Στο παρόν άρθρο, συγκεντρώνονται και παρουσιάζονται όλοι οι αναλυτικά δημοσιευμένοι τάφοι της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου από τις νεκροπόλεις της Κνωσού. Ο λόγος για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ότι ύστερα από 112 έτη συνεχών ερευνών στην περιοχή και μετά τον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά στοιχεία έχουν χαθεί ή μετατοπιστεί [σημ. 1] . Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις, έχουν αλλάξει ακόμη και τα τοπωνύμια. Ένα παράδειγμα είναι η παλαιά περιοχή του Τεκέ (ή Τεκκέ) που πλέον είναι συνοικία της κρητικής πρωτεύουσας, με την ονομασία Αμπελόκηποι [σημ. 2] . Ταυτοχρόνως, το άρθρο αυτό αποτελεί μια ιστορική επισκόπηση των ανασκαφών στην περιοχή. Ωστόσο, η σημαντικότερη συνεισφορά του θα μπορούσε να είναι το να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για όσους επιθυμούν να διεξάγουν συγκειμενική (contextual) έρευνα, καθώς μία από τις κυριότερες παραμέτρους της συγκειμενικής προσέγγισης στην αρχαιολογία είναι η χρήση όλων των στοιχείων ενός συγκεκριμένου αρχαιολογικού πλαισίου [σημ. 3] . Μια άλλη πτυχή του άρθρου αυτού αφορά τη χρήση των τάφων της Εποχής του Χαλκού κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Από τις αρχές των ανασκαφών του Έβανς και παρά τη διεθνή απήχηση που γνώρισε η ανακάλυψή του, η Κρήτη της Χαλκοκρατίας και οι Μινωίτες της δεν αποτελούσαν τον μοναδικό πόλο ενδιαφέροντος των ερευνητών στην Κνωσό. Την ίδια σχεδόν στιγμή που ο Έβανς έφερνε στο φως τα πρώτα τμήματα τοιχογραφιών από το «ανάκτορο» της Εποχής του Χαλκού, ο διευθυντής της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, David Hoggarth, διενεργούσε έρευνες που αφορούσαν ταφικά κτίσματα. Αν και κύριος στόχος του Hoggarth ήταν να βρει τους τάφους που σχετίζονταν με τη μινωική ιεραρχία (Coldstream 2002, σ. 202· Hoggarth 1899-1900, σ. 82-85), τελικά ανακάλυψε ένα σύνολο έξι τάφων (ένα λακκοειδή, τέσσερεις θαλαμωτούς και πιθανότατα ένα θολωτό) , για τους οποίους συνέταξε μία προκαταρκτική αρχαιολογική έκθεση αναφερόμενος σε «γεωμετρικούς» τάφους (στο ίδιο).
Ο Coldstream, βασιζόμενος στη σύντομη περιγραφή του Hoggarth και σε κάποιες σημειώσεις του Welch σχετικά με την κεραμική (Welch 1899-1900, σ. 85-92), επιχείρησε να ταυτίσει τις σημειώσεις με τα σωζόμενα κεραμικά, που σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, προκειμένου να γράψει μια πιο λεπτομερή έκθεση. Παρ’ όλα αυτά, υποψιάστηκε, όπως είχε κάνει και ο Έβανς, ότι η κατασκευή των τάφων και η πρώτη χρήση τους ανήκε στη μινωική περίοδο (Coldstream 2002, σ. 216). Με τα στοιχεία που κατόρθωσε να συγκεντρώσει από την κεραμική, χρονολόγησε τους τάφους, με βάση το αρχαιολογικό τους πλαίσιο, από την Υπομινωική περίοδο μέχρι τη μετάβαση από την Όψιμη Γεωμετρική και την Πρώιμη Ανατολίζουσα περίοδο (στο ίδιο).
