Η αρχαιολογική έρευνα στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα, από το 1985 και εξής, είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό 41 (σημ. 1) θέσεων νεκροταφείων ή μεμονωμένων ταφών, οι οποίες χρονολογικά ανάγονται σε όλες σχεδόν τις περιόδους της ιστορίας και της προϊστορίας. Οι περισσότερες εντοπίζονται κατά μήκος των οχθών της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου, από τα νερά της οποίας και πλήττονται σε ποικίλο βαθμό, ενώ κάποιες από αυτές έχουν ερευνηθεί και ανασκαφικά. Τα δεδομένα παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, σε μια προσπάθεια διαχρονικής προσέγγισης του θέματος της μεταχείρισης των νεκρών στην περιοχή (σημ. 2).

Νεολιθική Εποχή (6700/6500-3300/3100 π.Χ.) (σημ. 3)

Οι ταφές που είναι γνωστές μέχρι σήμερα από την περιοχή ανέρχονται στις δύο (σημ. 4). Εντοπίζονται μέσα στους οικισμούς και χρονολογούνται στην Αρχαιότερη και Νεότερη Νεολιθική περίοδο (σημ. 5). Στην Αρχαιότερη Νεολιθική ανήκει μία παιδική ταφή σε λάκκο, στον οικισμό της θέσης Παλιάμπελα Ροδίτη (εικ. 1), ενώ στον οικισμό της θέσης Βαρεμένοι Γουλών εντοπίστηκε μία ταφή καύσης της Νεότερης Νεολιθικής, με τα οστά του νεκρού σε τεφροδόχο αγγείο.

Τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν μεμονωμένες ταφές εντός των οικισμών (σημ. 6). Οργανωμένα νεκροταφεία έξω και σε απόσταση από τους οικισμούς δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα στην περιοχή (σημ. 7). Χρησιμοποιούνται οι πρακτικές του ενταφιασμού, σε συνεσταλμένη στάση, και της καύσης, με πιθανή διαφορετική μεταχείριση των παιδιών. Βέβαιη είναι η τοποθέτηση κτερισμάτων στις ταφές.

Εποχή του Χαλκού (3300/3100-1100 π.Χ.)

Τα ταφικά δείγματα που έχουν έρθει μέχρι τώρα στο φως ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στις προχωρημένες φάσεις της περιόδου, μέσα στη 2η π.Χ. χιλιετία.

Στις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι πιθανό να ανήκει μία διαταραγμένη ταφή σε λάκκο δίπλα σε κτίσμα της περιόδου, στον οικισμό της θέσης Φαράγγι Μεσιανής (σημ. 8).

Στη Μέση Εποχή του Χαλκού ανήκουν δύο νεκροταφεία και τέσσερις μεμονωμένες ταφές.

Το πρώτο νεκροταφείο βρίσκεται στη θέση Τούρλα Γουλών, σε απόσταση 300 μ. από τον οικισμό της περιόδου. Αν και εντοπίστηκε διαβρωμένο από τη λίμνη, η ανασκαφή του έφερε στο φως σημαντικά στοιχεία για τις ταφικές πρακτικές και την ιδεολογία της περιόδου (σημ. 9). Ερευνήθηκαν 43 ταφές, οι δύο από τις οποίες ήταν καύσεις, 14 ενταφιασμοί σε κιβωτιόσχημους τάφους, 26 εγχυτρισμοί σε μεγάλα πιθάρια (εικ. 2) ή μικρότερα πιθοειδή αγγεία και ένας λακκοειδής καλυμμένος με τμήματα πιθοειδών αγγείων. Οι 7 από τις 41 ταφές ανήκαν σε παιδιά. Οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών (και τα στόμια των ταφικών πίθων) στα νοτιοδυτικά.

Το δεύτερο νεκροταφείο βρίσκεται στη θέση Πολεμίστρα Αιανής. Εδώ, κάτω από επίχωση 4 μ. στην παρειά που δημιούργησε η λίμνη, μέσα στις επιχώσεις προηγούμενου οικισμού και πολύ κοντά στον οικισμό της περιόδου, εντοπίστηκαν τέσσερις διαβρωμένες ταφές. Πρόκειται για τρεις εγχυτρισμούς (ένας σε πιθάρι και δύο παιδικές ταφές σε μικρότερα αγγεία) και μία λακκοειδή ταφή με καλυπτήριες πλάκες. Το πιθάρι και η λακκοειδής ταφή ήταν όμοια προσανατολισμένα ανατολικά-δυτικά, με το στόμιο του αγγείου στα ανατολικά, όπου θα πρέπει να ήταν και το κεφάλι του νεκρού.

