Δημοσιεύσεις
από Γεωργία Κακούρου-Χρόνη τ. Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
  Free Member
Το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος υποδέχτηκε το κοινό με έργα του Παναγιώτη Τέτση
Αλλά και με ξεναγήσεις στο πάρκο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
View all

Σάββατο απόβραδο, στο «Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» (ΚΠΙΣΝ)· η υποδοχή με νεανικά χαμόγελα που αυθόρμητα αντάλλασσαν και οι χιλιάδες επισκέπτες μεταξύ τους. Μια γιορτή του πολιτισμού που, έτσι μαζικά, πότε άραγε είχαμε ξαναζήσει; Απλός κόσμος, γονείς, γιαγιάδες, παππούδες που μοιράζονταν τη χαρά τους με τα μικρά παιδιά να παρακολουθούν ενθουσιασμένα τα εκπαιδευτικά προγράμματα ή να επιλέγουν τον δικό τους τρόπο διασκέδασης στο πάρκο. Το ρήμα που άκουσα περισσότερες φορές ήταν «κοίτα», χωρίς να έχει τον τόνο της προστακτικής αλλά της παράκλησης: «δες κι αυτό, δες κι εκείνο».

Το αεράκι ερχόταν από τη θάλασσα και η αρμύρα της έσμιγε τα αρώματα των φυτών του πάρκου· μοσχομύριζε ο τόπος λεβάντα, μέντα, δεντρολίβανο, θυμάρι, λυγαριά. Και η όραση απολάμβανε αυτή την πορεία από τα δεντρώδη, στα θαμνώδη και τέλος στα αγρωστώδη· μια μεταφορά της ανόδου από τα εύκρατα στα στεπώδη εδάφη· τα αγρωστώδη συντόνιζαν τον κυματισμό τους με εκείνον της θάλασσας που αποτελούσε την ορατή προέκτασή τους.

Ξεναγήσεις στο πάρκο, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Καμιά απ’ αυτές δεν θα χαρακτήριζα ως «ξενάγηση», γιατί απέναντί μου κάθε φορά είχα έναν οικοδεσπότη που με ιδιαίτερη χαρά και υπερηφάνεια μας καλούσε να γνωρίσουμε ό,τι σε λίγο θα ήταν έτοιμο να μας παραδοθεί για να δραστηριοποιηθούμε στις πολλές και ποικίλες χρήσεις του.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Κέντρο άνοιγε τις πύλες του στο κοινό. Είχα παρακολουθήσει επανειλημμένα τα «Εκπαιδευτικά Προγράμματα/Εκπαιδευτικές και Κοινωνικές Δράσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής» που υλοποιούνταν στο Κέντρο Επισκεπτών του ΚΠΙΣΝ και ήμουν υπεύθυνη για την πραγματοποίηση του καλλιτεχνικού και εκπαιδευτικού προγράμματος «Ταξίδι προς το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» σε μία από τις είκοσι τρεις πόλεις της Ελλάδας που εφαρμόστηκε, στη Σπάρτη, σε συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, τον οργανισμό Future Library και την υποστήριξη της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες επεδίωκαν να γνωρίσει ο κόσμος το Κέντρο, να το αγαπήσει, να το πονέσει, να το θεωρήσει δικό του απόκτημα για να μεριμνά εις έκαστος για τις απολαβές αλλά και για την καλή λειτουργία του. Βεβαίως, οι περισσότεροι διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για την παραχώρηση του Κέντρου στο ελληνικό δημόσιο εκφράζοντας τους ενδοιασμούς τους για την καλή λειτουργία του. Ωστόσο, κανείς δεν αποδείχτηκε τόσο μεμψίμοιρος όσο ο δημοσιογράφος Oliver Wainwright της εφημερίδας«Τhe Guardian» (28 Ιουνίου 2016) που σε μακροσκελές άρθρο του για τις εορταστικές εκδηλώσεις στο ΚΠΙΣΝ χαρακτηρίζει τη δωρεά ως «κενή χειρονομία» και προσδίδει στο Κέντρο μια εικόνα ερήμωσης πριν καν αυτό λειτουργήσει (σημ. 1). Κι αυτή τη φορά δεν πρέπει να περιμένουμε από το κράτος τη διάψευση των προβλέψεων του Άγγλου αρθρογράφου αλλά από όλους εμάς. Η αθρόα προσέλευση του κοινού (115.000 σε τέσσερις ημέρες, 23-26 Ιουνίου 2016), η υποδειγματική υπομονή για την απόκτηση της κάρτας που θα εξασφάλιζε την ξενάγηση στα δυο κτήρια του Renzo Piano, η άψογη συμπεριφορά ως προς τη διασφάλιση της καθαριότητας του χώρου είναι τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα.

Ο χώρος της αγοράς αποδείχτηκε πραγματική «αγορά»· οι ουρές, τα πηγαδάκια, οι συζητήσεις, τα σχόλια, μια διάχυτη ευφορία. Και εκεί στον χώρο που ενώνει τα δύο κτήρια, της Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, μας καλωσόριζε ο Παναγιώτης Τέτσης.

Τον είδα τελευταία φορά, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του (5 Μαρτίου 2016), να διασχίζει την οδό Πανεπιστημίου. Ευθυτενής, όμορφος, με τους ωραίους συνδυασμούς των χρωμάτων στην αμφίεσή του, όπως εκείνους που αγαπάμε στη ζωγραφική του. Ήταν καλλιτέχνης που τον αντάμωνες συχνά, στις εκθέσεις του, στις εκθέσεις των μαθητών του, στα κείμενά του που δημοσιεύονταν τακτικά και παρενέβαιναν με τόλμη σε θέματα πολιτισμού, παρόλο που υποστήριζε ότι ο καλλιτέχνης είναι δύσκολο να μιλήσει με λόγο, γιατί είναι άνθρωπος της πράξης.

Τα επεξηγηματικά κείμενα της έκθεσης δεν ήταν δεσμευτικά της ερμηνείας, της απόλαυσης, του δρόμου προσέγγισης που ακολουθούσε ο επισκέπτης. Λειτουργούσαν, όπως θα ήθελε ο ίδιος ο Τέτσης που υποστήριζε ότι αυτός που ερμηνεύει το έργο τέχνης, που μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτό και στον θεατή, αφαιρεί κάτι από τη χαρά του θεατή, γιατί δεν του επιτρέπει να ερμηνεύσει μόνος του το έργο, να το καταλάβει, όπως νομίζει, και δεν εννοούσε να το καταλάβει μόνο θεματικά.

Άλλωστε ο ίδιος είχε φροντίσει να μας αποκαλύψει μυστικά της τέχνης του. Για τα τοπία του δήλωνε ότι τον έλκυε η φύση και ότι η ματιά του δεν ήταν στον ορίζοντα. «Ζωγραφίζω –έλεγε– ως να είμαι ψηλά, αλλά όχι σε μεγάλο ύψος, ως να είμαι σε ένα ελικόπτερο που πετάει όχι πολύ ψηλά. Αυτό, νομίζω, έχει στη ζωγραφική μου ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον συνθετικό, ίσως να είναι ένας άλλος δρόμος. Ορισμένες τοπιογραφίες μου έχουν γίνει στο ύπαιθρο, αλλά συχνότερα κρατώ σημειώσεις από την ύπαιθρο και την αποφασιστική μορφή το έργο την παίρνει στο εργαστήρι, γιατί ο έλεγχος γίνεται σε ήρεμη κατάσταση. Τα έργα στη φύση έχουν τη χάρη τους, αλλά τα περισσότερα γίνονται με την απόσταση του χρόνου, στο εργαστήρι, όπου καμιά φορά περνάνε και μερικά χρόνια για να ολοκληρωθούν».

