Έως και πριν από λίγα χρόνια η Αχαΐα ήταν σχεδόν άγνωστη στην αρχαιολογική επιστημονική κοινότητα (εικ. 1), αφού και στις αρχαίες πηγές είχε μικρό μερίδιο, αλλά και οι ανασκαφές μεγάλης κλίμακας ήταν ανύπαρκτες, με εξαίρεση όσες διεξάγονταν από Ξένες Σχολές και Πανεπιστήμια. Κυρίως δε ήταν γνωστή για την προϊστορική της περίοδο και τα πρώιμα ιστορικά χρόνια, προπάντων από τις ανασκαφές του Κυπαρίσση σε μία σειρά μυκηναϊκών νεκροταφείων και του Ζαφειρόπουλου σε διάφορες προϊστορικές θέσεις και σε γεωμετρικά νεκροταφεία, όλες στο δυτικό τμήμα της. Παρά δε το γεγονός ότι η Αχαΐα, κυρίως μέσω της Πάτρας, της Δύμης, της Αιγείρας και του Αιγίου, είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο κατά την ελληνιστική και κυρίως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, τα ευρήματα των ιστορικών χρόνων ήταν πενιχρά. Έτσι, λοιπόν, οι ανασκαφές στην υπόλοιπη Πελοπόννησο είχαν ωθήσει τους επιστήμονες στη δημιουργία ενός μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο η Κορινθία, η Αργολίδα, η Ηλεία, ακόμη και η Λακωνία, με τις δικές τους καλλιτεχνικές σχολές, στην αρχιτεκτονική ή την πλαστική, αλλά και στην αγγειοπλαστική, εξήγαν στις άλλες περιοχές της Χερσονήσου, επομένως και στην Αχαΐα, τα επιτεύγματά τους. Συνεπώς η Αχαΐα, μια περιφερειακή περιοχή της αρχαίας Ελλάδας, χωρίς ή με ασήμαντο ρόλο στα πολιτικά πράγματά της έως και τον 4ο αι. π.Χ., ήταν πάντοτε δέκτης των πολιτιστικών αγαθών άλλων περιοχών και όχι δημιουργός τους.

Η ανατροπή της παραδεδομένης αυτής άποψης άρχισε στην Αχαΐα από τη δεκαετία του ’60, όταν η μεγάλη ανοικοδόμηση και τα μεγάλα δημόσια έργα άρχισαν να αποκαλύπτουν σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα, κυρίως των ρωμαϊκών χρόνων στην Πάτρα, αλλά και της προϊστορικής, της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής στο Αίγιο, την Κάτω Αχαγιά (αρχαία Δύμη) και την Αίγειρα, στην οποία δραστηριοποιείται το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.

Το 1979, μία φαινομενικά συνηθισμένη σωστική ανασκαφή στον οικισμό του Άνω Μαζαρακίου, στο οροπέδιο της Ρακίτας, στα νοτιοδυτικά του Αιγίου, επάνω στον Παναχαϊκό, το βουνό δηλαδή που δεσπόζει στο κέντρο του νομού, έφερε στο φως τον πρωιμότερο ναό της Αχαΐας, που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 8ου αι. π.Χ. Πρόκειται για έναν περίπτερο αψιδωτό ναό, με ημικυκλικό προστώο (εικ. 2), ώστε να ισορροπεί η πρόσοψη με την πίσω αψιδωτή απόληξη. Ένας χάλκινος καθρέφτης, που βρέθηκε 17 χρόνια μετά την πρώτη ανασκαφική περίοδο, επιβεβαίωσε το όνομα της λατρευόμενης θεότητας, που είχε υποτεθεί από την αρχή με βάση τα χαρακτηριστικά των κινητών ευρημάτων και αποκάλυψε και το επίθετό της (εικ. 3). Ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμη Αοντία, δηλαδή την Άρτεμη που προκαλεί ανέμους. Οι κίονες και τα κιονόκρανα της περίστασης ήταν ξύλινα και δεν σώθηκαν. Ωστόσο πήλινα ομοιώματα δωρικών ναών (εικ. 4) που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο ναός, που είχε ιδρυθεί επάνω σε προϋπάρχοντα υπαίθριο βωμό τέφρας, ήταν δωρικός. Έτσι η ανεύρεση του συγκεκριμένου ναού δημιούργησε ερωτηματικά και έδωσε ερεθίσματα για το πού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο δωρικός ρυθμός.

Νεότερες έρευνες, που είναι ακόμη σε εξέλιξη, δείχνουν ότι ένας δεύτερος, σύγχρονος και σχεδόν όμοιος, ναός είχε ανεγερθεί στα Νικολέικα, στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Ελίκης, στα νοτιοανατολικά του Αιγίου. Η συνάδελφος Ερωφίλη Κόλια που διεξάγει τη σωστική, επίσης, ανασκαφή πιστεύει ότι το αρχιτεκτονικό του σχέδιο (εικ. 5) είναι όμοιο με εκείνο της Αρτέμιδος Αοντίας, όπως και οι διαστάσεις του, αφού και οι δύο ναοί είναι εκατόμπεδοι, με τη χαρακτηριστική παρουσία και εδώ ημικυκλικού προστώου. Διαφέρει, όμως, από το ναό της Αρτέμιδος διότι εδώ υπάρχει εσωτερική κεντρική κιονοστοιχία, που λείπει από το ναό της Αρτέμιδος Αοντίας, αλλά όχι η περίσταση, που συναντάται στη Ρακίτα. Δεν έχει αποκαλυφθεί προς το παρόν η πίσω στενή πλευρά του ναού, που λογικά θα είναι επίσης αψιδωτή, αφού αυτή βρίσκεται κάτω από παρακείμενη οικοδομή, η απαλλοτρίωση της οποίας εκκρεμεί επί χρόνια. Πήλινο ομοίωμα του ναού από την ανασκαφή, που δείχνει αψιδωτό ναό, έχει δημοσιεύσει η συνάδελφος Αναστασία Γκαδόλου, ενώ ένα δεύτερο ομοίωμα δίρριχτης στέγης ναού φέρει τη χαρακτηριστική ντόπια εμπίεστη διακόσμηση. Και ο ναός αυτός θεμελιώθηκε σε προϋπάρχοντα βωμό τέφρας, βρίσκεται δε μέσα στα όρια της χώρας της αρχαίας Ελίκης. Τα κινητά ευρήματα, κυρίως τα άλογα και οι τροχοί αμαξών, οδηγούν στην απόδοση του ναού στον Ποσειδώνα και στην ταύτισή του με τον επιφανέστερο ναό της Ελίκης, εκείνον του Ελικώνιου Ποσειδώνα, η λατρεία του οποίου μεταφέρθηκε μάλιστα και στην Ιωνική Δωδεκάπολη της Μικράς Ασίας, που ιδρύθηκε από Ίωνες αποίκους, όταν αυτοί εγκατέλειψαν την Αχαΐα ύστερα από την άφιξη των νέων, Αχαιών, κατοίκων της στα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Εξαιτίας δε της μη απόδοσης του λατρευτικού αγάλματος του Ποσειδώνα στους εκπροσώπους της Ιωνικής Δωδεκάπολης, προκλήθηκε, κατά την παράδοση, η οργή του Ποσειδώνα, ο οποίος ξέσπασε κατά των κατοίκων της Ελίκης με τον φοβερό σεισμό που την κατέστρεψε το 373 π.Χ.

Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. χρονολογείται ένας ακόμη περίπτερος δωρικός ναός που βρίσκεται στο οροπέδιο της Τραπεζάς της Κοινότητας Κούμαρη, στα νοτιοδυτικά του Αιγίου, και ανασκάπτεται συστηματικά από τον συνάδελφο Ανδρέα Βόρδο. Τα εκτεταμένα λείψανα της αρχαίας πόλης, στην οποία ανήκει, ταυτίζονται συνήθως με τις Ρύπες, την αχαϊκή πόλη που ίδρυσε τον Κρότωνα στην Κάτω Ιταλία. Ο ναός αυτός έχει πλέον ορθογώνιο σχήμα και αποτελεί αρχιτεκτονικά μακρινή εξέλιξη των δύο υστερογεωμετρικών ναών της Ρακίτας και των Νικολέικων, με τους οποίους γειτνιάζει. Εξαιρετικά δε είναι τα αρχιτεκτονικά του γλυπτά, που κοσμούσαν τα δύο αετώματα.

Εντελώς τυχαία, σε επιφανειακή έρευνα ανάμεσα στους ναούς της Τραπεζάς και της Ρακίτας, από κοινού με τον συνάδελφο Ανδρέα Βόρδο, εντοπίσαμε έναν ακόμη ορθογώνιο, περίπτερο αρχαϊκό ναό, στη θέση Άγ. Σώστης της Κοινότητας Γκρέκα (εικ. 6), στα νοτιοδυτικά επίσης του Αιγίου. Εκτός από έναν επιφανειακό καθαρισμό και λίγες δοκιμαστικές τομές, ουσιαστική ανασκαφική έρευνα δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη ελλείψει πιστώσεων. Ο ναός αυτός, που χρονολογείται, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ή λίγο νωρίτερα, φαίνεται να αποτελεί έναν από τους ενδιάμεσους κρίκους της αρχιτεκτονικής εξέλιξης από το ναό της Ρακίτας στο ναό της Τραπεζάς.

Στην αρχαία Αίγειρα, μία από τις ισχυρότερες αχαϊκές πόλεις, ανατολικά του Αιγίου και πολύ κοντά στην αρχαία Κορινθία, το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο έχει αποκαλύψει στην ακρόπολη δύο πρώιμα κτήρια. Το πρώτο, που χαρακτηρίζεται ως κτήριο Α, είναι ορθογώνιο, χρονολογείται από τον 10ο έως τον 8ο αι. π.Χ. και χαρακτηρίζεται από τους ανασκαφείς ως λατρευτικό κτήριο, πράγμα που αμφισβητεί ο Α. Μαζαράκης. Γύρω στο 650 π.Χ. το ναό αυτόν αντικατέστησε ο ναός Β, ορθογώνιο κτήριο χωρίς περίσταση το οποίο, κατά τους ανασκαφείς, ήταν αφιερωμένο στην Άρτεμη και την Ιφιγένεια και ακολουθεί τα οικοδομικά πρότυπα της Κορίνθου. Η ανασκαφή και η δημοσίευσή του, όμως, έγιναν πριν από τον εντοπισμό των υπόλοιπων πρώιμων ναών της ανατολικής Αχαΐας. Γύρω στο 500 π.Χ. η στέγη του αντικαταστάθηκε και η παλαιά ετάφη σε μία δεξαμενή. Η ανασύστασή της επετεύχθη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου (εικ. 7).

Η εξέλιξη της αχαϊκής αρχαϊκής ναϊκής αρχιτεκτονικής κλείνει, προς το παρόν, με τον περίπτερο δωρικό ναό στη Μαμουσιά, στη θέση Προφήτης Ηλίας, νοτιοανατολικά του Αιγίου, τον οποίο ανασκάπτει η συνάδελφος Ερωφίλη Κόλια και χρονολογείται επίσης στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Από τα αετώματα του ναού σώζονται εκπληκτικά αρχιτεκτονικά γλυπτά, ορισμένα από τα οποία είχε εντοπίσει τυχαία ο παλαιός Έφορος Ευθ. Μαστροκώστας (εικ. 8), ενώ τα νεότερα δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη.

Δύο στοιχεία, πέραν της αρχαϊκότητας, συνδέουν τους παραπάνω ναούς. Το πρώτο είναι ότι όλοι οι αρχαϊκοί ναοί της Αχαΐας βρίσκονται γύρω από το Αίγιο και την Ελίκη, τις δύο ισχυρότερες πόλεις της ανατολικής Αχαΐας και είτε ανήκαν σ’ αυτές, όπως ο ναός της Αρτέμιδος Αοντίας στη Ρακίτα, που βρίσκεται στα όρια της χώρας του Αιγίου ή των Νικολέικων, που κτίστηκε μέσα στα όρια της αρχαίας Ελίκης, είτε ανήκαν σε άλλες, όμορες αυτών αρχαίες πόλεις. Έτσι οι ναοί της Τραπεζάς και του Γκρέκα ανήκαν στις Ρύπες, ο ναός της Μαμουσιάς στην αρχαία Κερύνεια, που αρχικά αποτελούσε κώμη της αρχαίας Βούρας, και ο ναός της Αιγείρας, βεβαίως, στην Αίγειρα. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι πέντε αυτές πόλεις βρίσκονται στην ανατολική Αχαΐα. Αντιθέτως, στη δυτική Αχαΐα, δηλαδή την προς δυσμάς του Παναχαϊκού όρους περιοχή της, έως σήμερα κανένας αρχαϊκός ναός δεν έχει βρεθεί. Υστερογεωμετρικά και αρχαϊκά ιερά, όπως αυτό της Δήμητρας στη Θέα Πατρών, το οποίο ανασκάφηκε πριν από λίγα χρόνια, έχουν βρεθεί, αλλά σε κανένα δεν εντοπίστηκε ναός. Η λατρεία, προφανώς, θα ασκούνταν στο ύπαιθρο, μόνο σε ένα βωμό, όπως είναι το παράδειγμα της Θέας. Βεβαίως, η μη ανεύρεση πρώιμων ναών στη δυτική Αχαΐα δεν μπορεί να σημαίνει ότι πράγματι δεν υπήρχαν τέτοιοι ναοί και εκεί. Ίσως να μην έχουν βρεθεί ακόμη, και η απουσία τους να είναι ένα τυχαίο γεγονός, αφού ο εντοπισμός των πρώιμων ναών της ανατολικής Αχαΐας ήταν συμπτωματικός και οφείλεται σε σωστικές ανασκαφές και όχι σε συστηματικές έρευνες, εκτός από τους δύο ναούς της Αιγείρας, την οποία ανασκάπτει συστηματικά το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Επομένως δεν αποκλείεται να βρεθούν κάποια στιγμή στο μέλλον αρχαϊκοί ναοί και στη δυτική Αχαΐα.

Με βάση αφενός τα στατιστικά δεδομένα, που δείχνουν ότι το ποσοστό των σωστικών ανασκαφών στη δυτική Αχαΐα είναι πολλαπλάσιο εκείνου της ανατολικής, και αφετέρου το γεγονός ότι η δυτική Αχαΐα έχει σχεδόν εξαντληθεί από την άποψη των εκτεταμένων και εντατικών επιφανειακών ερευνών, πιστεύω ότι μάλλον δεν θα βρεθούν υστερογεωμετρικοί ναοί στην τελευταία. Δεν είναι δυνατόν να αποτελεί σύμπτωση ότι οι μοναδικοί γεωμετρικοί και αρχαϊκοί ναοί της Αχαΐας βρέθηκαν μόνο στο ανατολικό τμήμα της, γνωστό ως Αιγιάλεια. Και δεν μπορεί να αποτελεί σύμπτωση και για έναν ακόμη λόγο. Όπως έχω υποστηρίξει, στη Γεωμετρική και την Αρχαϊκή περίοδο υπάρχει σαφής διαφοροποίηση της ανατολικής από τη δυτική Αχαΐα, η οποία ήταν εμφανής από την προϊστορική περίοδο και εξακολούθησε και έως την Ελληνιστική εποχή. Οι δύο περιοχές χωρίζονταν από τον ορεινό όγκο του Παναχαϊκού, ο οποίος καθιστούσε δύσκολη την επικοινωνία τους, με αποτέλεσμα η ανατολική Αχαΐα πολιτιστικά να διατηρεί στενότερες σχέσεις με την Κορινθία και την Αργολίδα, ενώ η δυτική να αναπτύσσεται περισσότερο αυτόνομα και να δημιουργεί σχέσεις με την Ηλεία, τα κοντινά νησιά και την Αιτωλία. Η Ιφιγ. Δεκουλάκου, εξάλλου, έχει υποστηρίξει ότι κατά την Πρωτογεωμετρική και την Πρώιμη Γεωμετρική περίοδο στη δυτική Αχαΐα παρατηρείται μια καθυστερημένη υιοθέτηση των νέων ρυθμών της κεραμικής, πράγμα που, προφανώς, αντανακλά και την καθυστερημένη εισαγωγή πιο σύνθετων πολιτιστικών στοιχείων, όπως, π.χ. των αρχιτεκτονικών. Έτσι, έως ότου υιοθετήσει η δυτική Αχαΐα τον αψιδωτό γεωμετρικό ναό της ανατολικής Αχαΐας, αυτός είχε εντωμεταξύ ξεπεραστεί και στη θέση του είχε καθιερωθεί ο ορθογώνιος ναός. Επομένως, εάν πράγματι βρεθεί πρώιμος ναός στη δυτική Αχαΐα, αυτός δεν θα μπορεί να είναι υστερογεωμετρικός αψιδωτός, αλλά αρχαϊκός και ορθογώνιος. Ένα ακόμη στοιχείο που δείχνει ότι η δυτική Αχαΐα δεν είχε την περίοδο αυτή στενές σχέσεις με την ανατολική είναι και το γεγονός ότι τα κινητά ευρήματα των αρχαϊκών ιερών της δυτικής Αχαΐας είναι ίδια ή παρόμοια μεταξύ τους και προϊόντα δυτικοαχαϊκών εργαστηρίων, που δεν επηρεάζονται από τα αντίστοιχα της ανατολικής. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η δυτική Αχαΐα δεν έχει ανοιχτεί ακόμη και ο κόσμος της αποτελεί μια κλειστή κοινωνία, που αναπαράγει τα δικά του προϊόντα, όπως έδειξε η μελέτη των κινητών ευρημάτων της Θέας.

Η άμεση επιρροή της Κορινθίας στην ανατολική Αχαΐα φαίνεται όχι μόνον από την παρουσία της γεωμετρικής και αρχαϊκής κεραμικής της αλλά και από την τοπική μυθολογία, που δείχνει τις στενές σχέσεις των περιοχών αυτών. Ήδη από την εποχή του Αγαμέμνονα η ανατολική Αχαΐα αποτελεί τμήμα της επικράτειάς του και στο Αίγιο συγκεντρώνεται ο ελληνικός στόλος πριν από τον απόπλου για την Τροία. Είναι, επομένως, προφανές πως όλα τα νέα πολιτιστικά δημιουργήματα της Κορινθίας υιοθετούνταν και εφαρμόζονταν άμεσα στην ανατολική Αχαΐα, ανάμεσα σε αυτά και η αρχιτεκτονική. Ένα δε χαρακτηριστικό στοιχείο της διαφοροποίησης των δύο τμημάτων της Αχαΐας είναι και το γεγονός ότι, στα τέλη του 8ου αι. π.Χ., μόνο πόλεις της ανατολικής Αχαΐας ιδρύουν αποικίες στην Κάτω Ιταλία, όπως το Αίγιο την Καυλωνία, οι Ρύπες τον Κρότωνα και η Ελίκη, από κοινού με τις Αιγές και τη Βούρα, τη Σύβαρη. Αιτία για την ίδρυση των αποικιών αυτών ήταν προφανώς η στενότητα του ωφέλιμου γεωργικού χώρου της ανατολικής Αχαΐας, που αποτελούνταν από μια στενή παραλιακή πεδιάδα. Το παράδειγμα και η αφορμή δόθηκε, όμως, από την ίδια την Κόρινθο που είχε ξεκινήσει ήδη την ίδρυση των δικών της αποικιών κατά μήκος των ακτών της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας, της Ηπείρου και της Κ. Ιταλίας και Σικελίας. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η ανατολική Αχαΐα ενεργούσε είτε ως τμήμα της Κορινθίας είτε κατ’ επιρροήν εκείνης. Και πρέπει επίσης εδώ να τονιστεί το γεγονός ότι όλοι οι αρχαϊκοί ναοί που εντοπίστηκαν στην ανατολική Αχαΐα βρέθηκαν εντός των ορίων των πόλεων που έστειλαν αποικίες, δηλαδή του Αιγίου, των Ρυπών, της Ελίκης και της Βούρας, με εξαίρεση την Αίγειρα, η οποία φαίνεται ότι δεν ίδρυσε αποικία, αλλά ενδεχομένως Αιγειράτες είχαν συμμετάσχει σε αποστολή κάποιας άλλης όμορης αχαϊκής πόλης για την ίδρυση αποικίας.

Ο γεωμετρικός ναός της Αρτέμιδος Αοντίας στη Ρακίτα του Παναχαϊκού είναι το αρχαιότερο παράδειγμα δωρικού ναού, στον οποίο σε μία πρώιμη μορφή συναντώνται όλα τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του αρχαϊκού και του κλασικού ναού, δηλαδή πρόδομος, κυρίως ναός, οπισθόδομος, περίσταση.

Δύο σπουδαίοι αρχαιολόγοι, ανάμεσα σε άλλους, αναζήτησαν το χώρο καταγωγής του δωρικού ναού. Ο R.M. Cook ήδη από το 1970 είχε προτείνει ως τόπο καταγωγής του τη βόρεια Πελοπόννησο και μάλιστα πίστευε ότι σε προϋπάρχοντα αψιδωτό ναό πρέπει να εφαρμόστηκε τον 7ο αι. π.Χ. η δωρική περίσταση. Ο A. Mallwitz, από την άλλη, πίστευε ότι η περίσταση δημιουργήθηκε κάπου στη βόρεια Πελοπόννησο. Και τις δύο αυτές θεωρίες καλύπτουν όχι μόνον ο ναός της Αρτέμιδος Αοντίας της Ρακίτας, στον οποίο μάλιστα η περίσταση κατασκευάστηκε εξαρχής, αλλά και ο ναός του Ελικώνιου Ποσειδώνα στα Νικολέικα. Να γεννήθηκε άραγε εδώ, στην ανατολική Αχαΐα, ο δωρικός ναός και μάλιστα σε μια μικρή γωνιά της, που βρίσκεται στο κέντρο της βόρειας Πελοποννήσου (εικ. 9); Πιστεύω ότι τα μέχρι στιγμής στοιχεία αυτό δείχνουν. Δεδομένης δε της σχέσης της συγκεκριμένης περιοχής με την Κορινθία θα πρέπει να εξετάσουμε εάν οι ναοί αυτοί μπορούν να θεωρηθούν αχαϊκή ή κορινθιακή συμβολή στην πρώιμη ναϊκή αρχιτεκτονική. Ένα χαρακτηριστικό, όμως, κεραμικό προϊόν που αποτελεί ιδιαίτερο τοπικό προϊόν της Αιγιάλειας, δηλαδή η γεωμετρική κεραμική με την εμπίεστη διακόσμηση (εικ. 10), συναντάται μόνο σε περιοχές της Αιγιάλειας, όχι όμως και στην Κορινθία, βρέθηκε δε στην Αοντία Άρτεμη και στα άλλα ιερά, δηλαδή εκείνα του Ελικώνιου Ποσειδώνα και του Γκρέκα, σε τάφους της Τραπεζάς και του Αιγίου, αλλά όχι και στο ναό της Μαμουσιάς (αρχαίας Κερύνειας), αφού προς το παρόν δεν έχει εντοπιστεί παλαιότερη γεωμετρική και αρχαϊκή φάση του ναού στον Προφήτη Ηλία. Η παρουσία δε της συγκεκριμένης κεραμικής στα βαθύτερα στρώματα του ναού του Γκρέκα υποδηλώνει ασφαλώς την έναρξη της λατρείας στην Υστερογεωμετρική περίοδο και ενδεχομένως την ύπαρξη παλαιότερου ναού, του τέλους του 8ου αι. π.Χ., κάτω από τον αρχαϊκό. Ίχνη παλαιότερου, γεωμετρικού ναού για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να βρεθούν και κάτω από το ναό της Τραπεζάς, παρά το γεγονός ότι ούτε εδώ έχει βρεθεί –ακόμη ίσως– εμπίεστη κεραμική, ενώ έχει βρεθεί σε τάφους της αρχαίας πόλης, στην οποία ανήκε ο ναός. Η ανατολική Αχαΐα δε, εκτός από τη μοναδική εμπίεστη κεραμική που αναφέραμε, είχε να επιδείξει και τη δημιουργία των αγγείων του λεγόμενου τύπου Θάψου, όπως έδειξε η Αναστ. Γκαδόλου. Άρα η Αιγιάλεια φαίνεται να συμμετέχει ενεργά και πρωτότυπα στην καλλιτεχνική ή γενικότερα πολιτιστική παραγωγή της Υστερογεωμετρικής και Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου και, βεβαίως, θα μπορούσε να δημιουργήσει και τον δωρικό ρυθμό τον οποίο μετέφερε και στις ιταλικές της αποικίες. Εάν, όμως, πράγματι γεννήθηκε στην Αχαΐα ο ρυθμός θα ήταν περίεργο να έχει ονομαστεί δωρικός και όχι αχαϊκός. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχω υποστηρίξει παλαιότερα, ενδεχομένως οι κάτοικοι της ανατολικής Αχαΐας να «αισθάνονταν» περισσότερο Κορίνθιοι, δηλαδή Δωριείς, λόγω των στενών σχέσεων με την Κόρινθο αλλά και της παλαιότερης κοινής, μυκηναϊκής, συμπόρευσης, δεδομένου ότι και οι δύο αποτελούσαν τμήματα του κράτους των Μυκηνών, στο ένα από τα οποία εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού πολιτισμού. Εξάλλου, στην αχαϊκή γλώσσα υπάρχουν πολλά δωρικά στοιχεία για τα οποία θα πρέπει να διατυπωθεί από τους ειδικούς γλωσσολόγους μια πειστική ερμηνεία. Η μη καθαρότητα, εξάλλου, της αχαϊκής γλώσσας φαίνεται και από την παρουσία σ’ αυτήν και αιολικών στοιχείων.

Από την Αιγιάλεια αρκετοί δρόμοι οδηγούσαν προς την Αρκαδία. Ένας από αυτούς μάλιστα ξεκινούσε από το Αίγιο, διερχόταν από το συνοριακό ιερό της Αρτέμιδος Αοντίας και από εκεί εισερχόταν στην Αρκαδία. Την πορεία του δρόμου αυτού, που υποδεικνύουν οι διάφορες εγκαταστάσεις κατά μήκος του, επιβεβαιώνει ταυτόχρονα η παρουσία της εμπίεστης αχαϊκής κεραμικής, τόσο στα Καλάβρυτα, που ταυτίζονται με την αρχαία αρκαδική Κύναιθα, όσο και στους Λουσούς, όπου έχουν βρεθεί επίσης αψιδωτά γεωμετρικά κτήρια και στην Άνω πόλη, κάτω από τον ελληνιστικό ναό της Αρτέμιδος Ημέρας ή Ημερασίας και στο δημόσιο τμήμα της Κάτω Πόλης. Ο ορεινός αυτός δρόμος, που υπήρχε ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, για τη διείσδυση της πρώιμης ναϊκής αρχιτεκτονικής και στην Αρκαδία, αν όχι σε ολόκληρη, τουλάχιστον στο βορειότερο τμήμα της, την Αζανία. Η επαφή με την Κορινθία ήταν ασφαλώς ευκολότερη, αφού η στενή αχαϊκή πεδιάδα πλαταίνει στην Κορινθία και ο δρόμος επικοινωνίας των δύο περιοχών ήταν πεδινός και όχι ορεινός, κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, επομένως άμεσος.

Όσα υποστηρίχτηκαν παραπάνω βασίστηκαν στα πρώτα ανασκαφικά δεδομένα των πρώιμων ναών της ανατολικής Αχαΐας. Δεδομένου δε ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή κανενός ναού, πλην των ναών της Αιγείρας, οι πρώτες αυτές σκέψεις ενδέχεται να διαφοροποιηθούν μετά την πλήρη ανασκαφή τους και την αναλυτική σύγκριση των αρχιτεκτονικών στοιχείων των ναών της Αιγιάλειας με εκείνα των ναών της Κορινθίας και της Αρκαδίας, και να μας οδηγήσουν σε άλλα μονοπάτια.

 

Δρ Μιχάλης Πετρόπουλος

Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων