Τμήματα των Μακρών Τειχών μέσα σε πυλωτές πολυκατοικιών στον Ταύρο, καθώς και άλλες αρχαιότητες στην οδό Πειραιώς, ορατές, αλλά καλά «κρυμμένες» μέσα σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις, έγιναν αντικείμενο θαυμασμού στον περίπατο που πραγματοποίησαν οι αρχαιολόγοι Άννα-Μαρία Αναγνωστοπούλου, Ειρήνη Σκιαδαρέση και Γιάννης Συρόπουλος, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων. Αφορμή στάθηκε η δράση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων «Ημέρα Προβολής του έργου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας», που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα και κορυφώθηκε την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016, με τον «Αρχαιολογικό περίπατο στα Μακρά Τείχη: νεκροταφεία, κτήρια και δρόμοι».

«Οι δράσεις αυτές είναι ένας τρόπος να προβληθεί το πολυσχιδές έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καθώς περιλαμβάνει όχι μόνο ανασκαφές, αλλά και ανάδειξη αρχαιοτήτων, πάντα με γνώμονα την προστασία τους. Τα αρχαία δεν είναι τροχοπέδη για την πρόοδο, αντίθετα μπορούν να συνδυαστούν άριστα με τα σύγχρονα, όπως θα δείτε στον περίπατό μας, όπου αρχαιότητες βρίσκονται μέσα σε πυλωτές, εκθέσεις αυτοκινήτων και μαγαζιά», ανέφεραν οι αρχαιολόγοι στα περίπου 50 άτομα που, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, ακολούθησαν ως το τέλος το συναρπαστικό τρίωρο «ταξίδι» στην περιοχή, η οποία «οριζόταν» από ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα στην αρχαία Αττική, τα Μακρά Τείχη. Τα αμυντικά τείχη, δηλαδή, που συνέδεαν πρωτεύουσα και λιμάνι, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της Αθήνας σε μια ναυτική, οικονομική υπερδύναμη.

«Σήμερα, χονδρικά, το νότιο σκέλος των Μακρών Τειχών βρίσκεται κάτω από τις γραμμές του τρένου και το βόρειο κάτω από τη σύγχρονη οδό Πειραιώς και την οδό Κύπρου στο Μοσχάτο. Ξεκινούσαν από τις Αστικές Πύλες του Πειραιά και κατέληγαν το νότιο σκέλος στο λόφο του Αστεροσκοπείου και το βόρειο στο λόφο του Φιλοπάππου. Δημιουργούσαν έναν διάδρομο επικοινωνίας ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά, που επέτρεπε την ασφαλή διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων σε περίοδο ειρήνης, αλλά κυρίως σε περίοδο πολέμου», σημείωναν οι αρχαιολόγοι μπροστά στο τμήμα των Μακρών Τειχών που σώζεται μέσα σε πυλωτή πολυκατοικίας, κοντά στον σταθμό του τρένου του ΗΣΑΠ στον Ταύρο.

Με ύψος που έφτανε τα 14,5 μ. (περίπου όσο μια τετραώροφη πολυκατοικία), μήκος τα 6 χλμ. και απόσταση μεταξύ των δύο σκελών τα 185 μ. περίπου, τα τείχη και ο ενδιάμεσος χώρος τους δεν χρησίμευαν μόνο ως δρόμος. Σπίτια, εργαστήρια και νεκροταφεία διαμόρφωναν μια διαφορετική από την αναμενόμενη όψη, ενώ δεν έλειπαν, όπως σε όλα τα οχυρωματικά έργα, οι Πύργοι που χτίζονταν προς την εξωτερική μεριά, όπως ο Πύργος του νοτίου σκέλους ο οποίος έχει αναδειχθεί δίπλα στις γραμμές του τρένου, μεταξύ των σταθμών της Καλλιθέας και του Μοσχάτου.