Οι μεμονωμένες ταφές χωροθετούνται εντός των οικισμών, έξω ή δίπλα στην είσοδο των σπιτιών. Πρόκειται για δύο εγχυτρισμούς, ο ένας με παιδική ταφή, στον οικισμό της Πολεμίστρας Αιανής, και έναν διαλυμένο εγχυτρισμό και (πιθανόν) μία λακκοειδή ταφή, με το νεκρό σε συνεσταλμένη στάση, στον οικισμό της θέσης Παλιόχανο Σπάρτου.

Από τα ταφικά αυτά κατάλοιπα προκύπτουν για τη Μέση Εποχή του Χαλκού τα εξής: Συνηθίζεται, ίσως μόνο για τα παιδιά, η ταφή εντός των οικισμών, παράλληλα με τη χρήση εκτεταμένων οργανωμένων νεκροταφείων. Χρησιμοποιούνται τρεις τύποι τάφων, κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες ή τμήματα αγγείων και εγχυτρισμοί σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία. Στους εγχυτρισμούς, τα αγγεία τοποθετούνται σε πλάγια θέση. Οι τάφοι έχουν όμοιο προσανατολισμό. Χρησιμοποιούνται παράλληλα ο ενταφιασμός και η καύση, η δεύτερη όμως πρακτική σε πολύ μικρότερο ποσοστό. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε έντονα συνεσταλμένη στάση, προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά τους, πιθανόν ανάλογα με το φύλο, και στις περιπτώσεις των εγχυτρισμών με το κεφάλι προς το στόμιο του αγγείου. Οι νεκροί των οργανωμένων νεκροταφείων είναι συνήθως κτερισμένοι με ένα αγγείο και ελάχιστα κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα.

Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ανήκει με βεβαιότητα ένα μόνο νεκροταφείο. Εντοπίστηκε στη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων (σημ. 10), μέσα στις επιχώσεις του νεολιθικού οικισμού. Ερευνήθηκαν οκτώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, σχεδόν όλοι διαβρωμένοι από τη λίμνη και διαταραγμένοι. Για τις μακρές πλευρές των τεσσάρων χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση λίθινες ανθρωπόμορφες στήλες, πιθανόν νεολιθικές, ενώ στις στενές όπως και στους υπόλοιπους μικρές πηλόπλακες (εικ. 3). Όλοι οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών στη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Οι νεκροί ήταν ενήλικες, ενταφιασμένοι σε πλάγια θέση, με τα πόδια ελαφρώς λυγισμένα. Ήταν κτερισμένοι με πλούσια ή φτωχότερα κτερίσματα, ενώ ο μοναδικός τάφος που βρέθηκε αδιατάρακτος ήταν ακτέριστος. Σύνηθες κτέρισμα αποτελούσε ένα πήλινο αγγείο, ενώ σε έναν από τους τάφους, ίσως στον πλουσιότερο, βρέθηκαν μαζί με μία μυκηναϊκή υψίποδη κύλικα, δύο τμήματα χρυσών κοσμημάτων, ένα χάλκινο δαχτυλίδι, τέσσερα πήλινα σφονδύλια και μία χάνδρα από κεχριμπάρι. Τα δύο μυκηναϊκά αγγεία τοποθετούν τη χρήση του νεκροταφείου από τα μέσα του 13ου αι. π.Χ. έως τα μέσα του 11ου αι. π.Χ.

Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι πιθανό, με βάση τα μέχρι τώρα ευρήματα και τα χαρακτηριστικά που μπορεί να αποδώσει κανείς στην περίοδο αυτή, να ανήκουν άλλα τρία μικρά και διαλυμένα από τη λίμνη νεκροταφεία (σημ. 11). Εντοπίζονται στις θέσεις Κάτω Μπράβας Βελβεντού (ανασκάφηκαν τρεις διαταραγμένοι τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και όμοιο προσανατολισμό), Σκαμνιές Σερβίων (εντοπίστηκε ένας διαλυμένος κιβωτιόσχημος τάφος) και Παλαιόκαστρο Καισαρειάς (ανασκάφηκε ένας λακκοειδής τάφος).

Με βάση τα παραπάνω, η ταφή των νεκρών κατά το τέλος τουλάχιστον της Ύστερης Εποχής του Χαλκού παρουσιάζει την παρακάτω εικόνα: Οι νεκροί θάβονται σε νεκροταφεία μικρής έκτασης, πολύ κοντά ή δίπλα στον οικισμό. Οι τύποι των τάφων που χρησιμοποιούνται είναι οι κιβωτιόσχημοι και οι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες. Οι τάφοι έχουν όμοιο προσανατολισμό. Διαπιστώνεται η ύπαρξη συστάδων, που πιθανόν απηχούν ανάλογη κοινωνική οργάνωση. Η ταφική πρακτική που επιλέγεται είναι ο ενταφιασμός, με τους νεκρούς σε πλάγια θέση και με ελαφρώς λυγισμένα τα πόδια. Είναι κτερισμένοι με αρκετά, και σε μερικές περιπτώσεις πλούσια, κτερίσματα. Το σύνολο των δεδομένων υποδηλώνει έντονη επιρροή του μυκηναϊκού πολιτισμού στην περιοχή.

Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1100-700 π.Χ.)

Στη μεταβατική περίοδο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τοποθετείται ένα νεκροταφείο (σημ. 12) που εντοπίστηκε και ανασκάφηκε στη θέση Κάμπος Φρουρίου, στην περιοχή του Φράγματος Μέσου Αλιάκμονα-Ιλαρίωνα (σημ. 13). Πρόκειται για οργανωμένο νεκροταφείο, μικρής έκτασης, πολύ κοντά στον οικισμό. Αποκαλύφθηκαν συνολικά 6 τάφοι. Οι δύο είναι μεγάλων διαστάσεων, λαξευτοί στον φυσικό βράχο, με κυκλικό θάλαμο και επιμήκη δρόμο, με θολωτή πιθανότατα στέγαση. Είναι όμοια προσανατολισμένοι ανατολικά-δυτικά, με το δρόμο στα δυτικά. Οι υπόλοιποι τέσσερις είναι μικροί, λαξευτοί, κυκλικοί και σώζουν ίχνη από δύο βαθμίδες στη μία πλευρά τους. Πιθανότατα η θέση τους δηλωνόταν με λιθοσωρούς. Το νεκροταφείο υπέστη σημαντική καταστροφή κατά τη δεύτερη χρήση του στους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε τα αγγεία με τα οποία ήταν κτερισμένοι οι νεκροί κατακερματίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για το μπάζωμα μιας φυσικής κοιλότητας (εικ. 4). Ανάμεσά τους βρέθηκαν και 17 τμήματα χάλκινων κοσμημάτων (χάνδρες, τμήμα τριχολαβίδας, μία αιχμή δόρατος, μία «σύριγγα», ένα δαχτυλίδι). Οι νεκροί ήταν ενταφιασμένοι, ενώ οι δύο μεγάλοι τάφοι, που φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερες από μία ταφές, ήταν πιθανόν οικογενειακοί. Η κεραμική ήταν χειροποίητη στο σύνολό της, με σχηματολόγιο που παραπέμπει στο μυκηναϊκό ρεπερτόριο, χωρίς να είναι άγνωστη και η ντόπια παράδοση. Το σύνολο των δεδομένων υποδηλώνει έντονη επιρροή της μυκηναϊκής παράδοσης και χρονολογεί το νεκροταφείο μέσα στον 11ο αι.

Σε προχωρημένες φάσεις της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (σημ. 14) ανήκουν τρία νεκροταφεία, όλα ολοκληρωτικά σχεδόν διαβρωμένα από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.

Το πρώτο εντοπίζεται στη θέση Μπαΐρ ή Κολιτσάκι Σερβίων (σημ. 15). Ανασκάφηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, όμοια προσανατολισμένοι ανατολικά-δυτικά, που περιείχαν ενταφιασμούς. Οι νεκροί ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια μπροστά στο στήθος και το κεφάλι στα ανατολικά, ενώ σε μία περίπτωση υπήρχε και ανακομιδή. Ήταν κτερισμένοι με 4 ή 5 πήλινα αγγεία και λίγα κοσμήματα, ανάμεσά τους κάποια με αμαυρόχρωμη διακόσμηση και ένας πρωτογεωμετρικός τροχήλατος σκύφος, που χρονολογούν ανάλογα το νεκροταφείο.

Το δεύτερο βρίσκεται στη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων (σημ. 16), σε όμορο πλάτωμα με αυτό του νεκροταφείου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Από εδώ περισυλλέχθηκαν τρία τεφροδόχα αγγεία, ανάμεσά τους ένας τροχήλατος αμφορέας με γραπτή διακόσμηση πρωτογεωμετρικών χρόνων, που περιείχαν υπολείμματα καύσεων. Τρία ακόμα, δύο τροχήλατοι αμφορείς με γραπτή διακόσμηση πρωτογεωμετρικών χρόνων και μία χειροποίητη υδρία, που βρέθηκαν εντελώς διαλυμένα, περιείχαν πιθανότατα καύσεις. Ερευνήθηκε επίσης ένας εγχυτρισμός μικρού παιδιού, σε χειροποίητο αμφορέα. Ο νεκρός ήταν σε συνεσταλμένη στάση, προς τα δεξιά του, με το κεφάλι στα βορειοδυτικά. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι πρόκειται για νεκροταφείο της Πρωτογεωμετρικής περιόδου, με συνηθέστερη ταφική πρακτική την καύση.

Το τρίτο νεκροταφείο εντοπίζεται στη θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού (εικ. 5). Ανασκάφηκαν τέσσερις κιβωτιόσχημοι τάφοι, χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Από το ένα μη διαβρωμένο παράδειγμα προκύπτει ότι οι νεκροί ήταν ενταφιασμένοι, σε ύπτια θέση. Στον ίδιο τάφο βρέθηκαν δύο ανακομιδές. Η νεότερη ταφή ανήκε σε γυναίκα, κτερισμένη με τρία αγγεία και αρκετά χάλκινα κοσμήματα, όπως οκτώσχημη πόρπη, σκουλαρίκια και διάφορα άλλα σπειροειδή κοσμήματα. Βρέθηκαν επίσης χάντρες από πηλό και γυαλί. Τα αγγεία ήταν χειροποίητα εκτός από μία τροχήλατη οπισθότμητη πρόχου, η οποία προσδιορίζει και το κατώτερο όριο χρήσης του νεκροταφείου, στα γεωμετρικά χρόνια. Στο χώρο διαπιστώθηκε η ύπαρξη λιθοσωρών που πιθανότατα αποτελούσαν σήματα των τάφων.

Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά προκύπτουν για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου τα εξής: Παρατηρείται πολυμορφία στην τυπολογία των τάφων της περιόδου όπως και στις ταφικές πρακτικές, με συνάντηση δύο πολιτισμικών παραδόσεων: της πρωτογεωμετρικής τέχνης, από τη Ν. Ελλάδα, σε θέσεις που βρίσκονται πλησιέστερα στο φυσικό πέρασμα προς τη Θεσσαλία, και της ντόπιας (ή βορειότερης) τέχνης στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπου η μυκηναϊκή παράδοση επιζεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις προχωρημένες φάσεις της περιόδου επικρατεί η ντόπια (ή βορειότερη) παράδοση.

