Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ήταν ήδη γνωστό από τις έρευνες πρωτοπόρων αρχαιολόγων ότι η κοιλάδα του Ανθεμούντα, στα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, κατοικείται κατά την προϊστορική περίοδο με μικρής έκτασης οικισμούς, οι οποίοι με το πέρασμα των χρόνων και τη συνεχή κατοίκησή τους σχημάτισαν τούμπες, μικρούς δηλαδή γηλόφους που δεσπόζουν στο σύγχρονο τοπίο. Μόνο κατά την τελευταία εικοσαετία του 20ού αιώνα διαπιστώθηκε ότι στον ίδιο χώρο υπήρχαν και παλιότεροι οικισμοί, με διαφορετική οργάνωση και εξέλιξη, οι οποίοι δεν άφηναν τόσο εμφανή σημάδια στο τοπίο και για το λόγο αυτό δεν εντοπίστηκαν παρά μόνο όταν η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα τους έφερε στο φως (σημ. 1). Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ερεύνησε δύο τέτοιους επίπεδους και εκτεταμένους οικισμούς στα Βασιλικά (σημ. 2) και στη Θέρμη. Οι παλαιότερες φάσεις κατοίκησης χρονολογούνται και στους δύο οικισμούς στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. Στον μεν οικισμό των Βασιλικών συνεχίζεται έως την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.), ενώ η Θέρμη συνεχίζει να κατοικείται σχεδόν αδιάλειπτα μέχρι τη σημερινή εποχή.

Ο νεολιθικός οικισμός στη Θέρμη βρίσκεται στα βορειοανατολικά του σύγχρονου οικισμού, εντός των ορίων της πρόσφατης επέκτασης, και ορίζεται στα νότια και ανατολικά από τις οδούς Αντύπα και Καραολή και Δημητρίου, στα βόρεια από την οδό Εκάβης και στα δυτικά από την προέκταση της οδού Λίτσα. Στα ανατολικά ορίζεται από την τούμπα της Εποχής του Χαλκού (σημ. 3) που έχει υψωθεί δίπλα στο ρέμα (εικ. 1), ενώ σε πολύ μικρή απόσταση στα νότια, πάνω σε φυσικό ύψωμα, στην Τράπεζα της Θέρμης (εικ. 2), μεταφέρθηκε η κατοίκηση κατά την Εποχή του Σιδήρου και συνεχίστηκε έως τους ελληνιστικούς χρόνους (σημ. 4).

Οι έρευνες που πραγματοποιεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία την τελευταία εικοσιπενταετία στο χώρο του νεολιθικού οικισμού έχουν σωστικό χαρακτήρα (σημ. 5) και έχουν καλύψει μεγάλη έκταση του οικισμού που στο σύνολό του φαίνεται, σύμφωνα με τις τελευταίες προσεγγίσεις, να ξεπερνά τα 100 στρέμματα (σημ. 6). Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η έκταση αυτή είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένη, γεγονός που χαρακτηρίζει πολλούς σύγχρονους νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας. Οι οικισμοί αυτοί συχνά οριοθετούνται από μεγάλα και εκτεταμένα ορύγματα και συστήματα τάφρων, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Μακρυγιάλου στην Πιερία (σημ. 7). Η συστηματική μελέτη των δεδομένων των πρόσφατων ανασκαφών διαμορφώνει σταδιακά μια πιο σαφή εικόνα για την κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση, ενώ αποδεικνύεται ότι είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτήν που είχαμε μέχρι τώρα (σημ. 8).

Τα αρχαιότερα κατάλοιπα της κατοίκησης στον νεολιθικό οικισμό της Θέρμης χρονολογούνται, βάσει των ευρημάτων, στη Μέση Νεολιθική περίοδο, στα μέσα δηλαδή της 6ης χιλιετίας π.Χ. Η κύρια φάση κατοίκησης χρονολογείται κατά το πρώτο τμήμα της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου και συγκεκριμένα στο δεύτερο ήμισυ της 6ης χιλιετίας (ΝΝΙ), ενώ υπάρχουν σποραδικά κατάλοιπα χρήσης του χώρου και κατά το πρώτο ήμισυ της 5ης χιλιετίας (ΝΝΙΙ). Ακολουθεί κάποιο κενό, έως τη μεταφορά της κατοίκησης στην παρακείμενη τούμπα της Εποχής του Χαλκού κατά την 3η χιλιετία π.Χ.

Οργάνωση του χώρου

Οι έως τώρα ανασκαφές αποκάλυψαν στοιχεία τόσο του ενδοκοινοτικού χώρου, δηλαδή στοιχεία που συνδέονται με τις κατοικίες και τη διαμόρφωση και χρήση του χώρου γύρω από αυτές, αλλά και των έργων μεγάλης κλίμακας που οριοθετούν το χώρο της κοινότητας. Mε βάση τα διασωθέντα κατάλοιπα, αποδεικνύεται ότι δεν κατοικήθηκε συγχρόνως όλη η περιοχή του νεολιθικού οικισμού, επομένως η εκτίμηση της έκτασης των 100 στρεμμάτων αναφέρεται στο σύνολο της διαχρονικής κατοίκησης και όχι στο μέγεθος του οικισμού σε κάθε χρονική περίοδο. Τα οικιστικά κατάλοιπα αποτελούν λάκκοι διαφόρων διαστάσεων, σκαμμένων στο φυσικό αργιλώδες έδαφος (υπόσκαφοι), που εντοπίζονται αμέσως κάτω από το επιφανειακό στρώμα (εικ. 3). Πλαισιώνονται συχνά από εκτεταμένα λιθόστρωτα. Το γεγονός ότι τα κατάλοιπα του οικισμού εντοπίζονται στο εσωτερικό λάκκων, ορυγμάτων και τάφρων, διευκολύνει σημαντικά την έρευνα, καθώς προκύπτουν κλειστά σύνολα ευρημάτων τα οποία διαχωρίζονται με ευκρίνεια. Έτσι, βάσει των έως τώρα αποτελεσμάτων της μελέτης των ευρημάτων, διαπιστώνεται η χρονική διάρκεια του οικισμού και η εξέλιξη της ενδοκοινοτικής οργάνωσής του. Επιπλέον, η κατανομή των ευρημάτων ανά κατασκευή παρέχει τη δυνατότητα να προταθούν ερμηνείες χρήσης των κατασκευών, αφού διαπιστώνονται ουσιαστικές διαφορές στο περιεχόμενο των επιχώσεών τους. Έτσι, ανάλογα με τη μορφολογία των λάκκων, αλλά και των ευρημάτων που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό τους, ερμηνεύονται είτε ως χώροι κατοικίας, είτε ως βοηθητικοί χώροι, δηλαδή χώροι αποθηκευτικοί, απορριμματικοί κ.λπ. Πρόκειται επομένως για μια κοινότητα που χρησιμοποιεί κατεξοχήν τις υπόσκαφες κατασκευές, τουλάχιστον στις κύριες οικοδομικές της φάσεις.

Οι λάκκοι που έχουν ερμηνευτεί ως οικιστικοί, έχουν διαστάσεις που ποικίλλουν. Συνήθως η διάμετρός τους κυμαίνεται από 2 έως 4 μ. ενώ το βάθος τους φτάνει τα 0,40 έως 0,90 μ. Η ανωδομή των κτισμάτων αυτών, σύμφωνα με τα δεδομένα από σύγχρονους οικισμούς, ήταν από πασσάλους και πηλό, οι οποίοι λογικά θα άφηναν κάποιο ίχνος στην επιφάνεια του εδάφους. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν έχουν διασωθεί. Σε κάποιες περιπτώσεις μια μεγάλη οπή στο εσωτερικό του λάκκου υποδεικνύει την ύπαρξη κεντρικού πασσάλου, που χρησιμεύει ως στήριγμα της οροφής. Δεν είναι γνωστό αν χρησιμοποιήθηκαν ως υπόσκαφες κατοικίες, δηλαδή αν χρησιμοποιήθηκε ως δάπεδο η κάτω επιφάνεια του λάκκου, ή υπήρχε προσθήκη ξύλινου δαπέδου στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους και ο υποκείμενος χώρος λειτουργούσε ως αποθηκευτικός. Ωστόσο, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, η επίστρωση του πυθμένα με πέτρες δηλώνει ότι αυτός αποτελούσε και το χρηστικό δάπεδο (εικ. 4). Στον έναν από αυτούς εντοπίστηκαν τρία διαδοχικά λιθόστρωτα δάπεδα, επιδιορθώσεις κάθε φορά των προηγούμενων. Οι λάκκοι κατοίκησης δεν βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους.

Λάκκοι μικρότερων διαστάσεων, με πιο κατακόρυφα τοιχώματα, ερμηνεύονται ως λάκκοι βοηθητικοί των οικιστικών, απορριμματικοί ή αποθηκευτικοί. Οι χρήσεις τους δεν διαχωρίζονται με σαφήνεια, ωστόσο παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς το περιεχόμενό τους, ειδικά σε σχέση με τους οικιστικούς λάκκους. Περιέχουν συχνά ποσότητες λίθινων εργαλείων, απολεπισμένων ή λειασμένων, αχρηστευμένα οικοδομικά υλικά και σε μικρότερο ποσοστό κεραμική (εικ. 5).

Χαρακτηριστικό στοιχείο για τον οικισμό της Θέρμης σε όλη του τη διάρκεια, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποτελεί η συστηματική χρήση των λιθόστρωτων χώρων, συνήθως υπαίθριων, που διαμορφώνουν τους ανοικτούς χώρους γύρω από τις οικίες, ενώ συχνά διαφαίνονται στοιχεία χρήσης των λιθόστρωτων ως εργαστηριακών χώρων (εικ. 6). Είναι κατασκευασμένα από πέτρες μεγέθους 0,05-0,10 μ. με την παρεμβολή τμημάτων χαλαζία και πυριτιακών πετρωμάτων που βρίσκονται σε αφθονία στην περιοχή. Τα λιθόστρωτα στεγανοποιούν τον εσωτερικό χώρο, ενώ διαμορφώνουν σε μεγάλη έκταση τον εξωτερικό χώρο, ο οποίος παίζει ζωτικό ρόλο στη ζωή του οικισμού. Βοηθητικές κατασκευές, όπως οι εστίες μαγειρέματος, έχουν εντοπιστεί λίγες και αυτές είναι τοποθετημένες στους χώρους έξω από τους οικιστικούς λάκκους.

Στα όρια του οικισμού, σε τρία διαφορετικά σημεία, εντοπίζονται μεγάλων διαστάσεων ορύγματα, τα οποία έχουν ερμηνευτεί ως κοινόχρηστοι χώροι, βάσει και των δεδομένων από τον σύγχρονο οικισμό του Μακρυγιάλου. Πρόκειται για λάκκους που η διάμετρός τους κυμαίνεται από 15 έως και 30 μ. περίπου και οι οποίοι έχουν κατασκευαστεί από τη συνένωση πολλών μικρότερων λάκκων (εικ. 7). Συνήθως έχουν και αρκετό βάθος, ενώ περιέχουν και μεγάλο αριθμό ευρημάτων. Στην περίπτωση της Θέρμης, το δάπεδό τους κατά τόπους στρώνεται με λιθόστρωτα, ενώ διαχωρίζονται με σαφήνεια τα κατάλοιπα των διαδοχικών στρωμάτων χρήσης. Όπως είδαμε και στους εσωτερικούς χώρους, εντοπίζονται ανακατασκευές των λιθόστρωτων, γεγονός που καταδεικνύει τη συστηματική και μακρόχρονη χρήση τους.

Σε κάποια χρονική στιγμή, στη διάρκεια της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου, οι περιοχές αυτές φαίνεται να αλλάζουν χρήση και να μετατρέπονται σε κλειστούς χώρους, ενδεχομένως κατοικίες. Οι κατοικίες αυτές δεν είναι πλέον υπόσκαφες, αλλά έχουν ορθογώνια κάτοψη και διασώζονται τμήματα από τα λίθινα θεμέλιά τους. Η διαφοροποίηση αυτή του οικιστικού σχεδίου, δηλαδή η μετάβαση από τις υπόσκαφες κατασκευές στις υπέργειες κατά τα προχωρημένα στάδια της Νεότερης Νεολιθικής, έχει παρατηρηθεί και στον οικισμό του Μακρυγιάλου. Με αυτή την περίοδο συνδέονται και πολλοί κυλινδρικοί λάκκοι που ανοίγονται στις παλιότερες επιχώσεις και περιέχουν κατ’ εξοχήν απορρίμματα του οικισμού, όπως για παράδειγμα οικοδομικά υλικά ή κομμάτια σπασμένων αγγείων (εικ. 8).

Ένα άλλο στοιχείο που σχετίζεται με την οριοθέτηση και την οργάνωση του οικισμού είναι οι τάφροι. Αποσπάσματα από τάφρους εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία και σχετίζονται με την κατοίκηση του οικισμού στις φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής (σημ. 9). Το πλάτος της τάφρου μπορεί να φτάνει τα 5 μ. και το μεγαλύτερο τμήμα που έχει εντοπιστεί έχει μήκος 11 μ. Δεν μπορεί να αποκατασταθεί η πορεία των τάφρων, όπως έχει αποτυπωθεί σε άλλους σύγχρονους οικισμούς της βόρειας Ελλάδας. Οι επιχώσεις των τάφρων, που το βάθος τους μπορεί να ξεπεράσει το 1,50 μ., είναι συνήθως πλούσιες σε ευρήματα, κυρίως κεραμική.

Ευρήματα

Από τις επιχώσεις του οικισμού της Θέρμης και τα διαφόρων μεγεθών και χρήσεων ορύγματα, ανασύρθηκε μεγάλος αριθμός ευρημάτων, την πλειονότητα των οποίων αποτελούν, όπως συνήθως στους οικισμούς της νεολιθικής, τα κατάλοιπα των κεραμικών αγγείων (σημ. 10). Βάσει αυτών εξάλλου γίνεται και η σχετική χρονολόγηση του οικισμού, έως ότου ολοκληρωθούν τα αποτελέσματα των ραδιοχρονολογήσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Ως προς το είδος των ευρημάτων, οι επίπεδοι και εκτεταμένοι οικισμοί δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, ωστόσο έχουν παρατηρηθεί ιδιαιτερότητες στην κατανομή και τις ποσότητες των ευρημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική και οικονομική οργάνωσή τους.

Οι πρωιμότερες κεραμικές κατηγορίες είναι αυτές που χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο. Πρόκειται για όστρακα αγγείων με καστανή και καστανοκόκκινη στιλβωμένη επιφάνεια, συχνά διακοσμημένη με γραπτή ή πλαστική διακόσμηση (εικ. 9). Χαρακτηριστικά είναι τα σχήματα των μικρών αγγείων, που παρόμοια έχουν βρεθεί στον σύγχρονο οικισμό της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ο κύριος όμως όγκος της κεραμικής προέρχεται από τα στρώματα της Νεότερης Νεολιθικής (ΝΝΙ). Εδώ κυριαρχεί η κατηγορία της μαύρης στιλβωμένης κεραμικής (σημ. 11), συχνά με διακόσμηση από λεπτά άσπρα διακοσμητικά θέματα, ή εγχάρακτα (εικ. 10-11). Μαζί βρίσκονται πολλά όστρακα από αγγεία με λευκό ασβεστώδες επίχρισμα, διακοσμημένο με λεπτά κόκκινα γραμμικά θέματα (εικ. 12), αλλά και καστανές στιλβωμένες φιάλες. Τα διακοσμημένα αγγεία και αυτά με περίτεχνα επεξεργασμένη επιφάνεια υπερτερούν αριθμητικά των αγγείων με αδρές επιφάνειες (εικ. 13) και προφανώς διαφορετικές χρήσεις. Δείγματα της πιο αδρής αυτής κεραμικής εντοπίζουμε στις νεότερες φάσεις της Νεολιθικής (ΝΝΙΙ), μαζί με τα χαρακτηριστικά για την περίοδο αυτή αγγεία με διακόσμηση «μαύρο σε κόκκινο» (εικ. 14).

Εκτός από τα αγγεία, από πηλό κατασκευάζονται και πολλά άλλα αντικείμενα. Στον οικισμό της Θέρμης βρέθηκε μια ιδιαίτερα πολυάριθμη συλλογή από κουτάλες και κουτάλια (εικ. 15), πεταμένα ή σκόπιμα τοποθετημένα κυρίως στους κοινόχρηστους χώρους (σημ. 12). Στους ίδιους χώρους βρέθηκε και ένας μεγάλος αριθμός από πυραμιδόσχημα πήλινα αντικείμενα, γνωστά ως «κρατευτές», δηλαδή πυροστιές (εικ. 16). Η επιφάνειά τους είναι μερικές φορές διακοσμημένη και φέρουν, όπως και οι κουτάλες, έντονα τα ίχνη φωτιάς. Και οι δύο αυτές κατηγορίες αντικειμένων συνδέονται με τη διαδικασία παρασκευής και κατανάλωσης του φαγητού. Άλλα πήλινα αντικείμενα συνδέονται με τις καθημερινές δραστηριότητες, όπως η υφαντική και το κυνήγι (εικ. 17), ενώ λιγοστά είναι τα ειδώλια (εικ. 18). Ωστόσο, βρέθηκε ένα μικρό αγγείο με απόδοση ανθρώπινης μορφής στην επιφάνειά του (εικ. 19).

Η πολυπληθέστερη κατηγορία ευρημάτων μετά τα αγγεία είναι τα λίθινα εργαλεία, τόσο τα απολεπισμένα, όσο και τα λειασμένα. Τα απολεπισμένα είναι κατασκευασμένα από πυριτιακά πετρώματα που αφθονούν στην περιοχή ως πρώτη ύλη (εικ. 20). Ωστόσο, βρέθηκαν και εργαλεία που είναι κατασκευασμένα από υλικά που προέρχονται από άλλες περιοχές, όπως ο οψιανός από τη Μήλο. Ο οικισμός της Θέρμης παρουσιάζει πολύ μεγάλο αριθμό απολεπισμένων εργαλείων, αλλά και προϊόντων επεξεργασίας λίθου και βάσει αυτών των δεδομένων ειδικές μελέτες έχουν δείξει ότι αποτελεί ένα παραγωγικό λιθοτεχνικό κέντρο (σημ. 13). Αξιοσημείωτος είναι επίσης ο αριθμός των λειασμένων και τριπτών εργαλείων, πελέκεων, τριπτήρων και τριβείων κυρίως (εικ. 21). Συχνά βρίσκουμε αυτά τα αντικείμενα εναποτεθειμένα σε λάκκους, αποθηκευτικούς ή απορριμματικούς. Δεν γνωρίζουμε αν έχουν τοποθετηθεί εκεί μετά την ολοκλήρωση του κύκλου χρήσης τους ή για τη φύλαξή τους, κάτι που ενδεχομένως θα ερμηνεύσει ειδική μελέτη που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Από τα μικροαντικείμενα που βρίσκουμε στη Θέρμη δεν λείπουν τα οστέινα εργαλεία, ενώ τα αντικείμενα από επεξεργασμένο όστρεο είναι κυρίως «κοσμήματα», δηλαδή περίαπτα και βραχιόλια (εικ. 22). Επίσης, από τις επιχώσεις που ερευνήθηκαν ανασύρθηκαν μεγάλες ποσότητες βιοαρχαιολογικού υλικού, δηλαδή οστών ζώων και οστρέων, η μελέτη των οποίων δίνει πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες της νεολιθικής κοινότητας, αλλά και για τη διακίνηση των ανθρώπων και των υλικών μέσα στο νεολιθικό τοπίο.

Επίλογος

Όπως προαναφέρθηκε, οι κατηγορίες και η τεχνολογία των ευρημάτων δεν διαφοροποιούνται από το σύνολο των υπόλοιπων νεολιθικών οικισμών που έχουν ερευνηθεί στους νεολιθικούς οικισμούς της Νότιας Βαλκανικής. Αυτό που παρουσιάζει ειδικό ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που αυτά τα αντικείμενα είναι εναποτεθειμένα στους διάφορους χώρους και η ποσοτική αντιπροσώπευσή τους.

Η μελέτη λοιπόν των οικιστικών καταλοίπων σε συνδυασμό με τη μελέτη των διαφόρων κατηγοριών ευρημάτων και της κατανομής τους, που πρέπει να σημειωθεί ότι παρουσιάζει ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις, είναι το βασικό εργαλείο που διαθέτουμε για να διατυπώσουμε προτάσεις για την ερμηνεία των κατασκευών, αλλά και την ανασύνθεση των πρώιμων αυτών κοινωνιών. Ήδη, η μεγάλη έκταση των σωστικών ανασκαφών που πραγματοποιούνται την τελευταία εικοσαετία, χάρη κυρίως στα κοινωφελή έργα μεγάλης κλίμακας που τις προκάλεσαν, αλλά και τις χρηματοδότησαν, άλλαξε ριζικά τη γνώση μας για την εικόνα της Νεολιθικής στην Ελλάδα. Έτσι, σταδιακά και με βάση τις εξειδικευμένες γνώσεις που πλέον διαθέτουμε, αναδύεται η εικόνα της νεολιθικής κοινωνίας που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από ποικιλομορφία, αλλά και σύνθετες κοινωνικές δομές, που καταδεικνύουν μια συνοχή που δεν ήταν ίσως αναμενόμενη σε αυτό το βαθμό.

 

Μαρία Παππά

ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων