Η κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα αποτελεί το νοτιότερο τμήμα της ευρύτερης γεωλογικής λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων (σημ. 1), η οποία ορίζεται από τους ορεινούς όγκους του Βούρινου στα δυτικά, του Σκοπού στα βορειοανατολικά, των Πιερίων και των Καμβουνίων στα ανατολικά και νότια, και του υψίπεδου της πόλης της Κοζάνης στα βορειοδυτικά (εικ. 1). Η περιοχή έχει κλίση βορειοδυτικά-νοτιοανατολικά και διαρρέεται από μεγάλο αριθμό ρεμάτων, με συνεχή ή εποχική ροή (σημ. 2), τα οποία ξεκινούν από τα γύρω βουνά και εκρέουν στον Αλιάκμονα. Ανάμεσά τους διαμορφώνονται στενά ή πιο εκτεταμένα επιμήκη πλατώματα ή λοφίσκοι, στα οποία αναπτύσσονται οι σύγχρονοι και παλιότεροι οικισμοί, σχηματίζοντας ευδιάκριτες υψομετρικές ζώνες ή γεωμορφολογικές συγκεντρώσεις. Εξίσου κατοικημένα, συχνά από παραδοσιακές ομάδες κτηνοτρόφων, είναι και τα οροπέδια που διαμορφώνονται πάνω στους ορεινούς όγκους που ορίζουν τη λεκάνη, οι πρόποδες των βουνών, κάποια ψηλά και συχνά δυσπρόσιτα σημεία τους, οι μικρές παραποτάμιες κοιλάδες στα όρια της κοιλάδας και οι μικρότερες κατά μήκος ορισμένων μεγάλων ρεμάτων. Στους πρόποδες των Πιερίων και των Καμβουνίων, με θέα τον Αλιάκμονα, χωροθετούνται οι κωμοπόλεις Βελβεντού και Σερβίων, ενώ στην αντίπερα όχθη, στις υπώρειες του Βούρινου, συναντάμε την κωμόπολη της Αιανής.

Η οικιστική αυτή εικόνα, που σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα διαμορφώθηκε σε βάθος χρόνου, σε διάρκεια 1.000 και πλέον ετών, προκύπτει από τη συνύπαρξη μεγάλου αριθμού οικισμών, που διαφοροποιούνται ως προς μια σειρά παραμέτρων: τη χωροθέτηση, το μέγεθος, την εσωτερική χωροοργάνωση, το χρόνο, το λόγο και τον τρόπο ίδρυσής τους, τη διάρκεια της κατοίκησης, τη διαδικασία της εξέλιξης, τη βάση της οικονομίας, το ρόλο και τη σημασία τους στο ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, την πολιτισμική τους παράδοση αλλά και τις ιδεολογικές αντιλήψεις των κατοίκων τους.

Προβάδισμα στην αρχαιότητα ίδρυσης στη σημερινή του θέση, φαίνεται να έχει το Βελβεντό, που κατοικήθηκε πιθανόν από τον 8ο αιώνα, από κατοίκους που διέμεναν λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα (σημ. 3), με βεβαιότητα όμως από τον 12ο, περίοδο στην οποία ανάγονται κάποια από τα βυζαντινά εκκλησιαστικά μνημεία του (σημ. 4). Ακολουθούν η Αιανή και η μικρή κοινότητα της Καισαρειάς, που ιδρύθηκαν στις αρχές του 11ου αιώνα, όπως βεβαιώνουν και οι βυζαντινές εκκλησίες της Αιανής (σημ. 5), μετά την καταστροφή του ρωμαϊκού και βυζαντινού οικισμού που υπήρχε στη θέση Παλαιόκαστρο Καισαρειάς (σημ. 6).

