Το νέο βιβλίο του αρχαιολόγου Θάνου Γ. Παπαθανασόπουλου, με τίτλο «Τεγέα, Μαντίνεια, Παλλάντιον. Περιήγηση στον Μύθο, την Ιστορία, τα Μνημεία», αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο του 2016, από τις Εκδόσεις Αρχείο.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Ο ναός της Αλέας Αθηνάς

 Αλέα είναι ένα από τα διακόσια επίθετα, τοπικού ή πανελλήνιου χαρακτήρα, της θεάς της σοφίας, όπως Αφαία Αθηνά στην Αίγινα, Αθηνά Πολιάς, Αθηνά Παλλάς, Αθηνά Νίκη στην Ακρόπολη των Αθηνών, Αθηνά Αρεία στις Πλαταιές, Εργάνη στη Μεγαλόπολη, Ιππία στον Δήμο Μανθυρέων, Παναχαΐς Αθηνά στην Πάτρα κ.ά. Η Αλέα πάντως είναι θεότητα που λατρευόταν όχι µόνο στην Τεγέα, αλλά και στην Αργολίδα, καθώς και στη Σπάρτη.

Η αρχαιότερη έμμεση μνεία του ναού της Αλέας Αθηνάς υπάρχει στον Ηρόδοτο (…). Ο αρχαϊκός ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά το 395-4 π.Χ. και αντικαταστάθηκε στα μέσα του αιώνα αυτού από τον μαρμάρινο ναό του Σκόπα.

Η ιστορία του κλασικού ναού της Αλέας Αθηνάς φαίνεται ότι περιορίζεται στην οικοδόμηση και τη λειτουργία του μέχρι την απαγόρευση της «εθνικής» λατρείας του Δωδεκάθεου από τον Θεοδόσιο Β’, τη νομοθετημένη επικράτηση δηλαδή του Χριστιανισμού. Το πιθανότερο είναι, πάντως, ότι ο ναός δεν μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Η δε ακριβής χρονολόγηση της καταστροφής του, αν δεν οφείλεται σε σεισμό, είναι απροσδιόριστη: μπορεί να υποτεθεί ότι στους χριστιανικούς χρόνους η εγκατάλειψη του ναού χωρίς καμία συντήρηση θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της στέγης του, πράγμα που σηματοδοτεί την αρχή και την αιτία της πλήρους καταστροφής και μετατροπής του σε χώρο προσπόρισης «οικοδομικών υλικών» για νεότερα οικοδομήματα.

Η καταστροφή του μνημείου ολοκληρώθηκε µε την αφαίρεση των μεταλλικών συνδέσμων που συνέδεαν τα µέλη μεταξύ τους. Έτσι, σημαντικό πλήθος αρχιτεκτονικών µελών, γλυπτών και άμορφων δομικών υλικών του αρχαίου ναού χρησιμοποιήθηκαν στα σπίτια του νεότερου οικισμού και στην ανέγερση της γειτονικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.

Περισσότερο από ένα θαυμαστό κλασικό δωρικό μνημείο, για την Αρκαδία και την Τεγέα του 4ου αι., ο ναός της Αλέας Αθηνάς του Σκόπα έχει ως αντίστοιχό του τον Παρθενώνα του Φειδία τον 5ο αι. στην Αττική και την Αθήνα.

Ο κλασικός λοιπόν ναός του Σκόπα (…) ξεχωρίζει γιατί, σύμφωνα µε τον Παυσανία, ήταν «… ο πρώτος σε μέγεθος και κατασκευή σε ολόκληρη την Πελοπόννησο… », αν και στην πραγματικότητα ερχόταν δεύτερος σε μέγεθος μετά τον ναό του Διός στην Ολυμπία. Ο ναός της Αλέας Αθηνάς ήταν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένος από μάρμαρο Δολιανών, εκτός φυσικά από τη θεμελίωση, η οποία ήταν από κροκαλοπαγή λίθο.

Οι αναλογίες του στυλοβάτη είναι ασυνήθιστες για ναό του 4ου αι., πράγμα που οφείλεται ενδεχομένως στο ότι ο Σκόπας, επηρεασμένος από την ιδιαίτερα επιμήκη μορφή του ναού του Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγάλειας, οικοδόμησε τον νέο ναό επάνω στα θεμέλια του κατεστραμμένου αρχαϊκού. Οι διαστάσεις των δύο αυτών σημαντικών αρκαδικών ναών (ο πρώτος του Ικτίνου, οικοδομημένος στην περίοδο κορύφωσης της κλασικής αρχιτεκτονικής και ο δεύτερος του Σκόπα, στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής της) διαφέρουν αισθητά, αφού ο ναός της Αλέας είναι στις μακριές του πλευρές μικρότερος κατά έναν κίονα από τον τέλειο, μορφολογικά, κανόνα.

Το υλικό θεμελίωσης, ο κροκαλοπαγής λίθος, αφθονεί στην περιοχή του Αγ. Σώστη. Αποτελείται από μικρές κροκάλες που έχουν ενσωματωθεί σε μεγάλες ποσότητες αργίλου. Το πέτρωμα είναι κομμένο σε μεγάλους τετραγωνισμένους λίθους. Εκτός από τον κροκαλοπαγή λίθο, σε ορισμένα σημεία στη θεμελίωση παρεμβάλλονται μαρμάρινες λιθόπλινθοι σε δεύτερη χρήση, που προέρχονται από τον παλαιότερο ναό.

… 

Η θεμελίωση του εξωτερικού παραλληλόγραμμου παρουσιάζει μια ελαφριά καμπυλότητα (…). Σημειώνεται ότι ανάλογη είναι η κλίση και στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες. Στον ναό της Αλέας όμως υπάρχουν αρκετοί σπόνδυλοι που δεν ακολουθούν αυτή την αρχή. Οι μελετητές συμπέραναν ότι οι κίονες που παρουσιάζουν κλίση βρίσκονταν στις διαμήκεις πλευρές, ενώ οι κίονες που δεν έχουν κλίση, στις στενές πλευρές. Η συνήθεια να κατασκευάζονται εντελώς κατακόρυφοι μερικοί από τους κίονες εμφανίζεται στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., πιθανώς λόγω της επίδρασης του ιωνικού ρυθμού, όπου κανείς κίονας δεν αποκλίνει από την κατακόρυφο.

Για τα αετώματα, οι πληροφορίες που αντλούμε από τα κατάλοιπα είναι λιγοστές, αφού έχουν εντοπιστεί µόνο πέντε κομμάτια του τυμπάνου, σε ορισμένα από τα οποία διακρίνονται λαξευμένες οι υποδοχές για τη στερέωση των εναέτιων συνθέσεων. Η διακόσμηση του κεντρικού ακρωτηρίου, από το οποίο σώζονται µόνο τέσσερα θραύσματα, αποτελείται από φύλλα σε σχήμα φοίνικα.