Στη σκιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, του Βράχου της Ακρόπολης, αλλά και του νέου κτιρίου των Μπερνάρ Τσουμί και Μιχάλη Φωτιάδη, το άδειο πλέον παλαιό μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί το επίκεντρο μιας ευρείας συζήτησης σχετικά με την αναγκαιότητα της ύπαρξής του.

Μια τέτοια συζήτηση διεξήχθη και στη διάρκεια πρόσφατης κοινής συνεδρίασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων με αφορμή το θέμα του χαρακτηρισμού ή μη ως μνημείου του κτιρίου του παλαιού μουσείου της Ακρόπολης. Έχει λόγο ύπαρξης το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης; Σε τι θα ωφελήσει η κήρυξή του ως μνημείου; Ποιες οι λειτουργίες του; Μήπως είναι αναγκαία η κατεδάφισή του για την περαιτέρω ανασκαφική έρευνα και αποκατάσταση της εικόνας του Βράχου;

«Πρόκειται για μια συζήτηση που άρχισε το 2008 για το τι θα γίνει το παλαιό μουσείο μετά την ολοκλήρωση του νέου και τη μεταφορά των εκθεμάτων. Το θέμα επανήλθε το 2010 οπότε και ζητήθηκε από την Επιτροπή Συντήρησης των Μνημείων της Ακρόπολης (ΕΣΜΑ) να καταθέσει τη δική της άποψη. Η συζήτηση αφορά στο εάν το κτίριο συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να κηρυχθεί μνημείο, ώστε να δει μετά η Πολιτεία τι θα κάνει με αυτό. Δεν μπορεί να μένει ένα άδειο κέλυφος που σιγά σιγά απαξιώνεται», εξήγησε η γενική γραμματέας Πολιτισμού του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη.

Σημειώνεται ότι η ΕΣΜΑ κατά πλειοψηφία πρότεινε τη διατήρηση του κτιρίου στη θέση όπου βρίσκεται με στόχο την προστασία και αποθήκευση θραυσμάτων και επιγραφών.

Η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής κατά την αυτοψία που διενήργησε διαπίστωσε ότι η κατάσταση διατήρησης του κτιρίου είναι πολύ καλή και πρότεινε τη διατήρηση του κτιρίου, καθώς είναι σημαντικό για τη νεότερη αρχιτεκτονική και την ιστορία της περιοχής. Επίσης, το κτίριο αποκαλύπτει την προσπάθεια του αρχιτέκτονα να αποτελέσει μια διακριτική παρουσία ελάχιστα διακριτή από τη στάθμη του εδάφους. Τέλος, θα μπορούσε να συνδεθεί με την ανάγκη της φύλαξης μεγάλου αριθμού θραυσμάτων και αρχιτεκτονικών μελών που σήμερα βρίσκονται γύρω από το παλαιό μουσείο.

Παρόμοια είναι και η άποψη της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, καθώς το κτίριο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της εποχής του και έχει ήπιους τόνους ένταξης στον περιβάλλοντα χώρο. Εξάλλου, μια πιθανή κατεδάφισή του, θεωρεί ότι εγείρει σημαντικά ζητήματα για την ασφάλεια του υπεδάφους και την αποκατάσταση της περιοχής. Προτείνει λοιπόν την κήρυξη και ενδεχομένως τη διαμόρφωση ενός εκθεσιακού χώρου για την ιστορία του Βράχου και των εργασιών σε αυτόν.

Με τη σειρά της, η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων τόνισε την ανάγκη ύπαρξης ενός κτιρίου που να μπορεί να εξυπηρετήσει τη σωστή αποθήκευση με εκθεσιακό τρόπο των σημαντικών επιγραφών που έχουν εντοπιστεί στο χώρο και ενδεχομένως τη στέγαση εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι δεν είναι απαραίτητη η κήρυξή του ως μνημείου, προκειμένου να γίνει η διατήρησή του.

Κατά τη συζήτηση του θέματος διαμορφώθηκαν μεταξύ των μελών του ΚΑΣ και του ΚΣΝΜ τρεις απόψεις: η ανάγκη κήρυξης του μνημείου ώστε να στεγάσει επιγραφές και θραύσματα των ανασκαφών, η διατήρηση του κτιρίου χωρίς κήρυξη με την ίδια χρήση και η ανάγκη κατεδάφισής του για την αποκατάσταση της στάθμης του εδάφους της Ακρόπολης, αλλά και της εικόνας του Βράχου και τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας.