Εκτός από τον Hoggarth, και ο Έβανς ανέσκαψε δύο τάφους της Εποχής του Σιδήρου στην περιοχή της Κεφάλας (μεταξύ του «παλατιού» της Εποχής του Χαλκού και των Ισοπάτων) το 1907. Είκοσι χρόνια αργότερα άλλοι δύο ανασκάφηκαν από τον Payneστην ίδια περιοχή (Hood – Smyth 1981). Κανένας από τους τάφους και τις ταφές τους δεν έχει δημοσιευθεί αναλυτικά – γνωρίζουμε μόνο ότι χρονολογούνται από τα Πρωτογεωμετρικά χρόνια ως την Ανατολίζουσα περίοδο (στο ίδιο). Όπως συνέβη και με τους τάφους που έφερε στο φως ο Hoggarth, έτσι και σε αυτή την περίπτωση η χρονολόγηση των θαλαμωτών τάφων βασίστηκε στα ευρήματα που ανακαλυφθήκαν μέσα σε αυτούς, εφόσον δεν είναι βέβαιο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν οι τάφοι κτίστηκαν στην Υπομινωική περίοδο ή παλαιότερα.
Μια ανακάλυψη που συνηγορεί υπέρ της θεωρίας της επανάχρησης των τάφων στην ίδια περιοχή έγινε το 1958. Άλλος ένας θαλαμωτός τάφος που ήρθε στο φως αποδείχθηκε πως περιείχε μία και μοναδική ταφή και χρονολογήθηκε στη Μέση Πρωτογεωμετρική περίοδο από τον Coldstream (1964, σ. 38). Η κατασκευή του τάφου, ο μακρύς δρόμος του με τοιχώματα που είχαν ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό και ο σχεδόν τετράγωνος θάλαμος χρονολογήθηκαν στην Όψιμη Μινωική ΙΙΙ περίοδο (στο ίδιο). Επίσης, ξανά στην ίδια περιοχή, ο Hoggarth και ο Payne έφεραν στο φως άλλους δύο θαλαμωτούς τάφους των όψιμων μινωικών χρόνων (Hood – Smyth 1981, σ. 37) πράγμα που φανερώνει πως στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχε νεκροταφείο και πριν από την Εποχή του Σίδηρου.
Σε απόσταση 1,5 χλμ. δυτικά των τάφων αυτών και βορειοδυτικά του ανακτόρου της Εποχής του Χαλκού βρίσκεται το προάστιο του Ηρακλείου Άγ. Ιωάννης. Εκεί η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε σταδιακά στο φως ένα νεκροταφείο με δεκατέσσερις θαλαμωτούς τάφους που περιείχαν ταφές από την Υπομινωική έως την Όψιμη Πρωτογεωμετρική περίοδο (Boardman 1960, σ. 143). Έξι από αυτούς ανασκάφηκαν από τον Hutchinson, τέσσερις από τον Dunbabin και ένας από τον Χρ. Πέτρου (Hood– Smyth 1981, σ. 34). Δύο από αυτούς καταστράφηκαν και ένας άλλος γνώρισε φθορές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (στο ίδιο). Ο Boardman κατάφερε να μελετήσει και να δημοσιεύσει οκτώ από αυτούς ύστερα από μια δεύτερη ανασκαφή στην περιοχή το 1953 (1960, σ. 128). Μόνον οι οκτώ αυτοί τάφοι θα συμπεριληφθούν στην παρούσα μελέτη, καθώς οι υπόλοιποι δεν έχουν δημοσιευθεί αναλυτικά και το υλικό που βρέθηκε σε αυτούς είτε χάθηκε είτε τοποθετήθηκε σε άλλη θέση κατά τη διάρκεια του πολέμου και δεν μπορεί πλέον να ταυτιστεί.
Στα βόρεια ακριβώς του νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννη, έξω από την περιοχή που βρισκόταν στη δικαιοδοσία της Βρετανικής Σχολής, υπάρχει το Ατσαλένιο, ένα άλλο προάστιο του Ηρακλείου. Εκεί, βρέθηκε σημαντικός αριθμός τάφων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου από τις ελληνικές αρχαιολογικές υπηρεσίες, όμως δύο μόνο δημοσιεύθηκαν αναλυτικά από τον Δαβάρα (Davaras1968, σ. 133-146). Άλλος ένας αναφέρεται από τον Ν. Πλάτωνα το 1958 και τέσσερις (οι τρεις εκ των οποίων έχουν σοβαρές φθορές) αναφέρονται από την τοπική αρχαιολογική υπηρεσία το 1979 (Kourou – Karetsou1998).
Ο Δαβάρας θεωρεί ότι οι τάφοι αυτοί, μαζί με κάποιους άλλους (αδημοσίευτους) ανήκαν σε νεκροταφείο που θα πρέπει να ήταν το βορειότερο από εκείνα της Κνωσού (στο ίδιο, σ. 142). Οι Coldstream και Catling, από την άλλη μεριά, επιμένουν ότι οι τάφοι αυτοί, όπως είχε ισχυριστεί άλλωστε και ο Αλέξιου(1950, 296) συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Αγίου Ιωάννη, δεν προορίζονταν για τους κατοίκους που ζούσαν στον κεντρικό οικισμό της Κνωσού (1996, σ. 714) αλλά σε μικρότερες περιφερειακές κόμες. Το πρόβλημα με τα προάστια Ατσαλένιο, Μασταμπάς και Κατσαμπάς είναι ότι πλέον αποτελούν τμήματα της πόλης του Ηρακλείου, όπου τίποτε σχεδόν δεν γνωρίζουμε για το παρελθόν της στην Εποχή του Σιδήρου, εκτός από ορισμένους θαλαμωτούς τάφους. Ο Boardman αναφέρεται στο πρόβλημα αυτό και διατυπώνει την άποψη πως, εάν όλοι αυτοί οι τάφοι είχαν κατασκευαστεί κατά την Εποχή του Χαλκού, τότε στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ίσως να επαναχρησιμοποιήθηκαν από τον κεντρικό οικισμό της Κνωσού (Boardman 1960, σ. 143).
Μια ανακάλυψη που ίσως επιβεβαιώνει την υπόθεση του Boardman είναι αυτή ενός θαλαμωτού τάφου που βρέθηκε μεταξύ του νεκροταφείο του Αγ. Ιωάννη και των τάφων που είχε αποκαλύψει ο Hoggarth στην Κεφάλα. Ο συγκεκριμένος τάφος ανασκάφθηκε από τον Hawkesτο 1959, και ανήκει στην Όψιμη Μινωική ΙΙ περίοδο (χρονολόγηση που βασίστηκε σε ευρήματα κεραμικής και χάλκινων αντικειμένων). Περιείχε δύο υπομινωικές ταφές, ενός άνδρα και μίας γυναίκας (Hood– Coldstream 1968, σ. 209). Η δομή του τάφου (τετράγωνος θάλαμος, μακρύς δρόμος) τον τοποθετεί επίσης στην Όψιμη Μινωική ΙΙ περίοδο (στο ίδιο).
Νοτιότερα, σε μια άλλοτε αγροτική περιοχή, γνωστή με την ονομασία Τεκές και πλέον Αμπελόκηποι, βρέθηκαν οι περισσότεροι τάφοι της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου της Κνωσού. Στις ανασκαφές που διενεργήθηκαν τα τελευταία 100 χρόνια, οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως ένα μεγάλο αριθμό τάφων. Οι τάφοι σχηματίζουν μικρά ξεχωριστά σύνολα, αλλά, πιθανότατα, ανήκουν στο ίδιο νεκροταφείο. Η απόσταση του νεκροταφείου αυτού από το ανάκτορο της Εποχής του Χαλκού και του οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου είναι περίπου 500μ.
Το βορειότερο σύνολο τάφων αυτού του εκτενούς νεκροταφείου βρίσκεται στο Χανιαλλή Τεκέ (περιοχή Αμπελόκηποι). Αυτοί ανασκάφθηκαν από τον Hutchinsonτο 1940 (Hutchinson– Boardman 1954· Boardman 1967), ο οποίος βρήκε έναν θολωτό τάφο πιθανότατα της Όψιμης Εποχής του Χαλκού (Kotsonas 2006, σ. 150· Hutchinson – Boardman 1954, σ. 222) και άλλους δύο τάφους με σχεδόν τετράγωνους θαλάμους. Σύμφωνα με τα κεραμικά ευρήματα, χρονολογήθηκαν στην Πρωτογεωμετρική ΙΙ έως την Πρώιμη Ανατολίζουσα περίοδο (Hutchinson – Boardman 1954, σ. 220· Boardman 1967, σ. 59).
