Άνοιξε την περασμένη εβδομάδα στο κοινό η Λεβέντειος Πινακοθήκη, η μοναδική στην Κύπρο που φιλοξενεί περισσότερα από 800 έργα από την ευρωπαϊκή ιστορία της τέχνης.

Η Πινακοθήκη βρίσκεται στην καρδιά της Λευκωσίας, επί της οδού Αναστασίου Γ. Λεβέντη (πρώην Λεωνίδου) και με τη λειτουργία της πήρε «σάρκα και οστά» το όραμα του αείμνηστου Αναστάσιου Γ. Λεβέντη. Στόχος της Πινακοθήκης είναι να καταστεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο θα βοηθά τους επισκέπτες να κατανοήσουν την τέχνη, προωθώντας παράλληλα την εκπαίδευση, τη διδασκαλία, την έρευνα, τα δημόσια προγράμματα και τις εκδόσεις σε όλους τους σχετικούς τομείς.

Θα στεγάζει μόνιμα τρεις συλλογές: τη «Συλλογή του Παρισιού» που επιμελήθηκε η Μυρτώ Χατζάκη, την «Ελληνική Συλλογή», που επιμελήθηκε η Εβίτα Αράπογλου και την «Κυπριακή Συλλογή» που επιμελήθηκε η Ελένη Νικήτα. Οι συλλογές απηχούν πάνω από 400 χρόνια ιστορίας και τέχνης και παρουσιάζουν έργα κορυφαίων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων οι Καναλέτο, Φραγκονάρ, Κορό, Ρενουάρ, Μονέ, Σινιάκ, Σαγκάλ, Βρυζάκη, Βολανάκη, Ράλλη, Μόραλη, Τσαρούχη, Γκίκα, και τους Κυπρίους Κισσονέργη, Διαμαντή και Κάνθο.

Η συλλογή του Παρισιού, προσωπική του Αναστασίου Γ. Λεβέντη, περιλαμβάνει έργα κορυφαίων Ευρωπαίων δημιουργών από τον 16ο έως τον 20ό αιώνα και οφείλει το όνομά της στην παρισινή κατοικία του, όπου στεγάστηκε, αθέατη από το ευρύ κοινό, για περισσότερο από μισό αιώνα. Παρουσιάζει διάφορες μορφές και στυλ από την Αναγέννηση μέχρι τη σύγχρονη τέχνη με τους τελευταίους πίνακες να είναι του Ζαν Μιρό. Μέρος της είναι κυρίως έργα του 18ου αιώνα, Μπαρόκ και Ροκοκό και ένα άλλο μεγάλο κομμάτι περιλαμβάνει ιμπρεσιονιστές, μετα-ιμπρεσιονιστές με όλους τους πίνακες να έχουν επιλεγεί με βάση το προσωπικό γούστο και τη θέληση του Αναστάσιου Λεβέντη. Η διευθύντρια της Πινακοθήκης, Λουκία Χατζηγαβριήλ, χαρακτήρισε ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός πως «για πρώτη φορά, ιδιωτική συλλογή είναι διαθέσιμη στο κοινό και για πρώτη φορά Έλληνες ζωγράφοι και Κύπριοι ζωγράφοι, και άλλοι ζωγράφοι από την Ευρώπη βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη».

Η συλλογή έργων Ελλήνων Καλλιτεχνών του 19ου και 20ού αιώνα συγκροτήθηκε από έναν αρχικό πυρήνα έργων που αγόρασε ο Α.Γ. Λεβέντης, το 1973, από τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, ενώ αργότερα εμπλουτίστηκε και συμπληρώθηκε από το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη. Η Κυπριακή, που δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του Α. Γ. Λεβέντη, περιλαμβάνει έργα της πρώτης γενιάς των Κυπρίων ζωγράφων από το 1900 έως και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και νεότερα που θεωρούνται όμως έργα καλλιτεχνών της πρώτης γενιάς.

Στην ελληνική συλλογή περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, έργα των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου, νεωτερικές συνθέσεις του Περικλή Πανταζή, δημιουργίες καλλιτεχνών που εικονογραφούν το πέρασμα προς τον νέο αιώνα και τα διδάγματα του μοντερνισμού, που συμπαρατίθενται με ακαδημαϊκές διατυπώσεις, έως τις κατακτήσεις της Γενιάς του ’30 και τη μεταπολεμική ζωγραφική, με τα ονόματα των μεγάλων δασκάλων του 20ού αιώνα, Παρθένη, Μαλέα, Παπαλουκά, και τους νεότερους Τσαρούχη, Γκίκα, Μόραλη.

Στην κυπριακή συλλογή περιλαμβάνονται έργα οκτώ Κύπριων καλλιτεχνών, των σημαντικότερων εκπροσώπων από την πρώτη και τη δεύτερη γενιά Κυπρίων ζωγράφων: Ιωάννης Κισσονέργης (1889-1963), Αδαμάντιος Διαμαντής (1900-1994), Γεώργιος Πολυβίου Γεωργίου (1901-1972), Βίκτωρας Ιωαννίδης (1903-1984), Τηλέμαχος Κάνθος (1910-1993), Χριστόφορος Σάββα (1924-1968), Μιχάλης Μιχαηλίδης (1927) και Λευτέρης Οικονόμου (1930-2007).

Το κοινό γνώρισμα των καλλιτεχνών αυτών είναι ότι εστίασαν τη θεματογραφία τους στη βιωματική τους σχέση με τη φύση και τον άνθρωπο της Κύπρου, δίνοντας ο κάθε ένας τις δικές του διαφορετικές αφηγήσεις. Εμβληματική μορφή της εποχής μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας θεωρείται ο Χριστόφορος Σάββα, ο καλλιτέχνης-κρίκος στη μεταβατική αυτή περίοδο, ο οποίος διαλέχθηκε με τους προκατόχους του και προχώρησε την κυπριακή τέχνη προς καινούργια λεξιλόγια.

Το κόστος ανέγερσης της Πινακοθήκης, που ξεπέρασε τα 20 εκατομμύρια και είναι το μεγαλύτερο έργο υποδομής που έγινε τα τελευταία χρόνια στη Λευκωσία, ανέλαβε το Ίδρυμα Λεβέντη. Η ανέγερση του κτιρίου ανατέθηκε στη βρετανική εταιρεία αρχιτεκτόνων Feilden Clegg Bradley μετά από διεθνή διαγωνισμό τον οποίο κέρδισαν το 2007 και κτίστηκε με τις προδιαγραφές να είναι ένα κτίριο φιλικό προς το περιβάλλον, να μπορεί να έχει εκθεσιακούς χώρους για να φιλοξενεί τις τρεις συλλογές του Ιδρύματος Λεβέντη, να σέβεται και την κυπριακή κουλτούρα και το περιβάλλον και να δίνει μια μοντέρνα και σύγχρονη όψη σε ένα από τα νέα κτίρια της Λευκωσίας.

Η πινακοθήκη έχει εμβαδόν περί τα 4.500 τ.μ. ενώ στο ίδιο κτίριο έχουν περιληφθεί δέκα διαμερίσματα, τα οποία θα πωληθούν για να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν προγράμματά της.

Η Λεβέντειος Πινακοθήκη έχει ήδη συνάψει τις πρώτες της συνεργασίες με τη διεθνή ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, με σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και μουσεία ανά τον κόσμο: από την Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας έως το Μουσείο του Λούβρου και το Courtauld Institute of Art του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.