Community
Απόψεις
από User
  
Ανασύσταση Πρώιμων Βυζαντινών Θολωτών Εκκλησιών της Δυτικής Μ. Ασίας: Ενώνοντας τα Κομμάτια
Λένα Λαμπρινού Αρχιτέκτων- Αρχαιολόγος-ΜΑ Building Conservation York - ΥΣΜΑ
Τρίτη, 27 Μαρτίου, 2012

Το βιβλίο του Δρ. Νίκου Καρύδη “Early Byzantine Vaulted Construction in Churches of the Western Coastal Plains and River Valleys of Asia Minor” αποτελεί τη δημοσίευση της διδακτορικής του διατριβής από τις εκδόσεις BAR International Series, η οποία ολοκληρώθηκε το 2010 με θέμα την κατασκευαστική ανάλυση και γραφική αναπαράσταση των ιδιαιτέρως κατεστραμμένων παλαιοχριστιανικών θολωτών εκκλησιών της δυτικής Μικράς Ασίας. Οκτώ περιπτώσεις τέτοιων εκκλησιών διερευνώνται: η Θεοτόκος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Έφεσο, το κτήριο Δ στις Σάρδεις, ο Άγιος Ιωάννης στη Φιλαδέλφεια, η Μητρόπολη και η εκκλησία των Θερμών στην Ιεράπολη, η Μητρόπολη της Πριήνης και η Βασιλική στα “Τρία Δόντια” στο Πυθαγόρειο της Σάμου.

Τα κτήρια αυτά έχουν δημοσιευτεί επισταμένα στο παρελθόν. Παρόλα αυτά το βιβλίο του Ν. Καρύδη προσπαθεί, βασιζόμενος σε οικοδομικές λεπτομέρειες, να ρίξει νέο φως στη μορφή της ανωδομής τους, η οποία σε πολλές των περιπτώσεων δεν είχε διαλευκανθεί ικανοποιητικά στο παρελθόν, λόγω της ερειπιώδους κατάστασης τους. Η μεθοδολογία της κατασκευής των εκκλησιών αυτών σε μια τόσο πρώιμη περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι τεχνικές και οι φάσεις της κατασκευής τους επαναπροσδιορίζονται μέσα από την ενδελεχή μελέτη των θεαματικά μεγάλων σπολίων της ανωδομής τους.

Η παρουσίαση ενός τεχνικού θέματος γίνεται με ιδιαίτερη συστηματικότητα και εξαιρετική μεθοδικότητα, ενώ οι περιγραφές των κατασκευαστικών λεπτομερειών είναι σαφείς και εύστοχες. Το βιβλίο στην εισαγωγή παρουσιάζει με σαφήνεια και συντομία την προηγούμενη βιβλιογραφία αναφορικά με κάθε κτήριο προσθέτοντας σε κάθε περίπτωση την κεντρική ιδέα της έρευνας για το συγκεκριμένο μνημείο και της νέας προσέγγισης του συγγραφέα. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της εισαγωγής ο αναγνώστης έχει μια πλήρη εικόνα για την σημερινή κατάσταση των κτηρίων και έχει ήδη κατανοήσει τα ερωτήματα που θέτει και προσπαθεί να απαντήσει ο συγγραφέας στα επόμενα κεφάλαια.

Στο 1ο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα υλικά και οι κατασκευαστικές τεχνικές. Παρόλη τη ρήξη που μπορεί να έφεραν οι θολωτές αυτές κατασκευές στη χρήση και το χαρακτήρα παραδοσιακών προγενέστερων κτηρίων, συνεχίζουν να αντλούν τα υλικά και τις τεχνικές τους από τη ρωμαϊκή παράδοση με μια μεγάλη ποικιλία υλικών. Η χρήση οπτοπλίνθων είναι γενικευμένη σε όλα τα μέρη των υπό έρευνα κτηρίων, ενώ η χρήση λιθοπλίνθων και μαρμάρου υποδεικνύουν την επιβίωση ελληνιστικών, αλλά και ρωμαϊκών τεχνικών σε αυτήν την περιοχή. Επίσης πολύ συχνή είναι η χρήση σπολίων από παλαιότερα κτήρια, χαρακτηριστική μέθοδος της περιόδου παρακμής των παλαιών λατρευτικών κέντρων και ανάδειξης των νέων. Περαιτέρω γίνεται διερεύνηση της προέλευσης των χρησιμοποιούμενων υλικών, των χαρακτηριστικών και της συμμετοχής τους στην κατασκευή.

Στο 2ο κεφάλαιο ο συγγραφέας διερευνά την φέρουσα κατασκευή των πρώιμων αυτών βυζαντινών παραδειγμάτων. Αναπτύσσονται οι τύποι της τοιχοδομίας που συναντώνται στις οκτώ αυτές εκκλησίες, οι κατασκευαστικές μέθοδοι και οι τρόποι χρήσης παραδοσιακών τεχνικών σε συνδυασμό με τοπικές άτυπες λύσεις κατασκευαστικών ζητημάτων. Η βιβλιογραφία σε αυτόν τον τομέα είναι περιορισμένη και ο συγγραφέας δίνει νέα στοιχεία για τις σύνθετες κατασκευές οπτοπλίνθων και λιθοπλίνθων σε συνδυασμό με αργολιθοδομή, όπως αυτές συναντώνται στα υπό έρευνα κτήρια. Οι σύνθετες αυτές τοιχοποιίες συνεχίζουν να συναντώνται κατά την Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο στην περιοχή.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναπτύσσονται οι προτάσεις του συγγραφέα για τη μορφή και τον τρόπο κατασκευής της ανωδομής των υπό έρευνα κτηρίων. Οδηγός για την αναπαράσταση τους είναι τα ευμεγέθη θραύσματα από την ανωδομή αυτών των κτηρίων, τα οποία βρίσκονται κατά χώραν. Ο συγγραφέας με μεγάλη επιμέλεια και γόνιμη φαντασία μπόρεσε να ταυτίσει τα τμήματα αυτά και να καθορίσει την αρχική τους θέση στην κατασκευή. Κάποια από αυτά, ενώ, ως προς τη μορφή, είχαν ταυτιστεί από προηγούμενους μελετητές, δεν είχαν λάβει την ακριβή τους θέση στην ανωδομή ή δεν είχε επιτευχθεί η εμπεριστατωμένη σύνδεση τους με τα υπόλοιπα στοιχεία του κτηρίου, ενώ άλλα παρέμεναν κατά χώραν πλήρως αδιάγνωστα. Δίδεται λεπτομερής περιγραφή των σωζομένων θραυσμάτων τόξων, σφαιρικών τριγώνων ή λοφίων και πεσσών, τα οποία επεξηγούνται με τη βοήθεια φωτογραφιών και τρισδιάστατων σκίτσων και επανατοποθετούνται σχεδιαστικά στην πλοκή του κελύφους των εξεταζόμενων κτηρίων. Είναι χαρακτηριστική η παντελής έλλειψη λειψάνων από τα ανώτερα μέρη των θόλων, η μορφή των οποίων είναι και το αντικείμενο του βιβλίου.

Η ταύτιση των κατά χώραν θραυσμάτων στηρίχτηκε στα σωζόμενα κατασκευαστικά στοιχεία, όπως κλίσεις και κατεύθυνση τοποθέτησης των οικοδομικών στοιχείων, η χρήση ζωνών με διαφορετικές κατευθύνσεις, τα μεγέθη, ο προσανατολισμός και η κατεύθυνση διάστρωσης των οπτοπλίνθων, οι οποίες αποτελούν και το κύριο υλικό κατασκευής των ανωδομής. Ο συνδυασμός των κατασκευαστικών λεπτομερειών που διαθέτουν τα θραύσματα αυτά, με στοιχείατης κάτοψης των κτηρίων, τα οποία σώζονται κατά χώραν, έδωσαν συχνά ικανές ενδείξεις για την απόδοση των θραυσμάτων σε συγκεκριμένη θέση της ανωδομής, έτσι ώστε να διασαφηνιστεί ο ακριβής τρόπος κάλυψης αυτών των κτηρίων στις περιοχές από όπου προέρχονται τα σωζόμενα θραύσματα. Συχνά τα στοιχεία της επιτόπιας έρευνας συμπλήρωσαν ή και ανέτρεψαν την επικρατούσα άποψη για τις έως τώρα γραφικές αποκαταστάσεις των εκκλησιών αυτών από παλαιότερους ερευνητές. Η επιτόπια έρευνα εμπλουτίζεται με αναφορές από φιλολογικές πηγές, περιηγητών και ιστορικών του Βυζαντίου οι οποίες, παρόλο που συχνά δίνουν λίγες πληροφορίες για την ακριβή μορφή των κτηρίων, παραμένουν πολύτιμες για τη διευκρίνηση κάποιων μορφολογικών λεπτομερειών.

Στο 3ο κεφάλαιο περιγράφεται η περίπτωση του Αγίου Ιωάννου της Εφέσου, εκκλησία την οποία μετασκεύασε δραστικά ο Ιουστινιανός στα μέσα του 6ου αι. Μέσα από την ανάλυση των θραυσμάτων αποδεικνύεται η χρήση πολλαπλών χαμηλωμένων σφαιρικών θόλων επί λοφίων, στην ανωδομή του δυτικού τμήματος του σταυρού της εκκλησίας, οι οποίοι φέρονται από πλατιά τόξα και, όπως αποδεικνύεται, υπερυψωμένου τρούλου στην διασταύρωση των κεραιών του σταυρού. Η απόδοση αυτή έρχεται να αναιρέσει την αναπαράσταση του Hörmann (1951), ο οποίος αναπαριστά στη δυτική κεραία του σταυρού με έξι ημισφαιρικούς θόλους.

Παραδείγματαχαμηλωμένων σφαιρικών θόλων, δηλαδή, ασπίδων ενιαίων με λοφία, μορφής που είναι χαρακτηριστική στα πρώιμα κτήρια της Εφέσου, αναγνωρίζονται και σε άλλα γνωστά κτήρια της εποχής αυτής, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε διάφορα σημεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η σύγκριση από τον ιστορικό Προκόπιο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου με τους Άγιους Απόστολους της Κωνσταντινούπολης, των μέσων επίσης του 6ου αιώνα, δίνει πολύτιμα στοιχεία για την μορφή των θόλων του Αγίου Ιωάννου. Η διερεύνηση επεκτείνεται σε παραδείγματα σωζομένων εκκλησιών, όπως της Αγίας Ειρήνης, αλλά και της Αγίας Σοφίας και επικεντρώνεται στη σύγκριση μορφολογικών και κατασκευαστικών στοιχείων με τα υπάρχοντα λείψανα του Αγίου Ιωάννου. Διερευνάται το κατά πόσον η κατασκευή των λοφίων στην περιοχή των γενέσεων επηρεάζει τη μορφή των σφαιρικών θόλων, ώστε να γίνει δυνατή η ασφαλής διάκριση των χαμηλωμένων σφαιρικών θόλων από τους ημισφαιρικούς. Στο τέλος του κεφαλαίου επιχειρείται η γραφική αναπαράσταση του κτηρίου με πολύ παραστατικά αξονομετρικά τμημάτων, αλλά και του συνόλου της ανωδομής.

Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζονται στα υπόλοιπα κεφάλαια διεξοδικά οι περιπτώσεις τριών ακόμα εκκλησιών, μέσα από τη διερέυνηση των σπολίων τους. Στην περίπτωση του κτηρίου Δ των Σάρδεων η αναπαράσταση της ανωδομής γίνεται με τη χρήση ασπίδων ενιαίων με λοφία ή χαμηλωμένων ημισφαιρικών θόλων, ενώ στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στη Φιλαδέλφεια με τη χρήση ημισφαιρικών θόλων. Στην τελευταία περίπτωση η αρχική δημοσίευση του A. Choisyτου 1883 και η λεπτομερής δημοσίευση του H. Buchwald του 1981 υπήρξε η βάση της νέας έρευνας, ενώ οι νέες ανασκαφές στο ναό και η απομάκρυνση νεώτερων κατασκευών αποκάλυψαν νέα τμήματα τα οποία και διερευνά ο συγγραφέας. Έτσι εξετάζονται τμήματα της θολωτής κατασκευής, όπως τόξα και λοφία, διερευνάται το εσωτερικό γέμισμα των πεσσών και η μορφή της εξωτερικής επένδυσης των τοίχων, τα οποία διασώζονται στα κατά χώραν λείψανα του κτηρίου. Για την ανωδομή του κτηρίου η κάλυψή του με δύο όμοιους ημισφαιρικούς θόλους δικαιολογείται από την ομοιομορφία των δύο χώρων και την τετραγωνική τους κάτοψη, σε αντίθεση με την επιμήκη μορφή των δύο αντίστοιχων χώρων του κτηρίου Δ των Σάρδεων, που παραπέμπει γι’ αυτό στη χρήση χαμηλωμένων σφαιρικών θόλων.

Στην εκκλησία της Θεοτόκου της Εφέσου εξετάζονται λείψανα θόλων από τις διαδοχικές φάσεις του κτηρίου, ενώ η γραφική αποκατάσταση της μορφής τους βασίζεται και εδώ σε συγκρίσεις με παραδείγματα από άλλες καλύτερα διατηρημένες εκκλησίες. Επίσης διερευνούνται οι θόλοι του βαπτιστηρίου και των παράπλευρων στοών της εκκλησίας. Αναπτύσσονται οι κατασκευαστικές τεχνικές θολωτών κατασκευών χωρίς τη χρήση ξυλοτύπου, μέθοδος η οποία συναντάται στους χαμηλωμένους θόλους της πρώτης φάσης της εκκλησίας και η οποία παραπέμπει σε αρχαιότατες ανατολικές παραδόσεις κατασκευής θόλων της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου και όχι μόνο σε ρωμαϊκές επιρροές, όπως πρώτος παρατήρησε ο Choisy το 1883 και διερεύνησε ο Ward-Perkins το 1956 και το 1981.

Η τυπολογία των πλινθόκτιστων κυλινδρικών ή σφαιροειδών θόλων απασχολεί τον συγγραφέα στο επόμενο κεφάλαιο 7. Σύμφωνα με αυτήν είναι δυνατή η αναγνώριση διαφορετικών μορφών θόλων από την επιλογή των πλοκής των πλίνθων και της κατεύθυνσης τοποθέτησης των στρώσεων. Μία από αυτές τις τεχνικές πλοκής είναι χαρακτηριστική αυτής της περιοχής της Μ. Ασίας και συγκεκριμένα της πρώιμης βυζαντινής Εφέσου, όπως διαπιστώνεται από τους ευμεγέθεις σφαιρικούς θόλους του Αγ. Ιωάννου και του βαπτιστηρίου της Θεοτόκου, ενώ έως τώρα θεωρούνταν σπάνια στην ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται για θόλους κατασκευασμένους από στρώσεις από τοξωτά τοποθετημένες οπτοπλίνθους με τη δημιουργία αυτοφερόμενων τοξωτών τμημάτων κατά την κατασκευή ανεξαρτήτως της διαμέτρου του θόλου. Τα καμπύλα σφηνοειδή αυτά τμήματα θυμίζουν τα λέπια ψαριού και έχουν σαν αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση της ανάγκης ξυλοτύπου κατά την κατασκευή του θόλου.

Το βιβλίο του Καρύδη δίνει μια καινούρια οπτική στην ερμηνεία των θραυσματικών αυτών εκκλησιών αναψηλαφώντας τα ευρήματα και τις προηγούμενες θεωρητικές αναπαραστάσεις και δίνοντας νέα κριτήρια σύγκρισης και ταύτισης. Η ‘απόδοση’ αυτών των σπολίων στη γνώση της ανωδομής αυτών των κτηρίων αποδεικνύει ακόμα μία φορά ότι πολύτιμες πληροφορίες για την μορφή και την κατασκευή ενός κτηρίου αντλούνται και από τα ταπεινότερα θραύσματα, εάν ο ερευνητής έχει τη γνώση, την ικανότητα και τη διάθεση να τις “διαβάσει”. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας, ως προσεκτικός παρατηρητής, περιγράφει τις ερειπωμένες αυτές αινιγματικές συχνά κατασκευές, τα ερωτήματα που θέτει κατά τη διάρκεια της έρευνας και οι πληροφορίες που αντλεί από τα πολύ αποσπασματικά εναπομείναντα τμήματα αυτών των κτηρίων οδηγεί σε αναπαραστάσεις που μας πείθουν για την ενδελεχή προσέγγιση του.

Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή δουλειά με τα πολύ παραστατικά αξονομετρικά σχέδια θα μπορούσε, παρόλα αυτά, να περιέχει περισσότερες σχεδιαστικές απεικονίσεις των προηγούμενων προσεγγίσεων, ώστε οι συγκρίσεις να είναι πιο ευσύνοπτες. Συχνά οι περιγραφές είναι πολύ πυκνές και ο αναγνώστης δυσκολεύεται στη χωρική τοποθέτηση των περιγραφομένων, ενώ περισσότερα επεξηγηματικά διαγράμματα για τα σημεία προέλευσης των θραυσμάτων μέσα στον συνολικό όγκο των κτηρίων θα βοηθούσαν στην ευκολότερη κατανόηση εάν τοποθετούνταν στο τμήμα της παρουσίασης των θραυσμάτων. Η τοποθέτηση των ιστορικών στοιχείων με τις βιβλιογραφικές αναφορές για το κάθε κτήριο και τις κατόψεις των υπό μελέτη εκκλησιών στην αρχή του βιβλίου κάνει μια πολύ καλή εισαγωγή αλλά δυσχεραίνει την σύνδεση του κάθε κτηρίου με την μετέπειτα ανάλυση των θραυσμάτων του και θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να προηγούνται της κάθε περίπτωσης. Πέρα από μια διαφορετική χωροθέτηση του υλικού για ευχερέστερη κατανόηση, ένα εικονογραφημένο γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου θα ήταν οπωσδήποτε χρήσιμο για το μη εξειδικευμένο κοινό.