Δημοσιεύσεις
από Δρ Στέλλα Μουζακιώτου Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
  Free Member
Η Τέχνη της ξυλογλυπτικής ρυθμού Μπαρόκ και ο συμβολισμός της σε μνημεία της Μεσσηνίας
Έρευνα για την ξυλογλυπτική τέχνη της Μεσσηνίας
View all

Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα διακοσμητικά στοιχεία της ξυλογλυπτικής τέχνης (εικ. 1) έλκουν την καταγωγή τους από την παλαιοχριστιανική εποχή και στη συνέχεια από τη βυζαντινή, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι έχουν συντελεστεί σημαντικές μεταβολές που ταυτίζονται κυρίως με το πνεύμα και τον καλλιτεχνικό ρυθμό των διαφόρων ιστορικών περιόδων και κυρίως με τους ρυθμούς που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στη Δύση κατά την περίοδο της Αναγέννησης και του Μπαρόκ.
Η λεπτομερής εξέταση ορισμένων στοιχείων αποσκοπεί στη διερεύνηση της εξελικτικής πορείας τους μέχρι την τελική διαμόρφωσή τους και στην αναζήτηση της πηγής από την οποία τα εμπνεύστηκαν οι δημιουργοί. Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε και να αναλύσουμε τα διακοσμητικά τμήματα των τέμπλων μας σε συνδυασμό με το βυζαντινό παρελθόν και τους δυτικούς καλλιτεχνικούς ρυθμούς, οδηγούμαστε στην εξέτασή τους από τα χαμηλότερα σημεία προς την κορυφή, ακολουθώντας την αρχιτεκτονική λειτουργικότητα των μερών τους και σε σύγκριση πάντα με ανάλογα γλυπτά σύνολα του ιδίου γεωγραφικού χώρου, προγενέστερης ή μεταγενέστερης εποχής. Από τα ξυλόγλυπτα τέμπλα των ναών που ερευνούμε στον Μεσσηνιακό Ταΰγετο (ναός Αγίας Βαρβάρας Πηγών, Αγίων Ταξιαρχών Λαδά και του καθολικού της μονής Αγίας Τριάδος), μόνο αυτό της Αγίας Βαρβάρας Πηγών φέρει επιγραφή με τη χρονολόγησή του (1721), ενώ το αντίστοιχο στο ναό Ταξιαρχών Λαδά είναι εμφανές ότι προέρχεται από το ίδιο εργαστήριο και μάλιστα αποτελεί διακοσμητική εξέλιξη της τεχνοτροπίας του.

Α. Το κατώτερο τμήμα του τέμπλου
α. Θωράκια. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού της Αγίας Βαρβάρας Πηγών παρουσιάζει τη γνωστή τριμερή καθ’ ύψος διαίρεση που χαρακτηρίζει τα μεταβυζαντινά τέμπλα [σημ. 1]. Η διάρθρωση του ξυλογλύπτου στην κατώτερη ζώνη αποτελείται από δέκα στύλους τετράγωνης τομής που φέρουν γλυπτό διάκοσμο. Η βάση τους διαμορφώνεται από σαρκώδη φύλλα, τα οποία έχουν τοποθετηθεί παρατακτικά και από τα οποία «φύονται» κατακόρυφοι βλαστοί. Αυτά κατά διαστήματα αναπτύσσουν μικρούς ελικοειδείς κλώνους και λεπτά φύλλα με οξεία κορύφωση. Η διακόσμηση των πεσσίσκων συμπληρώνεται με την παρουσία ευλύγιστων ερπετών-φιδιών με μικρά κέρατα και ανοιχτό στόμα, που τυλίγονται γύρω από το βλαστό και τοποθετούνται αντικριστά. Εμφανίζονται ως δύναμη του πονηρού και το μέσο διά του οποίου ο διάβολος πλησίασε τον άνθρωπο (Αδάμ-Εύα), ως φθοροποιός δύναμη που αποσκοπεί στην καταστροφή του ανθρώπου αλλά και ως ράβδος-όφις του Μωυσή [σημ. 2] που συμβολίζει τη θαυματουργική δύναμη του Θεού, τη συντριβή του διαβόλου που κατανικήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Πρόκειται λοιπόν για μια αμφίσημη ερμηνεία του συμβολικού αυτού θέματος, με συμπόρευση της αγαθής και διαβολικής του σημειολογικής χροιάς.
Ο γλυπτός διάκοσμος της κατώτερης ζώνης του τέμπλου του ναού Ταξιαρχών Λαδά παρουσιάζει εμφανή τεχνοτροπική συγγένεια με την αντίστοιχη ζώνη του ναού της αγίας Βαρβάρας. Και εδώ η διάρθρωση είναι τριμερής, με τρία ανοίγματα, της Ωραίας Πύλης, της Προθέσεως και του Διακονικού. Η βάση των δέκα στύλων καλύπτεται από ξύλινη επένδυση που δεν έχει διακοσμηθεί, ενώ σ’ αυτούς που περιβάλλουν τις θύρες του Ιερού διακρίνουμε τους γνωστούς κατακόρυφους βλαστούς με άνθος ασφοδέλου, πάνω στους οποίους έχουν τυλιχθεί φίδια με ανοιγμένο στόμα και μικρά κέρατα. Κατά τη μυθολογία ο ασφόδελος αποτελούσε έμβλημα του θεού Διόνυσου. Σύμφωνα με τις πηγές, στον άλλο κόσμο, o Άδης υποδέχεται τις αδύνατες μορφές των πεθαμένων στον «ασφόδελο λειμώνα», ένα έρημο λιβάδι όπου φυτρώνουν ασφόδελοι. Σ’ αυτό το περιβάλλον ταιριάζει το ωχρό λουλούδι των κάμπων. Σ’ ένα από αυτά τα λιβάδια, γεμάτα από ασφοδέλους, όπως τα βλέπουμε και σήμερα σε απέραντες εκτάσεις στους λόφους και στις ακτές, συναντήθηκαν και οι ψυχές των ηρώων πού είχαν πέσει στην Τροία (Όμηρος, Οδ. 11.539-24.3). Τα χειμωνιάτικα γυμνά κοτσάνια του ασφοδέλου τα συνέκριναν οι ποιητές με τις στρατιές των ψυχών που περιφέρονταν στις όχθες του Αχέροντα. Η δυσάρεστη μυρωδιά του φυτού, μαζί με τα άχαρα λουλούδια, ασφαλώς είχαν σχέση με τον ωχρό θάνατο και το λυκόφως του κάτω κόσμου. Το γεγονός ότι οι ρίζες του φυτού έχουν άμυλο, που είναι μια θρεπτική τροφή, ίσως να έκανε τους αρχαίους να πιστεύουν ότι φυτεύοντας τα συγκεκριμένα φυτά στα νεκροταφεία προσέφεραν στους νεκρούς μια έστω και πενιχρή τροφή στην τελευταία κατοικία τους. Στο ναό μας έχουν αποδοθεί σε σκουρόχρωμες αποχρώσεις πάνω σε σκοτεινό μπλε βάθος και είναι εμφανές ότι δεν έχουν επιχρυσωθεί στο κοντινό παρελθόν.
Από τα συνηθέστερα διακοσμητικά θέματα, που συναντούμε στη βάση των στύλων του τέμπλου και όχι τόσο στα επιζωγραφισμένα θωράκιά του, είναι τα ανθοδοχεία, από τα οποία φύονται ελικοειδείς βλαστοί με άνθος στο κέντρο. Τα δοχεία αυτά, έχοντας την ίδια μορφή, αναγνωρίζονται εύκολα σε παλαιοχριστιανικά έργα, όπως στα πόδια του θρόνου του Μαξιμιανού [σημ. 3], και επαναλαμβάνονται πολλές φορές σε οικοδομήματα, αλλά και έργα αργυροχοΐας, μικρογλυπτικής (πλαίσια, έπιπλα) και κεντητικής. Παλαιότερο γνωστό παράδειγμα της παρουσίας τους στα τέμπλα είναι αυτό του Αγίου Φανουρίου στο Βαλσαμόνερο Κρήτης [σημ. 4], απ’ όπου διαδόθηκε προφανώς στα Δωδεκάνησα με τα τέμπλα της Πάτμου και παράλληλα χρησιμοποιήθηκε σε άλλα κέντρα ξυλογλυπτικής στην Πελοπόννησο [σημ. 5], την Ήπειρο και την ευρύτερη Βαλκανική [σημ. 6]. Τα θωράκια που βρίσκονται στα δεξιά της Ωραίας Πύλης καλύπτονται από ζωγραφικά θέματα του ζωικού βασιλείου. Έτσι μέσα από σκοτεινό βάθος σε καφέ απόχρωση προβάλλουν δύο δικέφαλοι αετοί, που έχουν μαύρο χρώμα και έχουν τοποθετηθεί αντιθετικά. Ο αετός και ιδιαίτερα ο δικέφαλος, είναι γνωστό διακοσμητικό θέμα από τη βυζαντινή εποχή, πρώτα με κλειστές φτερούγες και από το 13ο αιώνα με ανοιχτές. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως οικόσημο επιφανών οικογενειών του μεσαίωνα και ως έμβλημα νεοτέρων κρατών και θεωρήθηκε μάλιστα ως κρυφό σύμβολο της αναστάσεως του Γένους μας [σημ. 7]. Έτσι πέρασε από τη λιθογλυπτική, την κεντητική και τη ζωγραφική, στην αργυροχοΐα, στην ξυλογλυπτική και στη μεταλλουργία.
Αν και αρκετά μεταγενέστερο των δύο προηγουμένων, το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού της μονής Αγίας Τριάδος στον Ταΰγετο Μεσσηνίας παρουσιάζει τη γνωστή τριμερή δομή, με δύο όμως ανοίγματα, της Ωραίας Πύλης και της Προθέσεως. Οι στύλοι της κατώτερης ζώνης είναι τετράγωνης τομής με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, αποτελούμενο από ελικοειδείς φυλλοφόρους κλάδους που εμπλουτίζονται κατά διαστήματα από εξαπέταλους ρόδακες. Στην περίπτωση του καθολικού δεν εντοπίζουμε το θέμα των φιδιών, που τυλίγονται γύρω από βλαστό με άνθος ασφοδέλου. Αντίθετα, και οι επτά πεσσίσκοι κοσμούνται με το ίδιο γλυπτό φυτικό θέμα, που έχει αποδοθεί με σκούρο χρώμα πάνω σε ανοικτό καφέ βάθος. Το τέμπλο αυτό έχει φιλοτεχνηθεί από τον καλλιτέχνη που διακόσμησε το αντίστοιχο ξυλόγλυπτο του καθολικού της μονής Δημιόβης στον Ταΰγετο Μεσσηνίας (1773) και μάλιστα το συγκεκριμένο προηγείται αυτού κατά μερικά χρόνια, όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλύοντας την επιγραφή που βρίσκεται στο επιστύλιο (1762).

β. Βημόθυρα. Δυστυχώς, το βημόθυρο της κεντρικής ή Ωραίας Πύλης του ναού της Αγίας Βαρβάρας δεν σώζεται, όπως δεν σώζεται φυσικά ούτε το βημόθυρο των δύο πλευρικών θυρών. Μέσα όμως από τη μελέτη και την παρουσίαση των γλυπτών στοιχείων που κοσμούν το βημόθυρο του ναού των Ταξιαρχών, μπορούμε να προσεγγίσουμε την τέχνη του ξυλογλύπτη που δημιούργησε και τα δύο τέμπλα των μνημείων αυτών, όπως θα αποδείξουμε ερευνώντας την τεχνοτροπία και τα επιμέρους θέματα που χρησιμοποιεί.
