Στους Δελφούς έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα αρκετές χιλιάδες επιγραφές που χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς μέχρι τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους. Οι περισσότερες έχουν χαραχθεί σε αρχιτεκτονικά μνημεία, όπως στον πολυγωνικό τοίχο, το μεγάλο ανάλημμα στο οποίο εδράστηκε ο ναός του Απόλλωνα (εικ. 1), και τους αναλημματικούς τοίχους στις παρόδους του θεάτρου (εικ. 2). Πολλοί είναι, επίσης, οι ανεξάρτητοι ενεπίγραφοι λίθοι, κυρίως αγαλματικές βάσεις και τμήματα μεγαλύτερων μνημείων που βρίσκονται στη θέση όπου είχαν στηθεί στην αρχαιότητα (εικ. 3) ή έχουν συγκεντρωθεί στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου, καθώς και σε συγκεκριμένα σημεία στον αρχαιολογικό χώρο (εικ. 4-5). Από αυτούς τους λίθους πενήντα δύο μεταφέρθηκαν στην επιμήκη αίθουσα στο ισόγειο του Μουσείου, η οποία διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα, ένα ευρύτερο στεγασμένο τμήμα (εικ. 6) και έναν αύλειο χώρο, ο οποίος επιστρώθηκε με γκρι βότσαλα (εικ. 7).

Οι επιγραφές που εκτέθηκαν επιλέχθηκαν με κριτήριο όχι μόνο τη σημασία τους ως φορέων ιστορικών και άλλων πληροφοριών αλλά κυρίως τη δυνατότητα που παρέχουν να κατανοήσει ο επισκέπτης την ποικιλία των επιγραφών. Το υλικό παρουσιάζεται στις εξής επιμέρους θεματικές ενότητες:

Α. Αναθηματικές επιγραφές, οι οποίες κατατάσσονται σε υποομάδες ανάλογα με την καταγωγή του αναθέτη, προσώπου, πόλης ή κοινού από: α) τη δυτική Ελλάδα, β) την κεντρική Ελλάδα, γ) την ανατολική Ελλάδα, καθώς και δ) τους Δελφούς.

Β. Έμμετρες επιγραφές, στις οποίες περιλαμβάνονται και δύο ύμνοι προς τον Απόλλωνα.

Γ. Επιγραφές της Αμφικτυονίας, κυρίως αφιερώματα και ψηφίσματα των αμφικτυονικών πόλεων.

Δ. Οικονομικές πράξεις, δηλαδή ετήσιοι απολογισμοί των λογαριασμών που κατέθεταν οι ναοποιοί.

Ε. Αγωνιστικές επιγραφές, κυρίως ενθυμήματα νικών που πέτυχαν πρόσωπα σε αθλητικούς και μουσικούς αγώνες.

ΣΤ. Επιτύμβιες επιγραφές προσώπων που απεβίωσαν στους Δελφούς, αν και είχαν καταγωγή από μακρινούς τόπους.

Το ποικίλο επιγραφικό υλικό δίνει τη δυνατότητα πέρα από την πιο πάνω κατάταξη να αναδειχθούν πτυχές από όλο το εύρος της δραστηριότητας στο δελφικό ιερό. Με την πρόσληψη των εκθεμάτων κατά τη συγκεκριμένη διαδοχή επιδιώκεται η κατανόηση της σημασίας του ιερού ως πανελλήνιου κέντρου.

Η έκθεση βασίστηκε στην πρόταση που κατέθεσε ο τέως διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, καθηγητής κ. Dominique Mulliez, ο οποίος για περισσότερο από τριάντα χρόνια μελετάει τις επιγραφές του δελφικού ιερού. Ο ίδιος μάλιστα συνέγραψε και τα εποπτικά κείμενα. Η μεταφορά και το στήσιμο των επιγραφών έγινε σε δύο χρόνους, κατά το 2008 υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου της Ι′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, δρος Έλενας Παρτίδα, και το 2011 από τον υπογράφοντα, ο οποίος επίσης μετέφρασε τα εποπτικά κείμενα στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Η έκθεση συνοδεύτηκε από τη σχεδίαση εκπαιδευτικού προγράμματος με τίτλο «“Ιστορίες πίσω από τα γράμματα”, μελετώντας τις επιγραφές των Δελφών» (εικ. 8), το οποίο απευθύνεται σε μαθητές γυμνασίου και αποσκοπεί στην εξοικείωσή τους με τις αρχαίες επιγραφές. Επιλέχθηκαν δέκα χαρακτηριστικές επιγραφές, οι οποίες δίνουν αφορμή για ιστορικό σχολιασμό, καθώς και για την ανάπτυξη σύγχρονων προβληματισμών. Το πρόγραμμα εμπνεύστηκε η Αθανασία Ψάλτη, διευθύντρια της Εφορείας, η οποία είχε τη γενικότερη εποπτεία, και από κοινού με τον υπογράφοντα συνέγραψε τα κείμενα και επέλεξε την εικονογράφηση. Για τη σχεδίαση του εντύπου εργάστηκε η αρχιτέκτονας Σταματία Μαμούτου. Η δαπάνη για την υλοποίηση του έργου κατά το 2008 καλύφθηκε με πιστώσεις του Γ′ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, ενώ για την ολοκλήρωση της έκθεσης κατά το 2011 δόθηκε πρόσθετη χρηματοδότηση από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.

Η στοά αποδόθηκε στους επισκέπτες τον Ιανουάριο του 2012, οπότε και πραγματοποιήθηκε λιτή εκδήλωση στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών με κεντρικό ομιλητή τον κ. Mulliez. Ως ελάχιστη αναγνώριση στο έργο του, επιγραφική στοά του Μουσείου Δελφών θα φέρει το όνομα του Theodore Hommole, πρώτου διευθυντή των ανασκαφών στους Δελφούς.

Μία επίσκεψη στο ιερό με οδηγό τις επιγραφές

Το Ιερό των Δελφών αποτελούσε την έδρα της Δελφικής Αμφικτυονίας. Επρόκειτο για την ομοσπονδία δώδεκα φυλών που κατοικούσαν στις περιοχές γύρω από τα δύο ιερά, της Δήμητρας στην Πυλαία και του Απόλλωνος στους Δελφούς, εξ ου και το όνομα Πυλαιοδελφική. Στις συνελεύσεις της κατά την άνοιξη στο ιερό της Δήμητρας (Πυλαία εαρινή) και το φθινόπωρο στους Δελφούς (Πυλαία μετοπωρινή) κάθε φυλή απέστελλε δύο αντιπροσώπους, τους ἱερομνήμονες. Με αυτούς η Αμφικτυονία ασκούσε τη διαχείριση των δύο ιερών, μεταξύ άλλων ελέγχοντας τα σύνορα, εκμεταλλευόμενη τα εισοδήματα του θεού, δηλαδή τις προσφορές των πιστών και τα πρόστιμα επί των ασεβών, επιβλέποντας την οικοδόμηση ή την επισκευή κτηρίων εντός του ιερού, καθώς και οργανώνοντας αγώνες μουσικούς και αθλητικούς. Τις αποφάσεις της η Αμφικτυονία τις κατέγραφε εκδίδοντας ψηφίσματα.

Μία από τις πλέον εκτενείς και καλύτερα σωζόμενες αποφάσεις, η οποία εκτίθεται στην επιγραφική στοά, είναι ο λογαριασμός των ναοποιών επί της αρχής του άρχοντα Δαμοχάρη, το 334-333 π.Χ. Καταγράφονται οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στους Δελφούς για τις εργασίες στο ναό, στην οπλοθήκη, στη στοά πάνω από το γυμνάσιο και για την επισκευή των πολύτιμων αναθημάτων που είχαν καταστραφεί από τους Φωκείς κατά τον Τρίτο Ιερό Πόλεμο. Επίσης εκτίθενται τα έσοδα από διάφορες πηγές, η ενδέκατη δόση του προστίμου που κατέβαλαν οι Φωκείς, το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε έναν αφερέγγυο εργολάβο, καθώς και η πώληση πλεοναζόντων προμηθειών. Ο λογαριασμός κλείνει με τον συνολικό υπολογισμό των χρημάτων (Μ.Δ.* 1317 + 1364 + 3386 + 1632). Σε άλλο λίθο έχει αναγραφεί κατάλογος με τα έξοδα που δαπανήθηκαν για την ετοιμασία των αγώνων του 246 π.Χ., κυρίως για την επιμέλεια των κτηρίων και των αγωνιστικών χώρων (Μ.Δ. 3862, εικ. 9). Το ιερό είχε, επίσης, το ρόλο του διεθνούς διαιτητή και επέλυε τις διαφορές ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις ή τα ζητήματα που ανέκυπταν μεταξύ των μελών της. Αυτές οι κρίσεις απέβλεπαν κυρίως στην αποφυγή των πολέμων με την επίλυση διενέξεων.

Μία από τις κύριες μέριμνες της Αμφικτυονίας ήταν η συντήρηση του ναού του Απόλλωνα. Ο ναός του οικοδομήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και καταστράφηκε πριν από το 371 π.Χ., ίσως λόγω κατολίσθησης βράχων από τις Φαιδριάδες. Η οικοδόμηση ενός νέου ναού βράδυνε λόγω της διεξαγωγής του Τρίτου Ιερού Πολέμου (356-346 π.Χ.) και τελικά οι εργασίες διακόπηκαν για αρκετά χρόνια. Επιγραφές καταγράφουν κάθε δυνατή πηγή χρηματοδότησης: εθελούσιες προσφορές χρημάτων από κράτη και ιδιώτες, επιβολή φόρου ύψους ενός οβολού ανά άτομο στα μέλη της Αμφικτυονίας, καθώς και ένα ανοικτό δάνειο από την πόλη των Δελφών, η οποία επιθυμούσε το ιερό να ανακτήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την ομαλή του λειτουργία. Μία επιγραφή που χαράχθηκε στο γείσο του ναού των Αλκμεωνιδών καταγράφει αυτές τις πηγές χρηματοδότησης, όταν ήταν άρχων ο Αντιχάρης, κατά το 362/1 π.Χ. (Μ.Δ. 6740, εικ. 10). Μετά τον Τρίτο Ιερό Πόλεμο δεν συνεχίστηκε η καταβολή του φόρου αλλά εμφανίστηκε μια νέα πηγή χρηματοδότησης· οι Φωκείς καταδικάστηκαν να αποκαταστήσουν στο θεό τους θησαυρούς που διάρπαξαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και ένα μέρος των χρημάτων που ανακτήθηκε δόθηκε στην ανοικοδόμηση του ναού, η οποία τελικά ολοκληρώθηκε γύρω στο 330 π.Χ. Από την περίοδο αυτή, κατά τη φθινοπωρινή Πυλαία του 358 π.Χ. έως την εαρινή Πυλαία του 340 π.Χ., διατηρούνται οι ετήσιοι απολογισμοί για τους λογαριασμούς των ναοποιών της πόλης των Δελφών (Μ.Δ. 550 και 626 + 1047). Η καταβολή του προστίμου στους ιερόσυλους μετά το τέλος του Τρίτου Ιερού Πολέμου εξειδικεύεται σε άλλο κείμενο· παρουσιάζεται το συνολικό ποσό και ο αριθμός των δόσεων, καθώς και ο κατάλογος των αρχόντων κατά τη διάρκεια της καταβολής των χρημάτων: ο επώνυμος άρχων των Δελφών, οι πρυτάνεις, φύλακες της ιερής περιουσίας, και ο κατάλογος των ιερομνημόνων (Μ.Δ. 1003 + 721 + 3984, εικ. 11).