Ο Boardman (1967, σ. 57-67) πρότεινε πως τα χρυσά κοσμήματα από τον θολωτό τάφο καθώς και άλλα Ανατολικής προέλευσης κτερίσματα και αντικείμενα [σημ. 4] ίσως να ανήκαν σε τεχνίτη από την Εγγύς Ανατολή και την οικογένειά του. Η υπόθεση αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από την (1997, σ. 191-234) και τον Κοτσώνα (Kotsonas2006, σ. 149-172) λόγω της κοινωνικής ιεραρχίας: Η Hoffmanκάνει αναφορά στη διαφορά των ταφικών εθίμων μεταξύ Κνωσού και Μέσης Ανατολής και ο Κοτσώνας τονίζει τη σχέση ανάμεσα στην κυκλοφορία των μετάλλων και τον έλεγχό τους από την άρχουσα τάξη της περιοχής.
Σε απόσταση περίπου 100 μ. από τους τάφους του Χανιαλλή Τεκέ υπάρχει μια ομάδα δεκατριών τάφων, γνωστών, στη μελέτη του Βόρειου Νεκροταφείου της Κνωσού (Coldstream– Catling 1996), ως οι τάφοι του Τεκέ (TekeTombs). Οι πρώτοι από αυτούς αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου: Το 1943, στρατιώτες της Βέρμαχτ, ενώ έκτιζαν ένα αντι-αεροπορικό καταφύγιο, ανακάλυψαν τυχαία τους δρόμους δύο θαλαμωτών τάφων (Coldstream– Catling 1996, σ. 9). Ο Ν. Πλάτων, διευθυντής της τοπικής αρχαιολογικής υπηρεσίας, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς αξιωματούχους για τα ευρήματα της ανασκαφής, κατόρθωσε να αποκαλύψει τους δύο τάφους και, με βάση τα ευρήματα, τους χρονολόγησε στην περίοδο μεταξύ πρωτογεωμετρικών χρόνων και Ανατολίζουσας περιόδου (Hood – Smyth 1981, σ. 36). Οι υπόλοιποι τάφοι ανασκάφθηκαν από τους Sackett, Popham και Howellτο 1975-76, κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών (Coldstream– Catlinng 1996, σ. 1-3). Για άλλη μια φορά, η χρονολόγηση των τάφων ήταν ίδια με εκείνων που είχαν ανασκαφθεί από τον Ν. Πλάτωνα.
Ανατολικά της θέσης αυτής, βρίσκεται το σημείο όπου το 1978 άρχισε ο σχεδιασμός για την ανέγερση της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κρήτης, βόρεια του Βενιζέλειου Νοσοκομείου [σημ. 5] . Αυτός ήταν προφανώς και ο λόγος που διενεργήθηκε εκτενής σωστική ανασκαφή (στο ίδιο). Η παλαιά συμφωνία για την προτεραιότητα που είχε η Βρετανική Σχολή για τις έρευνες στην πρώην ιδιοκτησία του Έβανς ήταν ακόμη σε ισχύ. Μέσα σε επτά μήνες, είκοσι τουλάχιστον Βρετανοί ερευνητές (οι οποίοι δεν ειδικεύονταν στις σωστικές ανασκαφές) ολοκλήρωσαν τις έρευνες. Η θέση αυτή έμεινε γνωστή ως η Ιατρική Σχολή της Κνωσού (Knossos Medical Faculty ή KMF). Εκεί, βρέθηκαν και ανασκάφηκαν τουλάχιστον 310 τάφοι από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, την Ελληνιστική, τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο. 70 θαλαμωτοί τάφοι και 20 άλλων τύπων (λακκοειδείς, λαξευτοί, φρεατοειδείς) χρονολογήθηκαν από την Υπομινωική περίοδο έως την Όψιμη Ανατολίζουσα (Coldstream – Catling 1996). Αναφορικά ταφικά έθιμα, βρέθηκαν τόσο καύσεις όσο και ο ενταφιασμοί με τις πρώτες να κυριαρχούν μετά τα μέσα του ένατου αιώνα (Cavanagh 1996, σ. 652-675).
Εκατό μέτρα νοτιότερα υπάρχει σύνολο τάφων με την ονομασία «Φορτέτσα 1967», το οποίο επίσης μελετήθηκε από Βρετανούς αρχαιολόγους τον Σεπτέμβριο του 1967 (Coldstream – Catling 1996, σ. 284). Βρέθηκαν ίχνη δέκα θαλαμωτών τάφων, όλοι τους συλημένοι (στο ίδιο). Στην ίδια θέση, τουλάχιστον άλλοι τρεις τάφοι ήρθαν στο φως από τους Payneκαι Blakway το 1933. Ο Hoodανακάλυψε το 1953 άλλους τρεις συλημένους θαλαμωτοί τάφους,. Ένας περιείχε αγγείο της γεωμετρικής περιόδου, ο δεύτερος ενταφιασμούς με χάλκινες περόνες και ο τρίτος ήταν κενός (Hood – Smyth 1981, σ. 38).
Οι παραπάνω τάφοι που αποκαλύφθηκαν το 1967 ονομάστηκαν «Φορτέτσα 1967» και εκείνοι που βρέθηκαν από τον Payneεπίσης ονομάστηκαν Φορτέτσα, επειδή βρίσκονταν ανάμεσα στον Τεκέ και το χωριό της Φορτέτσα (πολύ πιο κοντά στον Τεκέ ωστόσο). Οι ανακαλύψεις του Payneσυμπεριλήφθηκαν στην έκδοση για τη Φορτέτσα του Brock (1954). Στο παρόν άρθρο, τα δύο αυτά ταφικά σύνολα θα ονομαστούν ΒΑ Φορτέτσα [σημ. 6] (Βορειοανατολικά της Φορτέτσας) για να μην συγχέονται με ένα άλλο νεκροταφείο νοτιοανατολικά του χωριού Φορτέτσα. Οι Coldstream και Catling επιμένουν ότι οι τάφοι της ΒΑ Φορτέτσας ήταν το νοτιότερο όριο ενός εκτενούς νεκροταφείου που περιλάμβανε το νεκροταφείο των τάφων του Τεκέ, το νεκροταφείο της Ιατρικής Σχολής και το νεκροταφείο της ΒΑ Φορτέτσας (Coldstream – Catling 1996, σ. 285). Για το λόγο αυτόν πιθανότατα, περιέλαβαν όλες αυτές τις θέσεις στην έκδοση με τίτλο “Knossos North Cemetery” (KNC), επειδή αυτές οι θέσεις βρίσκονται βόρεια του Ανακτόρου της Εποχής του Χαλκού και βορειότερα του κύριου (αν όχι μοναδικού) οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Ο Coldstream ανέσκαψε άλλον ένα τάφο στην περιοχή Τεκέ, στον κήπο ενός σύγχρονου σπιτιού το 1959. Τουλάχιστον δύο θαλαμωτοί τάφοι εντοπίστηκαν σε κοντινή απόσταση και θα είχαν ανασκαφεί από τον Payneτο 1927 (Hood – Smyth 1981, σ. 37). Δεν έχουν δημοσιευθεί ωστόσο. Αυτοί οι τάφοι, μαζί με τους τάφους του Χανιαλλή Τεκέ, δεν περιλαμβάνονται στην έκδοση για το Βόρειο νεκροταφείο της Κνωσού, όμως, αν κρίνει κανείς από τη θέση τους, αναμφισβήτητα ανήκαν σε αυτό. Οι Coldstream και Catling ισχυρίζονται επίσης, με βάση αδημοσίευτες έρευνες, ότι το βόρειο άκρο του νεκροταφείο ίσως βρισκόταν ακόμη πιο μακριά από το σύνολο του Χανιαλλή Τεκέ (1997, σ. 714).
