Σπαθάρειο Μουσείο

Καραγκιόζης του Μίμαρου, Σπαθάρειο Μουσείο

Φιγούρα διαστάσεων 46 εκ. Ο Καραγκιόζης του Μίμαρου.
Κατασκευάστηκε από τον Σωτήρη Σπαθάρη μεταξύ 1948–1950 και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι πεπιεσμένο χαρτί, δέρμα και σίδηρος (περτσίνια).
Είναι δωρεά του Ευγένιου Σπαθάρη στο Σπαθάρειο Μουσείο – Θέατρο Σκιών του Δήμου Αμαρουσίου κατά το έτος 1995.
Περιγραφή: Ο Καραγκιόζης του Μίμαρου έχει αρκετά σκαλίσματα που παρουσιάζουν τα γένια, τα κουμπιά, τα τσακίσματα των ρούχων, την τσέπη παντελονιού, το αυτί, το μάτι και το φρύδι. Δεν έχει μουστάκι αλλά είναι αξύριστος, είναι ξυπόλητος και φοράει κοντοβράκι. Φαίνεται και το δεξί χέρι. Τα κουμπιά του έχουν σχήμα αχλαδιού και υπάρχει ένα κομμάτι δέρμα που ενώνει το αριστερό χέρι με την ωμοπλάτη.
Το σχήμα της φιγούρας είναι ανθρωποειδές και οι αρθρώσεις της είναι 10: 7 (σίδηρος): αριστερό μακρύ χέρι, 3: δεξί γόνατο, αριστερό γόνατο, κοιλιά.
Ο Καραγκιόζης αυτός είναι μίμηση από τον Σ. Σπαθάρη του Καραγκιόζη του Μίμαρου. Ο Δημήτρης Σαρδούνης, γνωστός ως Μίμαρος, ήταν από τους μεγαλύτερους Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες.
Ο Δημήτρης Σαρδούνης – Μίμαρος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1865 και πέθανε το 1912. Σπούδασε βυζαντινή μουσική. Ως καραγκιοζοπαίχτης πρωτοεμφανίστηκε το 1894. Πέντε χρόνια αργότερα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έδωσε παραστάσεις σε ένα καφενείο της οδού Πανεπιστημίου.
Ο Μίμαρος, ψάλτης στο επάγγελμα, είναι ο γενάρχης του Ελληνικού Καραγκιόζη. Αυτός τον καθάρισε από τις βωμολοχίες του και παρουσίασε έργα με ελληνικά θέματα που έμειναν αθάνατα.
Οι παραστάσεις του Μίμαρου είχαν μεγάλη επιτυχία καθώς εκτός από το πανί που φωτιζόταν με τα λυχνάρια, τα πατρινά καλαμπούρια, το ράστε (αμανέ) του Μεγαλέξανδρου που ο χαβάς του είναι βυζαντινός και τα δύο τραγούδια του Χατζηαβάτη που έχουν μείνει πια στον Καραγκιόζη, ήταν όλα δικά του ευρήματα. Έβγαλε πολλές φιγούρες στη σκηνή του. Οι πιο επιτυχημένες ήταν ο Διονύσιος και το Κολλητήρι.
Επίσης, ο Μίμαρος εκτός από καλλίφωνος ήταν και εξαιρετικά πνευματώδης, θαυμάσιος μίμος, καλός σχεδιαστής, άριστος γνώστης της νεοελληνικής κοινωνίας και πάνω απ’ όλα γεμάτος ζήλο και ενθουσιασμό για τον Καραγκιόζη.