Το βημόθυρο του ναού Ταξιαρχών μας θυμίζει κατά πολύ το αντίστοιχο και μόνο σω¬ζόμενο μέλος του τέμπλου του καθολικού της μονής Σιδερόπορτας στον Ταΰγετο Μεσσηνίας, που πλέον φυλάσσεται στο Εκκλησιαστικό Μουσείο του Μητροπολιτικού Μεγάρου της Καλαμάτας [σημ. 8]. Αποτελείται από δύο φύλλα, διπλής κύρτωσης, με κάθετη πήχη στο άκρο του αριστερού, για να εξασφαλίζεται το τέλειο κλείσιμο, σε μορφή στριφτού κιονίσκου ή Σολωμονικού [σημ. 9]. Οι στριφτοί κίονες χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τα μέσα του 18ου αιώνα σε μεγάλο αριθμό ξυλογλύπτων στον ελληνικό χώρο και στο σύνολο των τέμπλων της Ρόδου, ως αποτέλεσμα της διείσδυσης του Μπαρόκ. Πρέπει να επισημανθεί ότι δεν έχουν απλώς διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά τεκτονική σκοπιμότητα, γιατί βοηθούν στη συνένωση διαφόρων τμημάτων του τέμπλου και στην καθ’ ύψος οργάνωσή του, προσφέροντας ανάταση. Ο συγκεκριμένος τύπος κιονίσκου εμφανίζεται και στην πήχη του βημοθύρου του καθολικού της μονής Δημιόβης, εκεί όμως από τη μέση και κάτω παύει να είναι στριφτός και υιοθετεί τη μορφή των ελισσόμενων βλαστών που συναντούμε και στους πεσσίσκους των θωρακίων του, μόνο που εδώ απολήγουν σε άνθος (μαργαρίτα). Αντίθετα, ο ίδιος τεχνίτης αφήνει ακόσμητη την πήχη του βημοθύρου της Αγίας Τριάδος [σημ. 10], η οποία φέρει κάθετες μόνο ραβδώσεις χωρίς οξύληκτη απόληξη.
Ο γλυπτός διάκοσμος του βημοθύρου του ναού των Ταξιαρχών είναι μάλλον έξεργος, ενώ το επάνω τμήμα του είναι διάτρητο και ιδιαίτερα περίτεχνο. Χωρίζεται σε δύο ζώνες με την απεικόνιση των δύο αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στο κατώτερο τμήμα να πλαισιώνονται από αρράβδωτους κιονίσκους με ελικοειδή απόληξη. Οι μορφές των αρχαγγέλων έχουν χρυσωθεί και τοποθετούνται πάνω σε διάτρητο σκουρόχρωμο βάθος, ολόσωμοι και ελαφρά στραμμένοι προς το κέντρο. Στην άνω ζώνη του βημοθύρου συναντούμε δύο δίπτυχες επιφάνειες που βρίσκονται κάτω από ανάγλυφα πολύλοβα τοξύλλια και στηρίζονται σε κιονίσκους που στέφονται από κιονόκρανα ιωνικού τύπου. Εσωτερικά διακρίνουμε τη γλυπτή σύνθεση του Ευαγγελισμού [σημ. 11].
Τα δίπτυχα και των δύο βημοθύρων επιστέφονται από ρόδακες μπλε χρώματος, που εγγράφονται σε χρυσό οδοντωτό κύκλο, και στο κέντρο τους διακρίνουμε βακχικά και αποτροπαϊκά προσωπεία σε αποχρώσεις του κόκκινου. Το διακοσμητικό αυτό θέμα σπανίζει σε τέμπλα του 17ου αιώνα, αντίθετα όμως η χρήση του γενικεύεται το 18ο αιώνα με την εμφάνιση του Μπαρόκ και την εξάπλωσή του σε όλα τα καλλιτεχνικά επίπεδα στον ελληνικό και τον βαλκανικό χώρο. Η παρουσία τους έχει χαρακτήρα φυλακτικό και αποτρεπτικό, όπως τουλάχιστον υποδεικνύει η χρήση τους σε οικοδομήματα, βρύσες, φεγγίτες, υπέρθυρα [σημ. 12] κ.ά., όμως στη συνέχεια περιορίστηκε μόνο στη διακοσμητική του διάσταση. Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε με βεβαιότητα ότι το βακχικό προσωπείο του βημοθύρου του ναού μας έχει άλλον ρόλο εκτός από τον διακοσμητικό, μολονότι στον ελληνικό χώρο η ανθρώπινη κεφαλή γενικά και ειδικότερα το μάτι, και ίσως μαζί μ’ αυτά και τα βακχικά προσωπεία, θα αποκτήσουν από το 18ο αιώνα κάποια ιδιαίτερη σημασία, ενδεχομένως αποτροπαϊκή [σημ. 13], αναμιγμένη και προερχόμενη πολλές φορές από λαϊκές δοξασίες.

γ.Υπέρθυρα. Πάνω ακριβώς από το έξεργο γλυπτό βημόθυρο του ναού της Αγίας Βαρβάρας διακρίνουμε το διάτρητο υπέρθυρο. Η τεχνοτροπία του γλυπτού διακόσμου, τόσο στο ναό της Αγίας Βαρβάρας όσο και στο ναό Ταξιαρχών, αποκαλύπτει την έντονη επίδραση από δυτικούς ρυθμούς, τόσο στο σχήμα όσο και στην κροσσωτή οδόντωση του χείλους. Το τοξωτό άνοιγμα έχει στα άκρα φυτικά κοσμήματα και κλείεται από δεύτερο τόξο, τύπου ανεστραμμένου θυρεού, χωρίς οξεία κορυφή αλλά με κροσσωτό χείλος. Τα στοιχεία αυτά απηχούν την υστερογοτθική φλογοειδή τέχνη, γνωστή από αρκετά βενετσιάνικα μνημεία [σημ. 14].
Η διάτρητη διακόσμηση των ανώτερων τμημάτων του υπερθύρου συμπληρώνεται με την παρουσία συμπλεκόμενων κλάδων με φύλλα που καταλήγουν σε άνθη ροδιάς, ενώ στα σφαιρικά τρίγωνα που δημιουργούνται από τη γωνία του τόξου με τους πλευρικούς κιονίσκους εμφανίζονται μικροί ρόδακες (μαργαρίτες), που αποδίδονται σε ασημί αποχρώσεις. Τις ίδιες θεματικές επιλογές αλλά και την ίδια τεχνοτροπία συναντούμε στο υπέρθυρο του ναού των Ταξιαρχών και του καθολικού της Αγίας Τριάδος. Μοναδικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ των γλυπτών στοιχείων του ίδιου χώρου στα δύο πρώτα μνημεία είναι η απουσία των ανθεμίων (μαργαρίτες), που δεν εμφανίζονται στο ναό των Ταξιαρχών, επανέρχονται όμως στο υπέρθυρο του καθολικού της Αγίας Τριάδος. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, που ενισχύει περισσότερο τη σχέση του τελευταίου ναού με το καθολικό της μονής Δημιόβης, είναι η παρουσία δύο αγγελικών μορφών στο κέντρο του τόξου, που υπερίπτανται και κρατούν ιδιόμορφο αυτοκρατορικό (κλειστό επάνω) στέμμα. Βέβαια, στο υπέρθυρο της Δημιόβης κρατούν το στέμμα δύο εραλδικοί γρύπες, στοιχείο που απαντά ήδη σε παλαιοχριστιανικά μνημεία, συμβολίζοντας τις δύο φύσεις του Χριστού, ως διπλό ζώο (αετός-λέων). Στην περίπτωσή μας το θέμα προέρχεται από μίμηση παραστατών Οικοσήμου, γνωστών στην Πελοπόννησο από την εποχή των Σταυροφόρων, αλλά και ευρύτατα διαδεδομένων σε φραγκοκρατούμενες και ενετοκρατούμενες περιοχές σε υπέρθυρα και έργα μικροτεχνίας.

Β. Το ανώτερο τμήμα του τέμπλου
α. Επιστύλιο. Πάνω ακριβώς από τη ζώνη των Δεσποτικών στο ναό της Αγίας Βαρβάρας βρίσκεται το επιστύλιο, το οποίο αναδεικνύεται και κοσμείται περισσότερο, γι’ αυτό ονομάζεται και κοσμήτης [σημ. 15]. Στο κατώτερο τμήμα του υπάρχει ταινία που αναπτύσσεται στον οριζόντιο άξονα του τέμπλου και φέρει επιγραφή που αποδίδεται με χρυσωμένα γράμματα πάνω σε ερυθρό βάθος: ΕΤ(Ε)ΛΗΟΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΕΜΠΛΟΝ ΔΗΑ ΧΗΡΟΣ ΕΜΟΥ ΚΟΝΣΤΑΝΤΗ ΧΡΙΣΤΑΘΑΚΗ ΑΠΟ ΚΟΥΤΣΑΒΑ ΛΑΔΑ ΔΗΑ ΣΥΝΔΡΟΜΙΣ ΚΕ ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΧΟΡΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΟΒΑΣ ΑΣ ΕΥΧΕΣΤΕ ΥΠΕΡ ΕΑΥΤΟΥΣ, αψκα (=1721). ΗΟΥΛΗΟΥ λ=30. Οι λέξεις που περιέχονται στην επιγραφή δεν διακόπτονται με παρεμβολές φυτικών θεμάτων, όπως συμβαίνει στην αντίστοιχη ζώνη των ναών που θα ακολουθήσουν. Η επιγραφή ξεκινά με μια στερεότυπη έκφραση (ΕΤΕΛΗΟΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ…), μετά ακολουθεί το όνομα του ξυλογλύπτη (ΚΟΝΣΤΑΝΤΗ ΧΡΙΣΤΑΘΑΚΗ) και συνεχίζει με την αναφορά του τόπου καταγωγής του, που ορίζεται το χωριό (ΚΟΥΤΣΑΒΑ ΛΑΔΑ), γεγονός πολύ σημαντικό στην έρευνά μας, αφού μας βοηθά στη χρονολόγηση του τέμπλου του ναού Ταξιαρχών Λαδά και στην εξακρίβωση της ταυτότητας του ξυλογλύπτη του. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι το τέμπλο του ναού έχει κατασκευαστεί με έξοδα του ίδιου χωριού (ΑΝΑΣΤΑΣΟΒΑΣ), που σήμερα φέρει το όνομα Πηγαί, και ολοκληρώνεται με τη συνηθισμένη επίκληση για τη σωτηρία των κατοίκων του (ΑΣ ΕΥΧΕΣΤΕ ΥΠΕΡ ΕΑΥΤΟΥΣ). Τελειώνοντας επίσης, αναφέρεται ξεκάθαρα η ημερομηνία (ΗΟΥΛΗΟΥ λ) και το έτος κατασκευής του τέμπλου (αψκα = 1721), στοιχεία που θα μας διευκολύνουν στη συγκριτική παρουσίασή του και στην ένταξή του στην ξυλογλυπτική τέχνη του 18ου αιώνα.
Στο κέντρο και πάνω ακριβώς από το υπέρθυρο της Ωραίας Πύλης απαντάται η Μικρή Δέηση με το Χριστό στο κεντρικό μετάλλιο, μετωπικό, με τα χέρια υψωμένα να ευλογεί. τη Θεοτόκο αριστερά να προσβλέπει αυτόν δεόμενη και τον Πρόδρομο στα δεξιά να κοιτάζει τη μορφή του Χριστού προσευχόμενος. Τα διάκενα των στηθαρίων καλύπτονται από κατακόρυφους στύλους που ξεκινούν και καταλήγουν σε ρόδακες. Ο Χριστός ανάμεσα σε κληματίδες συναντάται και στο γνωστό εικονογραφικό θέμα της Αμπέλου, σύμφωνα με το κυριακό «εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα», ενώ τα πτηνά που ραμφίζουν τα σταφύλια έχει θεωρηθεί ότι αλληγορούν την Κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων [σημ. 16]. Το θέμα της αμπέλου συναντάται φυσικά και στα δύο σύγχρονα επιστύλια των τέμπλων των ναών Ταξιαρχών και Αγίας Τριάδος, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια.
