Η αρχαιολόγος Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης του οποίου και έγινε αργότερα διδάκτωρ. Προηγήθηκαν μεταπτυχιακές σπουδές στη Scuola Nazionale di Archaeologia της Ρώμης με υποτροφία του Ιταλικού Ινστιτούτου. Το 1981 πέρασε τις εξετάσεις και διορίστηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1983 της ανατέθηκε η ευθύνη της αρχαιολογικής έρευνας του Νομού Κοζάνης, όπου η έρευνα δεν είχε συστηματοποιηθεί και μόνον ελάχιστες σωστικές ανασκαφές είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τότε. Εφαρμόζοντας  ένα επίμονο πρόγραμμα διάσωσης, προστασίας και ανάδειξης επιδίδεται σε δεκάδες σωστικές και συστηματικές ανασκαφές, σε εκτεταμένη περισυλλογή τυχαίων ευρημάτων, στην κήρυξη αρχαιολογικών χώρων και στον εντοπισμό νέων, στην προστασία τους με στέγαστρα και περιφράξεις. Ανασκαφέας του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου της Αιανής από τη δεκαετία του ’80, δημοσιοποίησε με κάθε μέσο στο επιστημονικό και στο ευρύ κοινό τα πολύτιμα ιστορικά στοιχεία που έφερε στο φως ενώ κατέστησε επισκέψιμους τους κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους της αρχαίας πόλης και της βασιλικής νεκρόπολης.

Επί πέντε χρόνια (1996-2001) διηύθυνε με καθημερινή εποπτεία και ανάληψη πάσης φύσεως καθηκόντων τις 15 σε αριθμό και μεγάλες σε έκταση (περίπου 70 στρέμματα συνολικά) σωστικές ανασκαφές, που επιβλήθηκαν από την κατασκευή των οδών του εθνικού και επαρχιακού οδικού δικτύου στον Νομό Κοζάνης, της Εγνατίας Οδού και καθέτων. Από το 2004 έως το 2012 ανέλαβε πάλι την ευθύνη της δεύτερης φάσης των μεγάλων σωστικών ανασκαφών, από δέκα έως είκοσι ετησίως, που επιβλήθηκαν από τα μεγάλα δημόσια έργα (οδικό δίκτυο, λιγνιτωρυχεία και φράγματα της ΔΕΗ Α.Ε., αγωγοί ύδρευσης και τηλεθέρμανσης) στους Νομούς Κοζάνης και Γρεβενών και εκτείνονταν σε εκατοντάδες στρέμματα αρχαιολογικών χώρων με απασχόληση αντίστοιχα προσωπικού που ξεπέρασε και τα 900 άτομα.

Στην Αιανή έστησε Αρχαιολογικό Μουσείο 4.500 τ.μ. και διεθνών προδιαγραφών, εξοπλισμένο με σύγχρονα Εργαστήρια Συντήρησης, όπου από το 1992 εργάστηκαν η Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου-Πέτρου με φοιτητές της των ΤΕΙ Αθηνών. Στον περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου οργάνωσε το «Εργαστήριο – Συμπόσιο Γλυπτικής και Ζωγραφικής», στο οποίο για πέντε χρόνια (2008-2012) γλύπτες και ζωγράφοι «δούλεψαν τα έργα τους σε ντόπιο μάρμαρο, αναζητώντας την αρχαία σχέση, τη μαγεία που μετατρέπει δυο υλικά, μάρμαρο και χρώμα, σε καλλιτεχνική οντότητα».

Αναδεικνύοντας τον κοινωνικό ρόλο της αρχαιολογίας δεν περιορίστηκε στα εκπαιδευτικά προγράμματα που, ξεκινώντας ήδη από το 1988, εφαρμόζονται σε 15 θεματικές ενότητες και συνοδεύονται από περιεκτικά και καλαίσθητα βιβλιαράκια που έγραψε η ίδια. Θέσπισε άλλες δυο εκδηλώσεις: α) τον Δρόμο του Απολλοδώρου, αρχαίου δρομέα από την Αιανή, στον οποίο συμμετέχουν χωρίς ανταγωνισμό όλες οι ηλικίες, ακόμα και νήπια, β) τις ιππικές πορείες που ιχνηλατούν τις οδούς επικοινωνίας και τα αρχαία μονοπάτια επιχειρώντας να απαντήσουν σε ερωτήματα ιστορικής τοπογραφίας όπως: ποιον δρόμο ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος πηγαίνοντας από το Πήλιον της Ορεστίδας στη Θήβα μέσα σε δεκατρείς μέρες; Η πορεία από την Αιανή στο Δίον έχει αποτυπωθεί από τον Δημήτρη Γκουζιώτη στο ντοκιμαντέρ «Ιππική πορεία στο χώρο και το χρόνο» (ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ).

Με την άμεση κοινοποίηση των ανασκαφικών της ευρημάτων και των ιστορικών πορισμάτων που τα συνοδεύουν έδωσε νέα διάσταση στην ιστορία της Άνω Μακεδονίας και της Μακεδονίας γενικότερα. Ο συνολικός αριθμός τίτλων της (άρθρα και βιβλία) αγγίζει τους 130. Έχει γράψει το δίτομο έργο Βόιον-Νότια Ορεστίς, Αρχαιολογική Έρευνα και Ιστορική Τοπογραφία, όπως επίσης τους αρχαιολογικούς οδηγούς της Αιανής, της Κοζάνης, του Βελβεντού. Από το 2010 θέσπισε την ανά έτος ή διετία επιστημονική συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στην Άνω Μακεδονία, της οποίας εκδόθηκαν ήδη δύο τόμοι Πρακτικών (ΑΕΑΜ 1, 2009 και ΑΕΑΜ 2, 2011).

Την αφορμή που ψάχναμε για να συναντήσουμε την κυρία Καραμήτρου-Μεντεσίδη μας έδωσε το ντοκιμαντέρ «Η αρχαιολόγος» στο οποίο πρωταγωνιστεί. Η ταινία, που προβλήθηκε ήδη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αποσπώντας διθυραμβικά σχόλια, «βγαίνει» στους κινηματογράφους αύριο, Πέμπτη, 19 Μαρτίου 2015.

Αγγελική Ροβάτσου: Κυρία Αρχαιολόγε, κυρία Καραμήτρου-Μεντεσίδη, δεν είμαστε εδώ για να αναλύσουμε αυτή την καταπληκτική ταινία, αλλά ας πούμε τουλάχιστον «λίγα λόγια για το έργο». Πώς έγινε η γνωριμία σας με τον σκηνοθέτη Κίμωνα Τσακίρη;

Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη: Τον Κίμωνα Τσακίρη δεν τον γνώριζα και η γνωριμία μας έγινε μέσω του παραγωγού, δηλαδή της Faliro House και του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, όταν, μετά από αναβλητικότητα ενός έτους, τόλμησα να του ζητήσω να κάνει ένα αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ για την περιοχή μας. Δέχτηκε αμέσως την πρότασή μου, ανταποκρίθηκε τόσο πρόθυμα που άρχισα να ψέγω τον εαυτό μου – γιατί δεν του το ζήτησα νωρίτερα! Χάρηκα, βεβαίως, πάρα πολύ και η δεύτερη χαρά ήρθε στη συνέχεια, όταν εκείνος επέλεξε για σκηνοθέτη τον Κίμωνα Τσακίρη.

Α.Ρ.: Και έτσι το φανταζόσασταν το έργο;

Γ.Κ.-Μ.: Όχι, βέβαια! Δεν ήταν πρόθεσή μου ούτε να εκτεθώ τόσο, ούτε γνώριζα αυτή την κατηγορία ντοκιμαντέρ, που εστιάζει στους ανθρώπους. Καθώς δυστυχώς δεν ξέρω πολλά από κινηματογράφο και δεν γνωρίζω μέχρι σήμερα αν άλλοι κάνουν τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ, είχα στο νου μου ένα κανονικό ντοκιμαντέρ αρχαιολογικής τεκμηρίωσης. Αντιλήφθηκα αμέσως ότι ο Κίμων βλέπει το θέμα πολύ διαφορετικά, μου το εξήγησε, άρχισα να μένω κατάπληκτη από τη ματιά κι από τον τρόπο του, αναζήτησα ταινίες δικές του και τις είδα και, σε συνεννόηση με την παραγωγή, το αποδέχτηκα και αποφασίστηκε να γίνει αυτού του είδους το ντοκιμαντέρ. Να είναι προσιτό στον πολύ κόσμο, να μην κυριαρχούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, να είναι κυρίως ανθρωποκεντρικό. Γι’ αυτό και δεν το λέω ντοκιμαντέρ, το λέω ταινία. Φυσικά εμείς δεν παίζαμε, έχουν τραβηχτεί ώρες και ώρες κι έγινε μια επιλογή απ’ όλα αυτά. Δηλώνω ενθουσιασμένη με το αποτέλεσμα γιατί πιστεύω ότι ο Κίμων, μέσα από μια καταστροφή κι από δύσκολες συνθήκες, έβγαλε τέχνη κι ομορφιά. Έκανε να μιλήσουν πράγματα που πνίγονται ή καταστρέφονται, πράγματα που πνίγουμε και μας πνίγουν.

Α.Ρ.: «Τα αρχαία θα γίνουν ψάρια», που λέει κι ένας ντόπιος στην ταινία.

Γ.Κ.-Μ.: Το λένε συχνά αυτό. Το πρωτοάκουσα το 1984 όταν συνειδητοποιούσα την καταστροφή των αρχαιοτήτων που είχε συντελεστεί από το 1974, οπόταν δημιουργήθηκε το φράγμα του Πολυφύτου στον Αλιάκμονα. Κατά τα έτη 1971-1973 ανασκάφηκε ένας προϊστορικός οικισμός, αυτός των Σερβίων, ενώ πλήθος θέσεων αποκαλύφθηκαν συν τω χρόνω, όταν με την αυξομείωση της στάθμης άρχισαν να ξεπλένονται οι όχθες της τεχνητής λίμνης, και ανέρχονται σε 200 και παραπάνω, μάλιστα οι 112 πλήττονται άμεσα. Με είχαν ειδοποιήσει ψαράδες λέγοντας ότι «εμείς τ’ αρχαία τα ψαρεύουμε εδώ». Μετά αρχίσαμε κι εμείς να τα ψαρεύουμε και συνεχίζουμε ακόμα. Αυτή την καταστροφή είχα μπροστά στα μάτια μου και για τούτο είχα τη συναίσθηση ότι στο δεύτερο φράγμα –ενδεχομένως να γίνει και τρίτο, υπάρχει σε πρόγραμμα– θα πρέπει οι αρχαιολογικοί χώροι να ερευνηθούν πιο συστηματικά. Ζήτησα να διδαχτούμε από τις απώλειες του πρώτου φράγματος, του Πολυφύτου, για το οποίο στη διάρκεια τριών δεκαετιών καταρτίσαμε πρόγραμμα διάσωσης με περισυλλογή και ανασκαφές που εφαρμόστηκε με πενιχρά οικονομικά, σχεδόν πάντα κατά τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν μειωνόταν η στάθμη και εμφανίζονταν οι αρχαιότητες. Έγινε πολλή αρχαιολογική έρευνα από την Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη, τη συνάδελφο η οποία ανέλαβε την ευθύνη όλης αυτής της περιοχής του πολιτισμού του μέσου ρου του Αλιάκμονα με σημαντικά συμπεράσματα. Στο περιοδικό σας η Αρετή έχει φτιάξει ένα αφιέρωμα με τέσσερα, νομίζω, άρθρα. Δυστυχώς, επαναλαμβάνω, δεν υπήρξε ανάλογα σημαντική χρηματοδότηση, ούτε από τη ΔΕΗ ούτε από αλλού γι’ αυτή την έρευνα διάσωσης. Ίσως δεν θα υπάρξει και ευκαιρία από δω και πέρα, αν ισχύσει αυτό που λένε οι υπεύθυνοι της ΔΕΗ, ότι πλέον θα είναι πάντα υψηλά η στάθμη του νερού και στο ένα φράγμα και στο άλλο.

Α.Ρ.: Είναι βεβαίως κραυγαλέα στην ταινία η αντίθεση ανάμεσα στους απαίσιους τσιμεντένιους όγκους στο φράγμα της ΔΕΗ, τα απειλητικά της μηχανήματα των λιγνιτωρυχείων και το ειδυλλιακό τοπίο στο ποτάμι που κελαρύζει, τις όχθες του με τα άλογα, με τα πρόβατα. Ο σκηνοθέτης όμως αναδεικνύει εσάς ως το κατ’ εξοχήν ποιητικό στοιχείο της ταινίας του κι αυτό το συνοψίζει, νομίζω, επιγραμματικά στη σκηνή όπου εμφανίζεστε βράδυ στο γραφείο σας να γράφετε και να απαγγέλλετε δικούς σας στίχους.

Γ.Κ.-Μ.: Όπως έχει εξηγήσει και ο σκηνοθέτης, τα βράδια μετά την εργασία της ημέρας, φυσικά, όπως όλοι οι αρχαιολόγοι, κάθομαι στο γραφείο και συνεχίζω μέχρι αργά. Εκείνο τον καιρό –πάντα, βέβαια, γινόταν αλλά εκείνον τον καιρό περισσότερο– όπως λέμε «να μνημονεύεις Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Διονύσιο Σολωμό», ανέφερα συχνά ποιήματα ή στίχους, ιδιαίτερα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, που για μένα είναι κορυφαίος Νεοέλληνας ποιητής. Ο σκηνοθέτης λοιπόν, επειδή συζητούσαμε συχνά, όπως και με την ομάδα –η οποία ομάδα που τον ακολουθούσε ήταν εδώ που τα λέμε «άπαιχτη» και όλοι κορυφές στη δουλειά τους– συζητούσαμε τέλος πάντων κι εγώ τους έλεγα στίχους, ποιήματα, τους έδινα επίσης να διαβάσουν, ενώ μερικά απ’ αυτά ήταν και δικά μου (γράφω κι εγώ, όπως οι μισοί Έλληνες). Επέλεξε μετά να βάλει στο ντοκιμαντέρ τα δικά μου.

Α.Ρ.: Το «άσπρο μέτρημα, μελανό άθροισμα»;

Γ.Κ.-Μ.: Είναι του Ελύτη, βέβαια.

Α.Ρ.: Και το «σπαθί χαρτοκόπτης»;

Γ.Κ.-Μ.: Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου.

Α.Ρ.: Προς το τέλος της ταινίας, προβάλλετε μέσα από ένα κτίσμα που μοιάζει με θερμοκήπιο.

Γ.Κ.-Μ.: Α, είναι στο νότιο κορυφαίο πλάτωμα της αρχαίας Αιανής.

Α.Ρ.: Είναι στέγαστρο, δηλαδή;

Γ.Κ.-Μ.: Είναι στέγαστρο του κτηρίου με τη δεξαμενή στο κέντρο αυλής, η οποία είναι ένα φοβερό μνημείο αρχαίας τεχνολογίας, οκτώμισι μέτρα βάθος και δεν έπαθε ευτυχώς τίποτα από τους σεισμούς.

Α.Ρ.: Το οριστικό άρθρο στον τίτλο «Η Αρχαιολόγος», πώς το νιώθετε;

Γ.Κ.-Μ.: Προσωπικά, προσπαθούσα από την αρχή να βρω έναν τίτλο, πρότεινα «Ο Ποταμός», «Ο τιτάνας που χάθηκε», ξέρετε ο Αλιάκμων ήταν γιος της Τηθύος και του Ωκεανού, ακόμα έχω τους τίτλους που είχα σκεφτεί για τον ποταμό που χάσαμε, δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ αυτό τον τίτλο. Είχα αρχίσει να διαπιστώνω ότι δεν είχαν αγωνία από την πλευρά της παραγωγής και του σκηνοθέτη για το πώς θα ονομαστεί η ταινία, ώσπου σε κάποια στιγμή η Λέλια Ανδρονίκου μου ανακοίνωσε τον τίτλο Η Αρχαιολόγος προσθέτοντας: «και μην διανοηθείς να έχεις αντίρρηση!» Η Λέλια ήταν η υπεύθυνη στην εκτέλεση της παραγωγής – μια άνθρωπος, για την οποία μπορεί να πει κανείς «τι καλλίων ο άνθρωπος, όταν άνθρωπος η». Αισθάνομαι πιο πλούσια που γνώρισα αυτή την άνθρωπο – ξέρετε, είναι ο άνθρωπος και η άνθρωπος. Φυσικά και είχα αντίρρηση, το θεώρησα κατά το νεοελληνικόν «too much» αλλά οι συντελεστές όλοι ήταν αποφασισμένοι. Μετά το χάρηκα πάρα πολύ, ομολογώ, γιατί σκέφτηκα ότι όταν σημαντικοί άνθρωποι έχουν αυτή την άποψη, παίρνουν μια τέτοια απόφαση, τούτο σημαίνει ότι το άξιζα! Ναι, δεν μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό. Εν πάση περιπτώσει, ο τίτλος κάτι σημαίνει αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει το περιεχόμενο ενός έργου και μιας δημιουργίας. Προέκυψε ένας τίτλος τον οποίο εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ, γιατί ήμουν σίγουρη ότι πρωταγωνιστής είναι ο ποταμός που χάνεται, δηλαδή ο ποταμός που αλλάζει δραματικά, που δεν κυλάει πια – «και τα νερά δεν κυλούν πια στα ποτάμια», που λέει και ο Στέφανος Ροζάνης.