Οι νεκροί κατά την εποχή αυτή θάβονται σε εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία, αλλά και σε μικρότερα, πολύ κοντά στον οικισμό, στις αρχικές φάσεις της περιόδου, κατά την παράδοση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Ο τύπος του τάφου που φαίνεται να κυριαρχεί στις θέσεις που δεν επηρεάζονται από τη μυκηναϊκή παράδοση, όπου χρησιμοποιείται ο τύπος του λαξευτού κυκλικού τάφου, είναι ο κιβωτιόσχημος. Συναντώνται όμως και εγχυτρισμοί. Ο σταθερός προσανατολισμός των τάφων τείνει να μην ισχύει, τουλάχιστον στα νεότερα νεκροταφεία, των γεωμετρικών χρόνων. Εφαρμόζεται περισσότερο η ταφική πρακτική του ενταφιασμού, κυρίως στα νεκροταφεία των γεωμετρικών χρόνων, όπου συναντώνται και ανακομιδές, αλλά και σε πρωιμότερα που ακολουθούν τη μυκηναϊκή παράδοση. Η καύση φαίνεται να αποτελεί τον κανόνα για την ταφή των ενηλίκων στα νεκροταφεία των πρωτογεωμετρικών χρόνων, που ακολουθούν τα νέα μηνύματα από τη Ν. Ελλάδα και στα οποία ο ενταφιασμός χρησιμοποιείται περιπτωσιακά, ίσως μόνο για τα μικρά παιδιά, και γίνεται σε ταφικά αγγεία. Οι νεκροί στους κιβωτιόσχημους τάφους τοποθετούνται σε ύπτια θέση, ενώ στους εγχυτρισμούς σε συνεσταλμένη. Κτερίσματα τοποθετούνται αρκετά στα νεκροταφεία των ενταφιασμών, δείχνουν όμως να λείπουν από αυτά των καύσεων. Πιθανή είναι η σηματοδότηση των τάφων ή ταφικών συνόλων με λιθοσωρούς.

Αρχαϊκή, Κλασική, Ελληνιστική Εποχή (700-30 π.Χ.)

Τα στοιχεία που έχουμε από την παραλίμνια περιοχή για τις δύο πρώτες περιόδους είναι λιγοστά, περιοριζόμενα σε κάποια αγγεία, κτερίσματα διαλυμένων από τη λίμνη τάφων, που βρέθηκαν στη θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού (σημ. 17).

Αντίθετα, πολύ περισσότερα είναι τα ευρήματα της Ελληνιστικής περιόδου. Εντοπίστηκαν τέσσερα νεκροταφεία (σημ. 18), διαλυμένα σε ποικίλο βαθμό από τα νερά.

Τα δύο από αυτά βρίσκονται σε όμορα πλατώματα στη θέση Γέφυρα της Νεράιδας, καλυμμένα συνήθως από τα νερά της λίμνης. Οι εντοπισμένοι τάφοι (4 και 7 αντίστοιχα) είναι κιβωτιόσχημοι, με ποικίλο προσανατολισμό και περιείχαν ενταφιασμούς. Με το ένα από αυτά τα νεκροταφεία συνδέονται τέσσερα πήλινα γυναικεία ειδώλια, που οφείλονται σε παράδοση.

Το τρίτο νεκροταφείο της περιόδου εντοπίζεται στη θέση Αγία Βαρβάρα Σερβίων. Εδώ ανασκάφηκε μία λακκοειδής ταφή μικρού παιδιού, το οποίο είχε ενταφιαστεί σε ύπτια θέση. Στην ταφή ανήκαν 9 πήλινα αγγεία που μας παραδόθηκαν, ενώ σε μια δεύτερη διαλυμένη άλλα 7 (εικ. 6). Στα δεξιά του νεκρού, στο ύψος της κεφαλής βρέθηκε πήλινο αγγείο (στάμνος), ενώ στο ύψος της κοιλιάς ένα πήλινο πώμα αγγείου.

Στη θέση Παλιοχώρι Νεράιδας εντοπίζεται το τέταρτο νεκροταφείο. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, χωρίς σταθερό προσανατολισμό. Από το διασκορπισμένο στο χώρο οστεολογικό υλικό προκύπτει ότι πρόκειται για ενταφιασμούς. Οι νεκροί ήταν κτερισμένοι. Περισυλλέχθηκαν οκτώ πήλινα αγγεία και κάποια σιδερένια αντικείμενα, κτερίσματα διαλυμένων τάφων.

Στην Ελληνιστική εποχή ανήκουν τέσσερα (σημ. 19) ακόμα νεκροταφεία, που μαρτυρούνται από αγγεία ή άλλα αντικείμενα τα οποία παραδόθηκαν ή περισυλλέχθηκαν πρόσφατα, κατά τη διάρκεια αυτοψιών. Εντοπίζονται στην παραλίμνια θέση Κάτω Μπράβας Βελβεντού και σε τρεις άλλες της ευρύτερης περιοχής: Ακμαξίζ Λευκάρων, Παλαιογράτσανο και Παναγία Σερβίων. Στην τελευταία θέση οι τάφοι είναι πιθανόν κεραμοσκεπείς.

Με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν για την Ελληνιστική περίοδο τα εξής: Η ταφή των νεκρών γίνεται σε εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία, μακριά από τον οικισμό. Ο τύπος του τάφου που έχει βεβαιωθεί μέχρι τώρα είναι ο κιβωτιόσχημος, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για κεραμοσκεπείς. Χρησιμοποιείται η ταφική πρακτική του ενταφιασμού. Στους τάφους δεν τηρείται σταθερός προσανατολισμός. Οι νεκροί είναι κτερισμένοι με πολλά αγγεία, ειδώλια και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.

Ρωμαϊκή Εποχή (30 π.Χ.-300 μ.Χ.)

Στη Ρωμαϊκή εποχή τοποθετούνται έξι νεκροταφεία (σημ. 20).

Δύο από αυτά, το ένα αβέβαιης χρονολόγησης, εντοπίζονται στη θέση Κολιτσάκι ή Μπαΐρ Σερβίων (σημ. 21). Στο πρώτο ανασκάφηκαν 25 τάφοι, σχεδόν όλοι λακκοειδείς, με ή χωρίς καλυπτήριες πλάκες, και ένας κεραμοσκεπής. Οι νεκροί ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος. Ο προσανατολισμός των τάφων είναι σταθερός, βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά, με τα κεφάλια των νεκρών στα νοτιοδυτικά. Οι περισσότεροι ήταν ακτέριστοι, κάποιοι είχαν χάλκινα νομίσματα και δύο από ένα πήλινο αγγείο. Στο δεύτερο ερευνήθηκε μικρή συστάδα τάφων, λακκοειδών με καλυπτήριες πλάκες.

Το τρίτο νεκροταφείο εντοπίζεται στη θέση Βαρεμένοι Γουλών. Πρόκειται για τέσσερις διαλυμένους τάφους, πιθανόν λακκοειδείς, που περιείχαν ενταφιασμούς. Με το νεκροταφείο, ως κτερίσματα τάφων, συνδέονται ένα χάλκινο νόμισμα και δύο τμήματα πήλινων αγγείων.

Στη θέση Κεραμοποιείο Γουλών εντοπίζεται το τέταρτο νεκροταφείο, διαλυμένο από τη λίμνη και από λαθρανασκαφείς. Οι τάφοι ήταν κατασκευασμένοι από πέτρες και κεραμίδες, ενώ από το διάσπαρτο οστεολογικό υλικό προκύπτει ότι περιείχαν ενταφιασμούς. Από το χώρο έχουν παραδοθεί κάποια χάλκινα κοσμήματα και ένα αργυρό νόμισμα του Αλ. Σεβήρου, κτερίσματα των τάφων.

Στη θέση Αγία Βαρβάρα Σερβίων ανασκάφηκε ένας κιβωτιόσχημος τάφος, με προσανατολισμό βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά. Ο νεκρός ήταν σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος και το κεφάλι στα νοτιοανατολικά. Πάνω στη λεκάνη βρέθηκε αρυβαλλοειδές αγγείο και στον αριστερό μηρό μία οινοχόη.

Ένα ακόμα διαλυμένο από τη λίμνη νεκροταφείο της περιόδου εντοπίζεται στη θέση Παλιά Άσφαλτος Ροδίτη. Εντοπίστηκαν οκτώ διαβρωμένοι λακκοειδείς τάφοι, που περιείχαν ενταφιασμούς. Είχαν όμοιο προσανατολισμό, βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά, με το κεφάλι των νεκρών, στις τρεις σωζόμενες περιπτώσεις, στα βορειοδυτικά. Ο ένας από αυτούς ήταν κτερισμένος με δύο αγγεία τοποθετημένα στα πόδια του νεκρού (εικ. 7). Από το χώρο μάς έχουν παραδοθεί πολλά πήλινα και κάποια γυάλινα αγγεία, που αποτελούσαν κτερίσματα τάφων.

Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτουν για τους ρωμαϊκούς χρόνους τα εξής: Η ταφή των νεκρών γίνεται σε εκτεταμένα ή μικρότερης έκτασης οργανωμένα νεκροταφεία, μακριά από τους οικισμούς. Οι τύποι των τάφων που συναντώνται είναι οι κιβωτιόσχημοι, οι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και οι κεραμοσκεπείς (σημ. 22). Οι νεκροί ενταφιάζονται σε ατομικούς τάφους, σε ύπτια θέση. Ο προσανατολισμός των τάφων είναι σταθερός. Τα κτερίσματα είναι ελάχιστα, συνήθως ένα πήλινο αγγείο και τα κοσμήματα του νεκρού, ενώ αρκετά διαδεδομένη είναι η συνήθεια της τοποθέτησης νομισμάτων.

Χριστιανικοί Χρόνοι (300 μ.Χ. και εξής)

Στην εποχή αυτή, από τα παλαιοχριστιανικά μέχρι και τα υστεροβυζαντινά χρόνια, εντάσσονται πέντε νεκροταφεία (σημ. 23), διαλυμένα από τα νερά της λίμνης.

Εντοπίζονται στις θέσεις Κολιτσάκι ή Μπαΐρ Σερβίων (ανασκάφηκαν 32 τάφοι, οι περισσότεροι λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες και λίγοι κιβωτιόσχημοι), Ξερόλακκας Αυλών (ανασκάφηκαν τρεις τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες), Άγιος Κωνσταντίνος Καισαρειάς (ανασκάφηκαν 5 τάφοι, λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες ή κιβωτιόσχημοι), Άγιος Νικόλαος Βελβεντού (ανασκάφηκαν 4 κιβωτιόσχημοι τάφοι) (εικ. 8), Παλιοκαστανιά Σερβίων (εντοπίστηκαν 17 κιβωτιόσχημοι τάφοι, από τους οποίους ανασκάφηκε ένας).

Τέσσερα ακόμα νεκροταφεία, που εντοπίζονται μακριά από τη λίμνη, ανήκουν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Δύο από αυτά, στις θέσεις Μνήματα Βαθυλάκκου και Άγιος Γεώργιος Λευκάρων, είναι τούρκικα, ενώ τα άλλα δύο, στις θέσεις Ακμαξίζ Λευκάρων και Παλιομανάστηρο Πλατανορρεύματος, είναι χριστιανικά.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι κατά τους χριστιανικούς χρόνους η ταφή των νεκρών γινόταν σε κιβωτιόσχημους τάφους ή σε λακκοειδείς με καλυπτήριες πλάκες. Οι τάφοι είναι σταθερά προσανατολισμένοι δυτικά-ανατολικά, με τα κεφάλια των νεκρών στα δυτικά. Οι νεκροί ενταφιάζονται σε ύπτια θέση, με τα χέρια κατά μήκος του σώματος ή σταυρωμένα πάνω στο στήθος ή στην κοιλιακή χώρα, ενώ συναντώνται και ανακομιδές. Δεν τοποθετούνται κτερίσματα στους τάφους πλην των προσωπικών κοσμημάτων των νεκρών. Τα λίγα αγγεία που βρέθηκαν αποτελούν είτε κτερίσματα πρωιμότερων ταφών (παλαιοχριστιανικών χρόνων) είτε σχετίζονται με ταφικές τελετουργίες.

Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα

Τα ταφικά κατάλοιπα αποτελούν σημαντικό πεδίο έρευνας, ιδιαίτερα για την Προϊστορική εποχή, καθώς μέσα από τον τρόπο μεταχείρισης των νεκρών, ο οποίος διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία, προβάλλεται όχι μόνο μια σειρά τελετουργικών πράξεων αλλά και οι ιδεολογικές αντιλήψεις που τις υπαγόρευσαν.

Η διαχρονική προσέγγιση των μέχρι σήμερα ταφικών δεδομένων από την περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου και τον άλλοτε παραποτάμιο χώρο υποδηλώνει ότι η μεταχείριση των νεκρών και η περί θανάτου ιδεολογία δεν διαφοροποιείται σημαντικά σε καμιά εποχή από όσα είναι γνωστά για τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.

Τα πρωιμότερα ταφικά κατάλοιπα ανάγονται στην Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο. Μέχρι και τα τέλη σχεδόν της 3ης π.Χ. χιλιετίας οι εντοπισμένες ταφές είναι λίγες. Πρόκειται κυρίως για μεμονωμένους ενταφιασμούς εντός των οικισμών. Η απουσία νεκροταφείων των περιόδων αυτών αλλά και ανάλογου με τον υπολογιζόμενο πληθυσμό αριθμού ταφών υποδηλώνει πιθανή διαφορετική ταφική μεταχείριση των περισσότερων, με τρόπους που ίσως δεν ανιχνεύονται αρχαιολογικά.

Εκτεταμένα οργανωμένα νεκροταφεία έξω και μακριά από τους οικισμούς εμφανίζονται, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, στις αρχές της Μέσης Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 2000 π.Χ. Η ταφή ωστόσο εντός των οικισμών αποτελεί μια ταφική πρακτική που συνεχίζεται και στο πρώτο μισό της 1ης π.Χ. χιλιετίας, ίσως μόνο για παιδιά. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου διαπιστώνονται μικρές συστάδες τάφων αλλά και μεγάλοι οικογενειακοί τάφοι, που παραπέμπουν σε ανάλογη κοινωνική οργάνωση.

Οι τύποι των τάφων που επιλέγονται για τους ενταφιασμούς ποικίλλουν όχι μόνο ανάμεσα στις διάφορες χρονικές περιόδους, αλλά και ανάμεσα σε σύγχρονα νεκροταφεία ή ταφές του ίδιου νεκροταφείου. Διαπιστώνεται σημαντική τυπολογική ποικιλία: Κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς με ή χωρίς καλυπτήριες πλάκες, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία, κυκλικοί λαξευτοί, με δρόμο ή χωρίς, και κτιστοί. Λείπουν από το διαθέσιμο δείγμα οι μνημειακές κατασκευές των ιστορικών χρόνων.

Ο ενταφιασμός και η καύση αποτελούν τις δύο κυρίαρχες και διαπιστωμένες μέχρι τώρα αρχαιολογικά ταφικές πρακτικές στην περιοχή, οι οποίες συχνά εφαρμόζονται παράλληλα. Οι λόγοι της εκάστοτε επιλογής και της διαφοροποίησης ανάγονται στην ιδεολογία. Η συνηθέστερη και μακροβιότερη πρακτική είναι ο ενταφιασμός, ο οποίος συχνά επιλέγεται για την ταφή των μικρών παιδιών ακόμα και σε νεκροταφεία καύσεων. Οι νεκροί κατά την Προϊστορική εποχή ενταφιάζονται σε συνεσταλμένη στάση, ενώ από το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού αρχίζει να κυριαρχεί η ύπτια. Ανακομιδές διαπιστώνονται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τους χριστιανικούς χρόνους. Η καύση εμφανίζεται ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική. Συναντάται επίσης στη Μέση Εποχή του Χαλκού και τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους. Μπορεί να είναι πρωτογενής, με ταφή των καταλοίπων κοντά ή στη θέση της καύσης, ή δευτερογενής σε άλλη θέση, με χρήση τεφροδόχου αγγείου.

Ο σταθερός προσανατολισμός των τάφων των οργανωμένων νεκροταφείων δείχνει να επιδιώκεται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, την Ύστερη και τις αρχές της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, ενώ εγκαταλείπεται στις επόμενες περιόδους, έως ότου καθιερωθεί οριστικά στους χριστιανικούς χρόνους. Παρόμοια, ιδεολογικοί λόγοι υπαγορεύουν και τον προσανατολισμό και τη στάση των νεκρών. Η τοποθέτηση κτερισμάτων εμφανίζεται ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, συνεχίζεται μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ενώ στη συνέχεια εγκαταλείπεται. Η τοποθέτηση κάποιου είδους σήματος πάνω από τους τάφους θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη σε όλες σχεδόν τις χρονικές περιόδους, αφού οι ταφές σε καμιά περίπτωση δεν διαταράσσονται από άλλες νεότερες. Για την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου υπάρχουν στοιχεία για λιθοσωρούς.

 

Αρετή Χονδρογιάννη- Μετόκη

Δρ Αρχαιολόγος

Λ′ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού