Η εξωστρεφής διαχείριση μιας συλλογής είναι ενδεχομένως μεγαλύτερη πρόκληση από τον σχηματισμό της. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Γιώργου Τσολοζίδη, ο οποίος με ακαταπόνητη ενεργητικότητα, πάθος και υπομονή κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από δύο χιλιάδες μοναδικά αντικείμενα, η οικογένειά του αποφάσισε να εκδώσει ένα μνημειακό λεύκωμα 300 σελίδων, το οποίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα το βράδυ στο Βυζαντινό Μουσείο. Φυλλομετρώντας το, διανύει κανείς επτά χιλιετίες ιστορίας της ελληνικής επικράτειας και όχι μόνον, από τη νεολιθική εποχή ώς τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Ταυτόχρονα παρακολουθεί κανείς την πορεία αλλά και την αξιοποίηση αυτού του τεράστιου corpus, με εκθέσεις, δανεισμούς και δωρεές, που ξεκινούν από τα πρώτα βήματα του Τσολοζίδη και φτάνουν μέχρι το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

«H πρωτοτυπία του εκδοτικού εγχειρήματος συνίσταται στο γεγονός ότι στο λεύκωμα πρωταγωνιστούν τα ίδια τα σπουδαία αποκτήματα. Στην ουσία, πρόκειται για ένα κινητό μουσείο όπου οι αναγνώστες μπορούν να αντιληφθούν την ομορφιά και τη λεπταισθησία τους, ακριβώς σαν να τα είχαν μπροστά τους», λέει στην «Καθημερινή» η κόρη του συλλέκτη, Μάτα Τσολοζίδη-Ζησιάδη, η οποία έχει αναλάβει τη διαχείριση και την προβολή του έργου ζωής του πατέρα της. Πράγματι, το λεύκωμα ξεχωρίζει για την τολμηρή φωτογραφική close up προσέγγιση στα αντικείμενα που ξαφνιάζει ευχάριστα. Έτσι επιτυγχάνεται μια μη στατική αφήγηση, που θα μπορούσε να συνεπάρει και ένα μικρό παιδί με την ενάργεια και τη ζωντάνια των εικόνων. Την επιμέλεια αυτής της παρουσίασης υπογράφει ο καλλιτέχνης και διδάσκων στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λυών, Μάριος Teriade Ελευθεριάδης, με φωτογραφίες του Στέφανου Τσακίρη.

Γεννημένος στο Κάιρο το 1928, με καταγωγή από τη Σμύρνη, ο Γιώργος Τσολοζίδης είχε από μικρός το μεράκι του συλλέγειν. Όταν η οικογένειά του εκδιώχθηκε από την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1955, είχε ήδη αγοράσει ορισμένα αντικείμενα αιγυπτιακής τέχνης. Με συνέπεια και ενθουσιασμό συνέχισε σιωπηλά να μαζεύει, αποκτώντας μάλιστα ειδική άδεια συλλέκτη, από τις ελάχιστες που έχει δώσει το ελληνικό κράτος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ασκούσε το επάγγελμα του οδοντιάτρου για βιοπορισμό και διέθεσε μεγάλο μέρος των εισοδημάτων και της περιουσίας του για να ικανοποιήσει την αγάπη του για την τέχνη και την αρχαιολογία. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά, πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του, μιλούν για μια ακτινοβόλο προσωπικότητα που πάντοτε χαρακτηριζόταν από σεμνότητα και αγάπη για τον συνάνθρωπο. «Ίσως και λόγω του επαγγέλματός του, που προαπαιτούσε μια ικανότητα στα χέρια, ο πατέρας μου λάτρευε τη χειροτεχνία. Τα κριτήρια με τα οποία έφτιαξε τη συλλογή ήταν πολλά, νομίζω όμως ότι πάντοτε είχε μια αδιόρατη επικοινωνία με τα αντικείμενα», λέει η κόρη του, η οποία από νεαρή ηλικία καταπιάστηκε με τη διαχείριση της συλλογής, αφού τελείωσε τις σπουδές της στα οικονομικά, στη διοίκηση επιχειρήσεων αλλά και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας.

Η ίδια θυμάται να μεγαλώνει σε ένα σπίτι με αιγυπτιακά ξύλινα προσωπεία, κυκλαδικά ειδώλια, ερυθρόμορφες ληκύθους, επιτύμβιες στήλες, βυζαντινές εικόνες.

Η πρώτη μεγάλη παρουσίαση της συλλογής έγινε το 1994 στο Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, ενώ ακολούθησαν άλλες εκθέσεις στο Βυζαντινό της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας καθώς και στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Προσφάτως το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης παρουσίασε ορισμένα αντικείμενα της συλλογής στο πλαίσιο της έκθεσης «Βυζάντιο και Ισλάμ». «Δεν χρειάζεται να φτιάξει κανείς ένα μουσείο για να μοιραστεί τη συλλογή του με το κοινό. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε κάνει δανεισμούς και δωρεές που αποδεικνύουν στην πράξη τη βούληση της οικογένειας να δώσει πνοή στο όραμα του πατέρα μου, που μάζεψε ένα ένα όλα αυτά τα αντικείμενα», λέει η Μάτα Τσολοζίδη-Ζησιάδη στην «Καθημερινή».

Μέσα στο λεύκωμα υπάρχουν χαιρετισμοί και κείμενα της δρος Έλεν Έβανς, εφόρου του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, του Νικόλαου Καλτσά, διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Ευάγγελου Βενιζέλου, της Αναστασίας Λαζαρίδου, διευθύντριας του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας, του αείμνηστου Δημήτρη Κωνστάντιου που στάθηκε αρωγός στην προβολή της συλλογής και της ιστορικού τέχνης Θάλειας Στεφανίδου.