Όπως είναι γνωστό, η ανθρώπινη ζωή τέμνεται σε λιγότερες ή περισσότερες χρονικές διαβαθμίσεις, ανάλογα με την εσωτερική λογική που διέπει τη διαδικασία της (εν)ηλικίωσης (Μπακαλάκη 1998). Η ηλικία, επομένως, αποτελεί ένα κοινωνικό σχήμα με το οποίο καταγράφεται ο κύκλος της ζωής, σηματοδοτούνται τα στάδια της βιολογικής και κοινωνικής εξέλιξης, ρυθμίζονται οι διαπροσωπικές σχέσεις και καθορίζεται ο βαθμός συμμετοχής του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι (Μακρυνιώτη 2003α, σ. 11-12). Στο πλαίσιο αυτό, η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα, αντλώντας πρότυπα, (προ)οπτικές και ερευνητικές μεθόδους από τους κόλπους της ανθρωπολογίας και της κοινωνιολογίας, έχει αρθρώσει τη θεωρητική αφετηρία μιας προβληματικής που αφορά στην ανίχνευση της μεταβαλλόμενης, ανάλογα με το γεωγραφικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, σημασίας των ηλικιακών στερεοτύπων στις κοινωνίες του παρελθόντος (Μπακαλάκη 1998, σ. 141-142, 148-149∙ Μακρυνιώτη 2003α, σ. 12). Έτσι, ολοένα και περισσότερες αρχαιολογικές μελέτες επιχειρούν το διαχωρισμό των ορίων ανάμεσα στα παιδιά και τους ενήλικες, που κάθε άλλο παρά δεδομένα μπορούν να θεωρηθούν (Μακρυνιώτη 2003β, σ. 23-24).
Οι απαρχές της συμπερίληψης των παιδιών στην αρχαιολογική έρευνα συνδέονται με την εμφάνιση της Αρχαιολογίας του Φύλου, που έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα βήματα στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού και επανεκτίμησης των αρχαιολογικών δεδομένων μέσα από τα θεωρητικά ρεύματα των δεκαετιών 1960-1980 (Κοκκινίδου, Νικολαΐδου 1993∙ Baker 1997∙ Moore, Scott 1997). Στον ίδιο αυτόν ορίζοντα εγγράφεται η κοινή εξέλιξη της Αρχαιολογίας της Παιδικής Ηλικίας και της Αρχαιολογίας των Γυναικών, δεδομένου ότι στην καθημερινή τους ζωή οι γυναίκες και τα παιδιά συνδέονται ποικιλοτρόπως και μοιράζονται παρόμοιους κοινωνικούς ρόλους και χαρακτηριστικά (Κοκκινίδου, Νικολαΐδου 1993∙ Alanen 2003, σ. 69∙ Kopaka 2009α). Η σημαντικότερη, ωστόσο, διαφορά ανάμεσα στις Γυναικείες και τις Παιδικές Σπουδές είναι ότι οι τελευταίες δεν αποτελούν πρωτοβουλία και ηθελημένη επιδίωξη του αντικειμένου μελέτης (Alanen 2003, σ. 83).
Η πριν από τη δεκαετία του 1980 βιβλιογραφία, πάντως, παρά τη ρητή διακήρυξη της Αρχαιολογίας του Φύλου ότι όλοι οι άνθρωποι του παρελθόντος είναι εξίσου «αόρατοι» (Baker 1997), αναφέρεται ελάχιστα στα παιδιά, συνδέοντάς τα, συνήθως, με συγκεκριμένες κατηγορίες τεχνέργων, όπως τα μικρογραφικά αγγεία (Pearce 1978), τα «παιχνίδια» (Carpenter 1942) και τα ειδώλια (Thompson 1952). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η κοινωνική θέση των παιδιών εξετάζεται στο περιθώριο πειραματικών και εθνοαρχαιολογικών μελετών (Bonnichsen 1973∙ Watson 1979∙ Wilk, Schiffer 1979∙ Hammond, Hammond 1981), οι οποίες τα αντιμετωπίζουν ως «προβληματικές» κοινωνικές παραμέτρους που διαχειρίζονται τον υλικό πολιτισμό με απρόβλεπτο και δυσκαθόριστο τρόπο (Moore, Scott 1997∙ Baxter 2005, σ. 8-9). Αυτή η επί μακρόν «απροθυμία» της αρχαιολογικής έρευνας ν’ ασχοληθεί συστηματικά με τα παιδιά αποδίδεται (Sofaer-Derevenski 2000, σ. 193): α) στην ένδεια των σχετικών υλικών μαρτυριών, δεδομένου ότι η «παραδοσιακή» λεγόμενη αρχαιολογία αρεσκόταν και αρκούνταν στα απολύτως «ορατά» (Chamberlain 1997, σ. 248) και β) στις τεχνοκρατικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις του σύγχρονου δυτικού κόσμου, που εστιάζουν στους ενήλικες παραγωγούς-κατασκευαστές και καταναλωτές αγαθών, θεωρώντας ότι τα παιδιά αποκτούν υπόσταση μονάχα μέσα από τη διαδικασία της ηλικιακής ωρίμανσης (Κοκκινίδου, Νικολαΐδου 1993∙ Alanen 2003, σ. 69). Όπως, εξάλλου, παρατηρεί η Μακρυνιώτη, ακόμη και σήμερα, σε πολλές δυτικές κοινωνίες, η έννοια «παιδί» συνδέεται μ’ έναν λόγο συναισθηματικά φορτισμένο, που είναι συνυφασμένος με τη βιολογική και κοινωνική «υστέρηση» του υποκειμένου (Μακρυνιώτη 2003α, σ. 11).
Το 1989 δημοσιεύεται στην περιοδική έκδοση Norwegian Archaeological Review, το άρθρο-σταθμός για την Αρχαιολογία της Παιδικής Ηλικίας, «A Child is Born», της Grete Lillehammer. Η Lillehammer σχολιάζει τη μέχρι τότε συστηματική παράλειψη των παιδιών από τις αρχαιολογικές μελέτες, προ(σ)καλώντας ταυτόχρονα την επιστημονική κοινότητα να τα προσεγγίσει ως «υποκείμενα», και όχι ως «αντικείμενα», προς διερεύνηση (Lillehammer 1989, σ. 90). Έκτοτε, το κλίμα έχει αντιστραφεί υπέρ των παιδιών, όπως δείχνουν η αύξηση της σχετικής βιβλιογραφίας (π.χ. Moore, Scott 1997∙ Sofaer-Derevenski 2000∙ Baxter 2005∙ Papageorgiou 2008∙ Audouze, Janny 2009∙ Kopaka 2009∙ Xekalaki 2011), η γόνιμη κριτική στο χαρακτήρα της αρχαιολογικής έρευνας (π.χ. Κοκκινίδου, Νικολαΐδου 1993∙ Sofaer-Derevenski 1997∙ Baxter 2005∙ Dommasnes, Galanidou 2007∙ Kokkinidou, Nikolaidou 2009, σ. 25-26) και η κατά το δυνατόν ισότιμη μελέτη όλων των κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών (Sofaer-Derevenski 1997∙ Kopaka 2009).
Στις μέρες μας, η Αρχαιολογία της Παιδικής Ηλικίας, (παρ)ακολουθώντας στενά τις αντίστοιχες ερευνητικές τάσεις στις υπόλοιπες ανθρωπιστικές επιστήμες (Bardy 2003∙ Κατή 2003), απορρίπτει τους «παραδοσιακούς» τρόπους αναπαράστασης της παιδικής ηλικίας και ειδικότερα εκείνον της ψευδοσυμπερίληψης, όπου τα παιδιά αντιμετωπίζονται ως εξαρτημένες κοινωνικές μεταβλητές και ουσιαστικά «μελετώνται» μέσω των ενηλίκων (Alanen 2003, σ. 67-68). Έτσι, ορίζοντας ως αντικείμενό της τον ιδίω δικαιώματι (Alanen 2003, σ. 67) συνυπολογισμό των παιδιών στις αρχαιολογικές αναλύσεις, αποσκοπεί στη δημιουργία μίας ολοκληρωμένης “διόδου” για την παρακολούθηση της πολιτισμικής (α)συνέχειας και την κατανόηση των κοινωνιών του παρελθόντος ως ολοτήτων, δεδομένου ότι και τα παιδιά επηρεάζουν κάθε τομέα της ζωής, έστω με την παρουσία τους.
Στη χώρα μας, ωστόσο, παρά τις αξιόλογες φωνές των τελευταίων ετών (Κοκκινίδου, Νικολαΐδου 1993∙ Αβδελά 2003∙ Μακρυνιώτη 2003∙ Kopaka 2009), η Αρχαιολογία της Παιδικής Ηλικίας παραμένει, όπως εύστοχα παρατηρούν η Δ. Κοκκινίδου και η Μ. Νικολαΐδου, μία πρό(σ)κληση, ώσπου η ενασχόληση με το συγκεκριμένο ζήτημα να γενικευτεί, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο να περιοριστεί αφενός σε στοχευμένες «διορθωτικές» παρεμβάσεις και αφετέρου στην επιδερμική ανάσυρση των παιδιών από την ιστορική αφάνεια (Κοκκινίδου, Νικολαΐδου 2005, σ. 8-9∙ Kokkinidou, Nikolaidou 2009).
Χριστίνα Παπαδάκη
MSc στην Προϊστορική Αρχαιολογία, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών