Η αποβίβαση των τούρκικων δυνάμεων στην περιοχή της Μονής Γωνιάς, στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, το 1645, σήμανε την αρχή της σταδιακής κατάληψης του νησιού η οποία ολοκληρώθηκε με την πτώση της πρωτεύουσας του Βασιλείου της Κρήτης, του Χάνδακα, τον Σεπτέμβριο του 1669. Τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί κατασκευάστηκαν ελάχιστα νέα οχυρά, τα περισσότερα από τα οποία ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια του κρητικού πολέμου. Αιτία για την πενιχρότητα νέων μεγάλων οχυρωματικών έργων, από την πλευρά των Τούρκων, τουλάχιστον κατά τον 17ο και 18ο αι., στάθηκε το γεγονός ότι οι Βενετσιάνοι είχαν ήδη ιδρύσει ένα εκτεταμένο οχυρωματικό δίκτυο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε άλλες, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας θέσεις της Κρήτης. Οι νέοι κατακτητές διατήρησαν, λοιπόν, τα σημαντικότερα φρούρια του δικτύου αυτού, μετά τις επισκευές που ήταν αναγκαίες εξαιτίας των φθορών που είχαν υποστεί από τον πόλεμο. Μόνο τον 19ο αι., κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρητικής επανάστασης του 1866, προχώρησαν στην κατασκευή ενός νέου μεγάλου οχυρωματικού δικτύου, στην ύπαιθρο, με σκοπό την καταστολή της επανάστασης και τον έλεγχο του νησιού.

Τα νέα οχυρά κατά τον 17ο και 18ο αιώνα

Μετά τις πρώτες τους αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβουν τον Χάνδακα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν γύρω από την πόλη ορμητήρια-φρούρια. Με σουλτανικό φιρμάνι, τον Φεβρουάριο του 1649, δίδεται η εντολή κατασκευής τριών οχυρών γύρω από τα τείχη του Χάνδακα: στην ανατολική ακτή απέναντι από το Λαζαρέττο, νότια της πόλης και δυτικά του ποταμού Γιόφυρου. Το τελευταίο μάλιστα απεικονίζεται στα σχεδιαγράμματα της εποχής σε αστερόσχημη μορφή με τέσσερις προμαχώνες. Από τα φρούρια αυτά δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος, ενώ δεν είναι γνωστή ούτε η ακριβής θέση τους. Ένα ακόμα φρούριο κατασκευάστηκε 5 χλμ. νότια της πόλης, στα υψώματα Ambrussa, στη θέση του σημερινού προαστίου Φορτέτζα (εικ. 1). Το φρούριο που ονομαζόταν Inadiye ή Kale-I Cedit (Νέο Φρούριο) ανεγέρθηκε από τον Γαζή Χουσεΐν Πασά κατά τα έτη 1648-1650 και αποτέλεσε την έδρα της διοίκησης και των οικονομικών υπηρεσιών του στρατού. Οι πηγές αναφέρουν ότι το οχυρό αυτό, που έφερε έξι προμαχώνες, δεν ήταν καλής κατασκευής αφού κατά τη διάρκεια ανέγερσής του, εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων, κάποια τμήματά του κατέρρευσαν. Η προχειρότητα της κατασκευής του αλλά και η ανάπτυξη στο εσωτερικό του, από τον 18ο αι. και μετά, του οικισμού Φορτέτζα, είχαν ως αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του. Σήμερα, στα άκρα του λόφου, διασώζονται μικρά τμήματα του περιβόλου της δυτικής και ανατολικής πλευράς του με την εξωτερική επένδυσή τους από ορθογώνιους λίθους.
Το 1669, λίγο μετά την κατάληψη του Χάνδακα, οι Τούρκοι για να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού κατασκεύασαν στον ανατολικό λιμενοβραχίονα, απέναντι από το ενετικό φρούριο Rocca al Mare (o σημερινός Κούλες), ένα δεύτερο φρούριο, το Κιουτσούκ Σου Καλεσιντέ (Ο Μικρός Κούλες) (εικ. 2). Το οχυρό αυτό, που μας είναι γνωστό από φωτογραφίες των αρχών του 20ού αι., κατεδαφίστηκε τον Ιούνιο του 1936 με απόφαση της τότε Λιμενικής Επιτροπής.

Στην περιοχή των Χανίων, οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι τη μεγάλη σημασία του λιμανιού της Σούδας κατασκεύασαν, επίσης, κατά τη διάρκεια του κρητικού πολέμου, τέσσερα μικρά οχυρά. Τα οχυρά αυτά, που κρίθηκαν απαραίτητα για την αποτελεσματικότερη προστασία του λιμανιού, ανεγέρθηκαν σε θέσεις που ήδη είχαν επιλεχθεί από τους Βενετούς για την ανέγερση οχυρών τα οποία όμως ποτέ δεν κατασκευάστηκαν. Ένα μικρό οχυρό κτίστηκε στη βόρεια ακτή, λίγο πριν την είσοδο του λιμανιού, στο ακρωτήριο Καλόγερος. Παράλληλα στη νότια ακτή κατασκευάστηκαν άλλα τρία: αυτό της Αγίας Παρασκευής, στη θέση Κουλάτα των Βενετών, στο δυτικό τμήμα της νότιας ακτής, άλλο ένα στη θέση του λόφου Πήδος της Γριάς και ένα τρίτο στο λόφο Ποδομούρι, απέναντι από τη νησίδα της Σούδας. Στην τελευταία θέση ανεγέρθηκε το οχυρό Καλάμι, το οποίο μετά το 1866 μετασκευάστηκε στο πενταγωνικό οχυρό Ιτζεδίν.

Λίγο μετά το τέλος του κρητικού πολέμου, τον ύστερο 17ο και πρώιμο 18ο αι., τρία νέα οχυρά κατασκευάστηκαν στην πόλη του Ρεθύμνου. Ένα οχυρό διαστάσεων 46,50×30,50 μ., που σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, κτίστηκε μπροστά από την κύρια, ανατολική είσοδο του φρουρίου Φορτέτζα (εικ. 3). Ένα δεύτερο, σήμερα κατεστραμμένο, κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά του ενετικού λιμένα και ένα τρίτο στο ανατολικό άκρο της πόλης, κοντά στη λεγόμενη Πύλη της Άμμου, κατεστραμμένο και αυτό. Η πρώτη αναφορά στις πηγές του σωζόμενου πενταγωνικού οχυρώματος, ανατολικά του φρουρίου Φορτέτζα, και μάλιστα ως νέου οχυρού, ανάγεται στο 1715. Το οχυρό αυτό, όπως έχει επισημανθεί, αποτελεί κλασική περίπτωση κάλυψης πύλης φρουρίου και μπορεί να χαρακτηριστεί ως rivellino. Η δομή του είναι πανομοιότυπη με αυτή των αντίστοιχων οχυρώσεων της περιόδου της Βενετοκρατίας, γεγονός που δεν πρέπει να ξενίζει αφού οι μορφές της οχύρωσης με προμαχώνες εφαρμόζονταν για αιώνες, ανεξάρτητα από το ποιος τις κατασκεύαζε. Η εξωτερική επιφάνειά του είναι κεκλιμένη ως το ύψος του cordone, που αντιστοιχούσε στο επίπεδο κίνησης των στρατιωτών, στο εσωτερικό του φρουρίου. Το υπόλοιπο καθ’ ύψος τμήμα του, όπως και το αντίστοιχο τμήμα του φρουρίου, ήταν επίπεδο και διαμορφωνόταν με κανονιοθυρίδες, σήμερα τοιχισμένες. Στη ΒΑ γωνία του, στο ύψος του cordone, σώζεται βάση από κυκλική σκοπιά όμοια με αυτές του φρουρίου. Η συνεχή χρήση του ανά τους αιώνες και κυρίως η μετατροπή του σε φυλακές που λειτουργούσαν έως και το 1960, αλλοίωσαν τη μορφή του, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε την εσωτερική διαμόρφωσή του. Ανάλογης μορφής φαίνεται ότι ήταν και τα άλλα δύο οχυρά, όπως συμπεραίνεται από φωτογραφίες των αρχών του 20ού αι.

Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η πληροφορία του Τούρκου περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή για την κατασκευή παράκτιων φρουρίων στα λιμάνια του Φόδελε και της Αγίας Πελαγίας Ηρακλείου από τον Γαζή Χουσεΐν Πασά τα πρώτα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης. Για το κάστρο μάλιστα του Φόδελε δίνει αρκετές πληροφορίες για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του, ενώ αναφέρει ότι επισκευάστηκε το 1666 από τον αρχιναύαρχο Φαζίλ Αχμέτ Πασά.

Στην ενδοχώρα, την πρώιμη οθωμανική περίοδο, δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε κανένα νέο οχυρό.

Οι πύργοι σινιάλων

Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει και το εκτεταμένο δίκτυο από πύργους σινιάλων, που ήταν σε λειτουργία από τους Τούρκους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μάστιγα των πειρατικών επιδρομών. Το δίκτυο αυτό, που ήταν σε χρήση ήδη το 1689, κάλυπτε το σύνολο του νησιού, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό του. Οι πύργοι είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους και σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλο με κόκκινη σημαία την ημέρα και με φωτιές τη νύχτα. Οι λιγοστές πηγές που αφορούν στο θέμα δεν δίνουν στοιχεία για την ανέγερσή τους, αν και είναι πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό το υφιστάμενο βενετικό δίκτυο των ακτοφρουρών που εκτεινόταν επίσης σε όλο το νησί. Μια βίγλα αυτού του τύπου διασώζεται στο λόφο της Αγίας Παρασκευής ΒΑ του οικισμού Σκεπαστή και αναφέρεται ήδη στην έκθεση του Nicola Gualdo το 1633. Το δίκτυο αυτό βρισκόταν σε λειτουργία τουλάχιστον έως τον 18ο αι., αφού στην έκθεσή τους για τις οχυρώσεις της Κρήτης, οι Γάλλοι P. Bonneval και M. Dumas τούς χρησιμοποιούν ως τοπόσημα. Αναφέρουν μάλιστα ότι ιδιαίτερα οι πύργοι της ανατολικής Κρήτης ήταν επανδρωμένοι και βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, ενώ σε ορισμένους από αυτούς είχαν τοποθετηθεί και σιδερένιες πόρτες.

Οι επεμβάσεις στα υφιστάμενα βενετσιάνικα φρούρια

Αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επισκευή των κυριότερων υφιστάμενων βενετσιάνικων οχυρώσεων του νησιού. Στον πρώιμο 18ο αι. όμως, οι εργασίες αποκατάστασής τους δεν είχαν ολοκληρωθεί, αφού το έτος 1715 εκδίδονται δύο αυτοκρατορικά φιρμάνια με τα οποία ζητείται η επίσπευση των εργασιών επισκευής των φρουρίων του Χάνδακα, των Χανίων, του Ρεθύμνου, της Γραμβούσας, της Ιεράπετρας και της Κισάμου. Το κόστος αυτών των εργασιών θα καλυπτόταν μερικώς από το σουλτανικό ταμείο και το υπόλοιπο από την ετήσια εισφορά στο δημόσιο ταμείο της Κρήτης. Τα συγκεκριμένα φρούρια φαίνεται ότι είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου κρητικού πολέμου και συγχρόνως ήταν τα σημαντικότερα του νησιού.

Στην πόλη των Χανίων επισκευάστηκαν αρχικά ο προμαχώνας του Αγίου Δημητρίου ή Lando και η περιοχή της πύλης Sabbionara, στην ανατολική πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου, που είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές από τη δίμηνη πολιορκία της πόλης. Επίσης σε βενετικό σχεδιάγραμμα της πόλης των Χανίων, του ύστερου 17ου αι., απεικονίζονται διάφορες οχυρές κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1645-1688 και από τις οποίες σήμερα δεν σώζεται καμία. Ανάμεσα σε αυτές βρίσκεται ένα μικρό φρούριο-οχύρωμα στα δυτικά της πύλης Rettimiota και άλλο ένα στο μέσο της ανατολικής κορτίνα των βενετικών οχυρώσεων. Επισκευές στις οχυρώσεις της πόλης μαρτυρούνται σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ σε κάποιες περιόδους, όπως αμέσως μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, φαίνεται ότι εντατικοποιούσαν τις εργασίες σε αυτές, αφού αναφέρεται ότι το 1776 δούλευαν στα τείχη 1.500 Έλληνες. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι οι εργασίες που γίνονταν ήταν οι πολύ βασικές, αφού το β΄ μισό του 19ου αι. τα τείχη παρουσίαζαν μια εικόνα εγκατάλειψης.

Στην περιοχή των Χανίων σε χρήση παρέμειναν επίσης τα φρούρια των νησίδων Γραμβούσας και Σούδας, του Καστελίου Κισάμου καθώς και το Φραγκοκάστελο. Επισκευές μαρτυρούνται και σε αυτά από τις γραπτές πηγές σε όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βέβαια στην έκθεση των Bonneval και Dumas, το 1783, αναφέρεται ότι το Φραγκοκάστελο ήταν ήδη εγκαταλειμμένο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από πηγές του πρώιμου 9ου αι. Τα υπόλοιπα αναφέρεται πως ήταν σε λειτουργία, με φρουρά και κανόνια, αν και κακοσυντηρημένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φρούριο της Σούδας για το οποίο αναφέρεται ότι μέρος των επάλξεων και της επένδυσης του οχυρωματικού περιβόλου είχε καταρρεύσει, ενώ από τη φρουρά των 700 ανδρών του χωριού, το οποίο είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό του φρουρίου, οι 50 μόνο είχαν μισθό και λειτουργούσαν ως κανονική φρουρά.

Στην πόλη του Ρεθύμνου δεν πραγματοποιήθηκαν δραστικές αλλαγές στον οχυρωματικό τομέα. Τα βασικά οχυρωματικά έργα περιορίστηκαν στα χερσαία τείχη της πόλης ‒και κυρίως στο φρούριο Φορτέτζα‒ τα οποία επισκευάζονταν περιοδικά, όπως διαπιστώνεται από τα σχετικά έγγραφα της εποχής αλλά και τις ίδιες τις επεμβάσεις στα τείχη του και τα κτήρια. Τα τείχη της ανατολικής πλευράς πάνω από την πύλη διαμορφώθηκαν από τους Τούρκους με χαμηλά τοξωτά ανοίγματα, ενώ ανάλογα ανοίγματα τοποθετήθηκαν και στο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης, πάνω από την κεντρική πύλη των τειχών, την πύλη Guora (εικ. 4). Στο εσωτερικό του φρουρίου, στο οποίο διέμενε η φρουρά της πόλης, δημιουργήθηκε από τις αρχές του 18ου αι. ένας πυκνοδομημένος οικισμός, κυρίως στο νότιο και ανατολικό τμήμα του, που τον 19ο αι. είχε 500 Οθωμανούς κατοίκους. Τα μεγάλα βενετσιάνικα κτίσματα, όπως το κτήριο του Πυροβολικού, ο επιπρομαχώνας του Αγίου Λουκά, οι λεγόμενες φυλακές του Ρέκτορα, η κατοικία των Συμβούλων, επισκευάζονται και παίρνουν νέες χρήσεις ή και αλλάζουν εντελώς μορφή.
Στην πόλη του Χάνδακα η επί σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα πολιορκία του είχε δημιουργήσει πολλές και σημαντικές φθορές στις οχυρώσεις του και για τα λόγο αυτό οι κατακτητές ξεκίνησαν αμέσως τις επισκευές. Μέσα στον 17ο αι. φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τις αναγκαίες στερεώσεις και ανακατασκευές, οι οποίες όμως συνεχίστηκαν με εντατικούς ρυθμούς και κατά το α΄ μισό του 18ου αι. όπου ολοκληρώθηκαν τα μεγάλα έργα στην περίμετρο της οχύρωσης. Αρχικά επισκευάστηκε το νότιο τμήμα του οχυρού περιβόλου και συμπληρώθηκαν οι επενδύσεις των ευθύγραμμων τμημάτων και των προμαχώνων που είχαν καταρρεύσει. Ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα, που είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, ανακατασκευάστηκε σε καρδιόσχημη μορφή, ενώ στα νοτιοανατολικά του προστέθηκε και ένας προμαχώνας. Επισκευές έγιναν και στο Φρούριο Κούλε, κυρίως στη νότια πλευρά του και στις επάλξεις του στις οποίες προστέθηκαν κτιστές κανονιοθυρίδες.

Το οχυρωματικό δίκτυο των κουλέδων κατά τον 19ο αιώνα

Τον 19ο αι., κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρητικής επανάστασης του 1866-69, αποφασίστηκε από την τουρκική διοίκηση η κατασκευή μιας σειράς οχυρών στα πιο καίρια σημεία του νησιού. Στα έγγραφα της εποχής τα οχυρά αυτά ονομάζονται πύργοι ή blockhouses, ενώ σήμερα ονομάζονται κουλέδες από την τούρκικη λέξη Kule (=πύργος). Σκοπός των οχυρών αυτών ήταν η αποκοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στους επαναστάτες των διαφόρων επαρχιών, η αποκοπή του ανεφοδιασμού τους από τα μικρά λιμάνια και συγχρόνως η διαρκής παρουσία των τούρκικων δυνάμεων σε όλο το νησί. Οι κουλέδες συνήθως είχαν άμεση οπτική επαφή έτσι ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους οι φρουρές με ηχητικά σήματα ή σήματα φωτιάς. Σε διάστημα ενός έτους κτίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες 320 πύργοι σε όλη την Κρήτη, πολλοί από τους οποίους εγκαταλείφθηκαν όμως το 1872 όταν μειώθηκε η δύναμη των στρατιωτών που τους επάνδρωνε, ενώ για στρατιωτικούς πάλι λόγους το 1874 κατεδαφίστηκαν 80 από αυτούς.

Το μεγαλεπήβολο αυτό έργο εγκαινίασε ο Ομέρ Πασάς, γενικός αρχιστράτηγος των οθωμανικών δυνάμεων, τον Ιούλιο του έτους 1867. Η ανέγερσή τους ξεκίνησε από την περιοχή των Χανίων και δη από τα Σφακιά, και όπως αναφέρουν τα έγγραφα «Θεωρών το δυτικό τμήμα της νήσου ως το μάλλον επαναστατικό συγκέντρωσε εν αυτώ από πολλών μηνών τας πλειότερας δυνάμεις του, κατασκεύασεν μέγα αριθμό πύργων, διεχάραξεν οδούς…». Έως το τέλος του έτους 1867 είχαν κατασκευαστεί μόνο τρεις πύργοι στην περιοχή των Σφακίων, ενώ με τον ερχομό του Χουσεΐν Αυνή Πασά, Γενικό Διοικητή της Κρήτης και Γενικό Αρχηγό των στρατευμάτων, το έργο επιταχύνθηκε. Στις 9.9.1868 είχαν κτιστεί ήδη 70 κουλέδες, εκ των οποίων οι 48 στην περιοχή των Χανίων (Αποκόρωνας 20, Κυδωνία 22, Σέλινο 3, Κίσσαμο 1, Σφακιά 2, Ρέθυμνο 3, Τυμπάκι 1, Μαλεβύζι 5, Ιεράπετρα 5).

Το δίκτυο του διαμερίσματος των Χανίων ήταν το πιο πυκνό και εκτεταμένο του νησιού. Στη νότια πλευρά του λιμένα της Σούδας ανεγέρθηκε στην ακτή το πενταγωνικό οχυρό Ιτζεδίν, στη θέση του παλαιού οχυρού Καλάμι, και ψηλότερα, στις παρυφές του λόφου του Παλαιοκάστρου, στη θέση της αρχαίας πόλης Απτέρας, ο μεγάλος κουλές Σουμπασί (εικ. 5). Νοτιότερα κατασκευάστηκαν οι δυο κουλέδες στο Νιο Χωριό, δύο στην Κάινα, ένας στον Βάμο, τρεις στη Ραμνούντα, και από ένας στις Καρές, το Μελιδόνι, τον Βαφέ, το Εμπρόσνερο και τον Αλίκαμπο. Αυτοί επικοινωνούσαν με τον κουλέ του οροπεδίου της Κράπης, ο οποίος είχε οπτική επαφή με τους δύο κουλέδες του οροπεδίου του Ασκύφου (εικ. 6) που συνέδεαν τα οχυρά του Αποκόρωνα με εκείνα της περιοχής των Σφακίων. Ανάλογο δίκτυο κατασκευάστηκε και στις νότιες ακτές. Ανατολικά βρισκόταν το εν ενεργεία βενετσιάνικο φρούριο του Φραγκοκάστελου και ακολουθούσαν οι κουλέδες των Σφακίων και του Λουτρού (εικ. 7-8) της Αγίας Ρουμέλης (εικ. 9), του Φαραγγιού της Σαμαριάς και ο κουλές στο απόκρημνο ύψωμα του Προφήτη Ηλία.

Ένας μεγάλος αριθμός κουλέδων κατασκευάστηκε και στο νομό Ρεθύμνου. Στον οδικό άξονα που οδηγούσε από το Ρέθυμνο διά μέσου της κοιλάδας των Ποταμών προς το Αμάρι, οι Τούρκοι δημιούργησαν ένα σημαντικότατο δίκτυο κουλέδων που περιελάμβανε τους παρακάτω: τον κουλέ ΒΔ των Πρασσών κοντά στη θέση Άη Κύριλλος, τον κουλέ των Ποταμών, αυτόν της Πατσού, αυτόν στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου ανάμεσα στους Αποστόλους και τον Μέρωνα και τέλος του κουλέ στο Νευς Αμάρι, που είναι και ο μοναδικός από την ομάδα που είναι εντελώς κατεστραμμένος. Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας του Αμαρίου κατασκεύασαν τους κουλέδες του Αποδούλου, του Βαθειακού, στο λόφο νότια του οικισμού, και τον κουλέ της Λοχριάς ανατολικά από τον οικισμό. Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν πλήρως τη δίοδο που οδηγούσε προς τη Μεσσαρά. Μια άλλη ομάδα, από την οποία έχουν εντοπιστεί τρεις, βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στα Αγιοβασιλειώτικα. Ο πρώτος που ονομαζόταν Χαρούπ Κουλές ή Καλοσυνάς βρίσκεται στο ύψωμα βόρεια των Αρμένων, ο επόμενος στα ανατολικά υψώματα του Αρμενόκαμπου και ο τρίτος πάνω από τον οικισμό Φωτεινού. Βέβαια σήμερα σώζονται αρκετοί άλλοι, που αν και φαίνονται μεμονωμένοι εντούτοις θα ανήκαν σε κάποιο δίκτυο, όπως αυτός στη θέση «Νερό της Πέτρας» στο δρόμο που οδηγεί από Αρκάδι προς Θρόνο (στην παλιά εθνική οδό από Ρέθυμνο προς Χανιά), στο ύψος του χωριού Καλονύχτη και αλλού.

Στο νομό Ηρακλείου το δίκτυο των κουλέδων φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο εκτεταμένο όσο στους προηγούμενους δύο νομούς, αφού στις πηγές αναφέρονται λιγότεροι και σήμερα σώζονται ελάχιστοι. Στο δυτικό άκρο της βόρειας ακτής, στην περιοχή του Φόδελε (εικ. 10-11) κατασκεύασαν σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους τρεις κουλέδες. Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν όχι μόνο το πέρασμα που οδηγούσε από το Ηράκλειο στο Ρέθυμνο αλλά και το φυσικό λιμάνι που δημιουργείται εδώ. Μια άλλη ομάδα ανεγέρθηκε στο νότιο τμήμα του νομού προκειμένου να ελέγχονται τα περάσματα που οδηγούσαν στον κάμπο της Μεσσαράς. Στα δυτικά, στην κοιλάδα των οικισμών Καμαρών-Γραμμένης και Γρηγοριάς κτίστηκαν τρεις, εκ των οποίων αυτός μεταξύ Γρηγοριάς και Μαγαρικαρίου σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι κουλέδες αυτοί αποτελούσαν συνέχεια του δικτύου του Ρεθύμνου και με τον ανατολικότερο από τους οποίους, αυτόν της Λοχριάς, είχαν οπτική επαφή. Στα βόρεια, στο πέρασμα που οδηγεί από το Ηράκλειο στον κάμπο, κτίστηκε ο κουλές στα Άνω Μούλια που σώζεται στα ανατολικά του οικισμού (εικ. 12). Ένας ακόμα μαρτυρείται μέσα στον κάμπο, βόρεια των Μοιρών. Στο βόρειο τμήμα του νομού αναφέρεται κουλές στην Τύλισο, ο οποίος όμως καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης από τους Έλληνες, και στον Άγιο Μύρωνα.

Στο νομό Λασιθίου δεν φαίνεται να ανεγέρθηκε μεγάλος αριθμός κουλέδων. Στην περιοχή της Ιεράπετρας οι πηγές αναφέρουν τουλάχιστον πέντε κουλέδες. Από αυτούς οι τρεις, που σώζονται ως τις μέρες μας, βρίσκονταν στο στενό πέρασμα του ισθμού της Ιεράπετρας που συνέδεε τις δυτικές επαρχίες του νομού Λασιθίου με την περιοχή της Ιεράπετρας: o κουλές της Βασιλικής, αυτός της Επισκοπής που ήταν και ο πιο μεγάλος κι ο κουλές στο Κεντρί. Στην επαρχία Σητείας δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε κανένας κουλές, αφού δεν υπάρχει σχετική αναφορά στις πηγές αλλά και ούτε στη σύγχρονη βιβλιογραφία.

Η ανέγερση των κουλέδων συχνά γινόταν εν μέσω σφοδρών συγκρούσεων, μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων και όπως είναι φυσικό η κατασκευή τους προχωρούσε χωρίς μεγάλη φροντίδα, γεγονός που οδηγούσε ορισμένες φορές στην κατάρρευσή τους. Ορισμένοι από αυτούς κτίστηκαν από έναν πολύ μεγάλο αριθμό εργατών μέσα σε 8 έως 10 ημέρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κουλέδες στις περιοχές των οικισμών Αγίας Πελαγίας, Φόδελε και Μπαλί, στη βόρεια ακτή του νησιού, που κατασκευάστηκαν από τις 7 έως τις 27 Σεπτεμβρίου χρησιμοποιώντας πάνω από χίλιους εργάτες. Οι κτίστες ήταν Αρμένιοι που είχαν έλθει από την Κωνσταντινούπολη ή Κρητικοί που εργάζονταν διά αμοιβής ή και διά της βίας. Συνήθως ήταν ντόπιοι, της εγγύτερης περιοχής ανέγερσης των πύργων, αλλά μερικές φορές τούς μετακινούσαν από άλλες περιοχές, όπως στην περίπτωση των οχυρών των Σφακίων στα οποία έστειλαν κτίστες από την πόλη και τα περίχωρα του Χάνδακα. Η προμήθεια της δομικής ύλης γινόταν από την περιοχή, ενώ την ξυλεία φαίνεται ότι την προμηθεύονταν από τη Θεσσαλονίκη. Σε γραπτή πηγή αναφέρεται ότι για την ανέγερση των δύο πύργων των Πρασών Ρεθύμνου κατεδαφίστηκαν κάποιοι ναοί των Πρασών και του κοντινού οικισμού Χρωμοναστήρι. Το μέγεθος και η μορφή τους ήταν σε συνάρτηση με τη σημαντικότητα της θέσης την οποία επόπτευαν. Ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή και επιχρισμένοι, ενώ μόνο τα ανοίγματα τους ήταν από λαξευτή λιθοδομή. Στο σύνολό τους στεγάζονταν με δώμα που έφερε περιμετρικά υψηλό στηθαίο. Ανεξάρτητα από το μέγεθός τους έφεραν συνήθως δύο σειρές τυφεκιοθυρίδων, μία χαμηλά, στο ύψος του ανθρώπου, και μία στο στηθαίο που περιέβαλλε το δώμα. Οι τυφεκιοθυρίδες ήταν ανοιχτές στο άνω μέρος τους, σχηματίζοντας επάλξεις.

Γενικότερα πάντως υπήρχαν δύο τύποι κουλέδων: οι μικροί που επανδρώνονταν μόλις με 10 άνδρες και οι μεγάλοι στους οποίους η φρουρά έφτανε τα 100 άτομα. Στην κατηγορία των μικρών ανήκει ο κουλές του οικισμού Καλονύχτη που βρίσκεται σε λόφο επί της παλαιά εθνικής οδού Ρεθύμνου Χανίων, στο ύψος του οικισμού (εικ. 13). Πρόκειται για ένα μικρό, ισόγειο, ορθογώνιο οχυρό, 40 τ.μ., με μοναδικό χαρακτηριστικό τις τυφεκιοθυρίδες στους περιμετρικούς του τοίχους. Στους μεγάλους κουλέδες ανήκει ο κουλές των Πρασών που φτάνει τα 400 τ.μ., ο κουλές του Μέρωνα Ρεθύμνου και ο κουλές των Απτέρων στα Χανιά, διαστάσεων 40×47 μ. Οι δύο τελευταίοι, όπως και αυτοί του Λουτρού Χανίων και της Επισκοπής Ιεράπετρας, ανήκουν στον τύπο με υψηλούς, κυκλικούς πύργους (ένας σε αυτούς του Μέρωνα (εικ. 14) και του Λουτρού, δύο γωνιακοί στον κουλέ των Απτέρων και τέσσερις γωνιακοί σε αυτόν της Επισκοπής), των οποίων το κατώτερο τμήμα τους διαμορφώνεται με έντονη κλίση. Οι μεγαλύτεροι είχαν συνήθως στο εσωτερικό τους και χώρους στρατωνισμού, ενώ πολλοί έφεραν και τζάκι. Η ύδρευσή τους γινόταν με δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού, αφού στην πλειονότητά τους είχαν ανεγερθεί σε κορυφές λόφων στις οποίες δεν υπήρχαν πηγές νερού. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, στον κουλέ Ιτζεδίν, είχε κατασκευαστεί ένα σημαντικό δίκτυο ύδρευσης που κατέληγε σε κρήνη έξω από την κεντρική είσοδο του φρουρίου. Μερικές φορές κοντά στους κουλέδες βρίσκονταν και άλλα κτίσματα, βοηθητικής χρήσης. Χαρακτηριστικό είναι αυτό στον κουλέ του Μέρωνα το οποίο αποτελεί μικρογραφία μεγάλου πύργου αφού, αν και αρκετά μικρό, απολήγει στη μία πλευρά του σε κυκλικό πύργο με τυφεκιοθυρίδες.
Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος αυτού του οχυρωματικού δικτύου βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη με τους κουλέδες ερειπωμένους ή και εντελώς κατεστραμμένους, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η πρόσβαση σε αυτούς είναι πολύ δύσκολη αφού βρίσκονται στις κορυφές λόφων με χέρσα βλάστηση. Εξαίρεση αποτελεί ο μεγάλος κουλές Σουμπασί, στα Άπτερα, που αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το έτος 2000.

 

Κώστας Γιαπιτσόγλου

Αρχαιολόγος