Και όταν μιλούσαν με θαυμασμό για τις ακουαρέλες του, αντέτεινε ότι δεν κάνει ακουαρέλα. «Η ακουαρέλα είναι αχειροποίητη –διευκρίνιζε– και ο ζωγράφος πρέπει να την τελειώσει γρήγορα γρήγορα χωρίς να δευτερώσει. Ακουαρέλες κάνει ο Γιαλλινάς, ο Σκαρβέλης, ο Πρέκας, ο Βαρλάμος. Οι δικές μου ακουαρέλες δεν είναι αχειροποίητες αλλά είναι πολύ χειροποίητες. Τις ζωγραφίζω τουλάχιστον τρεις ώρες και μετά τις παιδεύω στο εργαστήρι. Φροντίζω να είναι πολύ καλό το χαρτί, χοντρό και να αντέχει. Βγάζω το πολύ χρώμα, αφού τις βουτάω μέσα στη μπανιέρα με νερό και, όταν το χρώμα επιμένει, το βγάζω με σιδηρόβουρτσα».

Κι όσο και να καταγράφεται στη συνείδησή μας ως τοπιογράφος, ο ίδιος αγαπούσε τις προσωπογραφίες του. Έδειχνε με συγκίνηση μια αυτοπροσωπογραφία του που είχε φιλοτεχνήσει πριν ακόμη πάει στη Σχολή και μερικά πορτρέτα του από το Προπαρασκευαστικό, τα οποία συνόδευε με το σχόλιο: «Είχα δάσκαλο τον Μπισκίνη. Όταν έσπασα το πορτρέτο με τους όγκους, μου έλεγε ‘αυτός ο μηχανισμός εσένα θα σε φάει’. Ε, τις τρεις φορές της εβδομάδας που τον είχα, για να μην τον στενοχωρώ, ζωγράφιζα κι εγώ αλλιώς. Στο πορτρέτο κάνω όλο το σώμα· δεν μπορώ να διανοηθώ προσωπογραφία με το κεφάλι μόνο. Tα χέρια είναι εκφραστικά, όσο και η φυσιογνωμία. Δεν είναι τυχαίο που οι μεγάλοι πορτρετίστες, ο Tιτσιάνο και ο Bελάσκεθ, έκαναν τα πορτρέτα ολόσωμα. Ποτέ δεν ζωγράφιζα κάποιον που δεν γνώριζα. Γι’ αυτό τα πορτρέτα μου τα λέω χαρακτήρες· είναι ψυχογραφήματα, γιατί είναι μόνο φίλοι. Έκανα και κάποιους πεθαμένους που δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν», συμπλήρωνε με το γνωστό του χιούμορ.

Ήταν 20 Μαΐου 2009, στη Στοά Βιβλίου, που ο Τέτσης μιλούσε για την τέχνη του και μαζί με την καταγραφή των λόγων του κατέγραφα και τις αντιδράσεις του κοινού. Το παράστημα και η μορφή του· η ειλικρίνεια και η απλότητά του· το χιούμορ· η ευστροφία του· η έλλειψη έπαρσης· η απίστευτη νεανικότητά του· η αμεσότητα της επικοινωνίας· σχολιάζονταν από ένα ακροατήριο που τον παρακολουθούσε γοητευμένο.

Η άλλη ιερή συνάντηση με τον Τέτση που κρατώ ήταν στην αναδρομική έκθεση των έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη (Μάρτιος 1999). Είχε τότε προσφέρει γενναιόδωρα εβδομήντα πέντε έργα και πενήντα χαρακτικά στην Πινακοθήκη χωρίς κανέναν περιοριστικό όρο.

Μπλε πουκάμισο, στην απόχρωση των ματιών του, το ωραίο παράστημα και τα γυαλιά που κρέμονταν με ένα κορδόνι από τον λαιμό του να μπαίνουν και να βγαίνουν καθώς έσκυβε πάνω από το κάθε έργο με κινήσεις χορευτή. O τρόπος που περνούσε τα γυαλιά στα μάτια και η κίνηση προς τον πίνακα έμοιαζαν με εκείνες του πατέρα που η κλίση του κορμιού του ήταν άλλη, όταν έσκυβε προκειμένου να ακούσει τα μυστικά μας.

H συνομιλία με το κάθε έργο, μια εξομολογητική διαδικασία· τρυφερή, ανιχνευτική, προστατευτική. Πώς να το σώσει, πώς να το προφυλάξει, πώς να το ζήσει και μετά από αυτόν.

Aνακάλυπτε ένα μικρό στίγμα από καφέ:

– Aυτό εσείς το κάνατε, δεν υπήρχε προηγούμενα.

-Mια γραντζουνιά! Κι αυτή εσείς την κάνατε, δεν υπήρχε, όταν σας παρέδωσα το έργο.

-Δάσκαλε, γέρνεις, είπε η Eιρήνη.

-Tι να κάνω, έμαθα πάντα να σκύβω. Kάθε φορά που ήταν να περάσω μια πόρτα, όλοι μού έλεγαν: -Πρόσεχε την πόρτα, θα χτυπήσεις. Tη μάνα μου, ήθελα να βοηθήσω να απλώσει τα ρούχα, και έπρεπε κάθε φορά να κάνω και μια μετάνοια στο σχοινί.

-Aυτό, λάδι σε μουσαμά, αυτό λάδι σε λινάτσα. Xαρτί, χαρτόνι. Aχ, η λινάτσα, τρομερή επεξεργασία. Tου λιναριού τα πάθη! Tα χρώματα; Oύτε χρώματα δεν βρίσκω εδώ. Tο πιστεύεις, στην Kύπρο, που είναι τόση δα μπροστά στην Eλλάδα, βρίσκω όλα τα χρώματα που θέλω.

-Φθορές, πολλές. H υγρασία και κυρίως η ξηρασία. Πού χώρος και πού συνθήκες να συντηρήσεις τα έργα; Στο δώμα, όπου περνούσαν οι σωλήνες του καλοριφέρ. Tι να κάνω; Πού να τα βάλω; Ξεράθηκαν τα καημένα. Kι η φτώχεια, παιδί μου! Βλέπεις εδώ τη ραφή; Την βλέπεις κάτω από το χρώμα; Ξέρεις τι είναι αυτό; Σεντόνι της μάνας μου, που στην κατοχή το έραβα, κομματάκι, κομματάκι για να έχω μια μικρή επιφάνεια υποδοχής του χρώματος.

-Tα πινέλα μου; Kοινά πλαστικά πινέλα με μουστάκια, τίποτα σπουδαία. Nα αυθαιρετούν λιγάκι κι αυτά, να είναι λίγο και από μόνα τους.

-Oι βαρκούλες, αχ οι βαρκούλες… Tις έκανα στην Ύδρα. Άφηνα τον μουσαμά στη βεράντα, ύστερα από ώρες δουλειάς. Kαι στην επιστροφή βλέπω στίγματα που δεν έφευγαν με τίποτα. Tρόμαξα να καταλάβω. Σωστό οξύ οι κουτσουλιές από τα περιστέρια. Ξέρεις τι τράβηξα για να εξαφανίσω τη δική τους επέμβαση;

-Kαι τα βερνίκια; Nαι, βέβαια πολλά στρώματα βερνίκια. Eάν η βάρκα δεν είχε βερνίκια, το μπλε της θάλασσας θα ήταν μαύρο κι όχι μπλε. Tο βερνίκι δεν προστατεύει απλά το έργο, αλλά κάνει και το χρώμα.

-Δουλειά, σκληρή δουλειά, τρομερή επεξεργασία έως ότου το υλικό, το όποιο υλικό, δεχτεί το χρώμα. Kαι μετά τα χρώματα. Xρώμα πάνω στο χρώμα έως ότου το χρώμα να γίνει αυτό που θέλω.

-Oι υδατογραφίες; Eδώ κι αν είναι χρώμα πάνω στο χρώμα. Xοντρά, πολύ χροντρά χαρτιά που τα παίρνω απ’ έξω. Kαι παίζω… Πολλές φορές τα μουσκεύω. Άλλοτε τα βρέχω λίγο, περνάω μετά το χρώμα και έπειτα τα μπανιαρίζω. Tις περισσότερες φορές ξύνω το χαρτί με σιδηρόβουρτσα. Eξαφανίζω το χρώμα και περνώ άλλο χρώμα. Kαμιά υδατογραφία δεν έχει γίνει με την πρώτη. Ξύνονται τα χρώματα, μουλιάζονται τα χαρτιά και τα χρώματα μπαίνουν και ξαναμπαίνουν.

Βλέπει έναν σπουδαστή της Σχολής Kαλών Tεχνών και η φωνή του γλυκαίνει: «Γειά σου, Γιάννη, τι κάνεις παιδί μου; Tι κάνατε με τις καταλήψεις;». O δάσκαλος που γνοιάζεται, που θέλει να μάθει, η ματιά τρυφερή και ανήσυχη ταυτόχρονα. H ίδια ματιά που πέφτει επάνω στα έργα του.

Ο Τέτσης θα επισημάνει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα –που είχε την ιδέα, τον συντονισμό και έγραψε τα κείμενα της έκθεσης στο ΚΠΙΣΝ– προσπάθησε «να παραμείνει πιστός σε δυο ερωμένες: στη ζωγραφική του βλέμματος, που έχει να αναμετρηθεί με ένα αμείλικτο φως, και στη ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου. Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική».

Η προσπάθειά του να αποδώσει το ελληνικό φως είναι σύμφυτη με το δικό του εσωτερικό  φως που το αφήνει να ξεχειλίζει και που σε παρασύρει στα δαιδαλώδη δρομάκια της δημιουργίας έως ότου φθάσει στο «ξέφωτο», όποιο και να είναι αυτό, με την πληθώρα, την ποικιλία και την ποιότητα που το ανταμώνουμε στους πίνακές του.

Διακόσια δέκα έργα κληροδότησε ο Παναγιώτης Τέτσης στην Εθνική Πινακοθήκη, με συνοδευτική επιστολή που ζητούσε το 20% αυτών των έργων να εκποιηθεί προκειμένου να αγοραστούν έργα άλλων καλλιτεχνών που λείπουν από τις συλλογές της. Σπάνια οι όροι ενός κληροδοτήματος διαθέτουν αυτή την υψηλοφροσύνη, τη γενναιοδωρία, την πρόταξη του εθνικού έναντι του προσωπικού· αρετές που χαρακτήριζαν τον Υδραίο ζωγράφο.

Το τετραήμερο πρόγραμμα «Metamorphosis. Το ΚΠΙΣΝ στον Κόσμο» μας προσκαλούσε μ’ αυτά τα λόγια: «Μπορούμε να γίνουμε, κυριολεκτικά, άλλοι άνθρωποι; Μπορούμε να αλλάξουμε τον νου, τα συναισθήματα, τον τρόπο που σκεφτόμαστε και υπάρχουμε μέσα στον κόσμο; Η απάντηση είναι, αναμφισβήτητα, ναι».

Γνωρίζουμε, ωστόσο, πόσο μόχθο, πειθαρχία και αδιάλειπτη καθημερινή προσπάθεια απαιτεί αυτό το «ναι». Αλλά εκεί μπροστά στα έργα του Παναγιώτη Τέτση μας παρηγορούσε και μας ενθάρρυνε εκείνη η βάρκα που, μέσα στη μοναξιά της, στα σκούρα νερά της θάλασσας τα κατάφερνε να αφήσει τη φωτεινή ανταύγειά της.

 

Δρ Γεωργία Κακούρου Χρόνη

Έργα του Παναγιώτη Τέτση περίμεναν τους επισκέπτες στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
1 / 5
Σημειώσεις
  1. Τίτλος του άρθρου: «Empty gesture? Renzo Piano’s €600m cultural Acropolis for austerity Athens. It was launched to great fanfare. But now the 20-hectare temple to culture stands vacant, its shelves built for 2 million books empty, its gates locked. Can this wildly ambitious civic gesture succeed?» https://www.theguardian.com/artanddesign/2016/jun/28/stavros-niarchos-foundation-cultural-centre-renzo-piano-athens