Η επόμενη στάση γίνεται στην οδό Πειραιώς, στο ύψος του Μοσχάτου. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι αρχαιότητες βρίσκονται εντός των εγκαταστάσεων έκθεσης αυτοκινήτων, επισκέψιμες τις ώρες λειτουργίας της επιχείρησης. Τα θεμέλια δυο αρχαίων κτιρίων, το ένα πάνω στο άλλο, τα οποία κτίστηκαν με διαφορά τεσσάρων αιώνων (8ος και 4ος αι. π.Χ.), δείχνουν μια διαχρονικότητα που παραμένει παρά τις αντιξοότητες (η κοίτη ενός ρέματος σε επαφή σχεδόν με το αρχικό κτίριο δεν απέτρεψε την κατασκευή του δευτέρου). Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη χρήση τους, αφού δεν βρέθηκαν ούτε επιγραφές ούτε ειδώλια. Ωστόσο, ένας λίθος με μια οπή στη μέση που ίσως σχετίζεται με βάση αγάλματος, μια βάση ίσως αναθηματικής στήλης κι ένας τετράπλευρος βωμός που εντοπίστηκαν (και αναδείχτηκαν) δίπλα στα δύο κτίρια υποδεικνύουν χώρο λατρείας. Το γεγονός, δε, ότι εκεί κοντά έχουν βρεθεί δυο ιερά της Κυβέλης δείχνουν ότι η περιοχή ίσως διατηρεί μια ιερή μνήμη, που έχει πολλά ακόμα να δείξει.

Και η πορεία το αποδεικνύει. Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο υπόγειο πάρκινγκ του καταστήματος Leroy Merlin, υπάρχουν τρεις αρχαιολογικοί χώροι επισκέψιμοι, αλλά άγνωστοι. Χωρίς πινακίδες, μόνο τυχαία μπορεί κανείς να τους ανακαλύψει. Όμως όχι για πολύ. Οι αρχαιολόγοι είπαν ότι είναι στις άμεσες προτεραιότητές τους η τοποθέτηση σήμανσης ώστε ακόμα και μόνος του κανείς να μπορεί να επισκεφθεί τον αρχαίο δρόμο που βρέθηκε σε δύο τμήματα, τις αμαξοτροχιές που σώζονται κατά τόπους, το αρχαίο νεκροταφείο με τις διαφορετικές ταφές και, κυρίως, το κτίριο του 7ου αι. π.Χ.

«Έχουμε καταλήξει ότι πρόκειται για δημόσιο κτίριο, όπου πιθανόν γίνονταν τελετουργίες προς τιμήν του δαίμονα Διονύσου, ο οποίος ακόμα δεν είχε γίνει Ολύμπιος Θεός. Μια λαβή κανθάρου (σσ. αγγείο πόσεως) με την επιγραφή “ΤΩ ΔΙΟΝΥΣ…”, δηλαδή στον Διόνυσο, μας οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα», αναφέρει ο αρχαιολόγος, προτείνοντας παράλληλα έναν ακόμη συνειρμό. Να πρόκειται δηλαδή για κτίριο το οποίο ανήκε σε κάποιον οργεώνα ή θίασο, δηλαδή ομάδες που άκμασαν κατά τη διάρκεια του 7ου αι. π.Χ. και άρχισαν να χάνουν σταδιακά τη δύναμή τους μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη.

Τελευταίος σταθμός αποτελεί ένα εμπορικό κέντρο επί της οδού Πειραιώς, μετά τον Κηφισό. Το κυκλικό ταφικό μνημείο του 4ου αι. π.Χ. είναι πιο εύκολο να εντοπιστεί. Βρίσκεται σε χαμηλό υπαίθριο χώρο, μεταξύ των καταστημάτων, δίπλα στο πεζοδρόμιο όπου, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, εντοπίστηκε ένας από τους Πύργους του βορείου σκέλους των Μακρών Τειχών, σήμερα καταχωμένος. Πάνω στο μνημείο δύο μεγάλες πέτρες, που ποτέ δεν μετακινήθηκαν, στήριζαν πιθανόν το επιτύμβιο σήμα – ενδεχομένως μια λήκυθος. Ανήκε σε ένα μεγάλο νεκροταφείο, στο οποίο βρέθηκε, μεταξύ άλλων, ένας κατάδεσμος, δηλαδή μολύβδινο έλασμα πάνω στο οποίο οι αρχαίοι έγραφαν κατάρες και το έριχναν σε τάφους ή πηγάδια για να «πιάσει».

Πληροφορίες για τις δραστηριότητες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων μπορείτε να βρείτε εδώ.