Σε κάποιο σημείο της Ελλάδας, «μάχη» με τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες δίνουν καθημερινά για να επιβιώσουν 66 βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, μοναδικές ως προς την αρχιτεκτονική και την εικονογράφησή τους. Παραδίπλα στέκονται ακόμη 370 ιστορικά κτίρια, αρχοντικά και λαϊκά της λεγόμενης βαλκανικής αρχιτεκτονικής του 17ου έως και 19ου αιώνα, αλλά και νεοκλασικά του πρώιμου 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους σχηματίζεται ένα δαιδαλώδες δίκτυο από στενούς δρόμους και μικρές πλατείες γύρω από τις εκκλησίες, πέτρινους μαντρότοιχους και κατάφυτες αυλές δίπλα σε πλακόστρωτα σοκάκια που οδηγούν σε μια υπέροχη λίμνη.

Ο τόπος χαρακτηρίζεται σπουδαστήριο τοπικής ιστορίας, ζωντανό μουσείο των μακεδονικών αρχοντόσπιτων και ζωντανό οικιστικό σύνολο, γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί ένα σύνολο δραστηριοτήτων, από την επεξεργασία και εμπορία των γουναρικών μέχρι το δημοφιλές καρναβάλι και τις σύγχρονες εκδηλώσεις καλλιτεχνικού χαρακτήρα.

Αυτοί είναι οι λόγοι που οι δύο συνοικίες Ντολτσό και Απόζαρι της Καστοριάς κατάφεραν να συγκινήσουν τους υπεύθυνους του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Πολιτιστική Κληρονομιά Europa Nostra, οι οποίοι αποφάσισαν να τις συμπεριλάβουν στη βραχεία λίστα του προγράμματος «Τα 7 πιο επαπειλούμενα μνημεία», μαζί με άλλα 10 ευρωπαϊκά μνημεία και πόλεις. Από αυτά, τα επτά που θα επιλεγούν τον ερχόμενο Μάιο στη Βιέννη θα έχουν την τύχη να δεχτούν παρεμβάσεις αποκατάστασης με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα και από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Ο Οργανισμός Europa Nostra αυτοπροσδιορίζεται ως ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο κίνημα πολιτών, που έχει στόχο τη διαφύλαξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Το δίκτυό του στη «γηραιά ήπειρο» περιλαμβάνει 250 οργανισμούς μέλη, 150 συνδεδεμένους οργανισμούς και 1.500 άτομα που υποστηρίζουν την παραπάνω ιδέα.

Από την άλλη πλευρά, γνωρίζοντας τη δράση του Europa Nostra κι έπειτα από επικοινωνία με την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, ο Δήμος Καστοριάς αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί ενεργά ώστε να καταθέσει σχετικό φάκελο υποψηφιότητας. Εγκαίρως συγκρότησε ομάδα εργασίας, στην οποία συμμετείχαν στελέχη του δήμου, αρχιτέκτονες, μηχανικοί και ιστορικοί που συγκέντρωσαν το απαραίτητο υλικό για να «συνοδεύσει» την πρόταση στον ευρωπαϊκό οργανισμό.

«Το Ντολτσό πήρε την ονομασία του από το γλυκό κλίμα που επικρατεί στη νότια πλευρά της πόλης της Καστοριάς και το Απόζαρι από το σφοδρό κρύο που πλήττει τη δεύτερη αυτή συνοικία (από ζόρι)», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Καστοριάς Μανώλης Χατζησυμεωνίδης. Περιγράφοντας τις ιστορικές γειτονιές μιας πόλης που από το 1974 έχει κηρυχτεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος προστατευόμενος τόπος εξαιρετικού φυσικού κάλλους και έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, κάνει λόγο για μια ορεινή παραλίμνια πόλη της Ελλάδας που γνώρισε μεγάλη ακμή τα Βυζαντινά χρόνια.

Οι μοναδικές στην αρχιτεκτονική και στην εικονογράφηση εκκλησίες που σώζονται είναι μάρτυρες αυτής της ακμής. Κατά την Οθωμανική κυριαρχία, η ελληνική κοινότητα, που αυτοδιοικείται δημοκρατικά, γίνεται έδρα ενός καλλιτεχνικού εργαστηρίου εικονογράφησης εκκλησιών, ενώ από τον 18ο αιώνα τα σχολεία της προσελκύουν μαθητές από όλα τα Βαλκάνια. Μεταξύ 17ου και 19ου αιώνα, χάρη στην επεξεργασία της γούνας και το εμπόριο αυτής στην Ευρώπη, κτίζονται αρχοντικά κτίρια σημαντικής αρχιτεκτονικής αξίας και ιδιαίτερης εσωτερικής διακόσμησης. Αυτό το αλληλένδετο σύνολο εκκλησιών και κατοικιών αποτελεί σπάνιο δείγμα βυζαντινής και μεταβυζαντινής πόλης που κατοικείται ως τις μέρες μας. Επιπλέον, η άμεση γειτνίαση της πόλης με τη λίμνη και το γύρω φυσικό τοπίο δίνει στην Καστοριά το μοναδικό της χαρακτήρα.

Η περιοχή, που κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους, γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο. Με την Οθωμανική κατάκτηση, η πόλη αποκτά πολυεθνικό χαρακτήρα. Τούρκοι, Έλληνες και Εβραίοι δίνουν το στίγμα τους στη πόλη. Ωστόσο, μετά τις βίαιες αλλαγές που επέφεραν –μεταξύ άλλων– η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας και το Ολοκαύτωμα, η παραδοσιακή μορφή της πόλης περιορίζεται στις παλιές ελληνικές συνοικίες, με τα ονόματα Ντολτσό και Απόζαρι. Σε αυτές επιβιώνει ένα αλληλένδετο σύνολο, αποτελούμενο από βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες και εκατοντάδες ιστορικά κτίρια. Ο ιστορικός αυτός πυρήνας, ο οποίος κατοικείται από τη μέση βυζαντινή περίοδο, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την παλαιά ρυμοτομία της πόλης.

Επιπλέον, σημαντικά στοιχεία που προσδίδουν πολλά στην ιδιαιτερότητα της περιοχής είναι το εργαστήρι εικονογράφησης που λειτούργησε στην Καστοριά τον 16ο αιώνα και έχει αφήσει υψηλά δείγματα δουλειάς σε ναούς της πόλης, αλλά και στην ευρύτερη βαλκανική περιοχή, αλλά και η στροφή των Ελλήνων κατοίκων στην επεξεργασία της γούνας και το εμπόριο με την Ιταλία την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Η οικονομική άνθηση που γνώρισε η πόλη δεν μεταφράστηκε μόνο με την κατασκευή και εικονογράφηση νέων εκκλησιών και μεγάλων αρχοντικών. Ενίσχυσε τη γνώση με τη δημιουργία, τον 18ο αιώνα, σχολείων όπου διδάσκονται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο οι δυτικές επιστήμες, προσελκύοντας μαθητές από όλα τα Βαλκάνια. Άλλο δείγμα των πολυποίκιλων επιρροών είναι ο δημοκρατικός τρόπος εκλογής εκπροσώπων και διαχείρισης των εσωτερικών θεμάτων από την ελληνική κοινότητα της πόλης.

Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική των Αρχοντόσπιτων που χτίζονται μεταξύ 17ου και 19ου αιώνα, αυτά χαρακτηρίζονται από λιθόκτιστο ισόγειο και ξυλόπηκτη ανωδομή, φρουριακά χαρακτηριστικά και στοιχεία από τη λαϊκή τέχνη, πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, αρχιτεκτονικές προεξοχές που ονομάζονται «σαχνισιά» και αυλές που στρέφονται στη λίμνη.

Πάνω απ’ όλα, όμως, η αξία των γειτονιών αυτών είναι ότι από τα βυζαντινά χρόνια αποτελούν ζωντανά οικιστικά σύνολα. Οι εκκλησίες εξακολουθούν να λειτουργούν και οι πιστοί συμμετέχουν στα μυστήρια εντός και εκτός των ναών. Οι πλατείες αποτελούν ακόμα σημεία συνάντησης και συναναστροφής για όλες τις ηλικίες των κατοίκων. Υπάρχουν σχολεία και, αν και αρκετά ιστορικά κτίρια έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, τα περισσότερα συνεχίζουν να κατοικούνται. Σε αυτά, οι κάτοικοι διατηρούν οικοτεχνίες επεξεργασίας γούνας, καθώς η πόλη εξακολουθεί να είναι μια από τις παγκόσμιες πρωτεύουσες της επεξεργασίας και εμπορίας γουναρικών.

Σε αποκατεστημένα αρχοντικά φιλοξενούνται μουσεία που προσελκύουν κατοίκους και επισκέπτες, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται και καταστήματα εστίασης και καλαίσθητοι ξενώνες. Στη περιοχή παραδοσιακά εξελίσσεται το δημοφιλές Καρναβάλι της πόλης και το πανάρχαιο έθιμο με τις φωτιές τις Απόκριες, ενώ πραγματοποιούνται και σύγχρονες εκδηλώσεις καλλιτεχνικού χαρακτήρα σε πλατείες, αρχοντικά, αυλές εκκλησιών ή και σπιτιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μεσαιωνικό-Βυζαντινό φεστιβάλ της Καστοριάς.

Η αντίστροφη πορεία για τους παραδοσιακούς οικισμούς της Καστοριάς άρχισε κυρίως μετά τη δεκαετία του ’50, όταν η αύξηση του πληθυσμού και οι νέες ανάγκες της πόλης αλλοίωσαν το δομημένο περιβάλλον και τον παλιό πολεοδομικό ιστό. Στη θέση των ελληνικών, τουρκικών και εβραϊκών γειτονιών, των διώροφων και τριώροφων αρχοντικών με τους κήπους, οικοδομήθηκαν σύγχρονες οικοδομές. Σήμερα, όσα παραδοσιακά κτίσματα έχουν απομείνει, αντιμετωπίζουν τους κινδύνους της εγκατάλειψης, της κατάρρευσης, της αλλοίωσης της μορφής και της απώλειας των αυθεντικών στοιχείων, της νέας δόμησης μέσα στους ιστορικούς πυρήνες που συχνά δεν εναρμονίζεται με το περιβάλλον του τόπου αλλά και της αλλαγής χρήσης των διασωζόμενων ιστορικών κτιρίων.

Αυτό για την τοπική κοινωνία θα σημάνει την απώλεια ενός μη ανανεώσιμου πολιτισμικού πόρου που σε σύνδεση με το αξιόλογο και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους περιβάλλον θα μπορούσε να αποτελεί αναπτυξιακή δύναμη για βιώσιμη ανάπτυξη.

Ο χρόνος που απομένει μέχρι τον Μάιο, οπότε θα κριθεί ποια θα είναι τα μνημεία που θα αποκατασταθούν, είναι μικρός και μέχρι τότε το Ντολτσό και το Απόζαρι θα πρέπει να συναγωνιστούν το μοναστήρι του Αγίου Γρηγορίου στο Μπάρντζρακας της Αρμενίας, τον μηχανισμό του θεάτρου Μπούρλα στην Antwrp του Βελγίου, το θρακικό ιερό στη Μίσκοβα Νίβα της Βουλγαρίας, την καστροπολιτεία της Αλεξάνδρειας στην Ιταλία, τον ρωμαϊκό αρχαιολογικό χώρο στο Γκόλεμο Γκράντιστε της ΠΓΔΜ, το Πάσο ντε Βιλάρ ντε Περντίζες στο Μονταλέγκρε και το κωδωνοστάσιο στο παλάτι της Μάφρα στην Πορτογαλία, τις ξύλινες εκκλησίες στη νότια Τρανσυλβανία και τη βόρεια Ολτενία της Ρουμανίας, τις πολύχρωμες πολυκατοικίες στο Τσερνιακόφσκ της Ρωσίας και τη συναγωγή στη Σουμπότιτσα της Σερβίας.

Ανεξάρτητα όμως από το αποτέλεσμα, ο κ. Χατζησυμεωνίδης υπογραμμίζει ότι η πόλη της Καστοριάς έχει ήδη βγει κερδισμένη και μόνο από την υποψηφιότητα στην Europa Nostra καθώς έχει έρθει σε επαφή με οργανώσεις από ολόκληρο τον κόσμο, έχει γίνει γνωστό παντού το πολιτιστικό της απόθεμα και έχει καταφέρει να συζητιούνται το Ντολτσό και το Απόζαρι σε όλες τις ευρωπαϊκές και όχι μόνο οργανώσεις για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς….