Η πορεία των Τζουμέρκων μέσα στο χρόνο υπήρξε μακραίωνη και πολυτάραχη. Ήδη από την Eποχή του Χαλκού και πιο συγκεκριμένα περίπου στο 2000 π.Χ., περίοδο άφιξης των πρώτων ελληνόφωνων φύλων στην Ήπειρο (σημ. 1), εγκαθίσταται στη συγκεκριμένη περιοχή το φύλο των Αθαμάνων (σημ. 2). Από αυτό πήρε και το όνομά της και έτσι έκτοτε έμεινε γνωστή ως Αθαμανία.

Οι φιλολογικές πηγές επιβεβαιώνουν την άφιξη του φύλου των Αθαμάνων με τα υπόλοιπα ελληνόφωνα φύλα και την εγκατάστασή του στην προαναφερθείσα περιοχή (σημ. 3). Η έλλειψη όμως συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας (σημ. 4) αποτελεί ανάσχεση στη μελέτη της πορείας και δράσης του, τόσο κατά την προϊστορική εποχή όσο και κατά την κλασική αρχαιότητα και έως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. (σημ. 5). Δυστυχώς, οι ελάχιστες αναφορές στις γραπτές πηγές και τα σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα δεν προσφέρουν παρά αποσπασματικά στοιχεία που αποδεικνύουν την κατοίκηση της Αθαμανίας από ένα ελληνικό γεωργικό φύλο, το οποίο, λόγω της γεωγραφικής του απομόνωσης και των δυσχερειών διαβίωσης, παρέμεινε σε πρωτόγονη κατάσταση σε σύγκριση με τη νότια Ελλάδα (σημ. 6).

Με το πέρασμα στον 4ο αι. π.Χ., που αποτελεί αφετηρία της γενικότερης πολιτικής οργάνωσης της Ηπείρου κατά τα νοτιοελλαδικά πρότυπα, της πολιτιστικής ανάπτυξης και της ενεργής συμμετοχής των διαφόρων πόλεων-κρατών της στα ελληνικά πράγματα (σημ. 7), εμφανίζονται στο προσκήνιο και οι Αθαμάνες. Πιο συγκεκριμένα, χωρίς να είναι γνωστή η πολιτική τους οργάνωση καθώς και ο χρόνος ίδρυσης του ομώνυμου βασιλείου, συμμετέχουν δυναμικά στα μεγάλα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα της νοτίου Ελλάδος (σημ. 8). Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. θα προσαρτηθούν στο βασίλειο του Πύρρου, ο οποίος εκτίμησε την καίρια γεωγραφική θέση της περιοχής και θα τον ακολουθήσουν στις εκστρατείες του (σημ. 9). Μετά το θάνατο και τη διάλυση του βασιλείου του, θα αποτελέσουν μέλη της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (σημ. 10).

Στα τέλη του 3ου και στο πρώτο ήμισυ του 2ου αι. π.Χ. και έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ηπείρου, η Αθαμανία, ως ανεξάρτητο πλέον βασίλειο, θα βρεθεί στο επίκεντρο των πολεμικών και πολιτικών εξελίξεων και μάλιστα θα πρωταγωνιστήσει (σημ. 11), κυρίως χάρη στην προσωπικότητα του χαρισματικού και δραστήριου βασιλιά της Αμύνανδρου.

Μετά το 167 π.Χ. και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Αθαμανία, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, θα καταστραφεί και θα ερημωθεί. Οι κάτοικοί της θα μεταφερθούν σε πεδινές ή παραθαλάσσιες θέσεις και στα μεγάλα αστικά κέντρα, κατά τη συνήθη τακτική των Ρωμαίων. Συνολικά, καθ’ όλη την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, η ορεινή άγονη και απομονωμένη Αθαμανία, σχεδόν έρημη και εγκαταλελειμμένη, θα ακολουθήσει την παρακμή και γενικά την πορεία της υπόλοιπης Ηπείρου (σημ. 12).

Κατά τη διάρκεια της επόμενης βυζαντινής περιόδου, η περιοχή αρχικά θα υπαχθεί διοικητικά στην επαρχία Παλαιάς Ηπείρου και αργότερα στο θέμα Νικοπόλεως, θα γνωρίσει τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές, ίσως όχι με την ίδια ένταση όσο η υπόλοιπη πιο εύκολα προσβάσιμη Ήπειρος και κυρίως τα αστικά κέντρα της ύστερης αρχαιότητας, τις λεηλασίες, τη σλαβική κατάκτηση, την πρόσκαιρη βουλγαρική κατοχή, ενώ μετά το 1204 θα αποτελέσει τμήμα του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου.

Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πορεία της Αθαμανίας ενσωματώνεται και ταυτίζεται με την αντίστοιχη της υπόλοιπης Ηπείρου. Επειδή όμως η έρευνα και για την περίοδο αυτή βρίσκεται σε αρχικό ακόμη στάδιο, ενώ και τα ελάχιστα υπάρχοντα στοιχεία προσφέρουν πολύ γενικές πληροφορίες, θα πρέπει να περιοριστούμε σε γενικεύσεις και υποθέσεις σχετικά με τη θέση της και την πορεία της στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Πιο συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρίες για τον πληθυσμό και τις αυξομειώσεις του, τις θέσεις εγκατάστασης και τη μορφή τους, τις τυχόν πολεμικές επιχειρήσεις και γενικότερα την οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση. Ωστόσο, ο χώρος της Αθαμανίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως στρατηγικής σημασίας πέρασμα, το οποίο ένωνε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία και ήλεγχε τμήμα του χερσαίου οδικού δικτύου. Η σημασία του αυτή είχε γίνει αντιληπτή ήδη από την κλασική αρχαιότητα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αποτέλεσε συχνά αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα σε διάφορα φύλα (σημ. 13).

Δεδομένου ότι οι ανάγκες επαφής και επικοινωνίας της Ηπείρου με τις όμορες περιοχές δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, φαντάζει λογική η υπόθεση ότι η Αθαμανία εξακολούθησε να διατηρεί την εξέχουσα θέση που της εξασφάλιζε η γεωγραφία της. Λειτουργούσε επομένως ως μία από τις κύριες διόδους προς τη Θεσσαλία, μια περιοχή με την οποία η Ήπειρος είχε ιδιαίτερες σχέσεις και παράλληλη ιστορική πορεία.

Η σημασία της αυξήθηκε την περίοδο του «Δεσποτάτου», καθώς η Αθαμανία δεν απέχει ιδιαίτερα από την πρωτεύουσά του Άρτα, ενώ, επιπλέον, από αυτή διερχόταν και η κυριότερη οδική αρτηρία που ένωνε απευθείας την Άρτα με τα Τρίκαλα και την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Έτσι λοιπόν, η ορεινή και απομονωμένη, αλλά στρατηγικού χαρακτήρα πέρασμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθαμανία βρίσκεται την εποχή του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου να πλαισιώνει την πρωτεύουσά του και να διασφαλίζει τμήμα της χερσαίας επικοινωνίας της. Η εξέχουσα θέση της δεν αποτελεί πλέον υπόθεση. Αντίθετα, αποδεικνύεται από την ίδρυση στην περιοχή της Κόκκινης Εκκλησιάς Βουργαρελίου και την πλαισίωσή της από την αντίστοιχη Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων (σημ. 14). Τα δύο μνημεία δηλαδή είναι τοποθετημένα κοντά στις δύο αφετηρίες της οδικής αρτηρίας, την οποία και ορίζουν.

Επιπρόσθετες πληροφορίες για την ίδια περίοδο αντλούνται και από δύο πολύ σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες, οι οποίες ωστόσο δεν κατέστη ακόμη δυνατό να αποδοθούν με πλήρη βεβαιότητα στην περιοχή των Τζουμέρκων (σημ. 15). Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλιογραφικό σημείωμα του κώδικα Cromwell 11 του 1225 (σημ. 16), ενός από τα Ηπειρωτικά Χειρόγραφα, ο γραφέας του, αναγνώστης Μιχαήλ Παπαδόπουλος, διασώζει, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, ότι ο ίδιος ήταν υιός του ιερέως Γεωργίου, καταγόμενος από το θέμα των Ιωαννίνων και κάτοικος στο δρόγγο Τζεμερνίκου. Αντίστοιχα στο χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου του 1321, με το οποίο παραχωρήθηκαν προνόμια στη νεοσυσταθείσα μητρόπολη όπως και στην πόλη των Ιωαννίνων, η ενορία Τζεμερνίκου συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πέντε ενορίες του θέματος των Ιωαννίνων. Από τις δύο προαναφερθείσες πηγές, αποδεικνύεται η κατοίκηση της περιοχής κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο. Επιπλέον, αποκαλύπτεται η διοικητική της διαίρεση, καθώς ο όρος δρόγγος χαρακτηρίζει την ορεινή διοίκηση σε ποικίλες μεσαιωνικές πηγές, αλλά και η αντίστοιχη εκκλησιαστική καθώς αποτελούσε ενορία του θέματος Ιωαννίνων, υπαγόμενη στην ομώνυμη Μητρόπολη. Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την παραγωγή χειρογράφων στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Τζεμέρνικου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά την περίοδο του Ανεξάρτητου Κράτους της Ηπείρου, όχι μόνο κατοικούνταν ή θεωρούνταν στρατηγικής σημασίας λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, αλλά ήταν πλήρως ενταγμένη στη δομή και διοίκηση τόσο του κράτους όσο και της Εκκλησίας, διάγοντας μάλιστα και μια εποχή γενικότερης ακμής.

Η αμέσως επόμενη ιστορική περίοδος είναι εκείνη της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας. Δυστυχώς και για τη συγκεκριμένη περίοδο θα περιοριστούμε κυρίως σε υποθέσεις και γενικεύσεις, καθώς και πάλι τα στοιχεία είναι πενιχρά. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιωαννίνων το 1430 και την αναίμακτη παράδοση της Άρτας το 1449, οι Οθωμανοί, εκτιμώντας την καίρια γεωγραφική θέση και τη μεγάλη σημασία της περιοχής των Τζουμέρκων, επιδίωξαν να την υποτάξουν, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην ευρύτερη επικράτεια και να αποφύγουν τυχόν επαναστατικά κινήματα, τα οποία θα μπορούσε να υποθάλψει εξαιτίας της ορεινής και δυσπρόσιτης γεωμορφολογία της.

Ωστόσο, οι κάτοικοι, όπως και σε άλλα τμήματα της ηπειρωτικής υπαίθρου, π.χ. Ανατολικό Ζαγόρι και τμήματα της περιοχής του Μαλακασίου, δεν υποτάχτηκαν αμέσως αλλά εξακολούθησαν να αντιστέκονται. Τελικά, το 1478 θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν, πετυχαίνοντας όμως προνομιακό καθεστώς ημιανεξαρτησίας και αυτοδιοικήσεως, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Επιπλέον, ορισμένα χωριά, π.χ. Καλαρρύτες, Συρράκο, τέθηκαν υπό την προστασία της βασιλομήτορος Βαλιδέ Σουλτάνας εξαιτίας της στρατηγικής τους θέσης (σημ. 17), καθώς ήλεγχαν τα περάσματα της Πίνδου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την ιδιαίτερη μεταχείρισή τους. Έτσι, τα Τζουμέρκα δεν θα γνωρίσουν τις αυθαιρεσίες και τις βιαιότητες του Οθωμανού κατακτητή, όπως άλλες ηπειρωτικές περιοχές (σημ. 18). Αντίθετα και εξαιτίας της σχετικής αυτονομίας που απολάμβαναν, θα αποτελέσουν καταφύγιο για πολλούς δοκιμαζόμενους Έλληνες, που εγκατέλειπαν τις εστίες τους στις πεδινές θέσεις και επιδίωκαν την εγκατάστασή τους σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές.

Τα προνόμια και η σχετική ηρεμία θα διατηρηθούν έως τις αρχές του 17ου αι. Βέβαια, σταδιακά είχαν αρχίσει να μειώνονται και να καταπατούνται (σημ. 19). Ωστόσο, με αφορμή το αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα του Διονυσίου Φιλοσόφου στα Γιάννενα (1611), καταργήθηκαν τόσο τα προνόμια όσο και η ευνοϊκή μεταχείριση πολλών ηπειρωτικών περιοχών (σημ. 20). Έκτοτε, ο ζυγός της δουλείας έπεσε βαρύς επάνω στα χωριά των Τζουμέρκων, όπως και στην υπόλοιπη Ήπειρο, ενώ οι αρπαγές, οι ληστείες, οι λεηλασίες, οι αυθαιρεσίες, η βαριά φορολογία, οι εξισλαμισμοί, το παιδομάζωμα και οι διωγμοί διαδέχονταν τις περιόδους ηρεμίας και ευημερίας.

Στα τέλη του 17ου αι. και πιο συγκεκριμένα μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) (σημ. 21), τα Τζουμέρκα θα γνωρίσουν μια περίοδο ακμής με τον πληθυσμό τους να αυξάνεται σημαντικά, κυρίως από την εγκατάσταση κατοίκων από τις γύρω περιοχές, τα διαλυμένα χωριά να ανασυγκροτούνται και να ιδρύονται νέα και μια γενικότερη οικοδομική δραστηριότητα να παρατηρείται σε ολόκληρη την επικράτεια.

Κατά τον 18ο αι. και έως την άνοδο στο θρόνο του πασαλικίου της Ηπείρου του Αλή πασά (1788), εκτός από τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και ακμή, παρατηρείται στην περιοχή και μια έντονη κινητικότητα ένοπλων ομάδων (σημ. 22), οι οποίες, καλά οργανωμένες, παρακολουθούν τις εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο και είναι έτοιμες να ξεσηκωθούν. Βέβαια, οι κινήσεις τους γίνονται αντιληπτές από τους κατακτητές. Ως συνέπεια, συχνά επεμβαίνουν, με ασήμαντες αφορμές, τρομοκρατώντας, καταπιέζοντας και βασανίζοντας τους κατοίκους. Επομένως, η ησυχία, η ηρεμία και η γενικότερη ανάπτυξη διακόπτονται από λεηλασίες, αυθαιρεσίες, πυρπολήσεις, σφαγές κ.ά.

Την περίοδο διακυβέρνησης της Ηπείρου από τον Αλή πασά (1788-1822), τα χωριά των Τζουμέρκων θα αναπτυχθούν περαιτέρω πληθυσμιακά και οικονομικά (σημ. 23), ως αποτέλεσμα της καλής οργάνωσης και διοίκησης του κράτους του που απέφερε γενικότερη ηρεμία, ανάπτυξη και ακμή αλλά και εξαιτίας της ιδιαίτερης προσοχής που έτυχε η περιοχή συνολικά λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, κυρίως ως πέρασμα προς τη Θεσσαλία (σημ. 24).

Παράλληλα, θα αισθανθούν σε μεγάλο βαθμό και τη σκληρότητα του σατράπη της Ηπείρου, καθώς βρίσκονταν σε συνεχή επαναστατικό αναβρασμό και αποτελούσαν καταφύγιο ένοπλων ομάδων που συχνά αψηφούσαν την εξουσία του Αλή (σημ. 25). Έτσι, συχνά ήταν και τα ιδιαίτερα σκληρά αντίποινά του, προκειμένου να επαναφέρει την τάξη και να διατηρεί τον έλεγχο.

Ήδη όμως από το 1818, τα νέα για τη Φιλική Εταιρεία φτάνουν στην Άρτα και αρκετοί Τζουμερκιώτες θα μυηθούν σε αυτή (σημ. 26). Πλησιάζοντας στις παραμονές της επανάστασης του 1821, οι μαρτυρίες, τα στοιχεία και οι πληροφορίες για την περιοχή πληθαίνουν, καθώς η συμμετοχή των χωριών και των κατοίκων στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στάθηκε ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική, αναλογικά με τα δεδομένα της (σημ. 27).

Πιο συγκεκριμένα, ενώ η μύηση στη Φιλική Εταιρεία συνεχιζόταν, οι ένοπλες ομάδες οργανώθηκαν συστηματικότερα, ήρθαν σε συνεννοήσεις με καπεταναίους και άλλες αντίστοιχες ομάδες και βρίσκονταν σε συνεχή ετοιμότητα. Τελικά, στις 15 Μαΐου 1821, θα κηρυχτεί επίσημα η επανάσταση στη μονή του Αγ. Γεωργίου στο Βουργαρέλι. Έκτοτε, οι όμορες περιοχές των Τζουμέρκων και του Ραδοβιζίου βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή. Αρκετές σκληρές μάχες διεξάγονται στα εδάφη τους και πολλά χωριά υφίστανται τα αντίποινα των κατακτητών: λεηλασίες, καταστροφές ή καίγονται και αφανίζονται ολοκληρωτικά, π.χ. Άγναντα, Συρράκο, Καλαρρύτες. Επιπλέον, Τζουμερκιώτες αγωνιστές εντοπίζονται σε ολόκληρη την Ήπειρο και τμήματα της Στερεάς Ελλάδας να μάχονται με ιδιαίτερη ανδρεία.

Μετά το τέλος της επανάστασης και την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, η περιοχή των Τζουμέρκων, παρά την πολύπλευρη προσφορά της και τις θυσίες της, δεν συμπεριλήφθηκε σε αυτό, όπως και η υπόλοιπη Ήπειρος, αλλά παρέμεινε υπό οθωμανική διοίκηση. Η δίψα όμως για ελευθερία και η σφοδρή επιθυμία προσάρτησης στο νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος οδήγησαν στο ξέσπασμα μιας σειράς νέων, τοπικών αυτή τη φορά, επαναστατικών κινημάτων (σημ. 28). Οι μάχες που διεξήχθησαν ήταν σκληρές και αιματηρές, ενώ και πάλι τα χωριά θα υποστούν τα αντίποινα των κατακτητών.

Ως αποτέλεσμα όμως των συνεχιζόμενων αυτών αγώνων και της διπλωματίας, ήρθε η προσάρτηση των Τζουμέρκων στο ελληνικό κράτος το 1881, μαζί με τμήματα της Θεσσαλίας και της Άρτας (σημ. 29). Αφού επιτεύχθηκε ο μεγάλος αυτός στόχος, η περιοχή δεν θα ειρηνεύσει. Αντίθετα, θα ακολουθήσει την ταραγμένη πορεία της νεότερης Ελλάδας (σημ. 30), συμμετέχοντας στα μεγάλα πολεμικά γεγονότα και εξακολουθώντας έως τη σύγχρονη εποχή να αποτελεί κοιτίδα αγωνιστών και αντίστασης στον εκάστοτε κατακτητή.

 

Κωνσταντίνα Ζήδρου

Αρχαιολόγος,

Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Υποψήφια διδάκτωρ αρχαιολογίας του ιδίου Πανεπιστημίου