors clearly shows the economic welfare of the region as well as the high religious feeling of the enslaved Greeks during the years of Turkish occupation.
The Cretan School of painting is represented in the county of Trikala by a remarkable series of wall-painted monuments such as those to be seen at the monasteries of Meteora. Two famous hagiographers, the celebrated Theophanes the Cretan and Tzortzis have decorated and signed their work there, Theophanes in the Hagios Nicolaos Anapausas Monastery (1527) and Tzortzis in the Doutsikou Monastery (1557). Two important artistic centres Trikala and Stagoi, the present Kalambaka, rise from the painting tradition of these two monasteries and flourish. Therefore,distinguished painters from these parts of Greece create works in which the typical elements of the Cretan School are more than apparent. However, only very few of these hagiographers mention the place of their origin in the dedicatory inscriptions. This omission has not been explained as yet with a sound argument.
Twenty four villages, known from the itineraries of Greek and foreign travellers, were created and developed on Mount Pelion during the years of the Turkish occupation. Many of them still preserve sufficiently their original features, therefore they number among the most important traditional settlements of Greece. Their old, impressive manors date from the second half of the eighteenth and mainly from the early nineteenth century. These are two and three-storied edifices, built with stone, besides certain parts of the upper storey that display a lighter construction (tsatmas). This construction by its gradual projection in all directions creates the typical elements known as sachnisia (= oriels), which are pierced by windows and skylights. A great number of these manors are richly decorated with wall-paintings, wood and stone carvings of such a quality and craftmanship that makes them unique art works of their kind. A new type of house exhibiting a combination of neoclassical and traditional architectural elements appears in the middle of the nineteenth century and remains in use until the liberation of Thessaly, in 1881 - Such houses belong to rich Greeks from Egypt, who returned and settled down on Mount Pelion during these years. From 1881, when Thessaly once again became part of Greece, neoclassical architecture is established as the official building style and so remains until the first quarter of the twentieth century.
The mode of exhibition of the ancient objects in the Museum of Volos is dictated by both an aesthetic and by their educational evaluation. The re-exhibition in rooms 2 and 4 (D. Theocharis) has followed the beaten path.Objects were chosen on the basis of their aesthetic value and have been displayed as the most representative examples of a certain phase of civilization. In contrast to this approach the re-exhibition in rooms 3, 5 and 6 (G. Chourmouziadis) realizes the notion that the museum must be a museum of the History of Civilization; therefore, the visitor, regardless of his educational background, is informed of the cultural physiognomy of various historic unities. Finally, the temporary exhibition in room 1, organized by the scientific staff of the Museum of Volos, served the need that recently discovered archaeological material be publicly displayed. It is stressed that a museum is, above all, a place of creative cooperation between scientists, restorers, workmen, etc., whose objective it is to obtain new information through systematic research.
Theopetra Cave can be found on the NE side of the big rock that lies at the right hand of the road which leads from Trikala to Kalambaka. The cave was inhabited for the first time in the Middle Paleolithic period and was used continually until the end of Neolithic period. From the neolithic phase there is beautiful pottery, typically thessalian, as well as flint implements and bone tools, other clay objects and a wall made of stone. From the paleolithic phase, upper and middle, there are also flint implements and bone tools which characterize the period. Animal species that are represented in the bone material are sheep and goat, cow, pig, deer, dog, badger, hare and tortoise. There are also some human bones. C14 analysis has given a date about 38.000 B.P., but this is not from the deepest levels of the cave.
Αριστογείτων, γύρω στα 477-476 π.Χ., ρωμαϊκό αντίγραφο (Μουσείο Νεαπόλεως). Οι αρχαϊκές κόρες των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. ντυμένες με τον πέπλο παραχωρούν στα μέσα του αιώνα τη θέση τους στις κόρες που φορούν ιωνικό χιτώνα με πολλαπλές πτυχώσεις. Στο τέλος της περιόδου, στην «κόρη με τα αμυγδαλωτά μάτια» αποδίδεται εσωτερικός κόσμος. Στην κλασική εποχή (480-336 π.Χ.), στην πρώιμη περίοδο της γλυπτικής (αυστηρός ρυθμός: 480-450 π.Χ.), τα σώματα αποκτούν αυστηρή αρμονία κινήσεων και μια ηρεμία που τα απομακρύνει από το ρεαλισμό. Στη συνέχεια, το πάνω μέρος του σώματος στρέφεται και ο καλλιτέχνης πετυχαίνει τέλεια ισορροπία. Γνωστά παραδείγματα του διασκελιζόμενου τύπου είναι το σύνταγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και του Ποσειδώνα (ή Δία) από το Αρτεμίσιο. Είναι επίσης η εποχή που αποδίδεται σημασία στην έκφραση και στα συναισθήματα, πράγμα που εξηγεί γιατί αυτή την περίοδο αρχίζει και η κατασκευή πορτρέτων.
Odysseus, landing naked on the island of the Phaeacians (Corfu), tells us how the function of clothing is to protect the body by covering it. The clothing bestowed on Odysseus either by goddesses or mortal women makes him the object of female desire. Cloaks and mantles become dominant features in the sculptures of antiquity. Around 720 BC it became common practice for men to be portrayed naked while women were usually shown dressed. Nudity, both in life and in art was part of the homoerotic culture of the time and closely connected with the gymnasiums and symposiums and spread during the 7th or 8th century BC because of the Olympic Games.
The nude and the dressed, as antithetical and at the same time supplementary practices, compose one of the many pairs of counterpoint categories which condition and signify the human thought and behavior, therefore the culture in its evolutionary perspective. In the framework of the Aegean civilizations of the 2nd millennium BC, especially in the Minoan but also in the Cycladic and Mycenean civilizations of the Late Bronze Age, the dialogue between nude and dressed, in practical as well as in symbolic level, is exclusively known to us through the various manifestations of art. Particularly interesting is the study of the religious expressions of the subject, on which we are mainly focused in this article. Issues primarily discussed are the complete nudity of humans as well as the meaning of the first dressing of boys -in the framework of the rites de passage — , the rare complete nudity of the deities and also the symbolic stressing of the penis and the female breasts through dressing choices. Reference is also made to the attire of the priesthood and the sacred clothes of deities; the dedication of the latter seems to function as the ritual nucleus of important feasts, many of which will also survive in the historic years.
The female attire of Crete is one of the most characteristic creations of the Minoan civilization. The study of the iconographic data leads to the identification of the stages of development the attire went through from the Pre-palatial to the Neo-palatial period. During the Old Palace period the basic components of the attire skirt, vest, girdle and hat-are combined in various ways, thus forming distinct ensembles. However, the most typical item of the female attire in this era is the hat, which appears in seven different types. The study for grouping the articles of clothing, according to the evidence the clay idols from the peak-sanctuaries offer, leads to the identification of local dress particularities and to the distinction between central and regional sanctuaries on the basis of the prevailing dressing combinations. A competition develops among women of various social groups that aims to the improvement of their social status in the under creation palatial system. The focal point of a woman's appearance during the Neo-palatial period is shifted from the hat to the skirt, while the most radical change is undoubtedly the laying bare of the breasts. This phenomenon can be interpreted through the women's necessity to upgrade their role in the fully developed palatial system. In this case the bare breasts function as symbols of fertility in its metaphysical dimension. In addition, it has been established that the luxurious garments of the Neo-palatial era are worn by women of the elite, who, according to the existing evidence, are dressed in them for important ceremonial events.
The movements of Odysseus in the epic poem, rhapsodies 5, 6, 7 and 19, are observed and analyzed on the basis of certain fundamental psychoanalytic concepts. According to the author of the article, what is sought in the development of Odyssey is the description of the psychic process, necessary for the evolution of a man's psyche. The basic characters of the poem are regarded not as individuals but as personifications of the various psychic junctures which must be experienced by a man for the formation of his identity. Odysseus' course can be considered a route from a basically Narcissistic to an Oedipodean position. Prerequisite of this course is the existence, at the beginning, of a second person, that of the mother, and later of a third one. that of the father. Calypso, Nausica, Arete, Penelope are considered as the females -or the multiple personality of only one woman- who function first as a screen on which Odysseus' psychological contents and needs are projected, and later as the intermediate and facilitating grades for his further advancement. The garment is considered as a symbol of the female desire in the particular phases that are described.
The numerous controversial comments and the information about books referring to the unknown "Homeric glosses» offer irrefutable evidence that the Greeks of the historic period were ignorant of the meaning of many Homeric words. Therefore, one has to search again for the lost orig¬inal meaning of the words as they appear in their context and at the same time to fall back on the very items and practices described in the epos. Following up the course of the textile decoration, through the description in the epos, and its impact on vase-painting and sculpture is doubly elucidating: on the one hand it reveals the transformation of the decorative motifs in their transition from vases to textiles and vice versa; and on the other it casts light on the lost meaning of some relevant Homeric terms. For instance, the Homeric adjectives «τερμιόεις», «δινωτός» and «σιγαλόεις» can probably be interpreted through the techniques of textile decoration as they have affected the embellishment of solid objects. Thus, the term «τερμιόεις" seems to signify whatever has a neatly done selvage, «δινωτός» applies to whatever is decorated with the meander motif, while «σιγαλόεις» means the fully-embroidered or dotted.
For the collective intellectuality of ancient Greece nudity represents the characteristic feature of the image of athlete, as it has been illustrated through the perfection and harmony of the bodies which have been praised by the poets and modeled in bronze and marble by the sculptors. Nevertheless, the issue of the athletic nude presents a certain complexity.However, the ancient sources, from the Homeric epos onwards, testify to the use of a kind of protective device for the genitals, a sort of girdle, as it is pictured on Attic black-figured vases. Thucidides (1.6.5) supplies valuable information on this subject, attributing the introduction of nudity in the games to the environment of Sparta, and especially to Orsippos, a runner from Megara. The absolute nudity in the games is a habit that prevails later and coexists with the general culture of the Gymnasium, in which nudity is considered as ideal and becomes a habitus to the youths, thus contributing to the creation of the image of the καλός καγαθός (= comely and virtuous) citizen.
Apart from the odd moment of naturist bliss, most of us, most of the time, wear clothes. Yet we rarely pause to consider the social conventions and cultural values that influence us -and that we later silently advertise -as we go about the daily business of choosing appropriate things to wear. In late fifth-century democratic Athens this intersection of clothing and ideology was frequently explored by artists, orators and playwriters. In the public rhetoric of ancient Athens, late fifth-century styles of dress reproduced a complex scheme of cultural categories and the relations between them, providing a unique repertoire of symbols, through which democratic society represented itself to itself. This article focuses on the converse aspect of the ideological significance of clothing in late fifth-century Athens, initially glimpsed through the comic filter of Aristophanes: the use of dress by those critical of the values of democratic society to articulate profoundly anti-democratic sentiments. It examines the evidence for the existence of the so-called Laconizers -young aristocrats who signaled their discontent with Athenian democracy by copying the austerity of Spartan dress codes- in Athens during the late fifth century. Contrary to the conventional view which would have such individuals as a characteristic feature of the fifth-century political landscape, close reading of Aristophanes in fact reveals a rich diversity of subversive clothing practices hitherto obscured by the deceptively simple rubric of «Laconism», i.e. the accusation of harbouring political sympathies with Sparta. Most striking of all is the appropriation of exotic foreign styles of dress by an aristocratic minority, eager to re-articulate the status of the aristocrat. Close examination of this trend, as it is reflected in Athenian art, seeks to highlight just how effective a political tool clothing could be during the last decades of the fifth century.
The article focuses on the different types of footwear worn by ancient Greeks. The ancient Greek names of sandals, shoes, boots and slippers are given with relevant citations from passages of ancient writers. The names of footwear are considered according to five small groups, devoted to those known from the early archaic ripe and late archaic, the classical, the Hellenistic and the Roman period, respectively. Then, visual evidence on ancient sandals, shoes and boots is considered and representations in vase-painting, reliefs and statues are examined. Furthermore, the influence of the general artistic trends throughout antiquity -especially that of the Near-East styles on the changing types of Greek footwear, and sandals in particular - is considered, while the most reliable conclusion on the correspondence between the ancient names and the important types known from visual evidence is presented. Finally, an attempt is made to justify the habit of dressing of certain figures of the Greek myths or of the everyday life - depicted in visual arts- with specific types of footwear.
In studying thoroughly the way the ancient Greeks perceived masculine nudity, one has to take under consideration the fact that the civilization of the Classical period was a man-centered culture. The representation of the nude male body was considered to be a symbol of masculinity and pride, directly connected with aesthetic and moral values. On the one hand, these values consisted of the ideal proportions in the representation of the muscular system in sculpture, while they referred to the overall apearance in vase painting. These figurative ideals that have been revived in our modern world through the German romanticism have created a model for the mature male body or the body of the kouros, the male youth. The praised plastic properties of the marble can perfectly convey the plasticity of the mascular system. On the other hand, nudity as a value greatly affected the ideal of perseverance, the virtue of the hoplite and as a result the cultural physiognomy of the adult, the mature citizen.
Several prehistoric settlements have been located on the rough and harbourless northeastern coast of Imvros island, four of which are presented in this article. They lay on low hills, next to the junction of streams and the sea. The scheme of organization and the form of fortification of these settlements, as well as the large number of scatered surface sherds and flintstone tools have led to a dual conclusion: first, these settlements have been inhabited since the end of the Neolithic period; and second, their prime coincides with the Early Bronze Age, an era characterized by movements of population and activities relevant to the very early phase of shipping and bronze trading. The Imvros settlements belong to the broader group of important centres of the northeastern Aegean, which continue to surprise us at their extention, quality of organization and the high cultural standards of their finds.
The Mycenaean chamber tombs, these important technical achievements, the oldest monumental burial constructions in Europe, are more numerous in Messenia than in any other region in Greece, even more numerous than in Argolis, where Mycenae, the center of the most important and powerful Mycenaean state, are situated. Located in the domain of the Mycenaean kingdom of mythical Nestor, these wondrous burial structures, dating from the mid-sixteenth to the twelfth century BC, urgently demand to be restored, protected and elevated in order to become accessible to whomever is interested in them, scholar or visitor. The Direction of Reconstruction of Ancient Monuments of the Greek Ministry of Culture, in collaboration with the Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities responsible for the area, have worked out a project for the restoration and elevation of the chamber tombs of Messenia, which has been submitted to be financed from the Third Community Support Framework.
Το «Χρυσοπράσινο φύλλο» του Μ. Θεοδωράκη πρωτακούστηκε το 1965 στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γ. Σκαλενάκη (στίχοι: Λ. Μαλένης). Τόπος σύνθεσης και σημείο σύγκρουσης ανατολικού και δυτικού κόσμου, η Κύπρος, μετά τον πλήρη της εξελληνισμό στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ., αναδεικνύεται στην ελληνική Μεγαλόνησο που συμμερίζεται μεγάλο μέρος από τις τύχες του μητροπολιτικού χώρου. Ασσύριοι, Λουζινιανοί και Βενετοί, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Οθωμανοί πάτησαν το νησί. Κερδίζοντας την ανεξαρτησία του από τους Βρετανούς με ένοπλο αγώνα, η μισή του έκταση έμελλε το 1974 να υποδουλωθεί και πάλι στους Τούρκους. Ο κυπριακός ελληνισμός στρέφεται στις βαθιές του ρίζες και στη στενότερη επαφή με την όμαιμη μητροπολιτική Ελλάδα στον αγώνα του για μια Κύπρο ενιαία, ακέραιη και ανεξάρτητη.
Το κάστρο της Πάφου. Το σύμβολο της πόλης είναι ένας φράγκικος πύργος μέσα σε περίβλημα της ενετικής περιόδου.
Χοιροκοιτία, ακεραμική περίοδος (5800-5250 π.Χ.). Χαρακτηριστικός τρόπος ταφής.
Μπρούτζινο βαρίδιο σε σχήμα κεφαλής Αφρικανού. Η κοινωνικοοικονομική ζωή του νησιού κατά την Υστεροκυπριακή περίοδο αναπτύχθηκε γύρω από το χαλκό. Αναπόφευκτες και ανεξέλεγκτες, οι επαφές με άλλους λαούς έκαναν τους Κύπριους αμυντικούς και κλειστούς γεγονός που, σε συνδυασμό με τη γεωμορφολογία του εδάφους, επέβαλε την ευρεία ανάπτυξη των διοικητικών κέντρων κατά περιοχές. Ο Άγιος Δημήτριος, οικισμός της ΥΚΙΙγ που σημείωσε αλματώδη ακμή μεταξύ του 1325 και του 1225 π.Χ., ήταν κοντά σε μεταλλεία εξόρυξης χαλκού. Παρά την ύπαρξη των μεταλλείων, εργαστήρια τήξης χαλκού σαν αυτά της Έγκωμης ή της Τούμπας του Σκούρου δεν βρέθηκαν, κατασκευάζονταν όμως ορειχάλκινα βαρίδια. Στον Άγιο Δημήτριο αποκαλύφθηκε κτίριο με μεγάλους πελεκητούς λίθους (άσλαρ), που θεωρήθηκε το διοικητικό κέντρο, και ήρθε στο φως ασύλητος αρχοντικός τάφος, από τους πλουσιότερους της Κύπρου. Εμπορικές σχέσεις μαρτυρούν τα κτερίσματα από χρυσό ή ελεφαντόδοντο. Οι σφραγίδες με κυπρομινωική γραφή που βρέθηκαν υποδηλώνουν καταγραφή στοιχείων ιδιοκτησίας και εμπορίου. Πόλεις όπως η Έγκωμη, η Μόρφου, η Αγία Ειρήνη, το Κίτιον ή κέντρα σαν το Μαρώνι και τη Χαλά Σουλτάν Τεκέ όφειλαν την άνθησή τους στην ύπαρξη χαλκού που εμπορεύονταν χάρη στην εγγύτητά τους προς τη θάλασσα. Στη θέση Χαλά Σουλτάν Τεκέ, ενδεικτικές για την πυκνή και παρατεταμένη χρήση του λιμανιού είναι οι πολλές άγκυρες που είχαν ενταχθεί ως οικοδομικό υλικό σε τοίχους ιερών αλλά και κοινών χώρων. Στο πλαίσιο της λατρείας της γονιμότητας, τα γυναικεία πτηνόμορφα ειδώλια των κουροτρόφων και ο ταύρος συμβόλιζαν το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο. Οι ανασκαφές στην Έγκωμη και το Κίτιο δείχνουν ότι η κατά κάποιον τρόπο θεοποίηση του χαλκού καθιστούσε τους ιερείς την ανώτατη αρχή.
Πήλινο αγαλματίδιο θεάς, πιθανόν του 11ου αι. π.Χ. Αδιαμφισβήτητη η κρητική επίδραση. Λάρνακα, Μουσείο Πιερίδη. Για τον αποικισμό της Κύπρου από τους Αχαιούς, οι πολλές εκδοχές που παραδίδονται ελέγχονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στο νησί. Γύρω στο 1225-1200 π.Χ. σημειώνεται μια μετακίνηση πληθυσμού από τον ελληνικό χώρο προς την Κύπρο, άλλοτε πυκνή άλλοτε αραιή, που κρατάει ως τις αρχές του 11ου αιώνα. Λέγεται ότι την πόλη της Πάφου έκτισε ο βασιλιάς της Τεγέας Αγαπήνωρ. Οικιστές της πόλης των Σόλων είναι ο Ακάμας και ο Φάληρος και της πόλης των Χύτρων ο Χύτρος. Ο Δημοφώντας παραδίδεται ως κτίστης της Αίπειας. Η Λάπηθος και η Κερύνεια είχαν οικιστές τον Πράξανδρο και τον Κηφέα. Το Ιδάλιο, όπου λατρευόταν και ο Απόλλων «Άμυκλος», είχε οικιστή τον Χαλκάνορα. Την πόλη Γόλγους έκτισαν οι Σικυώνιοι και το Κούριο οι Αργείοι. Της Σαλαμίνας οικιστής είναι ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα του Σαρωνικού. Ο Τεύκρος επιβάλλεται στην προελληνική πόλη της Έγκωμης (1225-1200 π.Χ.) και δρομολογεί τον εξελληνισμό της. Γύρω στα 1100 π.Χ. νέο κύμα Ελλήνων εγκαθίσταται στην πόλη που εξελληνίζεται πλήρως. Σύντομα η πόλη θα μετακινηθεί 2 χλμ. ανατολικότερα με το όνομα «Σαλαμίνα». Στη Γεωμετρική εποχή (αρχές 11ου αιώνα-750 π.Χ.) η Κύπρος είναι πια σχεδόν εντελώς εξελληνισμένη. Οι εμπορικές ανταλλαγές είναι πυκνές. Από τις αρχές του 11ου αιώνα επικρατεί ο μυκηναϊκός θαλαμωτός τάφος με μακρύ κατηφορικό «δρόμο». Στο β΄μισό του 8ου αιώνα π.Χ., με την εντατικοποίηση των σχέσεων Κύπρου – Αιγαίου, η Κύπρος αποκτά ελληνική συνείδηση. Αυτό μαρτυρεί η αναβίωση νεκρικών εθίμων από την Ιλιάδα σε τάφους της Σαλαμίνας και της Πάφου.
Αμφορίσκος από την Αμαθούντα με προτομή της Μεγάλης Θεάς, εμπνευσμένη από την Αιγυπτία Αθώρ. Λάρνακα, Μουσείο Πιερίδη. Πρόκειται για την περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα στη γεωμετρική και την κλασική, από τα μέσα του 8ου ως τον 5ο αιώνα π.Χ. Στη διάρκειά της, η ήδη πλουραλιστική τοπική παράδοση εμπλουτίζεται με ρεύματα από όλες τις γειτονικές χώρες. Από την πρώτη χιλιετία οι Φοίνικες διαμεσολαβούν στις σχέσεις της Κύπρου με την Ανατολή. Οι βασιλείς του νησιού διατέλεσαν φόρου υποτελείς στους Ασσύριους, τους Αιγύπτιους και τους Πέρσες. Το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της κυπροαρχαϊκής τέχνης είναι η υπεραφθονία του «θρησκευτικού υλικού» κάθε μορφής. Αναρίθμητα είναι επίσης τα αστικά και τα αγροτικά ιερά. Τεμένη απαντούν κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Φαίνεται πως για τελετουργικούς λόγους έσπαζαν τα αγάλματα και τα ειδώλια πριν τα ρίξουν στους αποθέτες. Καλύτερα διατηρημένο είναι το υλικό που βρέθηκε μέσα στα ιερά όπως αυτό της Αγίας Ειρήνης, όπου αγάλματα και ειδώλια ήταν διατεταγμένα γύρω από αυγόσχημη πέτρα. Άλλο παράδειγμα λιθολατρείας είναι ο βαίτυλος της Αφροδίτης στα Κούκλια της Πάφου. Στη θρησκευτική εικονογραφία επικρατούν ο Μεγάλος Θεός, η Μεγάλη Θεά και ένας νεαρός θεός που ενσαρκώνει συχνά τη βλάστηση. Έχοντας σύμβολο το περιστέρι, το λιοντάρι, τη σφίγγα ή το φίδι, η Μεγάλη Θεά που αργότερα θα γίνει η Αφροδίτη, είναι η ίδια θεά με την Ιστάρ, την Αστάρτ, την Κυβέλη, την Ίσιδα και την Άθω, κ.ά. Με τη Μεγάλη Θεά ζευγαρώνει ο Μεγάλος Θεός που έχει ουράνια φύση και χαρακτηριστικά του Δία, του Απόλλωνα αλλά και του Βάαλ, του Άμωνα, του Χατάτ, του Ενλίλ και του Τεσούπ. Συχνά έχει τη μορφή του «Ηρακλή-Μιλκάρτ». Εμβληματικά του ζώα είναι κυρίως ο ταύρος και ο κριός, ζώα ιερά που, πριν από την επικράτηση των ανθρωπόμορφων παραστάσεων, μπορεί να επέτρεπαν την εκδήλωση της επιφάνειας του θεού. Σε αυτό θεωρείται ότι χρησίμευαν τα πολλά ειδώλια ταύρων που βρέθηκαν στο ιερό της Αγίας Ειρήνης. Ο Μεγάλος Θεός μπορεί να παρασταθεί ως κριοκέφαλος όπως ο Άμων ή σαν άνθρωπος με κέρατα κριού όπως ο Ζευς Άμων. Το κυπροαρχαϊκό πάνθεο και την εικονογραφία χαρακτηρίζει ο έντονος συγκρητισμός ανάμεσα σε αυτόχθονες θεότητες και τις αντίστοιχες ελληνικές, φοινικικές και αιγυπτιακές. Έτσι, στα νομίσματα της Λαπήθου φαίνεται ότι η φοινικική Ανάτ είναι ομόλογη της Αθηνάς και στα φοινικικά νομίσματα του Κιτίου, ο Μεγάλος Θεός Μιλκάρτ, σύντροφος της Αστάρτης, δανείζεται την όψη του Ηρακλή. Το συμβατικό διπλό όνομα του «Ηρακλή – Μιλκάρτ» επινοήθηκε για τις διφορούμενες παραστάσεις που ταυτίζονται με τον Μιλκάρτ όταν βρίσκονται σε φοινικικά ιερά ή με τον Μεγάλο Κύπριο Θεό αν βρεθούν στα ιερά των Γόλγων και του Βουνιού.
Ασημένιο νόμισμα της Πάφου με το κεφάλι της Αφροδίτης στη μία όψη και περιστέρι στην άλλη (4ος αι. π.Χ.). Ανάμεσα στο 545 και το 525 π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς υποτάσσονται στους Πέρσες χωρίς όμως να χάσουν την κυριαρχία τους. Απόδειξη, η κοπή νομισμάτων. Νομίσματα ανεπίγραφα ή με μόνο δυο τρεις συλλαβές είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτιστούν ενώ τα επικεκομμένα νομίσματα βοηθούν σημαντικά στη χρονολόγηση. Ο βασιλιάς της Σαλαμίνας Ευέλθων (560-525/20 π.Χ.) είναι από τους πρώτους που έκοψαν νομίσματα. Γνωρίζουμε ότι νομίσματα κόπηκαν και στην Πάφο και στο Ιδάλιο. Στο Κίτιο τα ονόματα των βασιλιάδων είναι φοινικικά και γραμμένα με φοινικικούς χαρακτήρες, ενώ στη Λάπηθο η επιγραφή είναι μεν στα φοινικικά αλλά τα ονόματα είναι φοινικικά ή ελληνικά. Στο Μάριο, ελληνικά ίσως και φοινικικά ονόματα γράφονται στο κυπριακό συλλαβάριο – αν και ενδέχεται η πίσω όψη να φέρει επιγραφή στα φοινικικά. Στην Αμαθούντα τον 4ο αιώνα π.Χ. ο ροδιακός σταθμητικός κανόνας αντικαθιστά τον περσικό. Αν οι τύποι των νομισμάτων τον 4ο αιώνα δεν άλλαξαν στην Αμαθούντα και το Κίτιο, σε πολλά κυπριακά νομισματοκοπεία είχε διεισδύσει η ελληνική τέχνη. Στη Σαλαμίνα κόβονται νομίσματα με το κεφάλι του Ηρακλή κι αργότερα μόνο με ελληνικές θεότητες. Οι επιγραφές τους είναι στα κυπριακά και τα ελληνικά. Φανερή ελληνική επίδραση προδίδουν τα νομίσματα του Μαρίου με θεούς και μυθικές σκηνές, με επιγραφές δίγλωσσες. Παρόμοια, η Λάπηθος απεικονίζει Αθηνά και Ηρακλή, όπως και η Πάφος που επιπλέον εμφανίζει και την Αφροδίτη, τον Απόλλωνα και τον Δία. Το 332 π.Χ. οι Κύπριοι βασιλείς δηλώνουν υποταγή στον Αλέξανδρο που κόβει τα δικά του νομίσματα. Η ανεξάρτητη κυπριακή νομισματοκοπία με τους δικούς της τύπους εκλείπει μαζί με τους βασιλείς, το 310 π.Χ.
Δύο ρωμαϊκά νομίσματα με αναπαράσταση του ναού της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο. Πρόκειται για τη διαχρονική Κύπρια θεά που η λατρεία της ήταν επίσημη αλλά και λαϊκή. Πηγές και ανασκαφές συνδυάζονται στο ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, κέντρο του βασιλείου της Πάφου. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού είναι δάνειο από τους Φοίνικες, κτισμένος όπως ο φοινικικός ναός στα Κύθηρα. Αναδυόμενη λίγο νοτιότερα από την πόλη, η Αφροδίτη πήρε το όνομα Παφία. Στη λατρεία της θεάς σημαντικός ήταν ο ρόλος της δυναστείας των Κινυράδων στην Παλαίπαφο που, μοναδικοί βασιλείς και μοναδικοί ιερείς της Αφροδίτης, διατήρησαν τη λατρεία της θεάς όπως την παρέλαβαν από τη Φοινίκη. Παρά την εξάπλωση του χριστιανισμού, επίθετα της Παναγίας όπως «Αφροδίτισσα» ή «Χρυσοπολίτισσα» παρατείνουν τη λατρεία της θεάς. Στην Αφροδίτη «κουροτρόφο» παραπέμπει και η επίκληση της Παναγίας «Γαλαταριώτισσα». Από το ναό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο προέρχεται η κωνική πέτρα που αναπαριστά τη θεά και απεικονίζεται σε ρωμαϊκά νομίσματα. Τα αναθήματα που βρέθηκαν επαληθεύουν τις αρχαίες πηγές: η Αφροδίτη λατρευόταν σε όλο το νησί και είχε τους ναούς και τα ιερά της σε λόφους κοντά στη θάλασσα. Οι πηγές δεν αναφέρουν το Κίτιον όπου βρέθηκε επιβλητικός φοινικικός λαός της Αφροδίτης – Αστάρτης. Από τις άγκυρες που βρέθηκαν εκεί, αφιερώματα ναυτικών, συνάγεται ότι η θεά λατρευόταν και ως προστάτιδά τους.
Ψηφιδωτό με το Θησέα και το Μινώταυρο από την Έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο (3ος αι. μ.Χ.). Τα ψηφιδωτά της Κύπρου εκτείνονται από τα πρώτα ελληνιστικά χρόνια ως τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα μ.Χ. Ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ιδίωμα αναπτύχθηκε στο νησί με σαφείς επιρροές από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου και τον κόσμο της Αντιόχειας. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκει παράσταση της Σκύλλας φτιαγμένη από βότσαλα περίπου το 300 π.Χ. στη Νέα Πάφο. Άτεχνο ψηφιδωτό από μεγάλα βότσαλα που εικονίζει υδρία και δελφίνι είναι του 2ου αιώνα π.Χ. Το αρχαιότερο ψηφιδωτό από πραγματικές ψηφίδες (1ος αι. π.Χ.–1ος αι. μ.Χ.) διακοσμούσε το κυκλικό δάπεδο Βαλανείου στο Κίτιον. Από τα τέλη του 2ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. όμως, αρχίζει μια σειρά ψηφιδωτών με μυθολογικές παραστάσεις που θα συνεχιστεί αδιάκοπη ως τον 6ο αιώνα. Η πιο θαυμαστή σειρά διακοσμεί την πρωτεύουσα, τη Νέα Πάφο. Στην Οικία του Ορφέα (τέλη 2ου–αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.), ψηφιδωτό με τον μυθικό ήρωα φέρει επιγραφή με το όνομα του ιδιοκτήτη. Στην ίδια περίοδο χρονολογούνται τα ψηφιδωτά της Οικίας του Διονύσου. Η ποικιλία των μυθολογικών τους παραστάσεων εντυπωσιάζει: Νάρκισσος, Τέσσερις Εποχές, Θρίαμβος του Διονύσου, Φαίδρα και Ιππόλυτος, Πίραμος και Θίσβη, Ποσειδών και Αμυμώνη, Απόλλων και Δάφνη, Αρπαγή του Γανυμήδη και η μεγάλη παράσταση με τον Ικάριο, τον Διόνυσο και την Ακμή και τους πρώτους που ήπιαν κρασί. Στην Έπαυλη του Θησέα βρίσκονται τρία ψηφιδωτά, ο Θησέας και ο Μινώταυρος (3ος αιώνας), ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη (4ος αιώνας) και η Γέννηση του Αχιλλέα (5ος αιώνας). Από τα εντοίχια ψηφιδωτά στα Λουτρά του Γυμνασίου της Σαλαμίνας ξεχωρίζουν οι παραστάσεις με το μύθο του Ύλα και των Νυμφών και με την προσωποποίηση του Ευρώτα από μεγαλύτερη σύνθεση με το μύθο της Λήδας και του Κύκνου. Καλύτερα διατηρημένη αυτή η απεικόνιση βρίσκεται στην Παλαίπαφο (Κούκλια) σε δάπεδο οικίας του 3ου αιώνα μ.Χ. Μονομαχίες απεικονίζονται στην έπαυλη των Μονομάχων στο Κούριο. Τον 4ο αιώνα, πλάι σε νεόδμητες παλαιοχριστιανικές βασιλικές με αυστηρό ψηφιδωτό διάκοσμο, τα ψηφιδωτά στα κοσμικά κτίρια αποκτούν νέο δυναμισμό. Στην Οικία του Αχιλλέα στο Κούριο απεικονίζονται η Αρπαγή του Γανυμήδη και ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη. Στην Οικία του Αιώνα στη Νέα Πάφο (α’ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ.) βρέθηκε το θαυμάσιο δάπεδο του τρικλίνιου με πέντε παραστάσεις σε ενιαία σύνθεση. Δύο είναι αφιερωμένες στον Διόνυσο, μία στη Λήδα και τον Κύκνο και άλλη στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Η πολυπρόσωπη κεντρική παράσταση είναι αφιερωμένη στην «Κρίση των Νηρηίδων». Τα ψηφιδωτά της «Έπαυλης» και των Λουτρών του Ευστολίου στο Κούριο (α΄μισό 5ου αιώνα μ.Χ.) προτιμούν αίφνης τα γεωμετρικά κοσμήματα αντί για τις παραστάσεις. Στη διάρκεια του 5ου αιώνα η παγανιστική τέχνη εμφανίζει μια εντελώς νέα τεχνοτροπία. Στις συνθέσεις ο ρεαλισμός υποχωρεί, η προοπτική περιφρονείται και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι υπερβολικά υπογραμμισμένα. Εμφανής στο έμβλημα με την Τουαλέτα της Αφροδίτης από το λουτρό κατοικίας στην Άλασσα, η νέα τεχνοτροπία είναι πασιφανέστατη στη Γέννηση του Αχιλλέα από την Έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο. Παρά το ρωμαϊκό τους θεματολόγιο, η τεχνοτροπία τους εντάσσει τα δύο αυτά ψηφιδωτά στον κόσμο της βυζαντινής τέχνης.
Άγιος Γεώργιος Θεσσαλονίκης (Ροτόντα). Φωτογραμμετρική αποτύπωση. Τομή. Οι δύο τρόποι αποτύπωσης μνημείων ή συνόλων διακρίνονται βάσει της μορφής προς αποτύπωση, το σκοπό της αποτύπωσης και τον διατιθέμενο εξοπλισμό. Προκύπτουν έτσι δύο μέθοδοι: η αναλογική και η αναλυτική. Η αναλογική μέθοδος στηρίζεται στη χρήση απείρων σημείων και μπορεί να μας δώσει τα αποτελέσματα της αποτύπωσης χωρίς τη μεσολάβηση άλλης διεργασίας. Σε αυτές τις απαιτήσεις ανταποκρίνεται κυρίως η Φωτογραμμετρία. Η αναλυτική μέθοδος στηρίζεται στον προσδιορισμό πεπερασμένου αριθμού σημείων, που ενώνονται για να δώσουν τη μορφή του αντικειμένου. Εδώ λύσεις μπορούν να προσφέρουν οι επιστήμες της γεωδαισίας, της τοπογραφίας, της χαρτογραφίας και της φωτογραμμετρίας. Παρουσιάζονται η τοπομετρική μέθοδος, οι τοπογραφικές μέθοδοι, η μέθοδος πολικών συντεταγμένων, η μέθοδος εμπροσθοτομιών (τομών) και οι φωτογραμμετρικές μέθοδοι. Η ακρίβεια των αποτυπώσεων εξασφαλίζεται με τη χρήση των τοπογραφικών και φωτογραμμετρικών μεθόδων. Η παραστατικότερη αποτύπωση στην επίπεδη επιφάνεια του χαρτιού μιας πολύπλοκης επιφάνειας επιτυγχάνεται διά του προσδιορισμού ισοϋψών γραμμών. Σημαντική είναι η συμβολή της χαρτογραφίας. Στις αποτυπώσεις τα δίκτυα ελέγχου είναι μεγάλης ακρίβειας, συνίστανται από πολυγωνικές οδεύσεις, υπολογίζονται και συνορθώνονται με χρήση της Μεθόδου Ελαχίστων Τετραγώνων. Σε αποτυπώσεις μεγάλης έκτασης εγκαθίσταται τριγωνομετρικό δίκτυο, όπως έγινε στην Κνωσσό. Στη μελέτη της παθολογίας των μνημείων, πρέπει να προσδιοριστούν οι παραμορφώσεις της κατασκευής, ώστε να προσδιοριστεί το μέγεθος μιας υπάρχουσας παραμόρφωσης ενός αρχιτεκτονικού στοιχείου και να καταστεί δυνατή η διαχρονική παρακολούθηση της κίνησης μιας κατασκευής. Ολοκληρώνοντας, ο συγγραφέας χαράζει τις προδιαγραφές ενός Φωτογραμμετρικού Αρχείου Μνημείων στη χώρα μας.
Ο De Chirico εγγυάται το γνήσιο της υπογραφής του με συμβολαιογραφική πράξη στο πίσω μέρος του καμβά. Η παραγωγή αντιγράφων εμφανίζεται πρώτη φορά στους ελληνιστικούς χρόνους και κορυφώνεται κατά τους ρωμαϊκούς. Ο ψυχολογικός παράγων, η ανάγκη δεσμών με τις μορφές του παρελθόντος, και ο κοινωνικός παράγων, η προβολή διαμέσου του έργου τέχνης, είναι οι κυριότεροι λόγοι που θα συντηρήσουν αυτό το φαινόμενο για αιώνες. Η υπογραφή του δημιουργού θεωρείται το δακτυλικό του αποτύπωμα, σφραγίδα γνησιότητας του έργου. Σε περιπτώσεις όμως που οι καλλιτέχνες τύχαινε να απαρνηθούν παλαιότερα έργα τους, οι φιλότεχνοι αγοραστές απαιτούσαν πρόσθετες πιστοποιήσεις, ακόμη και συμβολαιογραφικές πράξεις. Όμως οι ενδείξεις που επιβεβαίωναν τη γνησιότητα ενός έργου έχουν πάψει να ισχύουν: η υπογραφή, τα κρακελαρίσματα, η παλαιότητα του τελάρου, η λινάτσα κι ο καμβάς, η πατίνα του χρόνου, στις μέρες μας όλα μπορεί να είναι απατηλά. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απάτη, ενορχηστρώνεται η βοήθεια του τεχνοκριτικού, του ειδικού συντηρητή, του φυσικοχημικού, του φωτογράφου, ενεργοποιείται η ιστορία και υιοθετείται η σύγχρονη τεχνολογία. Ο καλλιτέχνης εντάσσεται στην εποχή του και στα κινήματά της, το ζωγραφικό υλικό που χρησιμοποιεί είναι χρονολογήσιμο, ελέγχεται ο γραφικός του χαρακτήρας και τα όποια πιστοποιητικά γνησιότητας, αναζητείται η ιστορία του έργου και οι τυχόν δημοσιεύσεις του, κ.ά. Το έργο εξετάζεται στερεοσκοπικά, υφίσταται μακρο- και μικρο-φωτογράφιση, ολογραφία ή φωτογραφία με λέιζερ, μικροανάλυση με δέσμη ηλεκτρονίων, ακτινοβολίες, κ.ά.
Χαλκογραφία: J.D. Le Roy, Les ruines des plus beaux monuments de la Grèce, Paris 1770, β’ έκδ. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Στο άρθρο διαγράφονται οι χρήσεις της απεικόνισης των μνημείων και οι ρόλοι που αυτή ανέλαβε να διαδραματίσει στη συνείδηση των Ευρωπαίων. Στις αλεπάλληλες περιηγητικές εκδόσεις, όχι μόνο η αντιγραφή των χαρακτικών εικόνων αλλά και η πρωτότυπη απεικόνιση μαρτυρεί ένα βαθμό αυθαιρεσίας που καθορίζεται από το γούστο της εποχής. Τις παλαιότερες εικόνες σημαδεύει το στοιχείο του φανταστικού, καθώς η ενασχόληση με τα μνημεία της αρχαιότητας αντλούσε από τη σφαίρα του θρύλου. Ο Κολοσσός της Ρόδου εξαίρεται μέσα από μια αντι-ρεαλιστική κλίμακα που απηχεί μια μεσαιωνική αντίληψη. Εκτός κλίμακας είναι και η απεικόνιση ναών και ιερών του Αιγαίου με ερεθίσματα από την αναγεννησιακή και την μπαρόκ αρχιτεκτονική. Κάποιες εικόνες γεννιούνται από σύγχυση, όπως φαίνεται στη γαλλική μετάφραση του φλαμανδού περιηγητή Jean Struys, όπου η Δήλος επιγράφεται ως «Το νησί των Δελφών». Η μεσαιωνική πόλη όπου δημιουργούνται τα χαρακτικά, μεταφυτεύει στις παραστάσεις των μακρινών τόπων της Ανατολής μια γοτθικίζουσα αρχιτεκτονική με έμφαση στην καθετότητα, που χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο οικοδόμημα «Jovis Templum», το ναό του Δία, στη φανταστική άποψη των Τεμπών του Ab. Ortelius. Στην άποψη της Αθήνας από το βιβλίο του Sebastian Münster η μεσαιωνική γλώσσα συντάσσεται με στοιχεία αναγεννησιακά. Στα μέσα του 18ου αιώνα τα φώτα στρέφονται στην αρχαιότητα. Ζωγράφοι και αρχιτέκτονες καταφθάνουν στην Αθήνα. Στον αιώνα του Διαφωτισμού, η εικόνα οφείλει να είναι προϊόν μεθοδικής και σχολαστικής παρατήρησης. Οι αποτυπώσεις αρχαίων ελληνικών κτισμάτων από τους Stuart και Revett ξεχωρίζουν. Ωστόσο, η αρχαιολατρεία παραποιεί εξίσου την πραγματικότητα: ο Richard Dalton απεικονίζει τον Παρθενώνα χωρίς το τζαμί στο εσωτερικό του. Το αρχαίο υδραγωγείο της Μυτιλήνης προσεγγίζεται από τον κόμη Choiseul-Gouffier με υποκειμενικότητα και ρομαντική νοσταλγία όπως προδίδει η νηφαλιότητα που χαρακτηρίζει το ίδιο θέμα από τον Ιρλανδό Richard Pococke. Αν και καρπός επιτόπιας παρατήρησης, τα έργα του γάλλου αρχιτέκτονα Le Roy αφήνουν ευρύ πεδίο στη φαντασία και παραπέμπουν στην «ποίηση των ερειπίων». Η απόδοση της φθοράς συνεπιφέρει συγκινησιακή φόρτιση και μελαγχολία. Ρομαντικό προανάκρουσμα είναι και η εμφύτευση ερειπίων μέσα στη φύση που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Στις αρχές του 19ου αιώνα το ρεύμα των περιηγητών γίνεται πιο έντονο. Ασφαλώς συνέβαλαν οι εκδόσεις της Εταιρείας των Dilettanti, χωρίς να υποτιμάται το κίνητρο της αρχαιοκαπηλείας που παραμένει ισχυρό. Το κίνημα του Ρομαντισμού, το ρεύμα του Φιλελληνισμού δίνουν στην Ελλάδα νέα αίγλη. Οι Άγγλοι κυρίως παραχωρούν στα έργα τους την πρωτοκαθεδρία στη φύση. Η νύχτα ή η καταιγίδα επιστρατεύονται για να φορτίσουν την παράσταση με δραματικό τόνο. Αν και οι εικόνες είναι παραπειστικές για τον αρχαιολόγο-ερευνητή, παραμένουν πολύτιμες ως προς το ότι συνιστούν δείκτες αισθητικών, ιστορικών και ιδεολογικών μηνυμάτων της Ευρώπης.
Αμαθούντα: Αεροφωτογραφία του αρχαίου λιμανιού. Η παράθεση είναι ενδεικτική. Για το πλήρες κείμενο της στήλης, δείτε το συνημμένο αρχείο pdf.
Cyprus is both a meeting point and a point of confrontation between the East and the West. After becoming fully Greek, at the beginning of the 11th century BC, Cyprus is marked out as a large Greek island sharing much of the fortunes of its metropolis, that of mainland Greece. Assyrians, Lusignans, Venetians, Persians, Egyptians and Ottomans all set foot on the island. Having won its independence from the British through armed struggle, half of Cyprus’s territory was doomed to fall once again to the Turks in 1974. Greek Cypriots look towards metropolitan Greece and the common heritage they both share, in their struggle for a united, independent and undivided Cyprus.
The history of Cyprus is divided into five periods. The first begins in the Neolithic IA period (7500-5250 BC) and ends in 330AD. The Byzantine period follows (330-1191AD) and ends with Guy de Lusignan settling on the island. The Frankish period under the Lusignans extends from 1192 to 1571 AD when Cyprus becomes part of the Ottoman Empire. The Turkish period ends in 1878 when the Ottomans hand the island over to the British. Events that took place between 1878 and 1978 are included by the author in the British period.
Over a period of three thousand years, covered by the present article, the Neolithic tombs in Cyprus do not present radical changes and are dug, in general, either under the floors of the houses or outside them but always within the limits of the settlement. The dead who are, in great majority, intact are laid on the left or right side and with very few exceptions on the back or on the abdomen. There is no fixed orientation of the body or face. Legs and arms are contracted in various degrees of contraction. Primary, single burials are the general rule and the few exceptions concern mainly the later phases. Characteristic is the custom of placing one or more heavy stones on the head or the body regardless of the sex of the dead, which in combination with tied and distorted bodies leads to the existence of a belief in a kind of life after death interlaced with strong necrophobia. Funeral offerings are mainly stone vases intentionally broken, some silex arms and tools, jewellery and sea shells. As we advance in time, in the Neolithic II period, the offerings consist exclusively of pottery and obsidian flakes. We notice that death in Neolithic Cyprus is a manifestation of everyday life, and is faced in a simple way. In our opinion the boulders are to prevent the dead from getting out of their grave. On the other hand, everyday objects seem to have been "sacrificed" as funeral offerings, the difficulty in their manufacture making them more necessary to the living than to the dead. The Neolithic inhabitants of Cyprus believed that the mobile property of somebody belongs to him even after his death and, if conceded as funeral offerings, it prevents the dead from coming back and claiming it. In that way the miasma is prevented from contaminating the inhabitants of the village. Funeral rites are homegenous and follow the main ritual prevailing in this field in Neolithic Greece and Anatolia.
The attempt to describe the administrative phenomenon (devices / techniques) in Late Bronze Age Cyprus is best made through a socio-economic approach to the subject and taking always into account the religious and political circumstances of the period. Using as an example the Haghios Demetrios LCIIc settlement, the economy of which was principally based on copper, we can see the spread of its influence and importance in the southern area of the island. While the absence of copper continued to affect the development of other settlements, e.g. the Hala Sultan Tekke, other factors, such as proximity to the sea, became important. Consequently, the economy where an administrative system was established, depended on various external and internal factors, which were responsible for the flourishing or decline of a site. Furthermore, observation of the excavation material enables us to make some suggestions regarding political and other phenomena, which during this crucial and decisive period of Cypriot history contributed to the formation of the island's commercial and cultural relationship with its neighbours, including Mycenaean Greece and Crete.
Legends that the cities of Cyprus were founded by Greek heroes of the Trojan war are regarded as reflecting true events that occured c. 1220 BC. The fact, however, remains that many "cities" in Cyprus owe their foundation to Mycenaean immigrants and lack such foundation legends. Archaeology supports the view that towards the end of the thirteenth century BC we have a movement of people, and not simply trade relations, from Mycenaean Greece to Cyprus. This movement lasted with minor or major waves of arrivals, until the beginning of the eleventh century BC. The permanent arrival of the Achaean-Greeks to Cyprus is attested to by metallurgy, glyptics, art, language, funerary rites, religion etc. In the ensuing Geometric period the relations between Cyprus and the Aegean world never cease save probably during a short period around 1.000 BC, although this does not seem to apply to the case of Crete. At the beginning and during the final phase of this period the relations are intense with the interchange of pottery and other artefacts. During the second half of the eighth century BC we observe that funerary rites narrated in the Iliad isare revived an unmistakable sign that those practicing them had a deeply rooted Greek conscience.
The political situation during the Cypro-archaic period (2nd half of the eighth to the 1st half of the fifth century BC) is characterized by instability due to frequent foreign intervention and domination of Cyprus. Despite this, a certain prosperity together with a deep religious feeling can be observed associated with a rich and superabundant artistic creativity dependent particularly on the religious world and its manifestations, as well as on other different needs and occupations of everyday life. The attachment to the divine can be seen in the countless sanctuaries and affluent artistic creation. Artistic products were used as cult objects, as offerings to the sanctuaries and in the tombs and as amulets in every day life. The Cypriot pantheon is characterized more by the pluralistic and polyvalent peculiarities and functions assumed by the main deities and their polymorphism than by its complicated formation. Deities are multi-functional, corresponding fully to the needs of the believers, but they also emanate from the nature and personality of each divinity. One of the main figures of the pantheon is the celestial god (Great God) , an incarnation of atmospheric phenomena and activities taking place in heaven that are mainly related to the acquatic element (clouds and rain) and to the light (sun and thunderbolt). This god has principally been identified with Zeus, Baal. Milkart, Amon, Apollon and Reshef. He forms a couple with the other principal deity, the telluric mother-goddess (Great Goddess), who represents fertility, conceived under its female aspect, and is none other than the Cypriot Aphrodite, equivalent to Astarte. This divine couple forms a triad with the divinity incarnating the annual cycle of vegetation, mainly identified as a young god of the kind of Adonis, who is not unrelated to the infant held by the Great Goddess when represented as a Kourotrophos. It seems that it is during the Archaic period that these deities emerged from a stage of latent aniconism and/or zoomorphism, which is more evident in the previous older strata of the Cypriot religion; they thus acquired an anthropomorphic aspect inspired most frequently by the island's geographical surroundings (Egypt, Palestine, Phoenicia, Syria, Anatolia and the Hellenic world). This influx of foreign divine iconography is made through the identifications and syncretisms of local deities with the equivalent foreign ones.The latter enriched the Cypro-archaic pantheon and its iconography with their presence.
Autonomous Cypriot coins have been struck since the end of the Vl th century when the island was under Persian rule However, this do not prevent nine or ten city-states from striking their own coinage. We do not know if all the cities struck coins because it is not easy to identify the mints. The short, worn and obliterated inscriptions in the Cypriot syllabary in Phoenician and later in the Greek alphabet are sometimes quite enigmatic. In the fifth century only the mints of Lapethos and Marion are clearly identified by their inscriptions. Philological texts, coin types and the find place of coins can also provide information on the mints. The precise chronology of the fifth century Cypriot coins is another problem. Hoards found outside Cyprus which contain not only Cypriot but also better known Greek coins provide a date ante quern for the Cypriot coins, as do the dated foreign coins overstruck by Cypriot ones. Coins from one Cypriot mint overstruck by coins from another Cypriot mint attest their relative chronology. The coin types of the principal mints of the fifth century are discussed, followed by those of the fourth century, when new types appear in several mints that are more influenced by Greek style and subjects. in some mints during the fourth century the Persian metric standard is no longer used but the Rhodian one takes it places. Gold and later bronze coins are struck during the fourth century in addition to silver ones and for some inscriptions the Greek alphabet is used together with the Cypriot syllabary or instead of it. The autonomous coinage is interrupted during the life time of Alexander the Great and came to an end when the Cypriot kingships were abolished by Ptolemy I in 312-310. Thereafter the coins struck in Cyprus no longer keep their own types but those of their foreign rulers. Only the mint symbol distinguishes them from those struck in other mints of the Empire.
The goddess Aphrodite originates from the anthropomorphic concept, common in all matriarchic societies of the Middle East. Indications of the goddesses cult can be already found in the period when the difference between god and daemon was vague and the limits between man and animal were flexible enough. It sprung from the perception of the impact the natural elements had on man and his life and they were assigned with supernatural powers. Later, the goddess was conceived in human form and with her own attributes, indicative of the sectors of her influence. Her zoomorphic characteristics are present in clay figurines representing the goddess, of the second millennium BC, from Syria and Cyprus. The image of the goddess Aphrodite is closely related to that of the Magna Mater, the primary deity in the religion of agricultural tribes and is interpeted as the incarnation of the religious concept and imagination of societies ruled by matriarchy.
The discoveries made during the last 25 years at Kourion and Salamis, but above all Paphos, have made Cyprus one of the most important centres for the study of ancient mosaics. The examples are numerous and cover a period of about 1000 years, from c. 300 BC to the mid-seventh century AD. During the Roman period one can safely assume that local workshops created a very large number of mosaics, all of which bear a distinct Cypriot trait. However, as is natural, the mosaics of Cyprus were influenced by the art of the surrounding areas, all of which themselves held a strong tradition in the art of mosaic. The closest links are clearly with the East Mediterranean coast, Antioch in particular, an area with which Cyprus was related politically and later on religiously. The earliest mosaic that has so far come to light represents the mythical monster Scylla. It is made of pebbles and has been dated back to the late fourth / early third century BC. It was discovered at Nea Paphos, a city that had just been founded and that under the Ptolemies grew very rapidly in importance. By the second cent. BC Paphos had become the capital of the island and preserved this privilege under the Romans until the fourth cent. AD. It appears that during the period from the late second to the mid-third cent. AD, Paphos (and Cyprus as a whole) enjoyed one of the most prosperous and enlightened periods of its history. This is reflected in a rich series of buildings decorated with mosaics that have been found there. The earliest of these, the House of Orpheus embellished with a representation of Orpheus and the Beasts. has an inscription unique to Cyprus that gives us a Latin name which must belong to the owner of the house. More well-known is the House of Dionysos with the richest array of mythological representantions known on the island, amongst which there is a fine "Rape of Ganymed". The nearby Villa of Theseus, the residence of the Roman Proconsul, preserves a large number of mosaics of different periods, amongst which the scene of Theseus and the Minotaur made in the late third, and carefully restored in the fourth century AD. Also several other important mosaics from other parts of the island date from the third century like the rare wall mosaics from Salamis, -Leda and the Swan- from Kouklia, and the unique mosaics with representations of gladiatorial combats from Kourion. In the early fourth century, and in spite of the official recognition of Christianity, pagan art reaches its peak, a phenomenon best reflected in the recently discovered mosaics from the House of Aion at Paphos. Here, in a floor divided into five panels with different representations we have a realistic parade of mythological characters and personifications rendered in a style and technique of the highest quality. Some of the figures represented are very rare or even unknown in ancient art and it is only the fact that their names are written above them that makes their identification possible. During the next century Christian art gained more and more ground and unavoidably influenced the decoration of some pagan buildings, as is shown by the bust of «Ktisis» from the Complex of Eustolios at Kourion. Pagan art, however, had already began to decline both in repertoire and technique. The last examples of this art on the island are illustrated by the "Toilet of Venus" from Alassa, and the "Birth of Achilles" from the Villa of Theseus at Paphos, both dating from the fifth century.
The survey of archaeological sites, monuments, traditional edifices, historic centres and settlements, is a prerequisite for every archaeological, historical and architectural study as well as for any project on their protection, preservation and promotion. The survey process in all aforementioned cases requires the application of scientific methods of exceptional precision and the employment of modern technology in the relevant sector. However, the survey procedure varies as regards the thematic presentation and precision and depends on the object and purpose of the survey. Therefore, we distinguish: a. The analogical method which is based on the use of infinite points and can achieve excellent surveying results, without the support of any other procedure. b. The analytical method which is based on the definition of a limited number of points which, if united, produce the form of the object. Protogrammetry meets the demands of the first method, while the science of geodesy, topography, chartography and photogrammetry serve the needs of the second. In this article the topographical and photogrammetric methods are mainly analysed. The thorough study of monuments also demands the definition of their structural distortions, so that their pathology can be studied and necessary treatments be proposed. The relevant measuring aims at a. Defining the extent of the actual distortion. b. The observation and documentation of a building through time. The application of topographical and photogrammetric methods gives in both cases satisfactory results; the second case demanding high standards of precision. Furthermore, the contribution of networks for observation of micro-deplacement of constructions as well as the analytical photogrammetric methods is very important. The photogrammetric archives, which include measurements and photogrammetric exposures are, undoubtedly, the best organized archives of monuments. They offer full documentation of the monuments through time and guarantee their exact recording in case of any future destruction, which may be caused by a variety of reasons.
The authenticity of a work of art is a big and serious issue. The problem has already been known since the Hellenistic Age and constantly appears in the Roman period, the Renaisance and more often in our time. The reasons which create this phenomenon are purely social and financial. From the theoretic point of view a work of art can be both authentic and disputable. Authenticity can be proven through a research process, which can protect us from being misled and consists of the following: 1. Knowledge of the style and technique of the painting. 2. Research on the history of the painting: provenance, date of execution, previous owners, etc. 3. Sketching of the artist's portrait through the painting: his world, visions, artistic physiognomy. 4. Application of scientific methods: radiations and chemical analyses for the determination of the painting materials and the detection of the possible obscure parts of the painting. The investigation for the authenticity of a painting demands the cooperation of a variety of specialists who must all share love of art.
The treatment of ancient Greek subjects in engravings of travelling editions — from the earlier representations to the nineneenth century — is sketched out in this article through characteristic examples. Furthermore, the Europeans' point of view and approach towards the "antique" is searched as it appears in the illustrations of these editions. In earlier works the element of the imagination plays an important role and participates in the creation of pictures, which aim to impress the reader-viewer, while at the same time visual stimulations from European art and architecture contribute to the final formation of the work. In the seventeenth century the first efforts for the representation of realistic elements and data are made — products of in situ observations — and progressively increase. However, even in the advanced eighteenth century, in spite of a tendency for a reliable documentation, certain arbitrary representations of antiquities appear. They are natural products of the early romantic movement of archaeolatry, which seals the period, but also repercussions of the contemporary tendency for painting antique ruins. Even in the nineteenth century, the romantic visions inevitably lead to representations, which ignore reality or seem to deny the immediate, tangible presence of a depicted monument, since they intentionally pursue to exalt the ancient edifice or to create an artificial, more or less illusionistic,"atmosphere".
Εξορκισμός που αποδίδεται στον μάγο Πιβήχι και έχει περισωθεί σε πάπυρο του 4ου αι. μ.Χ. Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη. Για την ύστερη ελληνική δαιμονολογία αντλούμε πολλά από έναν μικρό πλατωνίζοντα διάλογο, τον Τιμόθεον ή περί δαιμόνων, γραμμένο από χριστιανό συγγραφέα πριν από το τέλος του 13ου αιώνα. Οι δύο ομιλητές είναι ο Τιμόθεος, ιερέας στην Κωνσταντινούπολη, και ο Θραξ, που έχει επιστρέψει στην πόλη αυτή, αφού πέρασε κάποιο διάστημα με σατανιστές και λάτρεις των δαιμόνων. Μεγάλο μέρος από τις γνώσεις του, λέει ο Θραξ, προέρχονται από κάποιον Μάρκο από τη Μεσοποταμία. Ο Μάρκος μίλησε στον Θράκα για έξι κατηγορίες δαιμόνων, τους οποίους απαρίθμησε με τη σειρά του χώρου διαμονής τους, από τους ουράνιους τόπους έως κάτω, στο κέντρο της γης. Η ανώτερη κατηγορία δαιμόνων κατοικεί το διάπυρον, η δεύτερη το αέριον, η τρίτη το χθόνιον, η τέταρτη το υδραίόν τε και ενάλιον, η Πέμπτη το υποχθόνιον και η έκτη το μισοφαές και δυσαίσθητον. Οι έξι κατηγορίες δαιμόνων του «Μάρκου» βρίσκουν αντιστοιχίες στον εξορκισμό του «Εφραίμ» και στους μαγικούς παπύρους, κυρίως σε προσευχές και εξορκισμούς με εβραϊκές ή χριστιανικές προεκτάσεις. Αυτό ωστόσο που υποδηλώνει μια κοινή παράδοση είναι η σπάνια λέξη μισοφαές, επίθετο γνωστό από τη φράση μισοφαής κόσμος, την οποία παραθέτει ο Πρόκλος από τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς. Δεδομένου ότι το έργο του Εμπεδοκλή ήταν στη διάθεση εκείνου που συνέθεσε τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, ο συγγραφέας αναρωτιέται κατά πόσον οι έξι κατηγορίες δαιμόνων δεν θα μπορούσαν να κατάγονται από τις διδασκαλίες του ξεχωριστού προσωκρατικού φιλοσόφου;
Φυλακτήριο αργυρό δαχτυλίδι με εγχάρακτη κυκλική σφενδόνη (Ανατολική Μεσόγειος, 6ος-8ος αι.). Οι μαγικοί πάπυροι και οι σφραγιδόλιθοι-φυλαχτά της ύστερης αρχαιότητας χρονολογούνται κατά προσέγγιση από το 2ο έως τον 6ο αιώνα, προέρχονται από την ανατολική Μεσόγειο και αντλούν από μια κοινή παρακαταθήκη αιγυπτιακών θεών και εβραϊκών αγγέλων. Και στα δύο κυριαρχεί το ιερό όνομα ΙΑΩ. Αλλά ενώ οι πάπυροι ασχολούνται και με θέματα έρωτα, χρημάτων και πρόγνωσης, οι σφραγιδόλιθοι στοχεύουν αποκλειστικά στη διασφάλιση της υγείας. Το υλικό κατασκευής των φυλαχτών επιλέγεται με μεγάλη προσοχή. Για τη φυλακτήρια δύναμή του, την προτίμηση συγκέντρωνε ο άργυρος, όπως και ο αιματίτης. Το φάσμα των φυλακτήριων παραστάσεων, συμβόλων, λέξεων και φράσεων είναι πλούσιο και ποικίλο, αφού περιλαμβάνει, εκτός από τον Ιερό Ιππέα, το Κακό Μάτι, τον Αρχάγγελο με το Μακρύ Σταυρό και τις ιστοριούλες σωτηρίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, και τα εξής: -σφραγιδόλιθους ή χαρακτήρες, ανάμεσά τους την πεντάλφα του μαγικού δακτυλιόλιθου του βασιλιά Σολομώντα -τον Χνούβη, το λιοντάρι που τρέχει και το φίδι που έρπει -την αποτροπαϊκή αναφώνηση «εις θεός», το Χριστόγραμμα, τον τύπο Χι-Μυ-Γάμμα, τη λέξη Υγίεια, το τρισάγιον και ιδίως τον ψαλμό 90 -μια ποικιλία ιερών ονομάτων, Ιαώ, Σαβαώθ, Εμμανουήλ, τα ονόματα των Αρχαγγέλων -σποραδικά τον εξορκισμό «φύγε, φύγε, φύγε ω βδελυρέ…» ή το ξόρκι κατά της πτώσης της μήτρας. Ο φανερός χριστιανισμός διείσδυσε στο ακόμη έντονα προχριστιανικό μαγικό ρεπερτόριο, αρχικά με τη μορφή της αποτροπαϊκής δύναμης του Σταυρού. Σε ομάδα φυλακτηρίων περιβραχιονίων εμφανίζονται έξι επεισόδια της ζωής του Χριστού που προέρχονται από την εικονογραφία των Αγίων Τόπων. Στις ιστορίες της Καινής Διαθήκης με τη μεγαλύτερη «πειστική αναλογία» συγκαταλέγεται το θαύμα της Αιμορροούσης, μια θεραπεία που πλησιάζει την ουσία της ελληνορωμαϊκής μαγείας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιλαμβάνεται στη Βίβλο.
Η αυτοκράτειρα Ζωή η Πορφυρογέννητη, από ψηφιδωτή παράσταση δεήσεως στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως (11ος αι.). Ήταν όντως μάγισσα; Γραμμένος πιθανότατα τον 10ο αιώνα, ο Βίος του οσίου Ανδρέου του δια Χριστόν σαλού περιλαμβάνει ένα εκτενές επεισόδιο μαγείας, το οποίο ο συγγραφέας αφηγείται, αναλύει και ερμηνεύει. Τούτη «η συναρπαστική ιστορία δαιμονικής εξαπατήσεως» αρχίζει όταν μια ευσεβής γυναίκα, απελπισμένη από την απιστία του συζύγου της, αναζητεί βοήθεια από κάποιον Βιγρίνο. Εκείνος την καλεί να διαλέξει ποια τιμωρία επιθυμεί να βρει τον σύζυγό της: να μείνει ανίκανος, να πεθάνει ή να τον κυριεύσει ένας δαίμονας. Η γυναίκα θέλει μόνο να γυρίσει ο άπιστος σε κείνην. Ο Βιγρίνος της λέει να ετοιμάσει σπίτι της μια κανδήλα, λάδι, ένα φιτίλι, μια ζώνη και φωτιά, και να τον περιμένει. Φθάνει σπίτι της. Μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια, γεμίζει την κανδήλα με το λάδι, βάζει μέσα το φιτίλι και, αφού την τοποθετεί μπροστά στις εικόνες του σπιτιού, την ανάβει. Ψιθυρίζοντας στη συνέχεια και πάλι ορισμένες επικλήσεις, δένει τέσσερις κόμπους στη ζώνη και λέει στη γυναίκα να τη φοράει πάντοτε μαζί με τα εσώρουχά της. Από την ημέρα εκείνη, πράγματι ο άντρας της γίνεται υποδειγματικός σύζυγος. Η γυναίκα όμως αρχίζει να βλέπει ανησυχητικά όνειρα: ένας γέροντας Αιθίοπας αποπειράται να τη βιάσει, ένας μαύρος σκύλος την φιλάει στο στόμα σαν άνθρωπος. Η γυναίκα αναγνωρίζει τον διάβολο. Λίγες μέρες αργότερα ονειρεύεται ότι βρισκόταν στον ιππόδρομο και αγκάλιαζε τα αρχαία αγάλματα προσπαθώντας να συνευρεθεί μαζί τους. Σε άλλο όνειρο είδε ότι καταβρόχθιζε σαύρες, φίδια, βατράχια και άλλα ακάθαρτα ζώα. Αρχίζει τότε να νηστεύει και να προσεύχεται. Βλέπει πάλι ένα όνειρο. Βρισκόταν μπροστά στις εικόνες της και προσευχόταν, όμως αυτές ήταν τοποθετημένες αντίστροφα, έτσι ώστε, αντί να είναι στραμμένη στην Ανατολή, ήταν στραμμένη προς τη Δύση. Ένας νέος άνδρας παρουσιάσθηκε μπροστά της για να της αποκαλύψει την αιτία των δεινών της. Είδε τότε τις βεβηλωμένες εικόνες από τον Βιτρούβιο να είναι καλυμμένες με ακαθαρσίες και να αναδίνουν μια απίστευτη δυσωδία. Πρόσεξε πως η κανδήλα ήταν γεμάτη με ούρα σκύλου, πως στο στήριγμα του φιτιλιού ήταν χαραγμένο το όνομα του αντίχριστου, και από πάνω ήταν γραμμένες οι λέξεις «Θυσία δαιμόνων». Θρηνώντας και οικτίροντας τον εαυτό της για την ευπιστία της, καταφεύγει στον νεαρό Επιφάνιο. Εκείνος τη συμβουλεύει τι να κάνει. Έχοντας πάρει ο ίδιος τις βεβηλωμένες εικόνες, δέχεται στον ύπνο του τις επιθέσεις της στρατιάς των ερυθρών δαιμόνων, τους οποίους και αντιμετωπίζει. Ο Επιφάνιος απευθύνεται στον πνευματικό του πατέρα. Ο όσιος Ανδρέας ο σαλός του αποκαλύπτει ότι ο δαίμονας χρησιμοποιεί συχνά τη μαγεία με αγαθούς φαινομενικά στόχους για να καταστήσει τους ανυποψίαστους ανθρώπους ευάλωτους στην επήρεια των δαιμόνων. Του εξηγεί τον συμβολισμό της τελετουργίας που ακολούθησε ο μάγος Βιγρίνος για να παγιδεύσει το θύμα του και πως όλα όσα χρησιμοποίησε αντιπροσώπευαν τα μαγικά αντίστοιχα της χριστιανικής βαπτίσεως, που είχε στόχο να ακυρώσει. Ο όσιος εξήγησε επίσης στο μαθητή του πως ο μάγος κατόρθωσε να μιάνει και να εξουδετερώσει τις άγιες εικόνες.
«Οι Τρεις Μάγοι». Ψηφιδωτό, γύρω στο 560, Ραβέννα, Άγιος Απολλινάριος ο Νέος. Η υποταγή της μαγείας στη νέα θρησκεία; Μετά από μια φάση «συγκρητικής σύγχυσης», οριοθετείται τελικά η θεωρητική διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και την πρωτο-εμφανιζόμενη θρησκεία. Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων επαναπροσδιορίζει τη μαγεία και όλες εν γένει τις πρακτικές της «ειδωλολατρικής» θρησκείας ως δαιμονικές, έργο δηλαδή ασώματων όντων που υπηρετούσαν τον Διάβολο. Από τη θεολογική άποψη, η θρησκεία και η μαγεία δεν αποτελούσαν μόνο διαμετρικές αντιθέσεις (ο Θεός εναντίον του Διαβόλου) αλλά και αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες. Είπε ο Απόστολος Παύλος: «ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμόνων γίνεσθαι». Στην πραγματικότητα όμως η βυζαντινή μαγεία αφομοίωνε κατά μέγα μέρος την ιδεολογία και το τελετουργικό της αληθινής πίστης, ενώ αποτελούσε πάντα, σύμφωνα τουλάχιστον με το επίσημο δόγμα, τη διαστρέβλωσή της. Εδώ έγκειται ο παράδοξος και συχνά σαγηνευτικός χαρακτήρας της.
Ο Χριστός θεραπεύει τους δαιμονιζόμενους των Γεργεσηνών. Τοιχογραφία. Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους. 16ος αι. Στην Παλαιά Διαθήκη οι ανατολικής προέλευσης δαίμονες δεν συσχετίζονται με τον Διάβολο. Μόλις στην ύστερη ιουδαϊκή περίοδο διαμορφώνονται, κάτω από περσικές και ελληνιστικές επιδράσεις, αντιλήψεις που δέχονται τόσο την ομαδοποίηση και ιεράρχηση των κακών πνευμάτων όσο και τη δυνατότητά τους να επεμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων. Η δαιμονολογία αυτή αφήνει φανερά τα ίχνη της. Στην απαγόρευση της λατρείας των διαφόρων δαιμονικών μορφών, η Παλαιά Διαθήκη περιέλαβε και οποιαδήποτε μαντική πρακτική. Στα ολιγάριθμα χωρία της Καινής Διαθήκης ο Διάβολος θεωρείται ο αρχηγός όλων των πονηρών πνευμάτων. Τα ανώνυμα κωδικοποιητικά έργα των πρώτων αιώνων και οι κανόνες των συνόδων και του Μ. Βασιλείου ταυτίζουν την επίδοση στις μαγικές τέχνες με την ειδωλολατρία. Για πρώτη φορά συνδέθηκε στο πεδίο του κανονικού δικαίου άμεσα ο Διάβολος με τη μαγεία στον κανόνα 3 του Γρηγορίου Νύσσης. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε μια διάταξη του Μ. Κωνσταντίνου, με την οποία καθιερώθηκε η διάκριση της μαγείας σε «καλή» και σε «κακή», διάκριση που θα ανατρέψει στο τέλος του 9ου αιώνα ο αυτοκράτωρ Λέων ο σοφός. Στον εκκλησιαστικό όμως χώρο απαγορευόταν οποιαδήποτε προσφυγή σε μαγικά μέσα και μεθόδους, ως απολύτως ασυμβίβαστη με τη χριστιανική διδασκαλία. Η επικοινωνία μάγων και μάντεων με δαίμονες αποτελεί –ήδη από πολύ νωρίς- κοινό τόπο στη βυζαντινή θεολογική φιλολογία. Η πεποίθηση ότι τα πονηρά πνεύματα διαθέτουν τη δύναμη να μεταδώσουν σε όσους ανθρώπους έχουν περιέλθει στην εξουσία τους μυστικές γνώσεις εμφανίζεται συχνά στη λαϊκή σκέψη. Έτσι γεννήθηκε η έννοια της συμφωνίας με τον Διάβολο, που έλαβε τεράστια διάδοση. Εδώ το ρόλο του μεσολαβητή αναλαμβάνει συνήθως ένας μάγος. Με αφετηρία το μάγο Σίμωνα των Πράξεων των Αποστόλων, προβάλλεται γενικά στα αγιολογικά κείμενα η επίδοση των Εβραίων στη μαγεία. Ο Διάβολος θεωρείται υπεύθυνος για τη νόθευση της ορθής πίστης. Σε εκείνον αποδίδεται η γένεση των μεγάλων αιρέσεων αλλά και η εικονομαχία. Στο μύθο που διαμορφώθηκε σχετικά με την προέλευση της απαγόρευσης και της καταστροφής των εικόνων επανεμφανίζεται το γνωστό τρίπτυχο «Διάβολος-μάγος/Εβραίος». Ακόμη και η προσπάθεια του Ιουλιανού να επαναφέρει την ειδωλολατρία αποδίδεται στην καθοδήγηση του Διαβόλου και ενός Εβραίου. Ανάμεσα στους γιατρούς και τους μάγους υπήρξε γενικότερα κάποιας μορφής επαγγελματικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα πρόδηλος στο πεδίο της ψυχιατρικής . Κατά τις αντιλήψεις των Ρωμαίων, και αργότερα των Βυζαντινών, ψυχική νόσος ή διανοητική διαταραχή μπορούσε να προκληθεί με τη χρήση μαγικών μέσων. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η χορήγηση φαρμάκων «έκστασιν της διανοίας εμποιούντων». Το ίδιο αποτέλεσμα πιστευόταν πως είχε και η εγκατάσταση ενός ή περισσοτέρων δαιμόνων μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτοί ήσαν οι «δαιμονιζόμενοι». Ο καθαρισμός των «δαιμονιζομένων» και οι εξορκισμοί δαιμόνων περιγράφονται συχνά σε βίους αγίων. Προκύπτει η αντίληψη ότι η είσοδος του δαίμονος στο ανθρώπινο σώμα μπορούσε να προκληθεί με τη συνδρομή μάγων. Στα διάφορα πατριαρχικά έγγραφα των τελευταίων βυζαντινών αιώνων επικρατεί έντονη τάση για εκλαΐκευση του φαινομένου «Διάβολος». Στο πλαίσιο αυτής της τάσης συνδέεται κατά αμεσότερο τρόπο, παρά μέχρι τότε, ο Διάβολος με τη μαγεία.
«Ιησούς Χριστός Νικά» και η αποτροπαϊκή δύναμη του Σταυρού. Τα λεγόμενα μαγικά κείμενα ή γητείες ή εξορκισμοί απαντούν σε αρχαιοελληνικές επιγραφές, σε παπύρους και σε πολλά χειρόγραφα της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, και ιδιαίτερα στους ιατροσοφικούς κώδικες και σε μερικά ευχολόγια. Η συνύπαρξη αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι πολλοί συμπιλητές ιατρικών συνταγών και συντάκτες ιατρικών συλλογών θεωρούσαν απαραίτητη την αντιγραφή τους σαν ένα επιπλέον βοήθημα για την ελάφρυνση του πόνου των αδύναμων ανθρώπων και της αγωνίας τους απέναντι στο άγνωστο και το ανεξέλεγκτο. Κείμενα ρευστά, αλληλοσυμπληρούμενα, ασύντακτα και ακατανόητα, τόσο από αυτούς που τα αποστηθίζουν όσο και από αυτούς που τα αντιγράφουν, δεν έχουν ακόμη μελετηθεί συστηματικά. Ο συγγραφέας δημοσιεύει για πρώτη φορά δείγματα μερικών τέτοιων κειμένων σταχυολογώντας τα από δύο χειρόγραφα, το ένα των αρχών του 19ου αιώνα από την Πελοπόννησο (Δημητσάνα) και το άλλο των μέσων του 16ου αιώνα από την κεντρική Ελλάδα (Λαμία). Επίσης, από χειρόγραφο νομοκάνονα του τέλους του 16ου αιώνα, που προέρχεται από τη Μονή Προυσού Ευρυτανίας, παρατίθενται οι κανόνες της Εκκλησίας που καταδικάζουν όσους ασχολούνται με ξόρκια και άλλα μαγικά, λαϊκούς ή ιερωμένους. Για να κάνεις μια γυναίκα να σε αγαπήσει, Για να κάνεις μια γυναίκα να μην αγαπήσει άλλον άντρα, Για να μην κάνει παιδί η γυναίκα, Για να ζήσει το παιδί μιας γυναίκας, Για να χωρίσει το αντρόγυνο, Για να χωρίσουν δυο αγαπημένοι φίλοι, Για να δέσεις έναν εχθρό σου, Για να νικήσεις τον εχθρό σου στο δικαστήριο, Για άνθρωπο που έχει ίκτερο, Για άνθρωπο που δεν μπορεί να κοιμηθεί, είναι κάποιες από τις περιπτώσεις για τις οποίες ο άνθρωπος προστρέχει σε κάτι το παράδοξο και έξω από την κοινή λογική.
Εργασίες συντήρησης στα εργαστήρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Η εργασία στο μουσείο γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη· το ίδιο συμβαίνει και με την αντίληψη της μουσειακής θεωρίας και πρακτικής. Η ιδέα του μουσειακού επαγγέλματος καθορίζει τα περισσότερα προγράμματα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης που προσφέρονται σήμερα στη Βρετανία. Μέσα στο ίδιο πνεύμα η Ένωση Μουσείων Αγγλίας (Museums Association) διεύρυνε τις κατηγορίες των μελών της, ώστε να συμπεριλάβει όλους τους ανθρώπους που εργάζονται σε μουσεία. Η απόφαση αυτή σήμανε ότι η ιδέα του πανίσχυρου επιμελητή ως κεντρικού συντελεστή του μουσειακού έργου είχε αντικατασταθεί από μια πιο ισορροπημένη θεώρηση του επαγγελματία του μουσείου. Ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης των ρόλων και των αυξημένων ευκαιριών μέσα στα μουσεία, ο όρος «μουσειακό επάγγελμα» χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να δηλώσει ένα ευρύ φάσμα ασχολιών, που όλες μαζί είναι αφιερωμένες στη δημιουργία μουσείων υψηλοτάτου επιπέδου. Ειδικοί επιστήμονες και σχεδιαστές εκθέσεων , επιμελητές συλλογών και ειδικοί υπολογιστών, συγγραφείς και υπεύθυνοι μάρκετινγκ, υπεύθυνοι ασφάλειας και εκπαιδευτικοί, καταγραφείς και συντηρητές, υπεύθυνοι αποθηκών και εμπορικοί διευθυντές, υπεύθυνοι ανάπτυξης και προσωπικό υποδοχής, αναλυτές συστημάτων και συζητητές με το κοινό, είναι κάποιες από τις θέσεις εργασίας που μπορούμε σήμερα, χωρίς δισταγμό, να θεωρήσουμε ότι ανήκουν στο μουσειακό επάγγελμα. O B. Barber υποστήριξε ότι υπάρχουν τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος. Το πρώτο είναι ο υψηλός βαθμός γενικής και συστηματικής γνώσης. Το δεύτερο είναι ο προσανατολισμός προς το συμφέρον της κοινότητας, και όχι προς το ατομικό συμφέρον. Το τρίτο είναι η πρόβλεψη ενός συστήματος ανταμοιβών και συμβόλων επιτυχημένου έργου μέσα στο επάγγελμα. Τέλος, ένα επάγγελμα ασκεί έναν υψηλό βαθμό αυτοελέγχου της συμπεριφοράς μέσα από εσωτερικευμένους ηθικούς κώδικες. Η συγγραφέας ελέγχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά με μέτρο τα μουσειακά επαγγέλματα.
Οικισμός Χάρμαινα, Άμφισσα, Φωκίδα. Αντικείμενο του άρθρου είναι ο προσδιορισμός του περιεχομένου των πολιτιστικών διαδρομών στο πλαίσιο του πολιτιστικού τουρισμού και η κατάδειξη κάποιων γενικών εννοιών και αρχών όσον αφορά το σχεδιασμό τους. Έτσι, στο πρώτο μέρος προσδιορίζεται η θεωρία, το εννοιολογικό πλαίσιο και τα μεθοδολογικά εργαλεία σχεδιασμού πολιτιστικών διαδρομών, ενώ στο δεύτερο μέρος επιχειρείται η εφαρμογή τους, με στόχο τη δημιουργία ενός πλέγματος διαδρομών στη Στερεά Ελλάδα. Οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν εφαρμοσμένη πρακτική ερμηνείας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ερμηνεία είναι, πάνω απ’ όλα, επικοινωνία, και έχει στόχο την εκπαίδευση, την ευαισθητοποίηση και την αναψυχή. Στον πυρήνα κάθε πράξης επικοινωνίας υπάρχει το «κείμενο». Σημεία σ’ένα νοητό «κείμενο» μιας πολιτιστικής διαδρομής είναι τα μνημεία-τόποι επίσκεψης, αλλά και τα μηνύματα-πληροφορίες που δίνονται με κάθε τρόπο στον επισκέπτη. Βασικά θέματα προς διερεύνηση είναι η θεματική, η ποιητική και η ρητορική του «κειμένου» της διαδρομής. Η ερμηνεία της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από μια οργανωμένη πολιτιστική διαδρομή θα πρέπει να καθοδηγείται από τρεις παράγοντες: τη γνώση της αγοράς στόχου, τον τουριστικό σχεδιασμό και τη συστηματική αξιολόγησή της. Οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν ένα εργαλείο «ήπιας και σκληρής διαχείρισης», «προπαγάνδας» και προώθησης της τουριστικής βιομηχανίας. Η έννοια της «ήρεμης διαχείρισης» αναφέρεται στην ερμηνευτική λειτουργία τους για την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του επισκέπτη και την επιλεκτική καθοδήγηση των ιδεών και των συμπεριφορών του σε θέματα πολιτισμού και προστασίας. Η έννοια της «σκληρής διαχείρισης» καταδεικνύει τη χρήση τους ως διαχειριστικού εργαλείου στον τουριστικό σχεδιασμό και τον έλεγχο της κίνησης των επισκεπτών σε περιοχές υψηλού κινδύνου, όπως περιβαλλοντικά πάρκα, μνημεία κ.ά.
Δείγμα 2: Χρώση με sudan black. Οι προετοιμασίες αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ζωγραφικών έργων τέχνης: ανάλογα με τη σωστή ή μη κατασκευή τους κρίνεται η ομαλή διατήρηση ενός ζωγραφικού έργου στο χρόνο. Οι προετοιμασίες άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως από το έτος 1100. Οι Φλαμανδοί ζωγράφοι θα παρεμβάλουν το ύφασμα ανάμεσα στο ξύλινο υποστήριγμα και την προετοιμασία. Όταν τον 15ο αιώνα εμφανίστηκε ο μουσαμάς, ελαφρύ και εύκαμπτο υποστήριγμα, οι προηγούμενες προετοιμασίες (γύψος και κιμωλία σε συνδυασμό με ζωική κόλλα) αποδείχθηκαν ακατάλληλες. Τον 18ο αιώνα στον χώρο της Τέχνης εισβάλλουν οι βιομηχανικές προετοιμασίες , απαλλάσσοντας τους καλλιτέχνες από τη χρονοβόρα διαδικασία αλλά και περιορίζοντας τα χρησιμοποιούμενα υλικά. Σκοπός του άρθρου είναι η συγκέντρωση ιστορικών και τεχνικών στοιχείων και η ταξινόμηση των προετοιμασιών, με βάση τις ιδιότητες, τα υλικά και τις τεχνικές κατασκευής τους. Στο πλαίσιο αυτής της ταξινόμησης πραγματοποιήθηκε ποιοτική ανάλυση δειγμάτων από ζωγραφικά έργα, προκειμένου να διαπιστωθούν και να επαληθευτούν χρήσεις υλικών που αποτελούν μια βιομηχανική προετοιμασία (συνδετικό, αδρανή υλικά). Στο πειραματικό μέρος μελετήθηκαν οι μηχανισμοί φθοράς των προετοιμασιών, οι οποίοι επηρεάζουν το σύνολο του ζωγραφικού έργου προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στο υλικό, όπως ρωγματώσεις, αποκολλήσεις, αποσπάσεις, χρωματικές αλλοιώσεις κ.ά. Οι προετοιμασίες περιλαμβάνουν: α) αστάρωμα ή incollatura, β) υπόστρωμα ή προετοιμασία και γ) imprimitura. Σύμφωνα με τις ιδιότητές τους κατατάσσονται σε: α) απορροφητικές, β) ημιαπορροφητικές, γ) λιπαρές και δ) ανεξάρτητες προετοιμασίες. Στο πειραματικό μέρος, για την κατανόηση των μηχανισμών φθοράς, κατασκευάστηκαν δοκίμια τα οποία υποβλήθηκαν στις ακόλουθες διαδικασίες: α) έκθεση σε αυξημένη θερμοκρασία, β) έκθεση σε υψηλή υγρασία και γ) έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία.
Προετοιμασία έκθεσης στο Saint Mary's College Museum of Art, Καλιφόρνια. Οι εργαζόμενοι στα μουσεία δεν στηρίζονται σε σαφή οριοθέτηση των κανόνων του επαγγέλματός τους και σε κοινή επαγγελματική ταυτότητα. Η θεωρητική και πρακτική αποκωδικοποίηση του όρου «museum professional» παρουσιάζει δυσκολίες. Η εμφάνιση της ειδικότητας του μουσειολόγου έχει ως στόχο να οριοθετήσει και να υπογραμμίσει το κοινό έδαφος της μουσειακής δραστηριότητας, χωρίς να παρεμποδίσει, ή να αντικαταστήσει, την ανάπτυξη των επιμέρους ειδικών γνώσεων και υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή εκεί όπου η μουσειολογική εκπαίδευση έχει μακρόχρονη παράδοση, όπως, π.χ., στις αγγλοσαξονικές χώρες. Τα άρθρα αυτού του αφιερώματος φωτίζουν τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την εργασία στο μουσείο, διερευνούν τις παραμέτρους που τις καθορίζουν και συζητούν τις δυνατότητες που υπάρχουν για την καθιέρωση ενιαίας επαγγελματικής συνείδησης.
«Η Ρωμαϊκή λεγεώνα αναπαύεται». Δραματοποίηση με πρόχειρα κοστούμια, όπου συμμετέχουν μαθητές, εκπαιδευτικοί και επαγγελματίες ηθοποιοί. Μουσείο Newcastle Discovery στο Newcastle της Αγγλίας. Όπως συμβαίνει και με το επάγγελμα του μουσειολόγου, το έργο που ο μουσειοπαιδαγωγός καλείται να φέρει εις πέρας δεν είναι καθορισμένο. Από τον μουσειοπαιδαγωγό που εκτελεί ένα πρόγραμμα, απαιτούνται οι αρετές ενός εκπαιδευτικού. Εάν όμως φτιάχνει ο ίδιος τα προγράμματα που θα υλοποιήσει, τότε καλείται να ανταποκριθεί σε πολλούς ρόλους: του συντάκτη τμήματος έστω του σχολικού αναλυτικού προγράμματος, του συγγραφέα βιβλίου, του εκπαιδευτικού και, αν χρειαστεί, του επιμορφωτή εκπαιδευτικών. Δεν θα αργήσει ίσως να του παραχωρηθεί και στην Ελλάδα ο ρόλος του συμμετέχοντος στο στήσιμο εκθέσεων. Ένα τέτοιο πρόσωπο δεν οφείλει μόνο να έχει καλή γνώση του υλικού που καλείται να ερμηνεύσει ώστε να αναδείξει τη δύναμη και τις δυνατότητες των μουσειακών αντικειμένων αλλά οφείλει και να μπορεί να μεταδώσει αυτή τη γνώση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Είναι προφανές ότι, σε σύγκριση με τον εκπαιδευτικό του σχολείου, ο οποίος επιβαρύνεται με τις γνωστές αδυναμίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, ο μουσειοπαιδαγωγός έχει προκλητικές ελευθερίες που προτρέπουν σε δημιουργικό έργο. Ο μουσειοπαιδαγωγός δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά αλλά μπορεί να αναπτύξει δράση και με άλλες ομάδες επισκεπτών του μουσείου, στο πλαίσιο της δια βίου εκπαίδευσης και της γενικότερης εκπαιδευτικής πολιτικής του. Προς το παρόν, τα εκπαιδευτικά προγράμματα προσφέρονται σε ένα «κενό εκπαιδευτικής πολιτικής», πράγμα που καλλιεργεί το φόβο ότι μια μέρα θα μπορούσαν να εκλείψουν. Πρόσφατα δημιουργήθηκαν μουσειοπαιδαγωγικά τμήματα πανεπιστημιακού επιπέδου. Ας ελπίσουμε ότι οι απόφοιτοί τους θα βρουν να τους περιμένει ο επαγγελματικός ρόλος για τον οποίο ετοιμάστηκαν.
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας – Κέντρο Περιβαλλοντολογικής Έρευνας και Εκπαίδευσης ΓΑΙΑ: Πρόσοψη, σχέδιο. Οι νέες κοινωνικές συνθήκες ενέταξαν τα μουσεία σε μια νέα, διεθνή πλέον, αγορά με οξείς ανταγωνισμούς, δημιούργησαν διαφορετικά μουσεία με νέες θεματικές, και διαμόρφωσαν νέα, ποσοτικά και ποιοτικά, πελατεία. Η σύγχρονη μουσειολογία αναγνωρίζει στην πελατεία της πολλά είδη κοινού: ο «μέσος επισκέπτης» δεν υπάρχει. Το σύγχρονο μουσείο υπάρχει για το κοινό του. Οι νέες αρχές και μέθοδοι επικοινωνίας με το κοινό είναι η κύρια αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στη φιλοσοφία των μουσείων. Η παιδευτική παρουσίαση αντικατέστησε την ψυχρή, εκθετική παράταξη των έργων. Την εκπαιδευτική διαδικασία σύντομα και σε σημαντικό βαθμό υποκατέστησε η ερμηνευτική. Από τη μονόδρομη επικοινωνία στο διάλογο, η αλλαγή για τα μουσεία είναι μεγάλη. Στις νέες μεθόδους επικοινωνίας με το κοινό αντιστοιχούν νέα προγράμματα και μέσα. Νέοι καιροί, νέες αγορές, πελάτες, ανάγκες. Νέα μουσεία με νέες αρχές, μεθόδους, μέσα, προγράμματα, χώρους και υπηρεσίες. Στις συνθήκες αυτές οι στόχοι, οι επιδιώξεις αλλάζουν. Οι επιδιώξεις αυτές συνεπάγονται και τη ριζική σχεδόν ανασυγκρότηση του μηχανισμού, των υπηρεσιών του μουσείου. Και οι μουσειολόγοι μέσα σε όλη αυτή την κοσμογονία; Ποιος είναι ο ρόλος τους; Να ενταχθούν στους νέους καιρούς και να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Το πέτυχαν όσοι κατανόησαν την ανάγκη πολυεπιστημονικής παίδευσης και πράξης, της ισότιμης συνεργασίας με τους άλλους ειδικούς·όσοι ενστερνίστηκαν τον νέο πολυδιάστατο ρόλο των σύγχρονων μουσείων και τον υπηρέτησαν έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η μοναδικότητα ρόλων (ο μουσειολόγος), η μοναδικότητα χώρων (το μουσείο), η μοναδικότητα δράσεων (η έκθεση) έχει από τα πράγματα ξεπεραστεί. Όσοι Έλληνες έχουν ταξιδέψει και στοχαστεί σε όσα βίωσαν, θα θεωρήσουν αυτές τις γραμμές κοινούς τόπους· όσοι έχουν περιορισθεί (και συμβιβασθεί) στα «καθ’ημάς», θα τις χαρακτηρίσουν ουτοπία.
Το Κεντρικό Κτήριο του Μουσείου Μπενάκη. Μπορεί το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) να μην αμφισβητεί την ύπαρξη του μουσειακού επαγγέλματος, όμως το Βρετανικό Γραφείο Απογραφών και Ερευνών Πληθυσμού περιλαμβάνει στους επαγγελματίες μόνο τους επιμελητές συλλογών, μαζί με τους βιβλιοθηκάριους και τους αρχειοφύλακες, χωρίς να αναφέρει καμία άλλη εργασιακή θέση μουσείου. Ωστόσο, ο όρος «επάγγελμα» είναι βολικός για την περιγραφή της «ετερογενούς ομάδας» που αποτελεί το προσωπικό των μουσείων. Το άρθρο θίγει καίρια ζητήματα και προσπαθεί να τα τοποθετήσει μέσα στις σημερινές πολύπλοκες και διαμφισβητούμενες έννοιες του επαγγέλματος και του επαγγελματισμού. Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης: η εργασία σε μουσείο είναι επάγγελμα, ή ακόμη και μια σειρά επαγγελμάτων; Παρόλο που το πρότυπο του «παραδοσιακού» επαγγέλματος δεν ταιριάζει, άνθρωποι επιρροής και ιδρύματα από τον κόσμο των μουσείων θεωρούν σαφώς ότι εντάσσονται σε ένα μουσειακό επάγγελμα. Αν είναι αναγκαίο να αλλάξει το πρότυπο ή ακόμη και να θεωρηθεί ανεδαφικό, τότε είναι ένα «ανοιχτό» επάγγελμα με πολλά και διαφορετικά είδη εργασίας, και διοικείται από διοικητικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη δεν ανήκουν στο μουσειακό επάγγελμα. Ωθούμενος από εξωτερικές δυνάμεις, ο κόσμος του μουσείου προχωρεί σε μια κατανόηση, αν όχι σε μια ανεπιφύλακτη αποδοχή, του μάνατζμεντ ως κυρίαρχης μεθόδου. Αν και ο επαγγελματισμός παραμένει μια ισχυρή δύναμη στον προσδιορισμό της εμπειρίας και των ικανοτήτων που αναμένονται από το προσωπικό, αν και η γνώση και οι ικανότητες που σχετίζονται με το αντικείμενο του μουσείου αξιολογούνται υψηλότερα από ένα γενικό μουσειολογικό υπόβαθρο εκπαίδευσης, ενώ και τα δυο μαζί τοποθετούνται υψηλότερα από τη διοικητική επιδεξιότητα, οι απαιτήσεις του κόσμου του μουσείου υπονομεύουν μονίμως αυτές τις σταθερές, καθώς τα μουσεία όλο και περισσότερο βασίζονται στην καλή διοίκηση.
Κ. Μαλέας, «Λύρα», λάδι σε μουσαμά. Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ. 1. Κατά την Παλαιολιθική περίοδο το δάσος είναι για τον άνθρωπο τόπος εξεύρεσης τροφής, ένδυσης και κατοικίας. Ο προϊστορικός άνθρωπος αισθάνεται μέρος της φύσης, ενώ η ίδια η φύση είναι ο Θεός. Στις μαγικές παραστάσεις των βραχογραφιών των σπηλαίων (Λασκώ, Αλταμίρα), ο άνθρωπος συναισθάνεται ότι σκοτώνει όντα που είναι της ίδιας ιερής φύσης που χαρακτηρίζει και τον ίδιο και επιδιώκει να καθαγιάσει την ενέργειά του αυτή. 2. Με τη μετάβαση από το τροφοσυλλεκτικό-κυνηγετικό στάδιο στη Νεολιθική εποχή, ο χώρος διαιρείται σε καλλιεργημένη γη και σε άγρια φύση. Στη θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου αρχίζει να κυριαρχεί η μητέρα-θεά της γονιμότητας που συνδέεται με την αγροτική παραγωγή. Ο άνθρωπος αρχίζει να ξεχωρίζει τον εαυτό του από τη φύση. 3. Στον αρχαίο κόσμο μύθος και ανθρωπομορφισμός του θείου είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας νέας θρησκευτικής συνείδησης. Έτσι, τη λατρεία του δέντρου υποκαθιστά η λατρεία των Αμαδρυάδων και των Νυμφών. Ο Διόνυσος, ο Παν, ο Ορφέας είναι από τους γνωστότερους θεούς των δασών αλλά η Άρτεμις είναι η κατεξοχήν θεότητα που προστατεύει τα δάση. Πλήθος μύθων, συμβολισμών και προλήψεων συνδέονται με δέντρα και φυτά: μεταμορφώσεις, ιερά φυτά θεών, φυτά που συνδέονται με τη μαντική, μαγικά βοτάνια, φυτά με θεραπευτικές ιδιότητες κ.ά. Με την εμφάνιση της φιλοσοφίας η φύση θα γίνει αντικείμενο ορθολογικής προσέγγισης. 4. Η ταυτότητα του μεσαιωνικού κόσμου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη χριστιανική θρησκεία. Η διάκριση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη φύση εντείνεται. Η φύση έχει δημιουργηθεί για να εξημερωθεί από τον