Αγώνες στο ιερό διοργανώνονταν από την Αμφικτυονία και πολλές πτυχές τους διασαφηνίζονται από τις αγωνιστικές επιγραφές. Το ιερό κάθε τέσσερα χρόνια απέστελλε τους θεωρούς, οι οποίοι μετέβαιναν στις ελληνικές πόλεις, προκειμένου να αναγγείλουν τους προσεχείς αγώνες. Σε κάθε πόλη γίνονταν δεκτοί από σεβαστά πρόσωπα, στα οποία το ιερό είχε αναγνωρίσει το προνόμιο να λειτουργούν ως πρέσβεις του στις πόλεις τους. Τα ονόματα αυτών των προσώπων, των θεαροδόκων ή θεαροδόχων, των αντιπροσώπων δηλαδή των Δελφών στις ελληνικές πόλεις που υποδέχονταν τους κήρυκες των Πυθικών Αγώνων, αναγράφηκαν κατά τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. σε έναν κατάλογο με γεωγραφικά κριτήρια, ο οποίος στη συνέχεια ενημερωνόταν. Η σημασία του καταλόγου είναι μεγάλη, καθώς αποτελεί μαρτυρία όχι μόνο για την ακτινοβολία του ιερού στον ελληνόφωνο χώρο αλλά και για την ιστορική γεωγραφία, καθώς μνημονεύονται εθνικά, ονόματα δηλαδή πόλεων ή πολιτικών κοινοτήτων, άγνωστα από άλλες πηγές (Μ.Δ. 8876, εικ. 12).

Στους Δελφούς μεγάλη ήταν η σημασία του νερού. Οι διαχειριστές του ιερού πραγματοποίησαν σε πολλά σημεία έργα παροχέτευσης ή εγκλωβισμού των υδάτων, σήμερα κυρίως ορατά στο χώρο του θεάτρου και υψηλότερα από τη δυτική στοά, ενώ μερίμνησαν για τη διαμόρφωση κρηνών ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους. Πιο ονομαστή από αυτές είναι η Κασταλία, η οποία τροφοδοτούσε το ιερό με το νερό για τον εξαγνισμό των πιστών πριν από την πομπή για τη θυσία. Μια άλλη κρήνη επίσης ονομαστή, καθώς κατά τον Παυσανία έδινε τη μαντική δύναμη στις ιέρειες, ήταν η Κασσότις, η οποία βρισκόταν κοντά στη ΒΑ γωνία του ναού. Με αυτήν ταυτίζεται η κρήνη την οποία κατασκεύασε ή επισκεύασε ο Τίτλος Φλάβιος Μεγαλίνος (Μ.Δ. 3959).

Κορύφωση της λατρείας ήταν η θυσία στο βωμό. Η τελετή περιλάμβανε μεταξύ άλλων την απόδοση του πελάνου, όρος που στους Δελφούς αποδίδει μια χρηματική εισφορά για κάθε προσφερόμενη θυσία. Στην επιγραφή που μνημονεύει την απόδοση του πελάνου από τους Φασηλίτες της Λυκίας κατά τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., οι τιμές διακρίνονται στους λεγόμενος δημόσιους πελάνους, οφειλές για τις προσφερόμενες θυσίες στο όνομα μιας πόλης, και στον πέλανο τον ιδιωτικό, μια οφειλή για την προσφορά από έναν πολίτη της πόλης αυτής στο όνομά του (Μ.Δ. 3970). Η πομπή και γενικότερα οι τελετές στο ιερό συνοδεύονταν από την απαγγελία ασμάτων, που είχαν συντεθεί από φημισμένους υμνωδούς. Εκτός από τον ύμνο του Αθηναίου Λιμένιου που χαράχθηκε στον τοίχο του Θησαυρού των Αθηναίων, υπήρχαν και άλλοι ύμνοι, δύο από τους οποίους, του 4ου αι. π.Χ., χαράχθηκαν σε κιονίσκους που εκτίθενται στην επιγραφική στοά (Μ.Δ. 720, εικ. 13)

Μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του δελφικού ιερού υπήρξε η εισβολή των Γαλατών στην Κεντρική Ελλάδα κατά το 279/8 π.Χ. Στην απόκρουσή τους συνέβαλαν τα μέγιστα οι Αιτωλοί, οι οποίοι στο εξής άσκησαν τον έλεγχο στο ιερό. Σε ανάμνηση αυτής της νίκης καθιερώθηκαν αγώνες πανελλήνιοι, τα Αμφικτυονικά Σωτήρια, τα οποία λίγο μετά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. αναδιοργανώθηκαν από τους Αιτωλούς στα λεγόμενα Αιτωλικά. Προκειμένου οι νέοι αγώνες να θεωρηθούν ως πεντετηρικοί και πανελλήνιοι, οι Αιτωλοί απέστειλαν θεωρούς στις πόλεις, ζητώντας τους την αναγνώριση των αγώνων. Μία από τις επιγραφές της στοάς σώζει την απάντηση της πόλης των Χίων (Μ.Δ. 2275, εικ. 14).

Στους αγώνες συμμετείχαν αθλητές από όλες τις ελληνικές πόλεις. Τα ονόματά τους χαράσσονταν σε στήλες, από τις οποίες έχουν διατηρηθεί κατάλογοι των αγωνιζομένων στα αμφικτυονικά Σωτήρια και των νικητών στα αιτωλικά Σωτήρια, δηλαδή μετά την αναδιοργάνωση των αγώνων από τους Αιτωλούς, πιθανώς κατά το 246/5. Στους καταλόγους οι νικητές κατατάσσονταν ανάλογα με την ειδικότητά τους και, όπου ήταν απαραίτητο, κατά τάξεις ανάλογα με την ηλικία τους. Τέλος, ο νικητής μπορούσε να ανιδρύσει ένα άγαλμα στο ιερό, προκειμένου να αποδώσει στο θεό την τιμή για τη μεγάλη νίκη, ενώ ο ίδιος θα κρατούσε τη δόξα. Η σπουδαιότητα του αθλητή εξαίρεται από την πληθώρα των νικών που πέτυχε σε αγώνες και εκτός των Δελφών. Ένας αθλητής κατά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. νίκησε σε αγώνες στη Ρώμη, τη Δικαιαρχία, τη Νεάπολη, τη Νικόπολη, το Άργος, την Ολυμπία, την Αθήνα, τις Πλαταιές, τη Ρόδο, τη Μίλητο, τις Τράλλεις, τις Σάρδεις, την Έφεσο, τη Νεοκαισάρεια, την Τύρο, την Ανάζαρβο (στην Κιλικία) και την Αντιόχεια. Δηλώνεται, επίσης, ότι ήταν νικητής σε δύο, τρεις ή ακόμα και τέσσερις διαδοχικούς αγώνες (Μ.Δ. 2461). Ανάλογη είναι η βάση προς τιμήν του Δημόστρατου από τη Δαμασκό, ενός πολίτη των Σάρδεων, ο οποίος έζησε κατά το τελευταίο τέταρτο του 2ου και τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Συμμετείχε σε αγώνες παγκρατίου και από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο ίδιος νίκησε δύο φορές στους μεγάλους αγώνες της περιόδου (Μ.Δ. 6793). Ιδιαίτερο είναι το μνημείο που αφιέρωσε ο Ερμησιάναξ από τις Τράλλεις, σε ανάμνηση των νικών που πέτυχαν οι κόρες του, η Τρυφώσα, η Ηδέα και η Διονυσία, σε πανελλήνιους αγώνες κατά το δεύτερο τέταρτο του 1ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για το μοναδικό κείμενο που αναφέρεται στο βίο αθλητριών. Ο πατέρας τους, ένας ισχυρός πολίτης των Τράλλεων που είχε τιμηθεί από τις πόλεις των Αθηνών και των Δελφών με την εκχώρηση «πολιτείας» (πολιτικών δικαιωμάτων), ανέθεσε το άγαλμά τους και χάραξε κάτω από το καθένα τον κατάλογο των επιτυχιών τους. Το κείμενο αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικών αγωνισμάτων για γυναίκες (στάδιον παρθένων, δηλαδή αγώνας ταχύτητας περίπου 200 μ. κατά μήκος του σταδίου) κατά την αυτοκρατορική περίοδο, καθώς και αγώνες μουσικούς και θεατρικούς. Παλαιότερα οι γυναίκες μπορούσαν να μετέχουν στους Πυθικούς Αγώνες ως ιδιοκτήτριες άρματος, ενώ στους μουσικούς αγώνες συμμετείχαν από τα ελληνιστικά χρόνια (Μ.Δ. 1823).

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μαρτυρίες είναι η επιγραφή για έναν κοσμοπολίτη μουσικό. Το όνομά του δυστυχώς διαβάζεται μόνο αποσπασματικά, Μ. Αὐρήλιος Ο – – -. Φέρει το ρωμαϊκό όνομα γένους των Aurelii, το οποίο διαδόθηκε στις ελληνόγλωσσες επαρχίες μετά την εκχώρηση της ρωμαϊκής πολιτείας με την Constitutio Antoniana το 212 μ.Χ., γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση ότι ο μουσικός μας έζησε μάλλον στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Καταγόταν από την Άγκυρα και νίκησε στον αγώνα των Πυθίων ως πυθαύλης, δηλαδή ως ερμηνευτής αυλού του πύθιου μέλους που συνόδευε την αναπαράσταση της μάχης ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Πύθωνα. Η πόλη του, προκειμένου να τον τιμήσει, έστησε το άγαλμά του και στη βάση χάραξε τις επιτυχίες του. Συγκεκριμένα, στην επίστεψη αναγράφηκαν τα ονόματα των πόλεων που του χορήγησαν την πολιτεία, το δικαίωμα δηλαδή να εγγραφεί στους καταλόγους πολιτών της πόλης, δικαίωμα το οποίο κάποιες φορές συνοδεύεται με το αξίωμα του βουλευτή. Σύμφωνα με την επιγραφή, ο μουσικός ήταν πολίτης της Σμύρνης, της Εφέσου, της Αθήνας, της Νίκαιας, της Λακεδαίμονας, της Προύσας, του Βρινδησίου, της Περγάμου, της Κορίνθου, των Θεσπιών, του Άργους, της Λαοδίκειας και της Ταρσού. Στον κορμό της βάσης στεφάνια (αποδίδονται ως απλές, ρηχές κυκλικές κοιλότητες) αντιστοιχούν σε περίπου σαράντα πέντε νίκες που κέρδισε σε αγώνες από τη Ρώμη έως την Κιλικία (Μ.Δ. 1274 + 1194).

Στις επιγραφές που εκτίθενται στη στοά ρίχνεται φως σε αποσπασματικές αλλά σημαντικές πτυχές της ιστορίας των ελληνικών πόλεων και ηγεμονιών κατά τους κλασικούς και τους ελληνιστικούς χρόνους. Σύμφωνα με παλαιά παράδοση ο νικητής σε έναν πόλεμο όφειλε να αφιερώσει το ένα δέκατο της λείας από τον εχθρό. Τα αρχαιότερα μνημεία μέσα στον ιερό περίβολο, κυρίως κατά μήκος και εκατέρωθεν του δρόμου που διέσχιζε το ιερό, τη λεγόμενη Ιερά Οδό, ήταν αφιερώματα που χρηματοδοτήθηκαν από τα λάφυρα πολέμων. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει το ανάθημα της αρκαδικής πόλης των Καφυών, οι οποίοι ανέθεσαν τη δεκάτη από τα λάφυρα μιας νικηφόρας μάχης που πέτυχαν κατά το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. (Μ.Δ. 1562).

Οι αναθηματικές επιγραφές συνήθως συνόδευαν κάποιο ανάγλυφο ή ολόγλυφο πλαστικό έργο ή οικοδόμημα, το οποίο αφιερωνόταν στον θεό. Οι αναθέτες ήταν πόλεις, ηγεμόνες ή ευκατάστατα πρόσωπα και προέρχονταν από όλα τα μήκη και πλάτη του ελληνόφωνου κόσμου ή και εκτός αυτού. Ένδειξη της εμβέλειας του ιερού στις παρυφές του ελληνισμού είναι το ανάθημα των Τυρρηνών κατά τα τέλη του 6ου αι. ή το πρώτο τρίτο του 5ου αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πάνω στη σωζόμενη βάση είχε εγερθεί ένας ορειχάλκινος κίονας που υποστήριζε λέβητα. Στο κάτω μέρος του αφιερώματος υπάρχουν δύο κατάλογοι με ονόματα νικητών των αγώνων των Σωτηρίων που χρονολογούνται περί το 225 π.Χ., ενώ στη δεξιά πλευρά και στην οπίσθια όψη, δύο ακόμη κατάλογοι με ονόματα νικητών (Μ.Δ. 1560 + 4074, εικ. 15). Λίγο νεότερο είναι το ανάθημα της πόλης της Σάμου, το οποίο ανάγεται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Η βάση θα έφερε ένα χάλκινο άγαλμα φυσικού μεγέθους, όπως προκύπτει από τις εμφανείς κοιλότητες στην άνω επιφάνεια (Μ.Δ. 1790), ενώ στο δεύτερο τέταρτο του ίδιου αιώνα στήθηκε ο έφιππος ανδριάντας, ένα ανάθημα των Θεσσαλών (Μ.Δ. 7575).

Σταδιακά, ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. και συχνότερα κατά τους επόμενους αιώνες, αναθέτες δεν ήταν μόνο πόλεις ή ηγεμόνες. Κατά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι γιοι του Φαΰλλου από το Μεταπόντιο αφιέρωσαν ένα άγαλμα, ίσως στη μορφή του ίδιου του θεού (Μ.Δ. 1618). Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. χρονολογείται το αφιέρωμα του Λακεδαιμονίου Λανδρίδα (Μ.Δ. 1411) και στα μέσα του ίδιου αιώνα το μνημείο του Δαμαίου, γιου του Αντιδώρου, από τους Δελφούς (Μ.Δ. 1758). Περίπου σύγχρονο είναι το ανάθημα του Οπούντιου Ξένωνος και του γιου του Διοκλή. Κάτω από την κυρίως αναθηματική επιγραφή υπάρχει μια έμμετρη επιγραφή σε τρία δίστιχα στα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε τιμές που απονεμήθηκαν από την Αμφικτυονία και την πόλη των Δελφών (Μ.Δ. 30934). Γύρω στο 175 π.Χ. ο Πραξίας από τους Δελφούς ανέθεσε το άγαλμα του γιου του Ευδόκου, πρώτου μεταξύ των παίδων στους αγώνες των Βασιλείων (Μ.Δ. 30936). Οι αναθέτες ήταν κατά κανόνα άνδρες· μια από τις λίγες γυναίκες αναθέτες ήταν η Πάσιχον, η σύζυγος του Ξένωνα, ο οποίος διετέλεσε ιερέας του Απόλλωνα έως το 180 π.Χ. Η ίδια ήταν ιέρεια της Ειλειθυίας και ο γιος τους, ο Βούλων, απεστάλη στη Ρώμη το 189 π.Χ. ως πρεσβευτής. Το μνημείο αυτής της σημαντικής οικογένειας πρέπει να στήθηκε πριν από το 189 π.Χ., διότι μεταξύ των αναθετών αναγράφεται και ο Βούλων, ο οποίος, όπως είναι γνωστό από άλλες πηγές, δολοφονήθηκε μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη (Μ.Δ. 820).

Κατά τον 3ο αι. π.Χ. και στις αρχές του επόμενου αιώνα ιδιαίτερα στενές ήταν οι σχέσεις ανάμεσα στο ιερό και τους Ατταλίδες. Οι βασιλείς της Περγάμου προέβησαν στην ανάθεση μνημείων, ενώ, σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, το 159/8 π.Χ. οι κάτοικοι των Δελφών έλαβαν από τους βασιλείς της Περγάμου, τον Ευμένη Β′ και τον Άτταλο Β′, οικονομική υποστήριξη, προκειμένου να οικοδομήσουν ή να ολοκληρώσουν το θέατρο. Σε αναγνώριση αυτών των ευεργεσιών η πόλη των Δελφών εξέδωσε τιμητικό ψήφισμα για τον Φιλέταιρο, τον πρώτο από τους Ατταλίδες κατά το πρώτο τρίτο του 3ου αι. π.Χ. (Μ.Δ. 442), ενώ σχεδόν έναν αιώνα αργότερα οι Αιτωλοί έστησαν το άγαλμα του Ευμένη Β′. Η βάση πάνω στην οποία χαράχτηκε η ανάθεση, ύψους δέκα μέτρων περίπου, ορθωνόταν δίπλα στο βωμό του Απόλλωνα (Μ.Δ. 1566). Σε τελείως διαφορετικούς ιστορικούς συνειρμούς παραπέμπει το αφιέρωμα της Πραξώς. Πρόκειται για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στους Δελφούς που μια γυναίκα είναι επίσης γνωστή από φιλολογική μαρτυρία. Υπήρξε σύζυγος επιφανούς πολίτη των Δελφών, αλλά το στοιχείο για το οποίο η ιστορία διατήρησε το όνομά της είναι η εμπλοκή της στο σχέδιο δολοφονίας του βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β′. Σύμφωνα με τον Λίβιο, όταν ο Ευμένης επέστρεφε από τη Ρώμη, όπου ενώπιον της Συγκλήτου πρόβαλε κατηγορίες κατά του Περσέα, πείθοντας τους Ρωμαίους να πολεμήσουν κατά του Μακεδόνα βασιλιά, ο τελευταίος οργάνωσε σχέδιο δολοφονίας του Ευμένη. Η πράξη αποφασίστηκε να τελεστεί στο ιερό των Δελφών, από όπου ο Ατταλίδης βασιλιάς θα διερχόταν κατά το ταξίδι επιστροφής του, προκειμένου να προσφέρει θυσία στον Απόλλωνα. Για να το πετύχει, ο Περσέας δωροδόκησε τον Εύανδρο από την Κρήτη, αρχηγό μιας ομάδας μισθοφόρων, καθώς και τρεις Μακεδόνες. Τους έδωσε, επίσης, επιστολή για την Πραξώ, η οποία με την οικονομική της επιφάνεια αποτελούσε εξέχον μέλος της κοινωνίας των Δελφών και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Περσέα. Οι δολοφόνοι έπληξαν τον Ευμένη, όταν ο βασιλιάς ανέβαινε από την Κίρρα στους Δελφούς, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος στένευε τόσο μεταξύ ενός τοίχου και του γκρεμού, ώστε η πολυπληθής συνοδεία ήταν υποχρεωμένη να πορεύεται κατά στίχο, αφήνοντας τον βασιλιά έκθετο. Τότε οι μισθοφόροι άρχισαν να εκτοξεύουν πάνω από τον τοίχο μεγάλες πέτρες, από τις οποίες μία πέτυχε τον Ευμένη στο κεφάλι. Αρχικά οι ακόλουθοί του σαστισμένοι τον εγκατέλειψαν εκτός από έναν, τον Πανταλέοντα από την Αιτωλία. Γρήγορα, όμως, επέστρεψαν και καταδίωξαν τους δολοφόνους μέχρι την κορυφή του Παρνασσού. Ο Ευμένης, για τον οποίο όλοι πίστεψαν ότι είχε σκοτωθεί και η σχετική φήμη έφτασε μέχρι την Πέργαμο και τη Ρώμη, ανέκτησε τις αισθήσεις του, την επόμενη ημέρα μεταφέρθηκε στο λιμάνι και από εκεί με πλοίο αρχικά στην Κόρινθο και μετά στην Αίγινα. Η τύχη της Πραξώς, στο σπίτι της οποίας εξυφάνθηκε το σχέδιο δολοφονίας, δεν είναι γνωστή, αν και μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπέστη τις συνέπειες της πράξης της στη Ρώμη, όπου την μετέφερε ο Γάιος Βαλέριος, απεσταλμένος της Συγκλήτου στην Ελλάδα (Μ.Δ. 4812).

