Τι γνωρίζουμε για την παλαιολιθική Μακεδονία; Μεμονωμένα ευρήματα, κυρίως λίθινα εργαλεία, κατά κανόνα «ορφανά», και γενικές χρονολογικές αναφορές συντηρούν μέχρι σήμερα μια αποσπασματική, μάλλον στρεβλή εικόνα για τη μακρινή αυτή εποχή, που τη συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο οι συνέπειες από τις διαβρώσεις του εδάφους και τις κλιματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία 100.000 χρόνια.

Στην ανάγκη για νέες δυναμικές προσεγγίσεις αυτού του ερευνητικού πεδίου αναφέρθηκε ο καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Νίκος Ευστρατίου, σε εισήγησή του στο συνέδριο «Εκατό Χρόνια Έρευνας της Προϊστορικής Μακεδονίας», που πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Ο καθηγητής του ΑΠΘ διαπιστώνει ότι η προσέγγιση της παλαιολιθικής έρευνας στη Μακεδονία βρίσκεται σε αρχικό στάδιο και θέτει ως καίριο ζήτημα την αποσπασματικότητα που τη χαρακτηρίζει σε όλες τις περιόδους του Πλειστοκαίνου. Εντοπίζει, επίσης, «αδυναμίες θεσμικές που προκύπτουν από ελλιπή προγράμματα εκπαίδευσης και μελέτης της περιόδου, αντικειμενικές συνθήκες που δεν πριμοδοτούν, όπως συμβαίνει με τα “μνημεία” άλλων περιόδων, την υλοποίηση συστηματικών παλαιολιθικών ερευνών, αλλά κυρίως χαμηλή αρχαιολογική “ορατότητα” των παλαιολιθικών ομάδων εξαιτίας της δυναμικής του γεωμορφολογικού τοπίου και των παλαιοπεριβαλλοντικών αλλαγών που παρεμβαίνουν σχεδόν δραματικά σε κάθε ανασύνθεση συστημάτων εγκατάστασης».

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις των προβλημάτων στην έρευνα του Μέσου Πλειστοκαίνου αποτελούν ο Αχελαίος αμφιπρόσωπος χειροπέλεκυς του Παλαιόκαστρου της Κοζάνης, «ορφανό» εύρημα των αρχών της δεκαετίας του ’60 χωρίς εξακριβωμένη προέλευση, και το Σπήλαιο των Πετραλώνων ως χώρος παλαιολιθικής παρουσίας και δραστηριότητας.

«Πρόκειται για δυο ακραίες, θα ‘λεγε κανείς, περιπτώσεις αρχαιολογικών και σκελετικών ευρημάτων αντίστοιχα, που πέρα από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους που τα εντάσσουν σε πλατιές χρονικές και πολιτισμικές φάσεις, δεν έχουν κατορθώσει μέχρι σήμερα να προκαλέσουν μια τεκμηριωμένη επιστημονικά συζήτηση για την Κατώτερη Παλαιολιθική», τονίζει ο κ. Ευστρατίου. Αποσπασματικές πληροφορίες παρέχουν και τα λίθινα ευρήματα από τις «ταράτσες» του Αλιάκμονα κοντά στη Σιάτιστα.

Πιο πλούσια αρχαιολογικά, φτωχή όμως σε ανασκαφικές προσπάθειες, είναι η έρευνα της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου στη Μακεδονία. Τα σπήλαια, που ερευνώνται πιο συχνά –χαρακτηρίζονται «γεωαρχαιολογικά αρχεία υψηλής ευκρίνειας»– δεν αποτελούν παρά χώρους περιστασιακών παλαιολιθικών δραστηριοτήτων (όπως τα καταφύγια).

Θέσεις της περιόδου αυτής ερευνήθηκαν σε περιοχές της Δράμας, στις πηγές του Αγγίτη, στο σπήλαιο Μααρά, σε παραπόταμους του Στρυμόνα και κοιλάδες του Νέστου. Στην Πέλλα, στο χωριό Ραχώνα και σε μεσοπαλαιολιθικές εγκαταστάσεις, επιφανειακά ευρήματα καταδεικνύουν την έντονη παρουσία κυνηγετικών και τροφοσυλλεκτικών καταυλισμών σε όλη τη Μακεδονία κατά την περίοδο αυτή, ενώ λίθινα εργαλεία έχουν περισυλλεγεί και γύρω από τη λίμνη της Καστοριάς.

Επίμονη «μικρής κλίμακας» έρευνα έχει γίνει τα τελευταία δέκα χρόνια στην περιοχή της Σαμαρίνας, «όπου η παρουσία μιας πλούσιας σε ποσότητα και έξοχης σε ποιότητα μεσοπαλαιολιθικής εργαλειοτεχνίας που φαίνεται να συνδέεται με επίμονους καταυλισμούς κυνηγών και μάλιστα σε τοπία που κανείς δεν ανέμενε μέχρι σήμερα –σε υψόμετρα σχεδόν αλπικά από 1.700 μ. μέχρι και 2.200 μ.– ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη μελέτη της περιόδου στη Μακεδονία», τονίζει ο κ. Ευστρατίου. Η παρουσία ομάδων Νεάντερταλς στη δυτική Μακεδονία από τα 100.000 χρόνια τουλάχιστον φαίνεται να είναι αξιοπρόσεκτη.

Λιγότερο γνωστή στη Μακεδονία είναι η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος, αποτέλεσμα ελλιπέστατης ερευνητικής προσπάθειας. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί λίγες ενδείξεις παρουσίας κυνηγών και εγκαταστάσεων της περιόδου. «Ίσως αυτό να συνδέεται με τη χρήση εξωγενών πηγών προμήθειας πρώτης ύλης, κάτι που ενδεχόμενα υποδηλώνει τη μεγαλύτερη κινητικότητα των κυνηγετικών ομάδων και επομένως μια μικρότερη αρχαιολογική “ορατότητα” σε χώρους εκτός σπηλαίων», λέει ο κ. Ευστρατίου.