Έξω από την περιοχή του Τέκε, στα νοτιοανατολικά του χωριού Φορτέτσα βρίσκεται άλλο ένα νεκροταφείο, που δημοσιεύθηκε από τον Brockτο 1957 και όπου διενήργησαν ανασκαφές Έλληνες και Βρετανοί αρχαιολόγοι από το 1933 έως το 1935. Η ΝΑ Φορτέτσα βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές του λόφου της Μοναστηριακής Κεφάλας (ή η επονομαζόμενη ακρόπολη της Κνωσού), που υψώνεται πάνω από τη βίλα Αριάδνη δυτικά του Ανακτόρου (Brock 1957, σ. 1). Η απόστασή του από το ανάκτορο και τον οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου είναι μικρότερη από 1 χλμ.
Στην περιοχή αυτή, ο Νικόλαος Πλάτων, στην αρχή ως βοηθός και ύστερα ως διευθυντής της τοπικής αρχαιολογικής υπηρεσίας, διενήργησε την πρώτη σωστική ανασκαφή το 1933 και έφερε στο φως δύο θαλαμωτοί τάφους. Οι έρευνές του, στο πλαίσιο συμφωνίας ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και τη Βρετανική Σχολή Αθηνών, συνεχίστηκαν από τους Payne, Blakeway και Brock σε δύο διαδοχικές αρχαιολογικές περιόδους από το 1933 έως το 1935. Συνολικά, αποκαλύφθηκαν 17 τάφοι. Εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου των Payneκαι Blakeway, ο Brockολοκλήρωσε την έρευνα και δημοσίευσε μόνος το υλικό. Ύστερα από σχολαστική μελέτη χιλιάδων αγγείων, κατάφερε να τεκμηριώσει μια χρονολόγηση στην Εποχή του Σιδήρου της Κνωσού και της κεντρικής Κρήτης, η οποία έκτοτε ελάχιστα τροποποιήθηκε (Whitley 1998, σ. 612). Ο Brockχώρισε το νεκροταφείο σε τρεις διαφορετικές υποομάδες, σύμφωνα με τη θέση τους. Αυτή η θέση στην παρούσα εργασία θα αναφέρεται ως ΝΑ Φορτέτσα. Στην ίδια δημοσίευση (1957) όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Brockπεριέλαβε τρεις τάφους που ο Payneκαι ο Blackway ανέσκαψαν το 1933 στη θέση της ΒΑ Φορτέτσας.
Στα νοτιοδυτικά της ΝΑ Φορτέτσας, δεν βρέθηκαν άλλοι τάφοι. Στα νοτιοανατολικά, αντιθέτως, υπάρχει θαλαμωτός τάφος στις βόρειες πλαγιές του λόφου Γυψάδες, που ανασκάφηκε και δημοσιεύθηκε από τον Coldstream (Coldstream κ.ά. 1981, σ. 142-165). Σε κοντινή απόσταση, στις νότιες πλαγιές του λόγου, υπάρχουν πιθανότατα κι άλλοι θαλαμωτοί τάφοι, οι οποίοι ήρθαν στον φως και στη συνέχεια λεηλατήθηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς ή από τους ντόπιους κατοίκους (Hood– Smyth1981, σ. 59· Coldstream κ.ά. 1981, σ. 142-165). Επομένως, ίσως υπήρχε νεκροταφείο στην περιοχή αυτή την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Ο Coldstream πίστευε ότι θα ήταν το νοτιότερο νεκροταφείο της Κνωσού των πρώιμων ιστορικών χρόνων (Coldstream– Catling 1996, σ. 714· Coldstream 2006, σ. 586).