«Εάν βρεθούν περαιτέρω αρχαιολογικά στοιχεία, που πιστεύω ότι θα βρεθούν, τότε αποκαθίσταται η εικόνα της Ακρόπολης, που είναι μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αν διατηρήσουμε αυτό το κτίριο τότε ερχόμαστε σε αντίθεση με την αρχή της ακεραιότητας του παγκόσμιου μνημείου, που είναι βασική αρχή της Ουνέσκο», παρατήρησε η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΑΙΘΠΑ, Μαρία Βλαζάκη, αιτιολογώντας την –όχι ιδιαίτερα διαδεδομένη ανάμεσα στα μέλη των δύο Συμβουλίων– άποψη της κατεδάφισης του κτιρίου.

«Το 2008 είχα πει ότι το κτίριο πρέπει να κατεδαφιστεί και να απελευθερωθεί ο χώρος, εκτός και αν χρειαζόταν να στεγάσει τις πάνω από 250 επιγραφές που καταστρέφονται από την όξινη βροχή. Όμως, σήμερα πιστεύω ότι τα τελευταία 135 χρόνια το τοπίο της Ακρόπολης περιλαμβάνει αυτό το μουσείο, ενώ είναι σημαντική η υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στη στέγαση των επιγραφών ή άλλων στοιχείων του Βράχου. Ίσως εδώ έχουμε μια καλή ευκαιρία να δείξει το υπουργείο ότι ορισμένα κτίρια μπορούν να προστατευτούν χωρίς να κηρυχθούν μνημεία», υπογράμμισε η γενική γραμματέας του ΥΠΑΙΘΠΑ, Λίνα Μενδώνη, καταθέτοντας την προσωπική της άποψη.

Η άποψη του Ιορδάνη Δημακόπουλου, επίτιμου διευθυντή του υπουργείου, είναι ότι το υπέδαφος δεν κρύβει αρχαιότητες, κάτι που προκύπτει από το βάθος των εκσκαφών που έγιναν για την ανέγερση του κτιρίου. «Ωστόσο, το κράτος αν θέλει μπορεί να το διατηρήσει, χωρίς την κήρυξή του ως διατηρητέου», πρόσθεσε

Υπέρ της κήρυξης τάχθηκαν αρκετά μέλη, όπως ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παναγιώτης Τουρνικιώτης. «Η παρουσία του κτιρίου δεν αντιτίθεται στην ιστορία του Βράχου, αντιθέτως δίνει μεγαλύτερη σημασία στον τρόπο που ανέδειξε τα τελευταία 200 χρόνια ο δυτικός πολιτισμός αυτό το λόφο. Η απλή διατήρησή του, χωρίς κήρυξη, δεν προστατεύει την αρχιτεκτονική του μορφολογία. Στο μέλλον κανείς δεν θα εμποδίσει μιαν άλλη μεταχείριση του κτιρίου», επισήμανε ο κ. Τουρνικιώτης.

«Θα πρέπει να εκτιμήσουμε ως αρχιτεκτονική αρετή του κτιρίου τη λειτουργικότητά του: υποχώρησε στην αναμέτρηση με τα μνημεία της Ακρόπολης», εξήγησε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γιώργος Τζιρτζιλάκης.

«Σε μια υποθετική κατεδάφιση του κτιρίου, θα δημιουργούσαμε ένα χάσμα, μια τρύπα. Την ιστορία του Βράχου δεν θα την αλλάξουν νέα αρχαιολογικά δεδομένα, την ξέρουμε καλά», συμπλήρωσε ο αρχαιολόγος, Δημήτρης Αθανασούλης.

Σύμφωνα με τη διατύπωση του θέματος (αφορούσε όχι στην κατεδάφιση ή μη του κτιρίου, αλλά στην κήρυξή του ή μη ως μνημείου), προέκυψαν τελικά δύο πόλοι, πάνω στους οποίους εκτυλίχθηκε η ψηφοφορία: την κήρυξη ή μη του μνημείου.

Η διάρκειας δύο ωρών συζήτηση είχε τελικά ως αποτέλεσμα την απόφαση του μη χαρακτηρισμού του μουσείου κατά πλειοψηφία, με την ψήφο 13 μελών του κοινού οργάνου, συμπεριλαμβανομένης και της γενικής γραμματέως Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη. Μειοψήφησαν οκτώ μέλη, που τάχθηκαν υπέρ του χαρακτηρισμού.