Η βιομηχανική επανάσταση, όπως την ορίζει ο E. Hobsbawm, δεν συνέβη ποτέ στην Ελλάδα. Η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν σήμανε και τη συγκρότηση ενιαίας εθνικής οικονομίας. Την κατάτμηση του οικονομικού χώρου (Αιγαίο, ορεινή Στερεά, Δυτική Ελλάδα) συντηρεί ο ποσοτικά κυρίαρχος γεωργικός τομέας. Η διαθεσιμότητα προσιτής γεωργικής γης συνεπάγεται τη μη διαθεσιμότητα εργατικής δύναμης. Από τη δεκαετία του 1870, η βιομηχανική ανάπτυξη εξαπλώνεται. Πρόσφυγες της Κρητικής Επανάστασης προσφέρουν εργατικά χέρια στη Σύρο και τον Πειραιά. Ωστόσο ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να καθορίζει το ρυθμό προόδου της ελληνικής οικονομίας. Μετά το 1884 νέες βιομηχανίες ιδρύονται και το 1907 οι εργοστασιάρχες συνασπίζονται στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών.
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων αρχίζει η δεύτερη φάση της εκβιομηχάνισης. Με την εδαφική του επέκταση, το ελληνικό κράτος ενσωματώνει την κλωστοϋφαντουργία της Βέροιας και της Νάουσας και τον βιομηχανικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης, όλα με μακρά παράδοση ανύπαρκτη στην Παλιά Ελλάδα.
Η συρροή των προσφύγων του 1922 αυξάνοντας την προσφορά μεταβάλλει υπέρ των βιομηχάνων τις συνθήκες στην αγορά εργασίας. Στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποκρυσταλλώνονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες που προκαλούν την παρέμβαση των τραπεζών και του κράτους.
Το σύνολο του βιομηχανικού τομέα εξαρτάται από την απρόσκοπτη εισαγωγή από το εξωτερικό του μηχανικού εξοπλισμού και των βασικών πρώτων υλών. Με την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, η εξάρτηση αυτή διευρύνει το άνοιγμα του εμπορικού ισοζυγίου με το εξωτερικό. Η κυβερνητική παρέμβαση εκδηλώνεται μόνο υπέρ λίγων μεγάλων επιχειρήσεων συμβαδίζοντας με την τραπεζική χρηματοδότηση που ευνοεί τη «συγκεντρωποίηση» του κεφαλαίου. Το 1940 δέκα μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις απορροφούν το 90% των πιστώσεων της Εθνικής Τράπεζας. Παράδειγμα κρατικού παρεμβατισμού είναι η κρατική πολιτική για το βαμβάκι μετά την ίδρυση το 1930 του Οργανισμού Βάμβακος.
Στη δεύτερη φάση της επιτάχυνσης της εκβιομηχάνισης, ανάμεσα στους Βαλκανικούς και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διατυπώνονται επιτέλους προτάσεις για τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας. Η καταστροφή που φέρνει ο εμφύλιος καταδικάζει τα πιο ριζοσπαστικά σχέδια, όπως τη «σύμβαση του Αχελώου». Γύρω στα 1955-1962, ένα εργατικό δυναμικό που δεν μπορεί να απορροφηθεί μεταναστεύει.
Η τρίτη φάση της επιτάχυνσης της ελληνικής εκβιομηχάνισης διαρκεί από το 1962 ως το 1973. Στις συνθήκες που την επέτρεψαν ανήκουν τα εισοδήματα του τριτογενούς τομέα (ναυτιλία, τουρισμός) και τα εμβάσματα των μεταναστών. Για πρώτη φορά η συμβολή της βιομηχανίας στη σύνθεση του εγχώριου προϊόντος και των εξαγωγών ξεπερνάει το μερίδιο του αγροτικού τομέα. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής βιομηχανίας όμως παραμένουν. Η παθολογική εξάρτηση της βιομηχανίας από το τραπεζιτικό κεφάλαιο και την κρατική παρέμβαση εξακολουθεί να υφίσταται.