Α.Ρ.: Γι’ αυτή την προθεσμία την τόσο ασφυκτική για σας, όπως την βλέπουμε στην ταινία, ήθελα να ρωτήσω: Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν μπορούσε να διαπραγματευθεί με τη ΔΕΗ και να σας εξασφαλίσει λίγο παραπάνω χρόνο;

Γ.Κ.-Μ.: Αρχίσαμε από το 2003 ως ΙΖ΄ ΕΠΚΑ και εντατικά μετά το 2004, όταν έγινα εγώ Προϊσταμένη στους νομούς Κοζάνης και Γρεβενών στο πλαίσιο της Λ΄ ΕΠΚΑ, κληθήκαμε να βρούμε μια κοινή συνισταμένη με το Υπουργείο Πολιτισμού, όπως λέτε. Την Αρχαιολογική Υπηρεσία τοπικά την εκπροσωπούσα η ίδια. Θα πρέπει να ξέρετε ότι η ΔΕΗ κι εμείς (Εφορεία και Υπουργείο) ξεκινήσαμε με τις καλύτερες προθέσεις, με αμοιβαίο σεβασμό κι εκτίμηση, αλλά με διαφορετικές απόψεις. Η ΔΕΗ ήθελε να ολοκληρωθεί η ανασκαφή όσο το δυνατόν γρηγορότερα και με όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα. Οι εισηγήσεις μου προς το Υπουργείο Πολιτισμού, διαχρονικά άρχισαν από το 2004 και κάποια χρονιά εγκρίθηκαν ικανοποιητικά χρήματα, όταν ανταποκρίθηκε η ΔΕΗ, αλλά δεν υπήρχε ο χρόνος έως την έμφραξη. Χάθηκαν κάποια χρόνια για διάφορους λόγους και δεν μπορούσαμε να προλάβουμε όλη αυτή την καταστροφή. Εννοείται ότι όλα αυτά τα επεσήμανα. Η επικρατούσα άποψη από την πλευρά της ΔΕΗ ήταν ότι «τα αρχαία, και να μείνουν μέσα στο νερό, δεν θα καταστραφούν». Όφειλα να τονίσω ότι το χρωστούμε στην ιστορία του τόπου αυτού το να ερευνηθούν κάποιες αρχαιότητες, τώρα που έχουμε την ευκαιρία, τα χρήματα που δίνονταν προορίζονταν για μεροκάματα των ανθρώπων, των οποίων συγχρόνως τους έπαιρναν και τα χωράφια, και ότι δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι «τα αρχαία μέσα στο νερό δεν καταστρέφονται». Θα φανεί, τόνιζα, στα επόμενα χρόνια, γιατί είχα και το παράδειγμα του φράγματος του Πολυφύτου, που έγινε επί χούντας, όπου τα αρχαία τα ψαρεύαμε, όπως είπαμε, ειδικά αυτά που είναι στις όχθες. Προσωπικά, αδυνατώ να αντιληφθώ με ποιο δικαίωμα, ποιο όφελος και κέρδος, κράτος, αρχές και υπηρεσίες συνέβαλαν κάποτε στην καταστροφή και ποτέ δεν λογοδότησαν. Κρίνω σημαντικό το εθνικό, το ιστορικό και παιδευτικό όφελος από την ανασκαφή και κρίνω σημαντικό όφελος τα μεροκάματα των ανθρώπων από την έρευνα αυτή.

Α.Ρ.: Γιατί όμως λέτε ότι χάσατε τέσσερα χρόνια ανασκαφής; Τι έγινε;

Γ.Κ.-Μ.: Ειδικά στη θέση Λογκάς της Ελάτης, που ήταν από τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους, 455 στρέμματα με χρήση από τα νεολιθικά έως τα βυζαντινά χρόνια, το 2006 προέβην χωρίς έγκριση από τη ΔΕΗ σε ερευνητικές τομές και στη συνέχεια, να μην αναφέρουμε διεξοδικά τις χρονιές, η έρευνα άρχισε σε μικρά χρονικά διαστήματα το 2009, συνολικά διήρκησε μόνο 18 μήνες η ανασκαφή, αφού η χρηματοδότηση, από την οποία εξαρτιόταν το Υπουργείο Πολιτισμού και κατ’ επέκταση κι η Εφορεία Αρχαιοτήτων, άργησε να ’ρθει, έως ότου πεισθεί η ΔΕΗ ότι χρειάζεται να ανασκαφούν όλα αυτά. Κατά τη γνώμη τους δεν ήταν απαραίτητο να ανασκαφούν. Πρέπει να λάβετε υπόψη τις άσχημες καιρικές συνθήκες, ήταν βροχερά όλα τα έτη ακόμη και την άνοιξη, όταν άρχισε να εντατικοποιείται η έρευνα, ενώ επικρατούσαν και διαστήματα με καύσωνα, έφθανε τους 40 βαθμούς από τις 11:00 το πρωί. Συν –μάλλον πλην– το γεγονός ότι ορισμένοι κάτοικοι των πληττόμενων χωριών κατέλαβαν τον αρχαιολογικό χώρο για μήνες, το 2011 και το 2012, γιατί επέμεναν να προσληφθούν ως εργάτες, αλλά η Εφορεία Αρχαιοτήτων δεν είχε τη δικαιοδοσία, οι προσλήψεις γίνονταν μέσω ΑΣΕΠ χωρίς το κριτήριο της εντοπιότητας. Οι κάτοικοι απαιτούσαν βέβαια από τη ΔΕΗ αλλά έκλειναν το δρόμο προς την ανασκαφή κι έτσι δεν επέτρεπαν την πρόσβαση με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος.

Κοιτάξτε, δεν έχουν ανασκαφεί ποτέ και πουθενά (απ’ όσο γνωρίζω) 455 στρέμματα. Γι’ αυτό έλεγα πάντα «όσο περισσότερα ανασκαφούν, τόσο καλύτερα». Έτσι μπορούμε να έχουμε περισσότερα ιστορικά δεδομένα. Είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε τη χρήση ενός χώρου διαχρονικά και ιδιαίτερα κατά την Πρώιμη και Μέση Εποχή Χαλκού στη Μακεδονία, εκεί στην αλλουβιακή λεκάνη της θέσης Λογκάς της Ελάτης, στην αγκαλιά του Αλιάκμονα, που παρείχε ιδανικές συνθήκες με ανεξάντλητους φυσικούς πόρους για τη διαβίωση των ανθρώπων. Προσπάθησα να ερευνήσω κάπως τα οικιστικά κατάλοιπα της Νεολιθικής και της Εποχής Χαλκού – τα ελληνιστικά που ήταν από πάνω είχαν βέβαια καταστραφεί από ισοπεδώσεις. Έπειτα εντοπίσαμε αυτό το μοναδικό νεκροταφείο της Πρώιμης-Μέσης εποχής Χαλκού, που εκτεινόταν σε δεκάδες στρέμματα και ανασκάψαμε 231 περιβόλους και 483 ταφές. Ερευνήσαμε το βόρειο και νότιο άκρο, στο δεύτερο οι 54 ταφές περιείχαν και μυκηναϊκά αγγεία. Στον ενδιάμεσο χώρο μάς επετράπη να ανασκάψουμε μόνο δύο περιβόλους, οι οποίοι τυπολογικά είχαν διαφορές από τους υπόλοιπους. Ανασκαφή με αγωνία. Και σε άλλους χώρους, όπως στη θέση Άγιος Κωνσταντίνος του χωριού Δήμητρα Γρεβενών, που φαίνεται στην ταινία, βρέθηκε μια αγροικία, 750 τ.μ., γεμάτη με τοιχογραφίες. Εκεί η συντηρήτρια Μαρίνα Λυκιαρδοπούλου, οι συνεργάτες της και οι εργάτες κατέβαλαν απεγνωσμένη προσπάθεια να αποκολλήσουν τα κονιάματα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012, ευτυχώς δεν πλημμυρίστηκε τον Οκτώβριο, όπως οι υπόλοιποι. Μια πολυτελής ελληνιστική αγροικία που αποτελεί, όχι μόνο για τον Νομό Γρεβενών, μοναδικό αρχαιολογικό μνημείο. Αυτά και άλλα προσπαθήσαμε να ερευνήσουμε.

Α.Ρ.: Όταν αρχικά αναγκαστήκατε να κάνετε σωστικές ανασκαφές λόγω της Εγνατίας Οδού και καθέτων, τι εργατικό δυναμικό διαθέτατε;

Γ.Κ.-Μ.: Στην έρευνα δικής μου ευθύνης κατά μήκος του οδικού δικτύου τα άτομα έφθαναν τα 300 και μου φαινόταν αστρονομικός ο αριθμός. Με τη ΔΕΗ, τα λιγνιτωρυχεία και το φράγμα μαζί, το 2011 φτάσαμε στο νούμερο των 960 ατόμων. Πριν ήταν 800, 600, 700 εργάτες και για πολλούς μήνες το χρόνο, οκτώ, όχι για δυο-τρεις μήνες, σε πολλαπλές ανασκαφές που απείχαν και τα 70 χλμ. μεταξύ τους.

Α.Ρ.: Αυτούς τους 800-900 τους πλήρωνε η ΔΕΗ;

Γ.Κ.-Μ.: Η ΔΕΗ, ναι. Και για τα λιγνιτωρυχεία και για το φράγμα, γιατί είναι δύο διαφορετικές διευθύνσεις της ΔΕΗ. Κάποια χρόνια συνυπήρχε και η Εγνατία, όταν επεκτάθηκε στον Νομό Γρεβενών κατά τη δεύτερη φάση των μεγάλων σωστικών ανασκαφών. Η πρώτη είναι στην εξαετία 1995-2001 και η δεύτερη κράτησε από το 2004 μέχρι και το 2011.

Α.Ρ.: Έχετε διαλέξει την Αιανή για πατρίδα σας;

Γ.Κ.-Μ.: Έτσι κατέληξε. Πατρίδα είναι αυτή που γεννιέται κανείς και πατρίδα είναι εκεί όπου αισθάνεται καλά, δημιουργεί, ζει πολλά-πολλά χρόνια, που αρχίζει να μπαίνει στα όνειρά του όταν κοιμάται. Επέλεξα αυτήν την πατρίδα, επέλεξα να της αφιερώσω τόσα χρόνια και τόση δουλειά βέβαια. Είμαι και επίτιμη δημότης Αιανής.

Α.Ρ.: Μετά την εφεδρεία συνεχίσατε να εργάζεστε εκεί εθελοντικά;

Γ.Κ.-Μ.: Η εφεδρεία υπεγράφη στις 27 Οκτωβρίου του 2011. Το 2012 έπρεπε να κλείσω αυτές τις ανασκαφές και, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου, υπέγραφα και τις μηνιαίες εκθέσεις αποτελεσμάτων και για τα λιγνιτωρυχεία και ιδιαίτερα για το φράγμα Ιλαρίωνα. Συνέχισα τη δουλειά εθελοντικά. Άλλωστε όταν ένας αρχαιολόγος δουλεύει 15 και 18 ώρες γιατί το θεωρεί απαραίτητο και δεν προλαβαίνει, δεν μπορεί να αισθανθεί άχρηστος με οποιονδήποτε τρόπο απόλυσης. Δεν αυξήθηκε ο αριθμός των αρχαιολόγων, για να πω ότι μπορούσα να αντικατασταθώ, και πιστεύω ότι συνέβαλα να ολοκληρωθεί αυτή η ανασκαφή με τον τρόπο που ολοκληρώθηκε. Έκτοτε συνεχίζω το επιστημονικό μου ή το «συγγραφικό» μου έργο, όπως το χαρακτήρισε μια κοπέλα και μ’ άρεσε! Συμμαζεύω το υλικό, ειδικά για την Αιανή, γιατί όπως λέω και κάπου αλλού χρησιμοποιώντας τους στίχους του Σεφέρη, «Αγάπη πού ’ναι η εκκλησιά σου, βαρέθηκα πια τα μετόχια», δεν είχα προλάβει να ασχοληθώ εντατικά. Συντονίζω τρία προγράμματα μελέτης με πολλούς συναδέλφους, στους οποίους έχει μοιραστεί υλικό, άρχισα να ξαναβλέπω το υλικό της Αιανής (επιτέλους), πολλά πρέπει να συντηρηθούν και να καταγραφούν, να συμμαζεύω υλικό τεκμηρίωσης και κυρίως τα τελικά σχέδια, που προέκυψαν στο πλαίσιο του έργου της στερέωσης της Αιανής, ενταγμένου στο ΕΣΠΑ, του οποίου είχα την εποπτεία αλλά δεν την έχω πλέον. Υπάρχει ένα καταπληκτικό ψηφιακό αρχείο στην Αιανή και στην Εφορεία, υπάρχει κεντρικός server, υπάρχουν φωτογραφίες, ημερολόγια και σχέδια σαρωμένα, δεν είναι βέβαια όλα τελειοποιημένα. Ήταν υπερβολικός ο φόρτος εργασίας επί δεκαετίες και αν δεν γινόταν με τη μεθοδολογία της συστηματικής έρευνας η ανασκαφή και αρχειοθέτηση δεν θα μπορούσε να βρίσκει κανείς τίποτα. Η εργασία γίνεται πιο δύσκολη διότι από τα αρχαία δύο Νομών έχει γεμίσει κάθε γωνιά του Μουσείου, παρά τις μεγάλες αποθήκες και τους διαδρόμους του και παρά την ενοικίαση οικημάτων σε Αιανή και Κοζάνη.

Α.Ρ.: Οπότε η δουλειά σας αυτή θα γίνει επί τόπου, στην Αιανή;

Γ.Κ.-Μ.: Εύχομαι κι ελπίζω να μπορώ, γιατί φέτος μου προέκυψαν προσωπικοί λόγοι και απέχω μήνες, ωστόσο ήμουν εκεί άνοιξη-καλοκαίρι. Το 2013 παρέμεινα αρκετούς μήνες γιατί έπρεπε να ανασκαφεί το εσωτερικό των ταφικών πίθων που μεταφέραμε από την Ελάτη, έργο με συνεποπτεία της Δήμητρας Θεοδώρου, συνεργάτιδάς μου και επικεφαλής της ανασκαφής του Ιλαρίωνα και ειδικά του Λογκά της Ελάτης. Τα είχαμε μεταφέρει με τις ταφές μέσα, επτά-επτά, τόσα χωρούσε η καρότσα του φορτηγού, για να ανασκαφούν στην αυλή του Μουσείου. Κάνω αυτό που κάνει ο κάθε αρχαιολόγος. Υπάρχει και μια γενιά μεγαλύτερη από μένα που συνεχίζουν εντατικά την επιστημονική τους δουλειά, τους είδα σε εκδήλωση στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων πρόσφατα και χάρηκα πάρα πολύ. Έχω διαπιστώσει, και χαίρομαι γι’ αυτό, ότι κάποιοι αρχαιολόγοι μελέτησαν και εξέδωσαν τα πιο σημαντικά βιβλία μετά την αφυπηρέτηση, μετά τη σύνταξη.

Α.Ρ.: Πριν αφήσουμε την ταινία θα ήθελα να παρατηρήσω πόσο πανέμορφα είναι όλα τα μουσικά θέματα που τη συνοδεύουν. Και ιδιαίτερα αυτό το τραγούδι σε μουσική Κωνσταντή Παπακωνσταντίνου και σε στίχους του πατέρα του, Θανάση Παπακωνσταντίνου, που το ερμηνεύει κιόλας, γραμμένο ειδικά για την ταινία όπου επανέρχεται σαν leitmotiv: «Ψηφίδες της αλήθειας … οι σμιλεμένες πέτρες … ψιθύρισμα του χτες …». Προς το τέλος, σας βλέπουμε να χορεύετε και μάλιστα πολύ ωραία! Πού είστε;

Γ.Κ.-Μ.: Στον περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου, όπου υπάρχουν και τα έργα των σύγχρονων γλυπτών από το «Εργαστήριο – Συμπόσιο Γλυπτικής και αρχαίας Ζωγραφικής» που πραγματοποιήθηκε για πέντε έτη. Πρόκειται για μεγάλο θαυμάσιο κήπο, εκεί γίνονται και κάποια εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως η ανασκαφή από παιδιά με εκμαγεία αρχαίων αντικειμένων. Εκείνο το βράδυ οι γλύπτες και οι ζωγράφοι είχαν ετοιμάσει διασκέδαση με ντόπιους μουσικούς – βλέπετε η παράδοση είναι πολύ ζωντανή στη Δυτική Μακεδονία και στην Αιανή, όπου όλοι χορεύουν, πολλοί παίζουν μουσική και πολλοί ζωγραφίζουν και αγιογραφούν. Ο χορός μας ήταν τσάμικο αλλά στην ταινία ο ρυθμός προσαρμόστηκε σε άλλη μουσική.

Α.Ρ.: Μαθητεύσατε με δυο «μεγάλα ονόματα» της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τον Μανόλη Ανδρόνικο και τον Γιώργο Δεσπίνη. Τι τους οφείλετε;

Γ.Κ.-Μ.: Τους οφείλω πάρα πολλά, τα πάντα. Είχα ήδη την ευτυχία στο Γυμνάσιο-Λύκειο Ελάτειας να έχω επίσης πολύ καλούς καθηγητές. Αναφέρομαι στον ποιητή Λουκά Κούσουλα και στην πεζογράφο Αγγελική Ζολώτα με γραφή αυθεντική και κείμενα σε άριστη γλώσσα. Είμαι πανευτυχής που και στο Πανεπιστήμιο έτυχε να έχω αυτούς τους εμπνευσμένους δασκάλους, τον Γ. Δεσπίνη (τον χάσαμε πρόσφατα), άνθρωπο ανώτερο και ιδιοφυή, και τον Μ. Ανδρόνικο (έφυγε πολύ νωρίς), μια πληθωρική προσωπικότητα, απ’ τον οποίο μάθαμε πώς να αναγνωρίζουμε το αρχαίο, την αρχαιολογία, αλλά συγχρόνως πήραμε και μαθήματα δημοκρατίας. Τους οφείλω πολλά, με σημάδεψαν την ίδια, καθόρισαν την εκπαίδευση και την παιδεία μου, τους κουβαλάω μέσα μου.

Α.Ρ.: Στις ανασκαφές σας είχατε τη χαρά να αποκαλύψετε ευρήματα από τα προϊστορικά έως και τα ρωμαϊκά, ακόμη και τα βυζαντινά χρόνια. Πώς μπορεί μία/ένας αρχαιολόγος να αντεπεξέλθει σε μια τόσο μακρά διαχρονία;

Γ.Κ.-Μ.: Όταν κάποιος είναι αρχαιολόγος του πεδίου κι είναι αναγκασμένος να κάνει τόσες σωστικές ανασκαφές, δεν μπορεί ν’ ασχοληθεί μόνο με μία εποχή. Γιατί θα πρέπει να γνωρίζει αυτό που σκάβει τι είναι ώστε να θέσει στόχους και να συλλέξει όλα τα στοιχεία. Θεωρώ ότι ήμουν πολύ καλά εφοδιασμένη από το Πανεπιστήμιο, συνέχισα την ενημέρωσή μου και μπόρεσα να ασχοληθώ με όλες αυτές τις εποχές, ίσως χωρίς να εμβαθύνω, αλλά πάντα –κρίνοντάς το ως υποχρέωσή μου– έδινα συνοπτικά άρθρα για όλα τα ευρήματα που απεκάλυπτα, ώστε να ενδιαφερθούν και άλλοι συνάδελφοι και έτσι προέκυψαν και τα τρία προγράμματα μελέτης. Μπορεί να μην απέκτησα την εξειδίκευση στην κλασική αρχαιολογία, όπως πίστευα ότι θα κάνω κάποτε ακολουθώντας τα βήματα του Γ. Δεσπίνη, όμως η προϊστορική αρχαιολογία μου αρέσει πάρα πολύ, θα μπορούσα να ασχοληθώ περισσότερο, πολύ νωρίς με γοήτευσαν και τα μυκηναϊκά ευρήματα, αφού τα συνάντησα στην Αιανή και συνολικά σε 28 θέσεις σε όλο τον Νομό Κοζάνης. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, δεν θα μπορούσα να μην αξιολογήσω και να μην δημοσιεύσω κάτι γι’ αυτά. Γενικώς, τα ίδια τα ευρήματα κι η ευθύνη που είχα απέναντι σ’ αυτά με οδήγησαν να μπορώ να χειρίζομαι τη βιβλιογραφία της κάθε εποχής. Δεν προκάνει κανείς βέβαια σε μια ζωή να αφοσιωθεί σε όλα κι ελπίζω να μπορέσω να δημοσιεύσω την Αιανή και για τα υπόλοιπα μακάρι οι ομάδες που έχω ήδη δημιουργήσει να μπορέσουν να προχωρήσουν.

Α.Ρ.: Η ερώτησή μου πηγάζει από απορία και θαυμασμό καθώς φαντάζομαι ότι όσο περισσότερες οι περίοδοι, τόσο πιο ανεξάντλητη η μελέτη.

Γ.Κ.-Μ.: Βέβαια, αλλά νομίζω ότι εκ των πραγμάτων αναγκάζεσαι να μελετήσεις την κάθε εποχή. Να σας πω συγκεκριμένα ένα παράδειγμα: Τη δεκαετία του ’80, γύρω στο ’83-’85, διαπίστωσα και αντιλήφθηκα τη σημασία που έχει το σύμπλεγμα των προϊστορικών οικισμών, των νεολιθικών κυρίως, νότια της λεκάνης της Πτολεμαΐδας, στην Κίτρινη Λίμνη ή Σαριγκιόλ, όπου ήταν εντοπισμένοι κάποιοι χώροι, επτά τον αριθμό, αν δεν κάνω λάθος, κι εγώ εντόπισα δεκατρείς, και μετά εντοπίστηκε κι ένας δέκατος τέταρτος και τώρα έχουν ανέβει στον αριθμό 47 μέχρι τις παρυφές, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο μου. Έπρεπε λοιπόν να φροντίσω γι’ αυτές τις τούμπες, που δεν ήταν όλες τούμπες, ήταν και επίπεδοι οικισμοί, κάποιοι ήταν γνωστοί κι από το 1935, κάποιοι από το ’64-’65 και έπρεπε να δείξω τη σημασία τους, ιδιαίτερα με κηρύξεις, γιατί κινδύνευαν από την επέκταση των λιγνιτωρυχείων. Στον Αμητό, τον τόμο προς τιμήν του Μανόλη Ανδρόνικου, έγραψα ένα άρθρο παρουσιάζοντας αυτούς τους οικισμούς, για το οποίο άρχισα να μελετώ τη νεολιθική κεραμεική κ.ο.κ. Αν αναφερθούμε στα ελληνιστικά, δεν διανοείται κανείς σκάβοντας στη Μακεδονία να μην εντοπίσει και να μην δημοσιεύσει, άρα αφοσιώνεσαι και καταλήγεις στο «Σκάβω, άρα υπάρχω» και «Υπάρχω για να μελετώ»! Ώρες-ώρες αισθάνομαι πανευτυχής για το ότι μπορώ να αξιολογήσω ό,τι δω και να ανατρέξω καταλλήλως και χαίρομαι που συνεχίζω στάση μεγαλύτερων συναδέλφων, όπως της Χάιδως Κουκούλη και της αείμνηστης Ιουλίας Βοκοτοπούλου και πολλών άλλων. Από την άλλη λυπάμαι που δεν μπόρεσα ν’ αφοσιωθώ σε μία εποχή ή σε ένα είδος αρχαιολογίας και ζηλεύω κι αυτούς που μπόρεσαν να κάνουν μόνο προϊστορική αρχαιολογία, να αφοσιωθούν, να έχουν στόχους. Δυστυχώς η ίδια δεν μπόρεσα να εκπληρώσω τους στόχους που είχα, όπως η έρευνα της μυκηναϊκής παρουσίας, ακόμα και αυτή της Αιανής, που ανασκάφηκε λίγο γιατί αναγκάστηκα να τρέχω πίσω από τις σωστικές ανασκαφές.

Α.Ρ.: Θα ήθελα να σας ρωτήσω για την «ιστορική τοπογραφία», στην οποία κάπως επιμένετε. Πώς υλοποιείται και τι σημασία της αποδίδετε;

Γ.Κ.-Μ.: Αναφέρεστε ίσως στη διατριβή μου, που αφορά στην Επαρχία Βοΐου. Μάλιστα ένας συνάδελφος αναρωτήθηκε κάποια στιγμή τι σημαντικό έχει αυτή η περιοχή για να αναγκάσει έναν αρχαιολόγο να κάνει τόσα χρόνια μια διατριβή και με τόσες λεπτομέρειες. Σε μια περιοχή ανερεύνητη και μαύρη κηλίδα στο χάρτη αλλά με πολλές ενδείξεις αρχαιοτήτων, συστηματοποίησα την επιφανειακή έρευνα, κατέγραψα όλες τις αρχαιολογικές θέσεις και αξιολόγησα τα ευρήματα, ώστε να μη χάνονται πλέον στοιχεία εντοπισμού τους, να προστατεύονται από τις σύγχρονες δραστηριότητες και όλο αυτό να αποτελεί μαγιά για κάθε ανασκαφική έρευνα. Δεν αξιώθηκα να επαναλάβω το ίδιο για τις επαρχίες Εορδαίας και Κοζάνης, για τις οποίες συλλέχτηκαν περισσότερα στοιχεία, προστατεύονται όμως απολύτως διότι φρόντισα να καταγραφούν με ακρίβεια συντεταγμένων κάθε χώρος και εύρημα. Στο Βόιον, ασχολήθηκα με την ιστορία της Άνω Μακεδονίας και το κεφάλαιο αυτό είναι πολύ σημαντικό – μάλιστα δεν αξιώθηκα να ολοκληρώσω τη μονογραφία για την Άνω Μακεδονία που είναι σχεδόν έτοιμη.

Προλαβαίνω το ερώτημά σας για το τι είναι η «Άνω Μακεδονία». Πρόκειται για τη σημερινή Δυτική Μακεδονία, προσδιορισμός γνωστός από τον Ηρόδοτο και από τον Θουκυδίδη. Με την έννοια της υψηλής, σε υψόμετρο, και ορεινής Μακεδονίας σε αντίθεση με την παραθαλάσσια, πεδινή, που ονομαζόταν Κάτω Μακεδονία, όπου το βασίλειο των Αιγών και μετέπειτα της Πέλλας. Τον πλήρη διαχωρισμό τον κάνει ο Θουκυδίδης, όταν περιγράφει τα πεδία των μαχών και γενικά την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου, αναφέρομαι στον λεγόμενο Πελοποννησιακό πόλεμο, στα μέτωπα της Βόρειας Ελλάδας. Λοιπόν, για μην πλατειάζω, σε αντίθεση με την Κάτω, πεδινή και παραθαλάσσια Μακεδονία, στην οποία κατοικούσαν οι Αργεάδες που κατέβηκαν από το Άργος και την Άνω Μακεδονία και είχαν βασιλιάδες τους Τημενίδες, απογόνους του Τημένου, γιου ή εγγονού του Ηρακλή, για την Άνω Μακεδονία γνωρίζουμε από την ιστορική έρευνα και τις πηγές κάποιους βασιλικούς οίκους και αντίστοιχα διαμερίσματα-κρατίδια, τα οποία ανέρχονται σε εννιά (Ελιμιώτιδα με πρωτεύουσα την Αιανή, Τυμφαία, Εορδαία, Λυγκηστίς, Ορεστίς, Πελαγονία, Δερρίοπος, Ατιντανία, Δασσαρήτις). Για τα επτά περίπου υπάρχει ομοφωνία ότι ανήκαν στην Άνω Μακεδονία και τα άλλα στην Ήπειρο, τα όρια των οποίων προσπαθώ να καθορίσω μετά και την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα συνεκτιμώντας και την έως τώρα ιστορική. Τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα είναι πλέον πολλά και στους τέσσερις Νομούς – σκεφτείτε τα αρχαϊκά-κλασικά ευρήματα της Αιανής, τάφους με ναούς, επιγραφές, αρχαϊκά αγάλματα γενειοφόρου, κόρης, κούρων και λιονταριών, δημόσια κτήρια, εργαστήρια μελανόμορφης αγγειογραφίας και μεταλλοτεχνίας κ.ά. Συνεπώς η έρευνα απέδειξε ότι η Άνω Μακεδονία κάθε άλλο παρά απομονωμένη περιοχή υπήρξε, ας σκεφτούμε ότι και οι περισσότεροι στρατηγοί του Φιλίππου Β΄ και μετά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατάγονταν από την Άνω Μακεδονία.