Πανομοιότυπη είναι η διακόσμηση του επιστυλίου στο ναό Ταξιαρχών Λαδά. Σε όλο το πλάτος της επιφάνειας του τέμπλου πάνω από τη ζώνη των Δεσποτικών, εκτείνεται ταινία που φέρει σκαλιστή επιγραφή αποτελούμενη από συμπλέγματα γραμμάτων, που χωρίζονται μεταξύ τους από μικρούς ρόδακες, χρυσωμένους, με έξι πέταλα. Βέβαια δεν είναι δυνατή η μετά βεβαιότητας ανάγνωση της επιγραφής, εξαιτίας της μορφολογίας αλλά και της έλλειψης φωνηέντων. Στο κέντρο του κοσμήτη και πάνω ακριβώς από το υπέρθυρο της Ωραίας Πύλης σκαλίζεται η Δέηση, όπως ακριβώς στο τέμπλο του ναού της Αγίας Βαρβάρας Πηγών.
Η ύπαρξη αγγελικών μορφών ολόσωμων ή σε προτομή, καθώς και αγγελικών κεφαλών ή εξαπτέρυγων στα τέμπλα των ναών μας (εικ. 1), είναι πολύ συχνή κατά το 18ο αιώνα, βαθιά εμπνευσμένη από την τέχνη του Μπαρόκ [σημ. 17], που ήδη από τους προηγούμενους δύο αιώνες επικρατεί στην Ευρώπη και σταδιακά το 17ο αιώνα και στον ελληνικό χώρο. Στα ξυλόγλυπτα τα βρίσκουμε ως δάνειο από τη Δύση σε έργα μάλλον Κρητικών καλλιτεχνών, ή αποδιδόμενα σε κρητική και απώτερη βενετσιάνικη επίδραση, ενώ είναι πιο γνωστά από τη ζωγραφική [σημ. 18] και τη γλυπτική [σημ. 19].
Πάνω από τη ζώνη των Δεσποτικών στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού της μονής Αγίας Τριάδος διακρίνουμε σκαλισμένη επιγραφή, που αποτελείται από συμπλέγματα γραμμάτων και διαχωρίζονται μεταξύ τους με μικρούς ρόδακες. Συγκεκριμένα αναφέρεται: TO-CΤΕ*PΕΩΜ*ΑΤΩ*ΝΕΠ*ICOl-Π(Ε)Π*OΙΘO*TΩN*
CTΕPΕ*ΩCΟ*NKY*PlΕT*YΝΕ*ΚΚΛΗ*CΙΑΝ*ΥΝ ΕΚ*ΤΗC*Ω-ΤΙΜΙ*Ω CΟΥ*ΕΜΑΤΙ 1762 [σημ. 20].
Η επιγραφή διαιρείται σε δύο μέρη αρχίζει με μια επίκληση, τυπική για τέτοιου είδους επιγραφές (TO CTEΡΕΩΜΑ… ΕΜΑΤΙ) και μετά ακολουθεί αμέσως η χρονολόγηση (1762), χωρίς να αναφέρεται το όνομα του ξυλογλύπτη. Έχουμε ήδη εντοπίσει την τεχνική και τεχνοτροπική συγγένεια του τέμπλου της Αγίας Τριάδος με το αντίστοιχο και κατά έντεκα χρόνια μεταγενέστερο ξυλόγλυπτο του καθολικού της μονής Δημιόβης (1773). Διαπιστώνουμε επίσης ότι επιλέγονται στην επιγραφή οι ίδιες ακριβώς λέξεις, που έχουν χαραχθεί πάνω από τα Δεσποτικά της Δημιόβης. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να θεωρήσουμε και τα δύο ξυλόγλυπτα έργο του Ανδρέα Κορωναίου [σημ. 21]. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι ο Κορωναίος κατασκεύασε πρώτα το τέμπλο της Αγίας Τριάδος (1762) και στη συνέχεια, μετά δηλαδή την πυρπόληση της Δημιόβης (1770) και την καταστροφή του αρχικού τέμπλου, θα του ζητήθηκε από τη μονή να κατασκευάσει ένα συγγενές με το ξυλόγλυπτο της γειτονικής Αγίας Τριάδος, που αποτελεί και μετόχι της. Σύμφωνα με στοιχεία που μας αποκαλύπτει ο ίδιος στην επιγραφή της Δημιόβης, ως τόπος καταγωγής του ορίζεται το Κουτζουμάνι, μεικτή απόδοση της Μικρομάνης [σημ. 22] (κιουτσούκ = μικρός), δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Καλαμάτας. Πάνω ακριβώς από την επιγραφή, ανάμεσα σε φυτικά στοιχεία, προβάλλουν διαιτώμενα ζώα (λαγοί, κύνες, έριφοι), αλλά και πτηνά (αετοί, γεράκια) που ραμφίζουν μικρά και μεγάλα τσαμπιά σταφυλιών ή καταβροχθίζουν τα μικρότερα ζώα. Στο μέσο της ζώνης του επιστυλίου εμφανίζονται δύο αντωποί, μικροί και γυμνοί άγγελοι, που υπερίπτανται και πλαισιώνουν δύο εραλδικούς γρυπολέοντες που κρατούν ιδιόμορφο αυτοκρατορικό (κλειστό πάνω) στέμμα, το οποίο υποστηρίζεται στο κάτω μέρος του από ένα μικρό πτηνό (εικ. 1).

