Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι είχαν μεγάλες γενετικές συγγένειες μεταξύ τους παρά τις όποιες διαφορές τους, κατάγονταν και οι δύο κυρίως από τους πρώτους νεολιθικούς γεωργούς στην περιοχή του Αιγαίου, ενώ οι σημερινοί Έλληνες είναι γενετικά παρόμοιοι σε μεγάλο βαθμό με τους Μυκηναίους.

Αυτά είναι τα κυριότερα ευρήματα μιας νέας πρωτοποριακής έρευνας ελλήνων και ξένων επιστημόνων, οι οποίοι για πρώτοι φορά ανέλυσαν το αρχαίο DNA Μυκηναίων και Μινωιτών και το συνέκριναν με άλλους πληθυσμούς και με τους σύγχρονους Έλληνες.

Η αρχαιογενετική μελέτη, με επικεφαλής δύο Έλληνες γενετιστές του εξωτερικού, τον Ιωσήφ Λαζαρίδη του Τμήματος Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Βοστώνης και τον Γιώργο Σταματογιαννόπουλο του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σιάτλ, η οποία δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Nature», εστίασε στην εποχή του Χαλκού (3η-2η χιλιετία π.Χ.).

Η προέλευση των Μυκηναίων και των Μινωιτών απασχολεί τους αρχαιολόγους για πάνω από έναν αιώνα και οι σχετικές εκτιμήσεις βασίζονταν έως τώρα κυρίως σε αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα. Η νέα μελέτη ρίχνει πλέον νέο γενετικό φως στην καταγωγή τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι Μινωίτες – οι δημιουργοί της πρώτης ευρωπαϊκής γραφής (της Γραμμικής Α, που δεν έχει ακόμη διαβασθεί) – είχαν βαθιές ρίζες στο Αιγαίο και δεν προέρχονταν από κάποιον άλλο μακρινό εξελιγμένο πολιτισμό εκτός αιγαιακού χώρου.

Η γενετική ανάλυση συμπεραίνει ότι οι αρχικοί πρόγονοι τόσο των Μινωιτών όσο και των Μυκηναίων ήσαν κατά βάση ντόπιοι γεωργικοί πληθυσμοί από τη νεολιθική Δυτική Ανατολία, την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου.

Για πρώτη φορά μελετήθηκαν δείγματα αρχαίου DNA από οστά και δόντια 19 ατόμων, μεταξύ των οποίων δέκα Μινωιτών από την Κρήτη, από τις τοποθεσίες της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας στα νότια του νομού Ηρακλείου και του σπηλαίου του Αγίου Χαραλάμπους στο οροπέδιο του Λασιθίου (2900-1700 π.Χ.), τεσσάρων Μυκηναίων από την Αργολίδα της Πελοποννήσου και τη Σαλαμίνα (1700-1200 π.Χ.) και τριών κατοίκων της νοτιοδυτικής Ανατολίας στην Τουρκία (2800-1800 π.Χ.). Αυτά τα αρχαία γονιδιώματα συγκρίθηκαν με το αρχαίο DNA 332 ανθρώπων από γειτονικές χώρες και 2.616 συγχρόνων (μεταξύ των οποίων δύο σημερινών Κρητών).

Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) ο Ι. Λαζαρίδης, «οι πρώτοι Νεολιθικοί πληθυσμοί της δυτικής Ανατολίας και της Ελλάδας ήσαν εξαιρετικά ομοιογενείς, απόγονοι ενός κοινού πρωτο-γεωργικού πληθυσμού που εξαπλώθηκε από την 7η χιλιετία π.Χ. ανά την Ευρώπη. Τα νέα δεδομένα της μελέτης μας αποδεικνύουν πως τόσο οι Μυκηναίοι όσο και Μινωίτες προέρχονται κατά βάση, σε ποσοστό 75% έως 85%, από αυτό τον πρωτο-γεωργικό πληθυσμό».

Η ανατολική και η βόρεια γενετική συνεισφορά

Η έρευνα δείχνει ότι τόσο στους Μυκηναίους όσο και στους Μινωίτες υπάρχει επίσης μια μικρότερη ανατολική γενετική επιρροή, σε ποσοστό 10% έως 15%, από τη Δυτική Ασία, η οποία σχετίζεται με τους αρχαίους κατοίκους του Καυκάσου, της Αρμενίας και του Ιράν. Όμως, οι Μυκηναίοι διέφεραν από τους Μινωίτες, επειδή είχαν στο DNA τους και μια βόρεια γενετική «συνεισφορά» από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της ανατολικής Ευρώπης και της Σιβηρίας.

Αντίθετα, οι Μινωίτες δεν εμφανίζουν τέτοια γενετική κληρονομιά από τους πληθυσμούς των βορείων στεπών. Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι οι μετανάστες-επιδρομείς από το Βορρά εξαπλώθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά δεν έφθασαν έως τη μινωική Κρήτη.

Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, «οι Μυκηναίοι είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μινωίτες, αλλά έχουν κι ένα μικρό ποσοστό προέλευσης, της τάξης του 5% έως 15%, από βόρειους αρχαίους πληθυσμούς της ανατολικής Ευρώπης και Σιβηρίας, το οποίο δεν έχουν οι Μινωίτες. Αυτή η γενετική συνιστώσα φαίνεται πως εξαπλώθηκε μετά το 3.000 π.Χ. δυτικά σε όλη την Ευρώπη, μέσω ποιμενικών πληθυσμών από τις στέπες, που βρίσκονταν βόρεια από τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία».

Όπως αναφέρει ο Έλληνας επιστήμονας, «η ακριβής γεωγραφική προέλευση και η διαδρομή αυτών των βορείων και ανατολικών επιρροών θα διευκρινιστεί καλύτερα στο μέλλον, με δειγματοληψία περισσοτέρων γειτονικών αρχαίων πληθυσμών. Υποδεικνύει πάντως κάποιο βαθμό πληθυσμιακής μετακίνησης προς τον Αιγαιακό χώρο, ένα αρκετά εύλογο συμπέρασμα, αφού η Ελλάδα είναι η γεωγραφική γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία».

Η μελέτη δείχνει ότι ‘μετανάστες’ από περιοχές βόρεια και ανατολικά του Αιγαίου μπορεί να συνέβαλαν στην ανάδυση των μεγάλων Αιγαιακών πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού κατά τη δεύτερη και τρίτη χιλιετία π.Χ.

Όμως η έρευνα δεν διαπίστωσε κάποιο διακριτό γενετικό «αποτύπωμα» ούτε των Αιγυπτίων ούτε των Φοινίκων στο DNA των Μινωιτών ή των Μυκηναίων.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, «αυτό οδηγεί σε απόρριψη της υπόθεσης ότι οι πολιτισμοί του Αιγαίου δημιουργήθηκαν από μετανάστες που προέρχονταν από παλαιούς πολιτισμούς εκείνων των περιοχών (Μέσης Ανατολής ή Αφρικής)».

Η γενετική συνέχεια των Ελλήνων

Όσον αφορά τους σημερινούς Έλληνες, η έρευνα δείχνει ότι είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μυκηναίους, οι οποίοι ήσαν οι πρώτοι που έγραψαν την Ελληνική γλώσσα με τη Γραμμική Β. Όπως είναι αναμενόμενο, με το πέρασμα του χρόνου έχει σήμερα πια επέλθει μια επιπλέον μείωση της γενετικής επιρροής των πρωτο-γεωργών.

«Το κύριο συμπέρασμα από την μελέτη μας», υπογραμμίζει ο κ. Λαζαρίδης, «είναι πως η πληθυσμιακή ιστορία της Ελλάδας έχει χαρακτηριστικά σημαντικής γενετικής συνέχειας, αλλά όχι πλήρους απομόνωσης».

Οι ερευνητές τονίζουν ότι δυο βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν μελλοντικά, είναι πότε για πρώτη φορά οι κοινοί «ανατολικοί» πρόγονοι των Μινωιτών και των Μυκηναίων έφθασαν στο Αιγαίο και κατά πόσο οι «βόρειοι» πρόγονοι των Μυκηναίων έκαναν σποραδικές διεισδύσεις στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα ή μία γρήγορη και μαζική μετανάστευση, όπως συνέβη στην Κεντρική Ευρώπη.

Άσχετα πάντως με τις απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι υπήρξαν δύο τουλάχιστον μεταναστευτικά ρεύματα προς το Αιγαίο, ένα από την Ανατολή και ένα από το Βορρά, τα οποία ήλθαν να προστεθούν στην αρχική μετανάστευση και διασπορά στον αιγαιακό και ελληνικό χώρο των εξ Ανατολής πρώτων γεωργών ήδη πολύ πριν την Εποχή του Χαλκού.

Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, «είναι αξιοσημείωτο πόσο συνεχής έχει υπάρξει η κληρονομιά των πρώτων Ευρωπαίων γεωργών στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές της νότιας Ευρώπης, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι πληθυσμοί τους ήσαν πλήρως απομονωμένοι. Οι Έλληνες δεν αναδύθηκαν πλήρως σχηματισμένοι από τα βάθη της προϊστορίας, αλλά στην πραγματικότητα ήσαν πάντα ένας λαός στη διαδικασία του γίγνεσθαι, ένα έργο σε εξέλιξη, καθώς μεταναστευτικά στρώματα δια μέσου των εποχών έρχονταν να προστεθούν, αλλά ποτέ δεν έσβησαν τη γενετική κληρονομιά των πληθυσμών της Εποχής του Χαλκού».

Στη μελέτη συμμετείχαν κορυφαίοι ξένοι επιστήμονες, όπως ο εξελικτικός γενετιστής Ντέηβιντ Ράιχ του Χάρβαρντ και ο Γιοχάνε Κράουζε, διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Μελέτη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα της Γερμανίας.

Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν επίσης οι Γιάννης Σταματογιαννόπουλος και Δήμητρα Λοτάκη (Πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον), Γιάννης Μανιάτης (Εργαστήριο Αρχαιομετρίας «Δημόκριτου»), Μανώλης Μιχαλοδημητράκης (Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης), Γιώργος Κορρές (Τμήμα Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών) και οι αρχαιολόγοι Γιάννης Τζεδάκης, Αντώνης Βασιλάκης, Αναστασία Παπαθανασίου και Ελένη Κονσολάκη-Γιαννοπούλου.