Α.Ρ.: Πολεμιστές «για τα δύσκολα», εξόχως γενναίοι και σκληροτράχηλοι!

Γ.Κ.-Μ.: Όντως. Το δαχτυλίδι της διαδοχής ο Αλέξανδρος Γ΄ το έδωσε στον Περδίκκα, ο οποίος ήταν Ορεστός. Για τις τρεις μόνον από τις έξι ταξιαρχίες χρησιμοποιείται ο όρος ασθέταιροι, όνομα που δόθηκε από τον Αλέξανδρο, συνδεόταν με ένα είδος πολεμικών τιμών για εξαιρετικές υπηρεσίες και αφορούσε τους Μακεδόνες από την Άνω Μακεδονία, οι οποίοι ξεχώριζαν για τις ικανότητές τους σε σκληρές δοκιμασίες. Αντίθετα με κάποιους συναδέλφους, αρχαιολόγους και ιστορικούς, αμφισβητώ ότι ο Αλεξάνδρος είπε ή έστω αναφερόταν σ’ αυτούς τους μαχητές με τα λόγια «ο πατέρας μου σας παρέλαβε πλανήτας και απόρους εν διφθέραις τους πολλούς». Δηλαδή, περιπλανώμενους και ντυμένους με δέρματα. Διαφορετικά απέδειξαν οι αρχαϊκές-κλασικές νεκροπόλεις στην Άνω Μακεδονία και η Αιανή με οικισμό από τα υστεροαρχαϊκά χρόνια και συνεπώς οικιστική οργάνωση και πολιτική ανάπτυξη πρώιμη, πολύ πριν τον Φίλιππο Β΄. Δεν μπορούσα παρά να θεωρήσω ότι η κοινά παραδεκτή άποψη περί απομόνωσης, που την υιοθετούσαν και την επαναλάμβαναν, ήταν λανθασμένη και ολέθρια. Δεν ήταν απομονωμένη πολιτισμικά και κοινωνικά η Άνω Μακεδονία στην αρχαιότητα, απομονωμένη ήταν στη νοοτροπία των Νεοελλήνων. Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν δημοσιευτεί πολλά για τη Μακεδονία γενικότερα, η δε συμβολή της Αιανής υπήρξε μεγάλη στο να φωτίσει δυο αιώνες ιστορίας, τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ., πράγμα πολύ σημαντικό για τη Μακεδονία, όπου τα αρχαϊκά και τα κλασικά θεωρούνταν κάτι που ήρθε από τη Νότια Ελλάδα και που μόνο στα παράλια μπορεί να συναντήσει κανείς. Βέβαια, τα αρχαϊκά-κλασικά δεν έχουν ανασκαφεί ακόμα στη Μακεδονία, γιατί δεν γίνονται ανασκαφές με στόχο. Η Άνω Μακεδονία απομονώθηκε, επαναλαμβάνω, στη νοοτροπία των Νεοελλήνων και είναι γνωστοί γενικώς οι λόγοι, όπως ότι η Μακεδονία απελευθερώθηκε αργότερα από την υπόλοιπη Ελλάδα, το 1912, μην το ξεχνάμε, και ειδικά η Δυτική Μακεδονία βρέθηκε να είναι ακόμα πιο απομονωμένη ως περιοχή ορεινή.

Α.Ρ.: Λέτε ότι «η εντύπωσή μας για την Άνω Μακεδονία οφειλόταν στην έλλειψη γραπτών πηγών και συστηματικών ανασκαφών». Οι δικές σας ανασκαφές ανέτρεψαν την εικόνα. Η ανασκαφή στη Μεγάλη Ράχη που σας αποκάλυψε την αρχαία Αιανή πότε έγινε;

Γ.Κ.-Μ.: Διορίστηκα αρχικά στην Πέλλα, υπηρεσιακά μου δόθηκε η ευθύνη του Νομού Κοζάνης και το 1983 άρχισα με δοκιμαστικές τομές στην αρχαία Αιανή, η οποία τότε δεν είχε ταυτιστεί (οι δύο επιγραφές με το όνομα Αιανή είχαν βρεθεί σε δεύτερη χρήση, εντοιχισμένες σε εκκλησίες), ενώ είχε δημιουργηθεί Αρχαιολογική Συλλογή με ό,τι μάζευαν οι κάτοικοι και παρέδιδαν στον αείμνηστο Κ. Σιαμπανόπουλο που κατέγραψε τα πάντα σε ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο. Διαπίστωσα τη σημασία του χώρου και άρχισα συστηματική έρευνα διάρκειας λίγων ετών για λίγες εβδομάδες ετησίως και πάντα με πενιχρή χρηματοδότηση. Στην αρχαία Αιανή έχουν ανασκαφεί 8,5 στρέμματα μόνο από το σύνολο των 250 περίπου στρεμμάτων της πόλης και τούτο ήταν αρκετό για να αποκαλυφθούν δημόσια κτήρια, κατοικίες. Δυστυχώς και το 2010 και το 2011, στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ που προέβλεπε τη στερέωση και τη συντήρηση του χώρου, δεν είχα την ευκαιρία ανασκάπτοντας να αποκαλύψω την ολοκληρωμένη κάτοψη έστω και μιας κατοικίας και να καλυφθούν εκκρεμότητες δεκαετιών, πρώτον, διότι η λίγη ανασκαφή που χρειαζόταν δεν ήταν επιλέξιμη δαπάνη και, κατά δεύτερον, τον Οκτώβρη του 2011 έφυγα με εφεδρεία. Ίσως αυτό δεν πειράζει, βέβαια, γιατί ό,τι αποκαλύπτεται πρέπει να προστατεύεται κατά την άποψή μου με στέγαστρα, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, του αναγλύφου και της σαθρής τοπικής πέτρας –μένει για τις επόμενες γενιές. Σ’ ένα τελευταίο άρθρο μου που μάλλον θα κυκλοφορήσει και ως μονογραφία, αναφέρομαι συνοπτικά σε όλη την πόλη και εξετάζω τα ευρήματα από τη Νεολιθική έως και την Ελληνιστική Εποχή.

Α.Ρ.: Έχετε ήδη γράψει για την αρχαία Αιανή.

Γ.Κ .-Μ.: Ναι έχω γράψει άρθρα διάφορα, ειδικά…

Α.Ρ.: Και έναν εξαιρετικό αρχαιολογικό οδηγό που παρουσιάζει και την ανασκαφή και το Μουσείο.

Γ.Κ.-Μ.: Ναι, ναι, εντάξει, αυτός όμως είναι χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς όλη την βιβλιογραφία και αρκετά άρθρα που αφορούν στα νεκροταφεία ειδικά. Μετά τον τρίτο-τέταρτο χρόνο αφοσιώθηκα και στα νεκροταφεία, το ελληνιστικό το οποίο καταστρεφόταν από τις αρόσεις, και στην αρχαϊκή-κλασική νεκρόπολη, όπου εμφανίστηκε η συστάδα των μεγάλων θαλαμωτών βασιλικών τάφων και των λακκοειδών, το νεκροταφείο με μυκηναϊκό χαρακτήρα και η μικρή νεολιθική εγκατάσταση. Όλα αυτά στον ίδιο χώρο και δύο αγροικίες αρκετά κοντά! Θεωρώ ότι και αυτή η ανασκαφή ήταν λιγοστή, αν συγκρίνει κανείς με τον Πολύμυλο λόγου χάρη, όπου λόγω της Εγνατίας Οδού ανασκάψαμε 25 στρέμματα. Συνεπώς η Αιανή δεν έχει ανασκαφεί –πρόσφατα αποκαλύφθηκαν κεραμίδες με σφραγίδες του βασιλιά Δέρδα– και παρ’ όλα αυτά έδωσε τόσα σημαντικά ευρήματα, ικανά να φωτίσουν αιώνες ιστορίας του μακεδονικού ελληνισμού.

Α.Ρ.: Λέτε ότι η νεκρόπολη της Αιανής είναι μοναδική στον βορειοελλαδικό χώρο.

Γ.Κ.-Μ.: Η νεκρόπολη της Αιανής είναι μοναδική γιατί υπάρχουν δώδεκα μεγάλοι κτιστοί θαλαμωτοί και μικρότεροι κιβωτιόσχημοι τάφοι, ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς, ο Α, έχει διαστάσεις 10×10 μέτρα περίπου με τρία μέτρα πλάτος ευθυντηρία, ώστε να καλυφθεί με ναόσχημο κτήριο, συνοπτικά δύο φέρουν ναόσχημες κατασκευές πάνω και γύρω αντίστοιχα, σε τέσσερις κτιστούς τάφους υπάρχουν περίβολοι, δηλαδή ορθογώνιες κατασκευές από λιθόπλινθους, ενώ τρεις περίβολοι περιέκλειαν λακκοειδείς ταφές. Στον τάφο Α βρέθηκαν οι χρυσοί ρόδακες, το γνωστό μακεδονικό αστέρι, το οποίο σε αυτή τη μορφή βρέθηκε μόνο στην Αιανή και τη Βεργίνα (Αιγές) και η παρουσία του δείχνει τις στενές σχέσεις που είχαν οι δύο πρωτεύουσες. Τη Νεκρόπολη της Αιανής χαρακτηρίζει σε μέγιστο βαθμό η διάλυση των ταφικών συνόλων, που οφείλεται αφενός στη μακραίωνη χρήση του χώρου και αφετέρου στην εκτεταμένη και συστηματική σύληση από την αρχαιότητα. Ότι ανήκαν σε βασιλείς αποδεικνύεται από το μέγεθος και τα λατρευτικά κτήρια και τα αγάλματα, δηλαδή οι βασιλείς ηρωοποιούνταν και λατρεύονταν. Η κεφαλή του γενειοφόρου, γύρω στο 500 π.Χ., ανήκε σε άγαλμα ύψους 1,92 μ., αναφέραμε την κεφαλή κόρης και τμήματα κούρων, τμήματα από αετώματα, γραπτές ιωνικές στήλες. Γνωρίζουμε πόσο σπάνια είναι και τα πρωτότυπα αγάλματα αρχαϊκών χρόνων που έχουν διασωθεί και πόσο σπάνιοι είναι οι κούροι και οι κόρες εκτός Αττικής και Κυκλάδων. Από τις πηγές είναι γνωστά ονόματα βασιλιάδων και η δράση τους, αλλά θεωρώ αυθαιρεσία να πει κανείς ποιος και σε ποιο τάφο είναι θαμμένος μόνο από τη χρονολογία.

Α.Ρ.: Θα θέλατε να μας μιλήσετε γι’ αυτά τα μακεδονικά-πρωτοδωρικά φύλα στη 2η χιλιετία και για την Αιανή ως κέντρο παραγωγής της μακεδονικής αμαυρόχρωμης κεραμικής;

Γ.Κ.-Μ.: Να σας πω πρώτα ότι στην ίδια αυτή νεκρόπολη κάποιοι από τους λακκοειδείς τάφους ήταν ασύλητοι κι έτσι βρέθηκαν όλα αυτά τα χρυσά και τα ωραία κτερίσματα που μοιάζουν με άλλων πλούσιων αρχαϊκών νεκροπόλεων που έχουν ανασκαφεί στη Μακεδονία, πράγμα που σημαίνει ακμή, πλούτο, επικοινωνία και επαφές με τον ελληνισμό του νότου και της ανατολής.

Λοιπόν, στον ίδιο αυτό χώρο, το 1987-88 βρέθηκε σε μια τομή 2×2 μια μεγάλη ποσότητα οστράκων, που μας έδωσαν ογδόντα χειροποίητα αγγεία της μακεδονικής-δωρικής ή βορειοδυτικής κεραμεικής με αμαυρόχρωμη διακόσμηση και συγχρόνως δέκα μυκηναϊκά. Στη συνέχεια, δυστυχώς με δόσεις μέχρι και το 2008 που ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του νεκροταφείου, βρέθηκαν και ταφές ασύλητες, 43 τον αριθμό, με πολλά μυκηναϊκά αγγεία. Η κεραμεική με αμαυρόχρωμη διακόσμηση, βέβαια, σύμφωνα με την πρόσφατη δημοσίευσή μου στο ΑΕΑΜ 2 (Το Αρχαιολογικό Έργο στην Άνω Μακεδονία), χρονολογείται πρωιμότερα της μυκηναϊκής κεραμεικής, γενικώς τα σπασμένα αγγεία και τα όστρακα. Έχοντας αυτό το υλικό τότε στα χέρια μου, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 και αρχές του ’90, προσπάθησα να το χρονολογήσω, να το αξιολογήσω, να επιβεβαιώσω ότι είναι αυτό που νομίζω. Πολύτιμη στάθηκε η βοήθεια και η συμπαράσταση της Ιουλίας Βοκοτοπούλου με την οποία είχαμε ταύτιση απόψεων. Θυμηθείτε ότι στη Βίτσα, στο βιβλίο της, έχει γράψει κάποιες σελίδες γι’ αυτή την κεραμεική, οι οποίες είναι αξεπέραστες και μοναδικές, δείχνουν τους δρόμους σε όλους μας για να τη μελετήσουμε. Όμοια κεραμεική στη Νότια Ελλάδα χρονολογείται από τη Μέση Εποχή Χαλκού ή τη Μεσοελλαδική, 1900-1600 π.Χ., και τον 15ο αιώνα, άντε αρχές του 14ου, τη συναντάμε στην Αιανή, ενώ είναι γνωστή και από την Κεντρική Μακεδονία. Άρα οι φορείς που τη μετέφεραν κινούνταν από το Νότο προς το Βορρά. Έλεγε η αείμνηστη Ιουλία, την απώλεια της οποίας δεν μπορώ να ξεπεράσω μέχρι σήμερα, όπως γνωρίζετε έφυγε πάρα πολύ νωρίς, ότι οι σταθμοί και οι κρίκοι της αλυσίδας θα πρέπει να βρεθούν στη Θεσσαλία.

Φορείς της κεραμεικής αυτής θεωρούνται από την παλαιότερη και τη νεότερη επιστημονική έρευνα τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, το «πολυπλάνητον έθνος» του Ηροδότου (1.56, 8.43). Μέσα σ’ αυτό ο Ηρόδοτος εντάσσει τους Μακεδόνες-Δωριείς, οι οποίοι κινήθηκαν από το νότο προς το βορρά με σταθμό εγκατάστασής τους και την Πίνδο και στη συνέχεια μετέβησαν στη Δωρίδα-Δρυοπίδα και στην Πελοπόννησο, όπου ονομάστηκαν Δωριείς. Μετά και το εύρημα της Αιανής δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια αμφιβολίας για τη νότια προέλευση αυτής της κεραμεικής από φορείς, οι οποίοι επανέρχονται βόρεια-βορειοδυτικά (τον 15ο-14ο αιώνα π.Χ. στην Αιανή) μετά από πολύ προγενέστερη κάθοδό τους ή από συνεχείς καθόδους και ανόδους λόγω του κτηνοτροφικού χαρακτήρα της οικονομίας και του νομαδικού τρόπου ζωής. Και οι φορείς αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Μακεδόνες των ιστορικών χρόνων, τους οποίους οι πηγές συνδέουν άμεσα με τους Δωριείς. Συνεπώς, με το εύρημα της Αιανής αποκτάται ένα επιπλέον επιχείρημα για την απόρριψη της παλαιάς θεωρίας περί κατακλυσμικής καθόδου των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας, αστήρικτης ούτως ή άλλως. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε κάποτε, διαδόθηκε και επικράτησε και αποτελεί άλλη μια κοινά αποδεκτή αλλά λανθασμένη άποψη.

Είμαστε ευτυχείς που ο Μανόλης Ανδρόνικος δημοσίευσε το 1954 ένα άρθρο αξεπέραστο, στο οποίο πάντοτε ανατρέχω και πάντοτε παραπέμπω όλους («Η “Δωρική εισβολή” και τα αρχαιολογικά ευρήματα», Ελληνικά 13, σ. 221-240). Ήταν ένα εφεύρημα αυτό της καθόδου των Δωριέων, άρχισε από το 1915, ωστόσο το 1918 ο Lenschau γράφει ότι «αν δεν είχαμε την παράδοση της δωρικής εισβολής, θα έπρεπε να την υποθέσουμε» για να ερμηνευτεί η καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού και δεν ξέρω τι άλλο. Στηρίχτηκε δυστυχώς από κάποιους αρχαιολόγους και μελετητές και ιδίως τον Milojčič. Βεβαίως το 1954 υπήρχαν ήδη όλα τα αρχαιολογικά στοιχεία για να μη στηριζόμαστε στη δωρική εισβολή για να ερμηνεύσουμε κάποια ιστορικά φαινόμενα, τα ευρήματα δηλαδή υπήρχαν και τότε, πόσο μάλλον σήμερα! Θεωρώ απαράδεκτο –το ίδιο θεωρούσε και η Ιουλία Βοκοτοπούλου και άλλοι– ότι ακόμα στα σχολικά βιβλία αναφέρεται «η κάθοδος των Δωριέων». Αυτή «η κάθοδος των Δωριέων», από πάντα ατεκμηρίωτη, εμφανίζεται ως η κατακλυσμική εισβολή ενός ελληνικού φύλου που καταγόταν από Μακεδόνες, τους Δωριείς που, ως βάρβαροι και σιδερόφρακτοι, κατέστρεψαν τον μυκηναϊκό πολιτισμό! Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι Μακεδόνες-Δωριείς είναι ένα από τα είκοσι δύο –αν θυμάμαι καλά– ελληνικά φύλα, όπως αριθμεί ο Μ. Σακελλαρίου, και μετακινούνταν από το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.

Δυστυχώς, «η κάθοδος των Δωριέων» αναφέρεται σε ενημερωτική πινακίδα εντός του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε χάρτη των Αθηνών του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ), τον οποίο έχω συχνά στην τσάντα μου για να προσανατολίζομαι όταν περπατάω στο ιστορικό κέντρο. Δεν θα ’πρεπε. Έχει αμφισβητηθεί, όπως είπα, από το 1954, δεν τεκμηριωνόταν έτσι κι αλλιώς από τίποτε, επιπλέον οριστική απάντηση σ’ αυτό το θέμα έδωσε η αρχαιολογική έρευνα σε όλη τη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στην Αιανή. Δύο ιστορικές περιόδους φώτισε κυρίως η Αιανή και είναι μεγάλη η συμβολή της στη γνώση της ιστορίας της Μακεδονίας: Την Υστεροελλαδική ή Ύστερη Εποχή Χαλκού, με τα μυκηναϊκά ευρήματα και τη μακεδονική-δωρική κεραμεική, και την Αρχαϊκή-Κλασική, 6ος και 5ος αιώνας π.Χ.

Α.Ρ.: Τα ευρήματά σας, γράφετε, μεταθέτουν βορειότερα το όριο του μυκηναϊκού κόσμου.

Γ. Κ.-Μ.: Στην Αιανή έχουμε νεκροταφείο με μυκηναϊκό χαρακτήρα, καθώς και τμήμα πίθου με τρία γράμματα γραμμικής γραφής, ενώ οι συνολικά 28 θέσεις με μυκηναϊκά ευρήματα σε όλο τον Νομό Κοζάνης, ιδιαίτερα στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, αποδεικνύουν ότι η Μακεδονία δεν ήταν αποκομμένη από τον μυκηναϊκό κόσμο και ότι το βόρειο όριο του μυκηναϊκού κόσμου δεν βρισκόταν στη Θεσσαλία. Τούτο υποστήριξα από την αρχή, και ιδιαίτερα από το 1999 στο Β΄ Μυκηνολογικό Συνέδριο της Λαμίας, ότι δηλαδή κάποιας μορφής εγκαταστάσεις Μυκηναίων υπήρχαν στην περιοχή. Τον καθορισμό των πολιτισμικών στοιχείων και του χαρακτήρα αυτής της εγκατάστασης θα τον επιχειρήσω στην τελική δημοσίευση όλων αυτών. Αναφέρομαι σε πολλαπλά μυκηναϊκά ευρήματα (κεραμεική, όπλα, κοσμήματα, ειδώλια, γραμμική γραφή κ.λπ.) που θα ήταν πολύ περισσότερα αν είχαν διασωθεί με ανασκαφές στο φράγμα του Πολυφύτου κοντά στα Σέρβια, στα Κρανίδια, εκεί όπου το ’85-’86, θυμάμαι, η μυκηναϊκή κεραμεική στις όχθες ήτανε πάρα πολλή. Μαζέψαμε τότε ένα σωρό όστρακα, μερικά απ’ αυτά συμπληρώθηκαν σε κρατήρες και κύλικες, είναι μέσα στο Μουσείο της Αιανής. Από το φράγμα του Ιλαρίωνα, που ερευνήθηκε πιο συστηματικά, στη θέση του Λογκά της Ελάτης από τις 54 ταφές Ύστερης Εποχής Χαλκού και Εποχής Σιδήρου πολλές έχουν μυκηναϊκά ευρήματα –αυτά είναι βέβαια της Υστεροελλαδικής ΙΙΙΓ– ενώ των Σερβίων και της Αιανής είναι πρωιμότερα, από την ΥΕΙΙΙΑ.

Από τις συνολικά 28 θέσεις εντοπισμού μυκηναϊκών ευρημάτων, σε 14 ήρθαν στο φως τάφοι και σε 11 περιπτώσεις η κεραμεική προερχόταν, επίσης με βεβαιότητα, από οικιστικά στρώματα. Ούτε τα νεκροταφεία, πλην ελαχίστων, ούτε οι οικιστικές εγκαταστάσεις έχουν ανασκαφεί συστηματικά και με στόχο. Ίσως θα γίνουν κάποτε τέτοιες ανασκαφές, και με τη συνηγορία των ευρημάτων του Ολύμπου και του Πλαταμώνα πρόσφατα, όπου βρέθηκαν πρωιμότερα ακόμα μυκηναϊκά ευρήματα, τα οποία  ανακοινώθηκαν στο ΑΕΜΘ πρόπερσι και φέτος. Πιστεύω, εν τέλει, ότι το βόρειο όριο του μυκηναϊκού κόσμου μετατίθεται βορειότερα κι ότι υπήρχαν κάποιας μορφής εγκαταστάσεις Μυκηναίων στην περιοχή, ιδιαίτερα γύρω από την Αιανή και στον μέσο ρου του Αλιάκμονα.

Α.Ρ.: Για να αναφερθούμε έστω σε ένα μόνο συγκεκριμένο σας εύρημα, στην Αναρράχη Εορδαίας βρήκατε αυτό το σύνολο αργυρών αγγείων, το ένα ενεπίγραφο, μαζί με μια κουτάλα της σούπας, μια «αρύταινα». Εύρημα, «μοναδικό στην περιοχή της Άνω Μακεδονίας και σπάνιο για όλο τον αρχαίο κόσμο», λέτε.

Γ.Κ.-Μ.: Αυτό είναι ένα εύρημα προς γνώση και συμμόρφωση των φορέων εκείνων, καθώς και των εκπροσώπων αυτών των φορέων, που πιστεύουν ότι οι σωστικές ανασκαφές στο πλαίσιο ενός δρόμου ή λίγων τετραγωνικών μέτρων είναι χάσιμο χρόνου: «τι θα βγάλεις τώρα εδώ», «και τι θα χάσουμε, τόσα πολλά αρχαία έχετε», «γιατί δεν σκάβετε παραπέρα» και γιατί από έναν προϊστορικό οικισμό –αυτό το λεν συχνά– που είναι 40 στρέμματα ή 30 ή 20 ή 10, «γιατί να τον ανασκάψετε όλο;» Τέλος πάντων, το εύρημα προήλθε από την έρευνα κατά την κατασκευή του δρόμου Δυτικής Εορδαίας, όπου μόνο εντός του εύρους του δρόμου ανασκάψαμε και βρέθηκαν κατάλοιπα και από την Εποχή του Χαλκού και τα ελληνιστικά χρόνια και τα αργυρά αγγεία πόσης είχαν αποθησαυριστεί σ’ ένα δωμάτιο. Εντάσσονται στα τέλη 4ου-αρχές 3ου αιώνα π.Χ. και πρόκειται για έναν κάνθαρο, μια αρύταινα και μια αργυρή φιάλη που περιείχε τα τέσσερα αγγεία (κάνθαρος και τρεις σκύφοι), που φέρουν ανάγλυφο και επίχρυσο φυτικό διάκοσμο και στικτό το όνομα ΑΝΤΙΟΧΟΥ, προφανώς το όνομα του ιδιοκτήτη. Πληρέστερη μελέτη ελπίζω να γίνει από ειδικό και ελπίζω να ανακοινωθεί στο πλαίσιο ενός Διεθνούς Συνεδρίου Μεταλλοτεχνίας, το οποίο προτάθηκε και το συζητάμε ακόμη να γίνει στην Αιανή. Είναι πολύ σημαντικό εύρημα, όπως είναι σημαντικά και άλλα μεταλλικά ευρήματα από την Εορδαία, όπου λόγω της σύστασης του χώματος διατηρούνται καλύτερα τα μετάλλινα και η μελέτη τους θα δώσει νέα στοιχεία. Λόγου χάρη, μια κύλικα του Παναιτίου, όπως ονομάζεται ο τύπος, η οποία δεν έχει παράλληλα σε πηλό, είναι διαδεδομένη τόσο στη Δυτική Ελλάδα όσο και στη Μακεδονία και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ., βρέθηκε στη Μαυροπηγή σε ταφή με αττικά αγγεία που ανεβάζουν την ένταξη του τύπου στα μέσα και προς το γ΄ τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.

* Η Αγγελική Ροβάτσου είναι ανθρωπολόγος-ιστορικός και συνεργάτιδα του “Archaeology & Arts”.