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ένα νεκροταφείο όψιμων μινωικών θαλαμοειδών τάφων αποκαλύφθηκε επίσης σε ψηλότερο σημείο του λόφου Γυψάδες (Hoodκ.ά. 1958-59, σ. 194-262). Ίσως οι τάφοι αυτοί να επαναχρησιμοποιήθηκαν μετά την Εποχή του Χαλκού. Στον θαλαμοειδή τάφο VII, που πιθανότατα είναι ο νεότερος τάφος του νεκροταφείου, ένα σιδερένιο μαχαίρι βρέθηκε σε μια λάρνακα (Όψιμη Μινωική IIB 2 περίοδος;) μαζί με μια ομάδα υπομινωικών αγγείων. Ακόμη, στον τάφο VIAβρέθηκε ψευδόστομος αμφορέας. Στους τάφους αυτούς βρέθηκαν τρεις σκελετοί. Ο Catling τοποθετεί (1996, σ. 17) τους τάφους VIκαι VIIστην Υπομινωική περίοδο, παρόλο που οι ανασκαφείς δεν αναφέρουν πουθενά ότι πρόκειται πράγματι για υπομινωικές ταφές και, καθώς όλες οι ταφές στους τάφους του νεκροταφείου αυτού είναι ενταφιασμοί, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς πιο συγκεκριμένα (Hoodκ.ά. 1953-54, σ. 208-210, 226). Ο Coldstream δεν συγκαταλέγει αυτούς τους δύο τάφους στους αμιγώς μετα-μινωικούς τάφους. Την ίδια στιγμή, όμως, θεωρεί αυτές τις ταφές υπομινωικές (2000, σ. 295, σημ. 75) οπότε είναι δύσκολο να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα.
Άλλο ένα μινωικό νεκροταφείο επαναχρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους της Κνωσού της Πρώιμης Ανατολίζουσας περίοδο, το Μαύρο Σπήλιο (μεγάλο, τεχνητό σπήλαιο που περιείχε θαλαμωτους τάφους). Βρίσκεται στα ανατολικά του ανακτόρου σε απόσταση περίπου 500 μ. Όλοι οι θαλαμωτοί τάφοι που έφεραν στο φως ο Έβανς και ο Fordsyke το 1926-27 ανήκαν είτε στους μέσους είτε στους όψιμους μινωικούς χρόνους. Σε τρεις από αυτούς, ο Forsdyke βρήκε πολλά «γεωμετρικά» αγγεία πάνω από τα ταφικά στρώματα της Μινωικής περιόδου, όπου περιέχονταν και οστά βρεφών (Coldstream 2000a, σ. 291-294· Hood – Smyth 1981, σ. 53· Forsdyke 1926-27, σ. 243-296). Ο Coldstream μελέτησε τα υπόλοιπα αγγεία που αποκάλυψε στο Μουσείο του Ηρακλείου (στο ίδιο). Χρονολόγησε την κεραμική στην Πρώιμη Ανατολίζουσα περίοδο και ερμήνευσε τις ταφές ως μερικές από τις τελευταίες της Κνωσού πριν από το 630 π.Χ., όπου παύουν να υπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα ταφικών τελετών μέχρι την Ελληνιστική περίοδο (στο ίδιο, σ. 295).
Τέλος, υπάρχουν ευρήματα που αφορούν τάφους της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι οποίοι ήρθαν στο φως στην περιοχή του πρώην ανακτόρου και πιθανότατα εντός του οικισμού της Εποχής του Σιδήρου. Η πρώτη περίπτωση αφορά μία τεφροδόχο (πολύχρωμος πίθος) που έφερε στο φως ο Έβανς κατά τις έρευνές του στο σύγχρονο χωριό (βόρειο όριο του οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου), αλλά δεν βρέθηκε τάφος. Άλλη περίπτωση είναι ένας κωδωνόσχημος κρατήρας της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής που περιείχε έντεκα μικροσκοπικά αγγεία κατάλληλα για παιδικές ταφές. Ο κρατήρας αυτός ανακαλύφθηκε από έναν εργάτη. Ο Coldstream διενήργησε ανασκαφή, αλλά δεν βρήκε τίποτε σχετικό με ταφικές τελετές (στο ίδιο, σ. 295 κ.ε., 77). Τέλος, έξω από τη βόρεια είσοδο του Ανακτόρου, ο Έβανς βρήκε πρωτογεωμετρικά όστρακα και μία ωοειδούς μορφής κατασκευή που έμοιαζε με τάφο. Ο Mackenzie, από την άλλη μεριά, ερμήνευσε την κατασκευή ως φούρνο (Coldstream 2000a, σ. 295). Μέχρι στιγμής, δεν έχει βρεθεί κάτι που να υποδηλώνει με απόλυτη βεβαιότητα ταφές εντός του οικισμού.
Συμπέρασμα
Ελπίζω να έγινε σαφές ότι ακόμη και μια απλή αναφορά των νεκροταφείων της Κνωσού δεν είναι εύκολη ούτε ασήμαντη υπόθεση. Μπορεί ωστόσο να αποτελέσει έναυσμα για μια αρχαιολογική προσέγγιση που θα θέτει ως στόχο την μελέτη μιας αρχαίας κοινωνίας έξω από παραδοσιακά ιστορικά πλαίσια. Στη συνέχεια, παραθέτω μια σύντομη απαρίθμηση των τάφων και των νεκροταφείων που θεωρώ πως θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη σε μια συγκειμενική ανάλυση σχετικά με την Κνωσό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου:
1) Οι ταφικές θέσεις βόρεια του ανακτόρου της Κνωσού της Εποχής του Χαλκού , που περιλαμβάνουν τον Χανιαλλή Τεκέ, τον Τεκέ, εκείνο της Ιατρικής Σχολής και της ΒΑ Φορτέτσας. Μεμονωμένες ταφές που βρέθηκαν στα όρια αυτής της περιοχής επίσης θα έπρεπε να περιληφθούν. Όλες αυτές οι θέσεις συγκροτούν πιθανότατα το Βόρειο Νεκροταφείο της Κνωσού, το κύριο δηλαδή νεκροταφείο της πόλης, με μεγαλύτερο τμήμα εκείνο της Ιατρικής Σχολής.
2) Οι τάφοι στον Άγιο Ιωάννη, εφόσον ανήκουν πιθανότατα στον κύριο οικισμό παρά τη μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει από αυτόν και από το κεντρικό νεκροταφείο.
3) Οι τάφοι του Ατσαλένιου, που ίσως ήταν το βορειότερο νεκροταφείο του οικισμού. Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας της έλλειψης περισσότερων δημοσιευμένων αρχαιολογικών στοιχείων, πρόκειται για απλή υπόθεση εργασίας [σημ. 7].
4) Οι τάφοι της ΝΑ Φορτέτσας, καθώς, όπως έχουν δείξει οι μελέτες, συνδέονται με τον κύριο οικισμό και όχι με άλλους. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για σαφώς ξεχωριστό νεκροταφείο από το Βόρειο Νεκροταφείο.
5) Οι τάφοι στο λόφο της Κεφάλας, επειδή σχηματίζουν μια συστάδα τάφων που περιέχουν (υπομινωικές) ταφές των οποίων η χρονολόγηση φτάνει την πρωιμότερη του Βόρειου Νεκροταφείου. Μένει να δει κανείς αν και οι τάφοι αυτοί ανήκουν στο ίδιο νεκροταφείο (η περιοχή ανάμεσα στο Βόρειο Νεκροταφείο και το λόφο της Κεφάλας δεν έχει ανασκαφεί ακόμη, ούτε έχει ερευνηθεί ενδελεχώς λόγω της εντατικής καλλιέργειας της γης).
6) Οι δύο επαναχρησιμοποιημένοι τάφοι της Όψιμης Μινωικής ΙΙΙ περιόδου στους Επάνω Γυψάδες, που κατά πάσα πιθανότητα περιέχουν υπομινωικές ταφές.
7) Ο θαλαμωτος τάφος του λόφου των Κάτω Γυψάδων, επειδή είναι ο μόνος δημοσιευμένος τάφος νότια της Κνωσού σε μια περιοχή κοντά στον οικισμό της Εποχής του Σιδήρου.
8) Οι τρεις τάφοι του νεκροταφείου της Όψιμης Μινωικής στο Μαύρο Σπήλιο, οι οποίοι επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά την Όψιμη Γεωμετρική περίοδο.
Βύρων Αντωνιάδης, Υποψήφιος διδάκτωρ Αρχαιολογίας
Πτυχίο και Μεταπτυχιακό στην Αρχαιολογία, Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ
Μεταπτυχιακό στην Αρχαία Ιστορία της Μέσης Ανατολής, Πανεπιστήμιο Πομπέου Φάμπρα