β. Πυραμίδα – Λυπηρά. Δυστυχώς, στο ναό της Αγίας Βαρβάρας δεν έχει διασωθεί η πυραμίδα με τον Εσταυρωμένο και τα λυπηρά, αφού αποκόπηκε με το σεισμό του 1986 και μεταφέρθηκε σε ασφαλέστερο χώρο, στον όποιο δεν μας δόθηκε η δυνατότητα να εισέλθουμε. Αντίθετα, στο ναό Ταξιαρχών Λαδά έχουν διασωθεί και η πυραμίδα και τα υποστηρίγματά της, και μάλιστα σε πολύ καλή κατάσταση. Στα δύο άκρα της τελευταίας ταινίας του ξυλόγλυπτου τέμπλου διακρίνουμε θαλάσσια ασχημάτιστα όντα με κοχλιόσχημες ουρές που συσφίγγονται στη βάση του σώματός τους και καλύπτονται με λέπια. Το θαλάσσιο ον μοιάζει να σχίζει τα κύματα με τη ζωηρή του κίνηση, ενώ συνοδεύεται από σκορπιό και δύο δράκοντες, που φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτούς που δημιουργούνται ως υποστηρίγματα της πυραμίδας. Η εμφάνιση φιδιών-δρακόντων, όπως ήδη έχω αναφέρει, κάτω ή κοντά στον Εσταυρωμένο Χριστό, υποδηλώνει τη δύναμη του πονηρού, το μέσο διά του οποίου ο διάβολος προσέγγισε τον άνθρωπο (Αδάμ-Εύα), και τέλος τη φθοροποιό δύναμη που αποσκοπεί στην καταστροφή του ανθρώπου [σημ. 23]. Οι δύο κερασφόροι φτερωτοί δράκοντες της πυραμίδας του ναού μας μοιάζουν να εκβάλλουν, μέσα από το ανοιχτό φοβερό στόμα τους με τα κοφτερά δόντια και το καμπύλο ρύγχος τους, τα εικονίδια με τις ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου και του Ιωάννου ενώ στο σημείο επαφής της ουράς τους υψώνεται ο Εσταυρωμένος, με τα σύμβολα των ευαγγελιστών στις κεραίες του. Γύρω κοσμείται από χρυσωμένο ελικοειδή βλαστό, οι κορυφές του οποίου στέφονται από μικρά αναγεννησιακά χερουβείμ, με ένα ζεύγος πτερύγων και μόνο ορατό σημείο τα ζωγραφισμένα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Το συγκεκριμένο τμήμα του τέμπλου του καθολικού της Αγίας Τριάδος έχει αποκολληθεί από τη βάση του και βρίσκεται σε αίθουσα της μονής Δημιόβης, για να προστατευθεί από τυχόν λεηλασία του, αφού η μονή δεν είναι πια ενεργός. Και εδώ διακρίνουμε τους ανάγλυφους φτερωτούς δράκοντες, με τα γαμψά νύχια και το κοχλιόσχημο ρύγχος, να εκβράζουν από το στόμα τους τα δύο εικονίδια των λυπηρών. Τα εικονίδια αυτά περιβάλλονται από συμπλεκόμενο φυλλοφόρο βλαστό, που σε ορισμένα σημεία του καλύπτεται από μικρούς εξαπέταλους ρόδακες και στην κορύφωσή του φέρει λογχοειδές, νευρώδες στο κέντρο, όρθιο φύλλο. Δυστυχώς, οι ζωγραφισμένες παραστάσεις της Θεοτόκου, του Ιωάννου και του Εσταυρωμένου Χριστού δεν διασώζονται.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ενδελεχής προσέγγιση και παρουσίαση του γλυπτού διακόσμου των τέμπλων των ναών της Αγίας Βαρβάρας Πηγών, των Ταξιαρχών Λαδά και του καθολικού της Αγίας Τριάδος στον μεσσηνιακό Ταΰγετο μας αποδεικνύει ότι πολλά από τα διακοσμητικά στοιχεία έχουν βυζαντινή καταγωγή, όπως οι στριφτοί κίονες, οι άγγελοι, οι αετοί, τα ανεμιζόμενα φύλλα άκανθας, η Δέηση, η κληματίδα, τα λυρόσχημα φύλλα και οι αχιβάδες. ενώ αντίστοιχα στο ίδιο σύνολο, αρκετά θέματα έχουν την πηγή τους στην Αναγέννηση και το Μπαρόκ, όπως τα ανθοδοχεία, τα βακχικά προσωπεία, οι αγγελικές κεφαλές, τα γεωμετρικά σχήματα, ο ελικοειδής βλαστός με καρπούς, τα διάφορα πτηνά, τα γυρτά φύλλα και ο πλούσιος διάκοσμος της πυραμίδας. Ενδιάμεσος σταθμός για το πέρασμά τους στην ελληνική ξυλογλυπτική της Μεσσηνίας πιθανότατα στάθηκε η Κρήτη, οι καλλιτέχνες της οποίας ήταν εξοικειωμένοι με τα δυτικά έργα, τόσο γιατί οι επαφές τους με την Ιταλία ήταν στενές λόγω της μακρόχρονης κυριαρχίας των Βενετών στο νησί, όσο και γιατί ανάλογα δυτικά έργα που είχαν κατασκευαστεί ή είχαν μεταφερθεί στο νησί αποτέλεσαν πρότυπα για τους αυτόχθονες ξυλογλύπτες [σημ. 24]. Παρά, λοιπόν, την καταλυτική επίδραση της Δύσης στο χώρο της ξυλογλυπτικής, οι Έλληνες μεταβυζαντινοί καλλιτέχνες (Ανδρέας Κορωναίος και Κωνσταντής Χρισταθάκης) κατορθώνουν να παρουσιάσουν έργα πρωτότυπα, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία και το προσωπικό τους ύφος, εναρμονισμένα πάντα στο ιδιαίτερο και ξεχωριστό ελληνικό περιβάλλον. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η τέχνη δεν έχει σύνορα, αφού το πνεύμα και η ελεύθερη δημιουργικότητα του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να εγκλωβιστούν και να ακρωτηριαστούν. Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε, κατά τον 18ο αιώνα, για ύπαρξη τοπικού εργαστηρίου ξυλογλυπτικής, ή ακόμα και για πελοποννησιακή «σχολή» αξιόλογων δημιουργών, οι οποίοι κληροδότησαν ένα ιδιαίτερα σημαντικό εικαστικό έργο.

Στέλλα Μουζακιώτου
Δρ Ιστορίας της Τέχνης
Επιστημονική Συνεργάτης Τ.Ε.Ι. Αθήνας
Μέλος Σ.Ε.Π. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

 

Εικ. 1. Καθολικό Αγίας Τριάδος. Επιστύλιο (λεπτομέρεια).
Σημειώσεις
  1. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Μελετήματα, 174.
  2. Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Κειμήλια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν Αθήναις 1937, 54.
  3. W. VOLBACH, Elfenbeinarbeiten der Spatantike und des fruhen Mittelalter, Mainz 19763, πίν. 73,140.
  4. ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα Δωδεκανήσου, 133.
  5. ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ, Δημιόβη, εικ. 98 και σ. 195.
  6. ΤΣΑΠΑΡΛΗ, Ξυλόγλυπτα Ηπείρου, 108. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ, Θησαυροί της Σίφνου, πίν. Η. Πρβλ. ĆOROVIĆ-LJUBINKOVIĆ, Srednjevekovni, 158.
  7. Εκτός από αυτή την ερμηνεία, μπορούμε να προσθέσουμε ότι η παρουσία του στο τέμπλο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Χριστό, είτε συμβολίζοντας τον ίδιο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του προφήτη Ησαΐα (40, 31), είτε τη νέα ζωή μετά το Βάπτισμα, ακόμα και την Ανάσταση, αφού ο αετός έχει την ικανότητα να ανανεώνει το πτίλωμά του (Ψαλμ. ε', 103). ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα Δωδεκανήσου, 157, σημ. 181 και πίν. 50γ). Με την εξήγηση ότι όπως ο αετός πετάει ψηλά στον ήλιο και χάνοντας έτσι το πτίλωμά του κατεβαίνει σε πηγή νερού όπου βαπτίζεται τρεις φορές, έτσι και ο άνθρωπος ζητά τη νοερή πηγή, το νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης, δηλαδή το Χριστό, ο οποίος καίει την παλιά ένδυση του Διαβόλου και αναγεννά το νέο άνθρωπο. Βλ. G. FERGUSON, Sings and Symbols in christian Art, Oxford 1974, 17. J. STRZYGOWSKI, Der Bilderkreis des Griechischen Pysiologus, Leipzig 1899, 19. A. KARNEJEV, «Der Physiologus der Moskauer Synodalbibliothek», BZ Ι΄ (1894) 39. Πρβλ. ΤΣΑΠΑΡΛΗ, Ξυλόγλυπτα Ηπείρου, 133. Α. ΟΡΛΑΝΔΟΥ, Η Παρηγορήτισσα της Άρτης, εν Αθήναις 1963, 100 και σημ. 181.
  8. ΠΡΟΒΑΤΑΚΗ, Ανέκδοτα κειμήλια, 47-49, πίν. Ε'. Πρβλ. ΔΗΜΗΤΡΟΚΑΛΗ, Άγνωστοι ναοί Μεσσηνίας, 170-175 και εικ. 173.
  9. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Μελετήματα, 200.
  10. Το βημόθυρο και η πυραμίδα με τα Λυπηρά του καθολικού της μονής Αγίας Τριάδος έχουν αφαιρεθεί από το ναό και σήμερα φυλάσσονται σε ένα από τα κελλιά της μονής Δημιόβης. Ευχαριστίες οφείλω στον αείμνηστο μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο Θέμελη, γιατί μου επέτρεψε την ενδελεχή μελέτη και φωτογράφηση τους στο χώρο της μονής.
  11. Για την κατά παράδοση παράσταση του Ευαγγελισμού στα βημόθυρα των ξυλόγλυπτων τέμπλων, βλ. ΤΣΑΠΑΡΛΗ, Ξυλόγλυπτα Ηπείρου, 150. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Άθως, 194, 212. ΠΡΟΒΑΤΑΚΗ, Ανέκδοτα κειμήλια, 48.
  12. Για το ρόλο και το χαρακτήρα του θέματος βλ. Κ. ΚΟΡΡΕ, Η ανθρώπινη κεφαλή θέμα αποτρεπτικό στη νεοελληνική λαϊκή τέχνη, Αθήναι 1978, 24-28 και Α. ΦΛΩΡΑΚΗ, Η λαϊκή λιθογλυπτική της Τήνου, Αθήνα 19802 130-133.
  13. Μ. KlTSON, Η εποχή του Μπαρόκ, μτφρ. Γ. Λεωτσάκου, Αθήνα 1975, 71, 77, 79.
  14. Ενδεικτικά, βλ. Γ. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗ, Χριστιανική Τέχνη της Δύσεως, Αθήνα 19992, 140-146.
  15. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περί του Αγίου Ναού, PG 155, 345 κ.ε.
  16. Γ. ΛΑΜΠΑΚΗ, Χριστιανική αγιογραφία των εννέα πρώτων αιώνων, ήτοι από των αρχών του χριστιανισμού μέχρι της αναστηλώσεως των αγίων εικόνων, Αθήναι 1896, 9.
  17. ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα Δωδεκανήσου, 154.
  18. N. ΔΡΑΝΔΑΚΗ, Ο Εμμανουήλ Τζάνες Μπουνιαλής, Αθήνα 1962, 22, 30. Βλ. και ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Μελετήματα, 203. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, Εικόνες του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, εικ. 95.
  19. Α. ΦΛΩΡΑΚΗ, Η λαϊκή λιθογλυπτική της Τήνου, Αθήνα 1980, 123-125.
  20. GRABAR, L’iconoclásm byzantine, 252 κ,ε.
  21. ΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ ΤΩΝ ΕΠΙ ΣΟΙ ΠΕΠΟΙΘΟΤΩΝ, ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ, ΚΥΡΙΕ, ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΗΝ ΕΚΤΗΣΩ ΤΙΜΙΩ ΣΟΥ ΑΙΜΑΤΙ.
  22. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Εκκλησίαι της Μεσσηνίας, 241-245. Όπου υπάρχει σχετική βιβλιογραφία με περισ¬σότερες ιστορικές πληροφορίες για την περιοχή.
  23. ΤΣΑΠΑΡΛΗ, Ξυλόγλυπτα Ηπείρου, 137-141. ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα Δωδεκανήσου, 165-168. Πρβλ. «φρόνιμον νυν ου το συνετόν αλλά το προς απάτην επιτήδειον όργανον...» (Α. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ, Τρία παλαιοχριστιανικά σύμβολα, όφις-ιχθύς-άγκυρα, Αθήναι 1961, 12-22).
  24. Κ. ΦΑΤΟΥΡΟΥ-ΗΣΥΧΑΚΗ, Η ρετόντα της Κρήτης, Αθήναι 1972, 120 κ.ε. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση οικοδομήματος του τέλους του 15ου αιώνα, που χτίστηκε στο χωριό Καλάθενες Κισσάμου με βάση τα σχέδια του Palladio. Πρβλ. ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα Δωδεκανήσου, 170-173.
Βιβλιογραφία
ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ, Θησαυροί της Σίφνου = Θ. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ, Θησαυροί της Σίφνου, Αθήναι 1979.
ΔΗΜΗΤΡΟΚΑΛΗ, Άγνωστοι ναοί Μεσσηνίας = Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΚΑΛΗ, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήναι 1990.
ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Άθως = Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Άθως. Θέματα Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήναι 1963.
ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Εκκλησίαι της Μεσσηνίας = Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ Βυζαντιναί Εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973.
ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Μελετήματα = Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Μελετήματα Χριστιανικής Ορθοδόξου Αρχαιολογίας και Τέχνης, Θεσσαλονίκη 1980.
ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα Δωδεκανήσου = Χ. ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ, Ξυλόγλυπτα τέμπλα της Δωδεκανήσου μέχρι το 1700, Αθήνα - Γιάννινα 1986.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ, Δημιόβη = ΣΤΕΛΛΑ ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ, Το καθολικό της Μονής Δημιόβης, ιστορική, ζωγραφική και ξυλογλυπτική μελέτη, (Μεταπτυχιακή εργασία), Αθήνα 2001.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ, Η Μνημειακή ζωγραφική = ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ ΣΤΕΛΛΑ, Η Μνημειακή ζωγραφική και ξυλογλυπτική τέχνη στον Ταΰγετο Μεσσηνίας, (Διδακτορική διατριβή), Αθήνα 2010.
ΟΡΛΑΝΔΟΥ, Μεταβυζαντινοί ναοί = Α. ΟΡΛΑΝΔΟΥ, « Οι μεταβυζαντινοί ναοί της Πάρου», ΑΒΜΕ Ι(1961) 185-197.
ΠΡΟΒΑΤΑΚΗ, Ανέκδοτα κειμήλια = Θ. ΠΡΟΒΑΤΑΚΗ, Ανέκδοτα βυζαντινά και μεταβυζαντινά κειμήλια της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1976.
ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Λεύκωμα = Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Τα βυζαντινά μνημεία της Κύπρου (Λεύκωμα), Αθήναι 1935.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, Μνημεία Κλειδωνιάς = Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Εκκλησιαστικά μνημεία στην Κλειδωνιά Κονίτσης», Ηπειρωτικά Χρονικά Γ΄ (1975) 7 - 21.
ΤΣΑΠΑΡΛΗ, Ξυλόγλυπτα Ηπείρου= ΕΥΣΤΡ. ΤΣΑΠΑΡΛΗ, Ξυλόγλυπτα τέμπλα Ηπείρου 17ου-ά ημίσεος 18ου αι. – Πρόστυπα ξυλόγλυπτα, Αθήνα 1980.
ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, Εικόνες της Πάτμου = Μ. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, Εικόνες της Πάτμου. Ζητήματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής, Αθήνα 1977.
ΧΑΤΖΟΥΛΗ, Η λιτή της Μονής Βαρλαάμ = ΓΛ. ΧΑΤΖΟΥΛΗ, Ο τοιχογραφικός διάκοσμος της λιτής του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Συμβολή στη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής του 16ου αι., (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή), Ιωάννινα 1999.
BOYD, Panagia Amasgou = S. BOYD, «Panagia Amasgou, Monagri, Cyprus», DOP 8(1974) 277-328.
BREHIER, Anciennes clôtures de chœur = BREHIER, «Anciennes clôtures de chouer dans les monasteries de l’Athos», Atti del V Congresso Internazionale di Studi Bizantini et Neoellenici, II, Roma 1940.
CHATZΙDAKΙS, L’evolution de l’icone = M. CHATZΙDAKΙS, «L’evolution de l’icone aux lle-13e siecles et la transformation du templon», XVe Congres International d’Etudes Byzantines, Rapports et Crapports, Athenes Septembre 1976, Έκδοση Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθμ. 92, Αθήναι 1979.
ĆOROVIĆ-LJUBINKOVIĆ, Srednjevekovni = M. ĆOROVIĆ-LJUBINKOVIĆ, Srednjeve-kovni duborez u istocnin oblastima Jugoslavije (Εκτενής περίληψη «Les bois sculptes du Moyen Age dans les regions orientales de la Yougoslavie»), Beograd 1965.
GEROLA, Monumenti = C. GEROLA, Monumenti Veneti dell’isola di Creta, I-IV, Venezia 1905-1932.
GRABAR, L’iconoclásm byzantine = A. GRABAR, L’iconoclásm byzantine, Paris 1957.
KORNILOWITCH, L’arte Russa = K. KORNILOWITCH, L’arte Russa dale Origini alla fine del 160 Secolo, 1968.