Η ρωμαϊκή περίοδος αντιπροσωπεύεται με βάθρα αγαλμάτων τα οποία ανίδρυσε η Αμφικτυονία σε απόδοση τιμών προς τον αυτοκράτορα ή τους Ρωμαίους ανθυπάτους, διοικητές της επαρχίας της Αχαΐας. Πρόκειται για τη βάση προς τον αυτοκράτορα Αδριανό, στην οποία επίσης αναφέρεται ο ιερέας Μέστριος Πλούταρχος (Μ.Δ. 2498 + 3443), για τον ανθύπατο της Αχαΐας Αβίδιο Κύητο, που ήταν γνωστός από τον Πλούταρχο ως ένας από τους φίλους του (Μ.Δ. 54), για τη βάση του Αμφικτύονα Μ. Ούλπιου Δοκητίου Λουκίου (M. Ulpius Docetius Lucius) από τη Νικόπολη επί της αρχής του Τραϊανού ή του Αδριανού, προκειμένου η Αμφικτυονία να ανταποδώσει τις ιδιαίτερες υπηρεσίες που κατέβαλε ένα μέλος της, μεταξύ άλλων τον εορτασμό των Πυθικών Αγώνων και την οικονομική επιβάρυνση για την αποστολή μιας πρεσβείας (Μ.Δ. 1445).

Στην επιγραφική στοά εκτίθεται το ανάθημα του Ηρώδη Λεύκιου Βιβούλλιου Ίππαρχου Τιβέριου Κλαύδιου Αττικού, ή πιο απλά του Ηρώδη του Αττικού από τον Μαραθώνα. Είναι γνωστό ότι δαπάνησε πολλά χρήματα για τον εξωραϊσμό μνημείων που συνδέονταν με το ένδοξο παρελθόν, όπως στην Αθήνα, στο παναθηναϊκό στάδιο και στο ωδείο, στην Ολυμπία, όπου χρηματοδότησε την κατασκευή υδραγωγείου, στην Κόρινθο, όπου μερίμνησε για την επισκευή της κρήνης Πειρήνης και αλλού. Στους Δελφούς ο Ηρώδης δαπάνησε χρήματα για τον εξωραϊσμό του σταδίου, όπου μέχρι εκείνη την εποχή οι θεατές κάθονταν κατά γης. Με τις εργασίες του Ηρώδη το θέατρο απέκτησε λίθινα εδώλια και μια μνημειώδη πύλη, μοναδική στην Ελλάδα, η οποία συνίσταται σε τέσσερις πυλώνες που πλαισιώνουν τρεις κόγχες για την τοποθέτηση αγαλμάτων. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, οι πολίτες των Δελφών ανέθεσαν αγάλματα του Ηρώδη και των μελών της οικογένειάς του. Ο ίδιος ανήγειρε άγαλμα για το γιο του Ηρώδη, από το οποίο εκτίθεται η βάση του (Μ.Δ. 4071).

Άμεσα συνυφασμένη με το ιερό του Απόλλωνα ήταν η πόλη των Δελφών η οποία εκτεινόταν έξω από τον ιερό περίβολο. Το πολιτικό της κέντρο βρισκόταν μέσα στο ιερό, καθώς το βουλευτήριο εντοπίζεται αμέσως στα ανατολικά του Θησαυρού των Αθηναίων. Από τα ψηφίσματα της πόλης των Δελφών στην επιγραφική στοά εκτίθενται τέσσερις ενεπίγραφοι λίθοι. Πρόκειται για τιμητικά ψηφίσματα με τα οποία τιμώνται Φωκείς, ένας από την πόλη Χαράδρα, άλλος από το Τιθρώνιο και ένας τρίτος από την Ελάτεια (Μ.Δ. 4343), πολίτες από τις πόλεις Σόλοι, Νεάπολη, Μεταπόντιο, Άργος, Μύλασα και Βρούττιο (Μ.Δ. 718 ), Αθηναίοι και ένας Λακεδαιμόνιος (Μ.Δ. 1110 + 1109). Γύρω στο 175 π.Χ. ο Ανδροσθενίδας, ο γιος του Κρινία, πολίτη της Τολοφώνας, και ο αδελφός του, ο Αριστόμαχος, πολίτης της Οιάνθειας, ζητούν να τους επιβεβαιωθούν τα προνόμια που είχαν δοθεί στον παππού τους και στους απογόνους του. Η πόλη των Δελφών συγκατατίθεται στο αίτημά τους και ένα μέλος της ορίζεται ως εγγυητής της προξενίας που ανανεώνεται (Μ.Δ. 3471). Ένα ακόμα ψήφισμα ρίχνει φως στη μεταβολή της στάσης ενός πολιτικού σώματος, στην προκειμένη περίπτωση της πόλης των Δελφών, προς πρόσωπα τα οποία παλαιότερα είχαν λάβει τιμές και προνόμια που αργότερα τους αφαιρέθηκαν. Κατά το 159/8 π.Χ. η πόλη των Δελφών απένειμε τιμές σε έναν ξένο, ο οποίος είχε ανανεώσει και επαυξήσει τις ευεργεσίες των προγόνων του προς την πόλη. Αργότερα και για άγνωστο λόγο το όνομα του ευεργέτη, καθώς και η εθνικότητά του απολαξεύτηκαν, γεγονός που ισοδυναμεί με καταδίκη σε λήθη (Μ.Δ. 3798).

Στην επιγραφική στοά εκτίθενται μνημεία που μνημονεύουν γνωστές ιστορικές προσωπικότητες. Ο επισκέπτης της στοάς διαβάζει σε ένα μικρό κομμάτι λευκού μαρμάρου που βρέθηκε στον πυθμένα ενός πηγαδιού στους Δελφούς το όνομα του Αριστοτέλη, καθώς και του ανιψιού και μαθητή του, Καλλισθένη. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος συνέγραψε τον κατάλογο των νικητών στους Πυθικούς Αγώνες, βοηθούμενος από τον Καλλισθένη. Ο τελευταίος είναι γνωστό ότι αργότερα έγινε ο ιστοριογράφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τον οποίο πιθανόν δολοφονήθηκε. Η αποσπασματικότητα της επιγραφής δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τους λόγους απόδοσης των τιμών (Μ.Δ. 2829, εικ. 16).

Στο ανάθημα των Μιλησίων τιμώνται ο Ιδριεύς και η Άδα, σύζυγοι και αδέλφια, παιδιά του Εκατόμνου, ιδρυτή της ομώνυμης δυναστείας που κυβέρνησε τη σατραπεία, δηλαδή την ημιαυτόνομη διοικητική περιφέρεια του περσικού κράτους της Καρίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Μαύσωλος, ο οποίος διαδέχθηκε τον Εκάτομνο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, ενισχύοντας τις αντίρροπες δυνάμεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της Περσικής Αυτοκρατορίας, ενώ το 357 π.Χ. συνέβαλε στην αποδόμηση της Αθηναϊκής Συμμαχίας, προκαλώντας την αποστασία της Χίου, της Κω, της Ρόδου και του Βυζαντίου. Μετά το θάνατό του, το 353 π.Χ., τον διαδέχτηκε η επίσης αδελφή και σύζυγός του Αρτεμισία, η οποία συνέλαβε και ξεκίνησε την οικοδόμηση ενός από τα επιβλητικότερα μνημεία της αρχαιότητας, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, το ταφικό μνημείο που προοριζόταν να στεγάσει το σώμα του νεκρού συζύγου της. Το κτήριο, που αποτέλεσε ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, χαρακτηρίζει τα επιβλητικά επιτάφια μνημεία. Μετά την κατάλυση του περσικού κράτους ο Αλέξανδρος διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τη δομή του στο νεοσύστατο κράτος του και όρισε την Άδα ως επικεφαλής της περιοχής. Το ανάθημα των Μιλησίων πρέπει να ανάγεται στα χρόνια 351-343 π.Χ., περίοδος κατά την οποία ο Ιδριεύς και η Άδα είχαν την αρχή από κοινού. Για τον γλύπτη Σάτυρο από την Πάρο που υπογράφει το μνημείο είναι γνωστό ότι μαζί με τον Πυθεό συνέγραψαν μελέτη για το Μαυσωλείο, στην ολοκλήρωση του οποίου συνέβαλαν επίσης κορυφαίοι γλύπτες της εποχής, ο Λεωχάρης, ο Βρύαξης, ο Πραξιτέλης και ίσως ο Τιμόθεος (Μ.Δ. 631).

Εκτίθεται ακόμα η βάση του αναθηματικού ανδριάντα των Φωκέων στον Απόλλωνα, το οποίο απέδιδε τον Ξάνθιππο, τον απελευθερωτή της Ελάτειας. Συνοδεύεται από ένα επίγραμμα στο οποίο εξαίρεται η νίκη του κατά του Κασσάνδρου, του βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Ξάνθιππος εξελέγη δέκα φορά ταγός των Θεσσαλών μεταξύ των ετών 304 και 285 π.Χ., οπότε και πέτυχε, συμμαχώντας με τον Λυσίμαχο, να εκδιώξει τις μακεδονικές φρουρές τους Αντιγόνου από τη Φωκίδα. Το μνημείο στους Δελφούς στήθηκε μεταξύ των ετών 273 και 270 π.Χ. και αποτελούταν από δύο ισομεγέθεις κυβόλιθους. Το άγαλμα το έπλασε ο γλύπτης Λύκος (Μ.Δ. 3725).

Δύο από τις επιγραφές της στοάς αποτελούν μαρτυρίες για το σεβασμό που έτρεφαν οι αρχαίοι για τους δικούς τους προγόνους. Τέτοια είναι η περίπτωση της βάσης για τον Θάσιο πυγμάχο και δρομέα Θεαγένη, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο φημισμένους αθλητές της αρχαιότητας, καθώς σύμφωνα με την αρχαία παράδοση είχε καταφέρει να κερδίσει χίλια τετρακόσια στεφάνια και άρα ίσο αριθμό νικών. Για τον Θεαγένη γνωρίζουμε ότι έζησε κατά τον 5ο αι. π.Χ. και ότι πέτυχε τις νίκες του μεταξύ των ετών 480 και 450 π.Χ. Κρίνοντας, ωστόσο, από το σχήμα των γραμμάτων, συμπεραίνουμε ότι ο δελφικός κατάλογος με τις σημαντικότερες νίκες του χαράχθηκε σε λίθο στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., ίσως αντικαθιστώντας παλαιότερο βάθρο ή με την ευκαιρία της αναγωγής του σε αντικείμενο λατρείας στην αγορά της Θάσου, όπου, όπως είναι γνωστό, τιμήθηκε ως ἥρως θεράπων (Μ.Δ. 3835). Η δεύτερη επιγραφή είναι ένα επίγραμμα που χαράχθηκε με πρωτοβουλία της πόλης Κυζίκου, προκειμένου να τιμήσει έναν πολίτη της, τον αστρονόμο Κάλλιππο, ο οποίος έζησε τον 4ο αι. π.Χ. Η πόλη του ανήγειρε χάλκινο άγαλμα, πάνω στη βάση του οποίου χαράχθηκε ένα επίγραμμα. Κατά τον 2ο αι. και με την ευκαιρία της επισκευής του αγάλματος η αρχική επιγραφή απολαξεύτηκε και σε άλλη όψη του λίθου χαράχθηκε εκ νέου του επίγραμμα με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις από το αρχικό (Μ.Δ. 4356, εικ. 17).

Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της πλαστικής και της προσωπογραφίας των καλλιτεχνών έχουν οι βάσεις τις οποίες υπογράφουν ονομαστοί και μη γλύπτες. Εκτός από τον γλύπτη Σάτυρο, για τον οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, πολλοί είναι ακόμα οι καλλιτέχνες που υπογράφουν αγαλματικές βάσεις που βρέθηκαν στο ιερό. Άγνωστος από αλλού είναι ο γλύπτης Ετεοκλής, ο οποίος υπέγραψε κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. ή τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. το βάθρο του Φιλόστρατου από την Κύζικο, ενός νικητή στο άθλημα της πάλης (Μ.Δ. 1510). Αντίθετα, γνωστός και από άλλες πηγές είναι ο εγγονός του συνώνυμου πρεσβύτερου γλύπτη Πραξιτέλης, ο οποίος εργάστηκε κατά τα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., λαξεύοντας το άγαλμα του Χαρίδημου από την Πιτάνη, ένα αφιέρωμα της πόλης της Αβύδου (Μ.Δ. 3951, εικ. 18).

Αρκετές από τις επιγραφές ανάγονται στην ιδιωτική σφαίρα. Μια ενδιαφέρουσα ομάδα επιγραφών είναι οι απελευθερωτικές πράξεις, αυτές δηλαδή που αναφέρονται στην απελευθέρωση των δούλων από την ιδιωτική ή την κρατική κυριαρχία. Στους Δελφούς υπάρχουν περισσότερες από 800 επιγραφές χαραγμένες στον μεγάλο πολυγωνικό τοίχο που λειτουργούσε ως ανάλημμα του ανδήρου για το ναό του Απόλλωνος. Στη θέση αυτή διασφαλιζόταν η δημοσιότητα της απελευθέρωσης, ενώ πιστευόταν ότι ο απελεύθερος αφιερωνόταν στον θεό. Το τυπικό ήταν συνήθως αρκετά απλό· ο κύριος απελευθέρωνε τον δούλο, συνήθως θέτοντάς του κάποιους όρους, όπως τον όρο της παραμονής, δηλαδή της υποχρέωσης του απελευθερωμένου προσώπου να παραμείνει κοντά στον πρώην κύριό του για όσο χρόνο ο τελευταίος βρίσκεται στη ζωή μέχρι την οριστική του απελευθέρωση, την ἀπόλυσιν. Συνήθως η πράξη τελούνταν υπό την παρουσία ενός ή περισσότερων προσώπων, των μαρτύρων. Στην επιγραφική στοά εκτίθενται δύο ενεπίγραφοι λίθοι, ένας κιονίσκος (Μ.Δ. 1071) και μία ορθογώνια πλίνθος που φέρει επιγραφές και στις τέσσερις κατακόρυφες πλευρές. Στη δεύτερη αυτή επιγραφή αναφέρεται ως μάρτυρας ο αυτοκράτορας Κλαύδιος (Μ.Δ. 21271).

Οι επιγραφές δεν είναι μόνο επίσημα ψηφίσματα ή φροντισμένα και τυπικά κείμενα προσφορών. Μεγάλος είναι ο αριθμός των επιτύμβιων λίθων που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή των Δελφών. Στην έκθεση του Μουσείου έχουν συγκεντρωθεί στήλες που παρουσιάζουν τη διαχρονική εμβέλεια του ιερού σε όλες τις περιοχές της Μεσογείου, όπου ζούσαν άποικοι ελληνικής καταγωγής. Πολίτες αυτών των μακρινών τόπων επισκέπτονταν το ιερό ως προσκυνητές ή στο πλαίσιο διπλωματικών επαφών. Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, απεβίωσαν στο ιερό, όπου ετάφηκαν, και στον τάφο τους στήθηκαν επιτύμβιες στήλες, όπως κατά τον 6ο αι. π.Χ. για τον Απελλή, το γιο του Δήμωνος, από τη Μασσαλία (Μ.Δ. 2364), για τον Βέμβακα από τις Θεσπιές της Βοιωτίας (Μ.Δ. 5338) ή για τον Αρχίδαμο, το γιο του Πυθέα, από τον Σελινούντα (Μ.Δ. 2279, εικ. 19). Οι δύο αυτές στήλες έχουν μια επιπλέον σημασία για την ιστορία της γραφής, καθώς η μορφή των γραμμάτων και ο τρόπος γραφής της δεύτερης στήλης, ἐπὶ τὰ λαιά, δηλαδή από τα δεξιά προς τα αριστερά, είναι χαρακτηριστικά των επιγραφών του 6ου αι. π.Χ. Σε κάποιες περιπτώσεις οι επιτύμβιες στήλες δίνουν μια αίσθηση μελαγχολίας, ιδίως όταν πρόκειται για επιτύμβια στήλη και μάλιστα προσώπου που πέθανε πρόωρα. Τέτοια είναι η επιτύμβια στήλη του Αχιλλέα από την Τρωάδα. Σε μια φροντισμένη ορθογώνια στήλη, η οποία σε κάποια σημεία σκοπίμως δεν έχει υποστεί την τελική επεξεργασία αλλά αφήνεται με κάπως τραχιά την επιφάνεια, αναγράφηκε το σύντομο έμμετρο δίστιχο. Μας πληροφορεί ότι ο νεκρός ήταν Τρωαδίτης, ο Αχιλλέας με το όνομα, και ότι πέθανε μόλις στα δεκαοκτώ του. Τα επιμελημένα γράμματα υποδηλώνουν ότι η επιγραφή χαράχθηκε κατά τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. (Μ.Δ. 2362).

 

Νικόλαος Πετρόχειλος

Ι΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

 

 

* Μ.Δ.: Μουσείο Δελφών.