Ο εξαιρετικής σπουδαιότητας οχυρωμένος οικισμός της Οσδίνης, περισσότερο γνωστός ως Ουζντίνα, που βρίσκεται νότια του χωριού Πέντε Εκκλησιές στη Θεσπρωτία, παραδίδεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων ως «Αρχαιολογικό Πάρκο Βυζαντινού-Μεταβυζαντινού Οικισμού Ουζντίνας».

Η έρημη καστροπολιτεία της Ουζντίνας, που είναι κτισμένη σε λόφο πάνω στην έξοδο του φαραγγιού του ποταμού Καλαμά, συντηρήθηκε, αναδείχτηκε και αποτελεί παράδειγμα διαχρονικού οικισμού, καθώς διασώζει αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από την Κλασική-Ελληνιστική έως τη Μεταβυζαντινή περίοδο. Ο οικισμός της είναι πυκνοδομημένος, με στενά δρομάκια επικοινωνίας και λιθόστρωτα καλντερίμια.

Τα σπίτια είναι κτισμένα με ξερολιθιά, με πολλά δωμάτια, ενώ τα περισσότερα από αυτά είναι διώροφα. Ισχυρός οχυρωματικός περίβολος περιμέτρου 450 μ. περικλείει τον οικισμό από την ανατολική, τη βόρεια και τη νότια πλευρά. Τη δυτική πλευρά, καλύπτει ένας φυσικός βράχος.

Η οχύρωση αντιστοιχεί σε τουλάχιστον τρεις περιόδους, την κλασική-ελληνιστική, την 1η βυζαντινή και τη 2η βυζαντινή φάση. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου, στη βόρεια πλευρά του οικισμού, σώζεται η πιθανολογούμενη ακρόπολη. Στο σημείο αυτό υπήρχε η κύρια πύλη του αρχαίου οικισμού, η οποία ενισχύθηκε με ισχυρό πύργο κατά τη βυζαντινή περίοδο.

Κατά την παράδοση, στον οικισμό της Ουζντίνας υπήρχαν δέκα ναοί. Σήμερα εντοπίζονται οκτώ ναοί και μία σκήτη. Σε καλή κατάσταση διατήρησης είναι οι ναοί της Κοίμησης της Θεοτόκου, των Ταξιαρχών, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Δημητρίου και του Προφήτη Ηλία, ενώ οι ναοί του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γεωργίου, σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης.

Οι δύο επιβλητικοί ναοί των Ταξιαρχών και της Κοίμησης Θεοτόκου που βρίσκονται στο κέντρο του οικισμού, χρονολογούνται στον 16ο και 17ο αιώνα αντίστοιχα. Εσωτερικά, οι ναοί είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ζωγραφικής του 17ου αιώνα. Η ζωγραφική του ναού της Κοίμησης φέρει επιδράσεις από τη Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδας και παρουσιάζει στοιχεία επαφών με τα περίφημα εργαστήρια από το Λινοτόπι της Καστοριάς. Αντίστοιχα, η τέχνη των τοιχογραφιών του ναού των Ταξιαρχών στηρίζεται κυρίως στην εικονογραφική παράδοση της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας, ενώ παρουσιάζει έμμεσες επιρροές από το καλλιτεχνικό ρεύμα της Κρητικής Σχολής και της ζωγραφικής του μακεδονικού χώρου.

Η ονομασία του οικισμού, κατά μία άποψη, προέρχεται από το παλαιοσλαβικό ozdbna, που σημαίνει καμίνι για την αποξήρανση δημητριακών. Σήμερα, το τοπωνύμιο, σε διάφορες εκδοχές, συναντάται και εκτός ελλαδικού χώρου, Uzdin στη Σερβία, Oyzdino στην πΓΔΜ. Ο Ν. Hammond την ταυτίζει με την Οφτίνη των αρχαίων πηγών και αναφέρει ότι, ίσως, φιλοξένησε για μικρό χρονικό διάστημα την έδρα της επισκοπής Φωτικής. Άνθηση του οικισμού πιθανολογείται στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ περισσότερο βεβαιωμένη είναι η ανάπτυξη του οικισμού κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο και κυρίως τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, η Οσδίνη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε για άγνωστο λόγο.

Την Ουζντίνα επισκέφτηκε για πρώτη φορά το 1930 ο αρχαιολόγος Δημήτρης Ευαγγελίδης, ο οποίος είχε κάνει τότε δημοσίευση στα Ηπειρωτικά Χρονικά.

Η ένταξη του έργου «Αρχαιολογικό Πάρκο Βυζαντινού-Μεταβυζαντινού Οικισμού Ουζντίνας» στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Θεσσαλίας-Στερεάς Ελλάδας-Ηπείρου 2007-2013», του ΕΣΠΑ, με συνολικό προϋπολογισμό 684.000 ευρώ, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη συστηματική έρευνα και προβολή του αρχαιολογικού χώρου.

Η υλοποίηση του έργου ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2010, με την εκπόνηση μελετών που ήταν απαραίτητες για την έναρξη των εργασιών πεδίου. Οι εργασίες διαμόρφωσης και ανάδειξης του οικισμού ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2012 και ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2015. Αυτές περιλάμβαναν εκτεταμένους καθαρισμούς, ανασκαφικές έρευνες, συστηματικές εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης των ναών και των οικιών, συντήρηση των τοιχογραφιών, τοπογράφηση της περιοχής, δημιουργία διαδρομών επισκεπτών, πινακίδες πληροφόρησης και έκδοση αρχαιολογικού οδηγού.