Το θέατρο, ως αποτέλεσμα του χορού, της μίμησης και του διαλόγου κατά τις θρησκευτικές γιορτές που γίνονταν για να τιμήσουν τον Διόνυσο, συνδέθηκε αρχικά με τη λατρεία του θεού, την καρποφορία της γης, τη χαρά της ζωής. Στη συνέχεια, μέγιστη υπήρξε η συμβολή των πολιτών της Αθήνας στην ανάπτυξη του θεάτρου, ως μορφής τέχνης και ως αρχιτεκτονικού δημιουργήματος. Το θέατρο συνδέθηκε με την Αθήνα, το πολίτευμα της δημοκρατίας και τη διαμόρφωση των δημοκρατικών θεσμών.

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, όπως το γνωρίζουμε, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Λεωνίδας Π. Χατζηαγγελάκης, αρχαιολόγος, επίτιμος Διευθυντής Αρχαιοτήτων (Δυτικής Θεσσαλίας), αποτελεί τον θεμελιακό θεσμό της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους, που γεννήθηκε στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου και διαμορφώθηκε πλήρως κατά την κλασική περίοδο. Στο μεταίχμιο του 6ου προς τον 5ο αι. π.Χ. οι νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης δημιουργούν καινοτομίες και στην τέχνη, όπως την εισαγωγή του δράματος ως καλλιτεχνικής έκφρασης που συνδυάζει την κίνηση, τον λόγο, τη μουσική και αποτελεί τη μέθεξη πολλών ανθρώπων που βιώνουν το πολίτευμα της δημοκρατίας. Θεωρείται παραδεκτό ότι σε κάθε πόλη και σε κάθε ιερό υπήρχε κάποιο θέατρο.

Στη Θεσσαλία, σύμφωνα με τον ίδιο, θέατρα γνωστά είναι αυτά της Λάρισας (το α’ και το β’), της Δημητριάδας, των Φθιωτίδων Θηβών, όλα στην ανατολική πλευρά του διαμερίσματος. Είναι πολύ πιθανό και στο χώρο της δυτικής Θεσσαλίας να υπάρχουν αρχαία θέατρα που δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, αποκαλυφθεί και καταγραφεί, δεν παραλείπει να διευκρινίσει.

Κιέριον

Ο επίτιμος Διευθυντής Αρχαιοτήτων επικεντρώνεται στο αρχαίο «Κιέριον» που υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Θεσσαλιώτιδας, κατείχε πρωτεύουσα θέση στην πεδιάδα της δυτικής Θεσσαλίας ελέγχοντας όλες τις διαβάσεις της περιοχής και το όνομά του έχει επιβεβαιωθεί επιγραφικά τόσο σε στήλες, όσο και σε σφραγίσματα σε πολλές κεραμίδες στέγης. Στη «χώρα» της αρχαίας πόλης, που αναπτύχθηκε οικονομικά κατά τον 4ο αι. π.Χ., όπου έκοψε τα πρώτα αργυρά και χάλκινα νομίσματα με την επιγραφή ΚΙΕΡΙΕΩΝ, περιλαμβάνονταν και άλλοι μικρότερης εμβέλειας οικισμοί και ιερά, όπως το Ασκληπιείο στη θέση «Παλαιόκαστρα».

Μέχρι σήμερα η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή του αρχαίου Κιερίου, σύμφωνα με τον ίδιο, έλαβε χώρα σε οικόπεδα ιδιωτών στο πλαίσιο οικοδόμησης κατοικιών από τους πολίτες και δημοτικών έργων από την πλευρά του δήμου με τη διενέργεια σωστικών κατά βάση ανασκαφικών εργασιών. Από τις έρευνες αυτές δεν εμφανίστηκαν απτές ενδείξεις που να βεβαιώνουν την ύπαρξη θεάτρου. Ωστόσο, θεωρείται παράξενο να παρατηρείται απουσία θεάτρου σε μια από τις πιο παλιές, ιστορικές και κύριες πόλεις της δυτικής Θεσσαλίας, όταν στις αρχαίες πόλεις στο ανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας, στην Ήπειρο, στην Αιτωλία-Ακαρνανία έχουν αποκαλυφθεί και ερευνηθεί μια σειρά από αρχαία θέατρα.

Εξετάζοντας λοιπόν τη διαμόρφωση του χώρου στα πρανή του λόφου «Ογλάς», όπου η ακρόπολη της αρχαίας πόλης του Κιερίου, τόσο στη βορειοανατολική πλευρά, όσο και στη νοτιοανατολικά, παρατηρούνται, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, κοίλες επιφάνειες και πλατώματα, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατάλληλες και πρόσφορες για τη δημιουργία θεατρικής κατασκευής, στο πλαίσιο των αρχών της εξεύρεσης του κατάλληλου φυσικού τόπου, της κλίσης του εδάφους, της δομής της κατασκευής και της ακουστικής του συγκεκριμένου χώρου, καθώς επίσης της λειτουργίας των θεσμών της σε συνάρτηση με την ενασχόληση των κατοίκων της με τα δημόσια πράγματα. Έτσι, στα ανατολικά πρανή του λόφου «Ογλάς», στα όρια με τον σύγχρονο οικισμό, παρατηρείται το πρώτο κοίλωμα, το οποίο παρουσιάζει στοιχεία κοίλου θεάτρου, ο πρώτος «ανοιχτός χώρος» για παράσταση θεάματος, ενώ στο πεδινό τμήμα έχει τη διαμόρφωση πλατείας, ως ορχήστρα. Η δεύτερη πιθανή θέση για την ύπαρξη θεάτρου βρίσκεται στη νότια, ΝΑ πλευρά του λόφου της αρχαίας πόλης, που δείχνει μια εικόνα με διαζώματα στο κύριο κοίλο μέρος και αναχώματα στις πλευρές. Ακόμη, στο αμέσως υψηλότερο πλάτωμα διατηρείται η θεμελίωση μεγάλου δημόσιου κτιρίου, ίσως ιερού, από πλίνθους ασβεστολίθου. Αυτές όμως είναι απλές παρατηρήσεις και χρήζουν ανασκαφικής επιβεβαίωσης, με στόχο οι εικασίες να αποδειχτούν ότι έχουν σχέση με την πραγματικότητα, καταλήγει ο ίδιος.

Πέλιννα

Μία άλλη αρχαία πόλη με πιθανές θέσεις θεατρικού οικοδομήματος, σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη, είναι η αρχαία Πέλιννα ή Πελινναίον, στην τετράδα Εστιαιώτιδα, που απλωνόταν ανάμεσα στην Τρίκκη και τη Φαρκαδόνα, στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού.

Η αρχαία Πέλιννα, προσθέτει, έχει ταυτιστεί με τα ερείπια στο βραχώδες ύψωμα που βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Πελινναίου όρους, στη θέση «Παλαιογαρδίκι», 3 χλμ. βορειανατολικά του χωριού Πετρόπορος. Η Πέλιννα τον 6ο και τον 5ο αι. π.Χ. ήταν περιορισμένη στην κορυφή και τις μεσημβρινές κλιτύες του λόφου. Τα αρχαία λείψανα φανερώνουν μια μεγάλη πόλη με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, κυρίως κατά τη διάρκεια της μακεδονικής παρουσίας στη Θεσσαλία (354-197 π.Χ.), αφού η Πέλιννα ακολούθησε φιλομακεδονική πολιτική. Στο δυτικό τμήμα του πολεοδομικού ιστού της Πέλιννας ανασκάπτεται μεγάλο δημόσιο κτίριο, ίσως ιερό του Ασκληπιού και του Διόνυσου. Η αρχαία Πέλιννα αρχίζει να παρακμάζει από το τέλος του 2ου αι. π.Χ.

Στον αρχαιολογικό χώρο της Πέλιννας εξετάστηκαν, διευκρινίζει ο κ. Χατζηαγγελάκης, δύο θέσεις όπου ενδεχομένως θα μπορούσε να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει θεατρική κατασκευή. Αρχικά προτάθηκε αμφιθεατροειδής χώρος, όπου παρατηρούνται στοιχεία λατόμευσης στο φυσικό βράχο στη νότια, ΝΑ πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, κοντά στο ανατολικό σκέλος του τείχους. Η δεύτερη πιθανή θέση προτείνεται στις νότιες υπώρειες του λόφου «Παλαιογαρδίκι», όπου ο Stahlin παρατήρησε βύθισμα, ίσως του κοίλου του θεάτρου, καθώς και ίχνη της σκηνής. Την ίδια θέση προτείνει και ο Αθαν. Τζιαφάλιας που συμπληρώνει ότι το αρχαίο θέατρο της Πέλιννας είχε προσανατολισμό προς το νότο, όπου σύμφωνα με τις ενδείξεις τοποθετείται η αρχαία αγορά της πόλης. Η πρόταση ενισχύεται και από το γεγονός, τονίζει ο αρχαιολόγος, ότι τα κοίλα των θεάτρων χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για τα θρησκευτικού χαρακτήρα δρώμενα, αλλά και για τις συναθροίσεις των πολιτικών αρχών των αρχαίων πόλεων και αποτελούσαν και κέντρο της κοινωνικής ζωής των πολιτών. Και στην περίπτωση της Πέλιννας ίσως να ισχύουν όσα είναι σχετικά με τα Ασκληπιεία και τη Διονυσιακή λατρεία. Μελλοντικές επισταμένες έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο ίσως προσφέρουν νέα δεδομένα στην έρευνα.

Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει το στοιχείο, καταλήγει ο κ. Χατζηαγγελάκης, ότι και στις αρχαίες πόλεις της δυτικής Θεσσαλίας, στις τετράδες της Εστιαιώτιδας και της Θεσσαλιώτιδας, διοργανώνονταν δραστηριότητες με τη συμμετοχή σε δρώμενα και σε θεατρικές παραστάσεις και είναι θέμα χρόνου και έρευνας επί του πεδίου ο εντοπισμός και η αποκάλυψη αρχαίων θεάτρων στη δυτική Θεσσαλία.