Η Κοζάνη, πρωτεύουσα σήμερα του νομού (Π.Ε. Κοζάνης), φαίνεται να δημιουργήθηκε κυρίως κατά την Τουρκοκρατία, με βασικό πυρήνα μια μικρή ομάδα φυγάδων από την Ήπειρο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Σκίρκας, το 1390. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός της αυξήθηκε με διαδοχικές μετοικεσίες οικογενειών ή μεγαλύτερων πληθυσμιακών ομάδων από τη γύρω περιοχή, με σημαντικότερη τη μετοικεσία των κατοίκων του Κτενίου, μετά την καταστροφή του βυζαντινού οικισμού του Κάστρου από τους Αλβανούς. Στην περιοχή όμως που καλύπτει η σημερινή πόλη, κοντά στην περιοχή της Σκίρκας, τα ιστορικά δεδομένα μαρτυρούν την ύπαρξη δύο μικρών βυζαντινών οικισμών, στις θέσεις Σώποτο και Τρίδενδρο, αναγόμενων στους πρώτους αιώνες της 2ης χιλιετίας, ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα δίνουν και μια τρίτη σύγχρονη ή ίσως παλιότερη εγκατάσταση, καθώς δεν μαρτυρείται ιστορικά η ύπαρξή της, στην Πλατεία 25ης Μαρτίου. Οι κάτοικοι του πρώτου οικισμού μεταφέρθηκαν στην Κοζάνη γύρω στο 1450, ενώ ο οικισμός του Τρίδενδρου είναι πιθανό να συνέχισε χωρίς διακοπή στην ίδια θέση, καθιστώντας το σημείο αυτό της πόλης, κατ’ επέκταση και την ίδια, μία από τις μακροβιότερες σύγχρονες πόλεις της περιοχής, με συνεχόμενη διάρκεια ζωής στην ίδια θέση για περισσότερο από μία χιλιετία (σημ. 7).

Τη ζωή της βυζαντινής πόλης που είχε αναπτυχθεί στο Κάστρο, της «σημαντικότερης από τις μεσαιωνικές πόλεις-κάστρα στο σημερινό νομό Κοζάνης» (σημ. 8), συνεχίζουν τα Σέρβια, στους πρόποδες του λόφου, με χρονολογία ίδρυσης το 1430 (σημ. 9). Ανάλογη διάρκεια ζωής, 600 περίπου ετών, φαίνεται να έχουν και πολλοί άλλοι μικρότεροι οικισμοί στην περιοχή του Τσαρσιαμπά, νότια της Κοζάνης, οι κάτοικοι των οποίων μετακινήθηκαν για διάφορους λόγους στις σημερινές τους θέσεις, εγκαταλείποντας αυτές της βυζαντινής περιόδου, που εντοπίζονται συνήθως στην άμεση γειτονιά τους, μαρτυρώντας την ιστορική και δημογραφική συνέχεια (σημ. 10).

Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας όμως, με διάρκεια ζωής 300-600 ετών, ανάγονται και πολλοί άλλοι από τους σημερινούς οικισμούς, καθώς ο εποικισμός της περιοχής από Κονιάρους και Γιαρούκους Τούρκους, που έγινε στα τέλη του 14ου αιώνα, οδήγησε σε μια έντονη δημογραφική ανακατάταξη. Οι ντόπιοι κάτοικοι, που διέμεναν αρχικά στην εύφορη κοιλάδα του Αλιάκμονα, πάνω σε οδικές αρτηρίες και κοντά στα μεγάλα κέντρα, εκδιώχθηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε φυγή, ιδρύοντας νέους οικισμούς σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, ενώ τις θέσεις τους κατέλαβαν οι εισβολείς (σημ. 11). Στις περιοχές των οικισμών αυτών αλλά και σε άλλες όμορες θέσεις, στις αρχές του 20ού αιώνα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, ιδρύοντας νέους οικισμούς (σημ. 12). Ο νεότερος όμως οικισμός της περιοχής είναι αυτός της Νεράιδας, που ιδρύθηκε το 1972 (σημ. 13) από τους κατοίκους του ομώνυμου παραποτάμιου οικισμού που κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου.

Παράλληλα, πολλοί ορεινοί οικισμοί που εγκαταλείφθηκαν μέσα στον 20ό αιώνα για διάφορους λόγους, ανάμεσά τους και η Λάβα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω καθίζησης του εδάφους (σημ. 14), οι κάτοικοι των οποίων είχαν εγκατασταθεί σε συνοικισμούς εντός υφιστάμενων οικισμών ή είχαν ιδρύσει νέους σε άλλες θέσεις, τείνουν σήμερα να ξανασυγκεντρώσουν τους κατοίκους τους, με διαφορετικό όμως χαρακτήρα κατοίκησης.

Αυτό που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι μια συνέχεια στην κατοίκηση της κοιλάδας από ντόπιους πληθυσμούς, για μιάμιση τουλάχιστον χιλιετία. Κατά περιόδους, και για λόγους που έχουν να κάνουν με την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων και της περιουσίας τους, λόγω των επικίνδυνων ιστορικών συνθηκών που είχαν δημιουργηθεί, παρατηρείται έντονη κινητικότητά τους εντός των ορίων της λεκάνης, σε θέσεις γειτονικές ή πιο απομακρυσμένες. Σε όσες εγκαταλείπονται, με βίαιο τρόπο ή προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, παράγοντας που καθόρισε εν πολλοίς και την επιλογή των νέων θέσεων των οικισμών, η ζωή συνεχίζεται, δημογραφικά όμως διαφοροποιημένη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση των προσφύγων, η νέα κατοίκηση δεν εντοπίζεται πάνω στους προϋπάρχοντες οικισμούς, αλλά σε όμορες θέσεις. Η δημογραφική σύνθεση πολλών υφιστάμενων σήμερα ντόπιων οικισμών προέκυψε είτε από τη διάσπαση άλλων μεγαλύτερων, είτε από τη συνένωση μικρότερων οικιστικών μονάδων, συνήθως γειτονικών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τον βασικό πυρήνα αποτέλεσαν μικρές πληθυσμιακές ή οικογενειακές ομάδες, από διαφορετικούς οικισμούς. Το ποσοστό των οικισμών που οφείλεται σε οργανωμένη μετεγκατάσταση πληθυσμών από μακρινές περιοχές ανέρχεται στο ίδιο περίπου ποσοστό με αυτό των ντόπιων οικισμών (σημ. 15), ενώ σχεδόν μηδαμινό είναι αυτό της «αυτόβουλης» μετοικεσίας πληθυσμιακών ομάδων-φυγάδων από μακρινές περιοχές.

Η εξέλιξη και η ανάπτυξη των υφιστάμενων σήμερα οικισμών, καθώς και ο ρόλος και η σημασία τους στη ζωή της περιοχής, δεν συνδέονται απαραίτητα ή αποκλειστικά με την αρχαιότητά τους, ούτε με τη σημασία των παλιότερων οικισμών που αντικατέστησαν, ούτε και με τη γεωγραφική ή γεωμορφολογική τους θέση, καθόσον μάλιστα η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της αποτελεί άμεση συνάρτηση του πολιτισμικού, οικονομικού και τεχνολογικού επιπέδου των κατοίκων κάθε εποχής. Είναι απόρροια ενός συνόλου παραμέτρων, με σημαντικό παράγοντα την οικονομία, οι οποίοι σε συνάρτηση με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες, ανήγαγαν κατά περιόδους ορισμένους οικισμούς σε οικονομικά και διοικητικά κέντρα και οδήγησαν άλλους σε παρακμή ή εγκατάλειψη και ερήμωση.

Ιδιαίτερου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι το γεγονός ότι οι θέσεις που επιλέχθηκαν για την ίδρυση των υφιστάμενων σήμερα οικισμών, σε λίγες μόνο περιπτώσεις, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας (σημ. 16), εντοπίζονται πάνω σε αρχαίους οικισμούς, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον αρχικό πυρήνα τους. Οι οικισμοί των ρωμαϊκών χρόνων, που σχεδόν όλοι είχαν ιδρυθεί σε διαφορετικές θέσεις από αυτές των ελληνιστικών και συχνά συνέχιζαν τη ζωή τους και μέσα στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, εγκαταλείφθηκαν γύρω στα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ., εκτός ίσως από ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως πιθανόν ο οικισμός στη θέση Τρίδενδρο της Κοζάνης), ενώ οι θέσεις των οικισμών των ελληνιστικών, κλασικών και αρχαϊκών χρόνων, που εντοπίζονται συνήθως πάνω σε ψηλούς και συχνά οχυρούς λόφους αλλά και σε εκτεταμένα πλατώματα ή πλαγιές λόφων, δεν φαίνεται να παρείχαν τις απαιτούμενες κατά τη 2η χιλιετία μ.Χ. προϋποθέσεις για κατοίκηση. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που μας είναι γνωστά μέχρι σήμερα προέρχονται από μικρό αριθμό οικισμών, χωρίς αυτό να οφείλεται απαραίτητα σε ελλιπή έλεγχο της σύγχρονης δόμησης, και αποτελούν συνήθως κτερίσματα τάφων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (του τέλους της 2ης και των αρχών της 1ης χιλιετίας π.Χ.) ή λίγο πρωιμότερων, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (β΄ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.). Η χωρική αυτή ταύτιση των συγκεκριμένων περιόδων με σύγχρονους οικισμούς εκτιμούμε ότι είναι περισσότερο τυχαία, λόγω της μεγάλης διασποράς και του μικρού μεγέθους των οικισμών που χαρακτηρίζουν κατά τις εποχές αυτές την κατοίκηση στην περιοχή, παρά υπαγορευόμενη, εκτός ίσως από ένα μικρό ποσοστό, από παρόμοιους λόγους ίδρυσης των οικισμών. Σε λίγες περιπτώσεις εντοπίστηκαν τάφοι ή οικιστικά κατάλοιπα της ρωμαϊκής εποχής, σπανιότερα και της ελληνιστικής, ενώ μοναδική παραμένει, τουλάχιστον προς το παρόν, η περίπτωση της Νεράιδας, που ιδρύθηκε πάνω σε ψηλό λόφο με κατοίκηση κατά την ελληνιστική και την προϊστορική εποχή (σημ. 17) (εικ. 2).

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι η πόλη της Κοζάνης, πιθανόν και άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι οικισμοί της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων, συμπεριέλαβε και κάλυψε σε επόμενες επεκτάσεις της και περιοχές που είχαν κατοικηθεί προηγουμένως κατά την αρχαϊκή-κλασική-ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή (σημ. 18), χωρίς όμως αυτό να συνδέεται με το λόγο της σύγχρονης εγκατάστασης στη θέση ή τη διάρκεια ζωής του υφιστάμενου οικισμού. Η διαχρονική ωστόσο κατοίκηση ή άλλη λειτουργία μιας συγκεκριμένης θέσης ή ενός ευρύτερου χώρου, υποδηλώνει σύμπτωση μεγάλου αριθμού παραγόντων που τον καθιστούν κατάλληλο για τη συγκεκριμένη χρήση, κατατάσσοντάς τον έτσι, εύλογα, μεταξύ των σημαντικότερων μιας περιοχής.

Η οικιστική αυτή εικόνα που περιγράψαμε, αναλογικά, μοιάζει να χάνεται στα βάθη των αιώνων, στις πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και να χαρακτηρίζει διαχρονικά την κατοίκηση στην περιοχή, με μικρότερη ή μεγαλύτερη διασπορά κατά χρονική περίοδο και με διαφοροποιήσεις κοινωνικοοικονομικού και ιδεολογικού περιεχομένου: Παραποτάμιοι οικισμοί σε πλατώματα ή λοφίσκους, οικισμοί κατά μήκος των ρεμάτων, στους πρόποδες των βουνών, στις μικρές κοιλάδες αλλά και στα οροπέδια. Η διάρκεια ζωής στην ίδια θέση, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μικρότερη των 500 ετών, ενώ εντοπίζονται και αρκετοί μακροβιότεροι οικισμοί, μιας χιλιετίας περίπου, καθώς και θέσεις που ξανακατοικήθηκαν ή ξαναχρησιμοποιήθηκαν σε επόμενη/-ες φάση/-εις, ύστερα από μια περίοδο εγκατάλειψης, αυξάνοντας σημαντικά τη συνολική διάρκεια ζωής ή χρήσης του χώρου. Η σημασία και ο ρόλος που διαδραμάτισε ο καθένας από αυτούς στο πλέγμα των σύγχρονών του οικισμών, όπως και οι λόγοι της εκάστοτε επιλογής, αποτελούν συνάρτηση πολλών παραγόντων, με τη γεωγραφική του θέση συχνά να προδιαγράφει τη μοίρα του, το βαθμό και το χαρακτήρα της ανάπτυξής του.

Στο πλαίσιο αυτό, τα ερείπια επτά κάστρων, τα περισσότερα αβέβαιης μέχρι τώρα χρονολόγησης, που διέφυγαν την πλήρη διάλυση και λιθολόγηση, κτισμένα πάνω σε πολύ ψηλούς και φυσικά οχυρούς λόφους στα όρια της λεκάνης, φαίνεται να αποτέλεσαν στην εποχή τους σημεία αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή, παρέχοντας προστασία στους κατοίκους της σε δύσκολες ιστορικές στιγμές. Πρόκειται για το Παλαιόκαστρο (ή Παλαιογράτσανο) Βελβεντού στα ανατολικά, το Κάστρο Λευκάρων στα βορειοανατολικά, το Κάστρο Οινόης στα βόρεια και τα Κάστρα Κτενίου (εικ. 3), Ροδιανής και Λευκοπηγής στα δυτικά (σημ. 19). Επιπλέον, το Βυζαντινό Κάστρο των Σερβίων, στην ένωση Πιερίων και Καμβουνίων, αλλά και το μικρότερο του Βελβεντού στα Πιέρια, μοιάζουν να ελέγχουν ακόμα τις ορεινές διαβάσεις.

Στο νότιο όριο της λεκάνης εντοπίζεται η φυσική δίοδος του Σαρανταπόρου. Ένα από τα σημαντικότερα φυσικά περάσματα της Δυτικής Μακεδονίας που συνδέει διαχρονικά την ευρύτερη περιοχή με τη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας κατά τους ιστορικούς χρόνους και με αδιαμφισβήτητα σημαντικό κοινωνικοοικονομικό ρόλο κατά την προϊστορική εποχή. Το πέρασμα έχει δύο εξόδους προς την περιοχή του Αλιάκμονα, τη δίοδο του Κάστρου των Σερβίων (εικ. 4) και του Στενού «Πόρτες», επωνυμία που έλαβε η θέση λόγω της πύλης που έκλεινε το πέρασμα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας (σημ. 20).

Σημαντική ποτάμια οδό για τις μετακινήσεις από τα ανατολικά προς τα δυτικά και αντίστροφα αποτελούσε ο Αλιάκμονας (σημ. 21), ο οποίος πριν από τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου διέρρεε την περιοχή με διεύθυνση νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, ενώ σύντομη διέξοδος προς τη θάλασσα εξασφαλιζόταν, όπως και σήμερα, μέσω των διόδων των Πιερίων. Ο παραποτάμιος χώρος καλυπτόταν από πυκνό δάσος με πλατάνια, λεύκες και φτελιές, ενώ εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις απλώνονταν κατά μήκος και των δύο οχθών του ποταμού, ιδιαίτερα στα δεξιά της ροής του (σημ. 22), όπου έφταναν σε πλάτος το 1,5 χλμ.

Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων των αντίπερα περιοχών, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και σύμφωνα με το σύνολο των δεδομένων, ήταν εφικτή μόνο όταν η ροή του ποταμού ήταν μειωμένη (σημ. 23), κατά τη θερινή κυρίως περίοδο, ενώ το υπόλοιπο διάστημα ο Αλιάκμονας οριοθετούσε και διαχώριζε τις δύο περιοχές, επιφυλάσσοντας συχνά γι’ αυτές διαφορετική ιστορική πορεία και πολιτισμική εξέλιξη. Το πέρασμα του ποταμού, ο οποίος στο μεγαλύτερο τμήμα του εντός της κοιλάδας είχε αρκετό πλάτος και σχετικά μικρό βάθος, γινόταν από πολλά ρηχά σημεία του, όπου υπήρχαν περάσματα ευρύτερης ή πιο τοπικής σημασίας, σε άμεση συνάρτηση με τους χερσαίους δρόμους. Ένα από τα σημαντικότερα, στο οποίο κατέληγαν πολλοί δρόμοι από το βορειοδυτικό τμήμα της λεκάνης, εντοπιζόταν στο ύψος του Ρυμνίου, στο ρηχότερο σημείο του ποταμού, όπου κατά τους νεότερους χρόνους υπήρχε καρόδρομος που ονομαζόταν «πόρος» (σημ. 24). Ιδιαίτερης επίσης σημασίας, τουλάχιστον κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν και το πέρασμα-«πόρος» του Σπάρτου, στη θέση Παλιόχανο, όπου υπήρχε χάνι για τη στάθμευση των διερχομένων (σημ. 25). Το πέρασμα, εκτός από τις γύρω κοινότητες, εξυπηρετούσε και όλη την περιοχή της Κοζάνης καθώς και τους υπόλοιπους νομούς (Π.Ε.) της Δυτικής Μακεδονίας. Ήταν το μοναδικό για την ευρύτερη περιοχή (μέχρι και την Αμυγδαλιά στα ανατολικά) και το συντομότερο για τη Θεσσαλία, ακριβώς απέναντι από τη θέση Κρυόβρυση Κρανιδίων και τα Στενά «Πόρτες» κοντά στο Προσήλιο, όπου επίσης υπήρχαν χάνια που εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες (σημ. 26). Ανάλογα ρηχά σημεία-περάσματα, πιο τοπικής ή λιγότερο διαχρονικής σημασίας, υπήρχαν στην Καισαρειά, στη θέση Παλαιόκαστρο (σημ. 27), όπου εντοπίζεται ο ρωμαϊκός και βυζαντινός οικισμός, στο Βελβεντό, που συνέδεε την περιοχή με τους απέναντι οικισμούς της μικρής κοιλάδας των Ιμέρων, και στα Σέρβια (σημ. 28).

Στο ύψος των Σερβίων, στο στενότερο σημείο του ποταμού, κατασκευάστηκε η πρώτη γέφυρα το 1912, η οποία καταστράφηκε το 1941 από τους Εγγλέζους για να εμποδίσουν τους Γερμανούς. Την ίδια τύχη είχε και η επόμενη πρόχειρη ξύλινη γέφυρα, η οποία καταστράφηκε το 1943 από τους Έλληνες αντάρτες για να εμποδίσουν τους Ιταλούς. Το 1950 κατασκευάστηκε από το Στρατό μία σιδερένια γέφυρα, η οποία το 1974 κατακλύστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης (σημ. 29), ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα η διάβαση γινόταν με «καρούλι». Μια δεύτερη όμοια κατασκευή υπήρχε και σωζόταν μέχρι πρόσφατα, πριν από την κατασκευή του Φράγματος Μέσου Αλιάκμονα από τη ΔΕΗ, στη μικρή κοιλάδα της Μονής Ιλαρίωνα, στο νοτιοδυτικό όριο της λεκάνης (εικ. 5). Σήμερα, τη θέση της σιδερένιας γέφυρας καταλαμβάνει η «Υψηλή Γέφυρα Σερβίων», μήκους 1.372 μ., ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής αλλά και ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής (εικ. 6), ενώ μια δεύτερη παρόμοια κατασκευάστηκε την ίδια περίοδο στον «πόρο» Ρυμνίου, επιβεβαιώνοντας τη λειτουργικότητα και τη διαχρονικότητα των δύο περασμάτων, πάντα σε άμεση συνάρτηση με τους σύγχρονους οδικούς άξονες και το επίπεδο της τεχνολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κοιλάδα του μέσου ρου του Αλιάκμονα το μεγάλο πλάτος του ποταμού και η αυξημένη ροή του όχι μόνο δεν επέτρεψαν την κατασκευή πέτρινων γεφυριών, αλλά και η δεύτερη σιδερένια γέφυρα που κατασκευάστηκε από το Στρατό στο ύψος του Ρυμνίου, κατέρρευσε στο πρώτο πλημμύρισμά του (σημ. 30). Πολύ περισσότερο, κατά την άποψή μας, φαίνεται δύσκολη, εάν όχι αδύνατη και ίσως χωρίς ουσιαστικό λόγο, η με οποιοδήποτε τρόπο προσπάθεια και επίτευξη γεφύρωσης του ποταμού πριν από τον 20ό αιώνα, καθόσον μάλιστα δεν υπάρχουν και σχετικές πληροφορίες. Η διαχρονική ωστόσο, από την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο, κατοίκηση της περιοχής και η συγκέντρωση οικισμών και στις δύο όχθες του ποταμού, στο σημείο αυτό, υποδηλώνουν τουλάχιστον την ύπαρξη και μακρόχρονη λειτουργία κάποιου σημαντικού φυσικού περάσματος.

Το γεωλογικό υπόβαθρο της λεκάνης Κοζάνης-Σερβίων συνίσταται από χερσαίες και λιμναίες ιζηματογενείς αποθέσεις, όπως κροκαλοπαγή, άμμους, αργίλους, μάργες, πηλούς, κοκκινόχωμα κ.ά., ενώ μέσω του πυκνού υδρογραφικού της δικτύου καταλήγουν σ’ αυτήν διάφορα πετρώματα από τα γύρω βουνά. Έτσι, κατά μήκος των ρεμάτων κυρίως, συναντώνται ασβεστόλιθοι, ψαμμίτες, σχιστόλιθοι, γνεύσιοι, πυριτόλιθοι και οφιόλιθοι, πετρώματα κατάλληλα για την οικοδομική δραστηριότητα και τον εργαλειακό εξοπλισμό των κατοίκων (σημ. 31).

Από το 1974 και εξής, με την ολοκλήρωση και λειτουργία του Υδροηλεκτρικού Σταθμού Πολυφύτου από τη ΔΕΗ, τα νερά της τεχνητής λίμνης κατέκλυσαν το νότιο τμήμα της λεκάνης, αλλοιώνοντας ριζικά, σχεδόν «σοκαριστικά», το ποτάμιο οικοσύστημα του Αλιάκμονα και των άμεσα συνδεδεμένων με αυτό ρεμάτων, και καταστρέφοντας την ιδιαίτερου κάλλους παραποτάμια περιοχή (σημ. 32). Μαζί τους κατακλύστηκε ή αποκαλύφθηκε βίαια και διαβρώθηκε το σύνολο σχεδόν των υλικών καταλοίπων του παραποτάμιου πολιτισμού, σηματοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες πολιτισμικές καταστροφές, σε πανελλήνια τουλάχιστον κλίμακα (σημ. 33).

Στα χρόνια που ακολούθησαν το σχηματισμό της λίμνης, ένα νέο οικοσύστημα δημιουργήθηκε (εικ. 7), νέες αναπτυξιακές δυνατότητες παρουσιάστηκαν για την περιοχή και η οικονομία όπως και η διαβίωση προσαρμόστηκαν στο νέο «τεχνητό» ή ανθρωπογενές περιβάλλον (σημ. 34). Παρόμοια, και η αρχαιολογική έρευνα επικεντρώθηκε στην παραλίμνια περιοχή, περισυλλέγοντας, διασώζοντας και αξιοποιώντας τα αποσπασματικά και απρόσμενα κομμάτια ιστορίας που ερήμην της αποκαλύφθηκαν (εικ. 8).

Η λίμνη είναι επιμήκης, με μέση έκταση 74 τετρ. χλμ. Έχει μέγιστο πλάτος 2,5 χλμ. και μήκος που κυμαίνεται μεταξύ 31 και 22 χλμ., ανάλογα με τη στάθμη του υδάτινου όγκου, η οποία παρουσιάζει σοβαρή αυξομείωση 21 μ., με μέγιστο υψόμετρο τα 291 μ. και ελάχιστο τα 270 μ. (σημ. 35).

Πέρα όμως από αυτά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, οι μετρήσεις που έγιναν μέχρι τώρα στους ανασκαμμένους αρχαιολογικούς χώρους και η επιφανειακή έρευνα των τελευταίων ετών, έδειξαν επιπλέον ότι η περιοχή που καλύπτεται από τη λίμνη αυξάνεται συνεχώς και ανεξέλεγκτα, λόγω του μεγάλου όγκου των φερτών επιχώσεων που επικάθονται στον πυθμένα της. Οι επιχώσεις αυτές προκύπτουν από τη συνεχή διάβρωση των οχθών της λίμνης, από τον κυματισμό και την αυξομείωση της στάθμης της, καθώς και από τα φερτά υλικά του ποταμού και των ρεμάτων της λεκάνης απορροής. Το αποτέλεσμα είναι ολοένα και περισσότερες από τις εντοπισμένες θέσεις να κινδυνεύουν με πλήρη διάλυση ή οριστικό κατακλυσμό από τα νερά και παράλληλα νέες άγνωστες θέσεις να έρχονται συνεχώς στο φως, με τον κατάλογο των πληττόμενων χώρων να μοιάζει πως δεν έχει τέλος. Πιο ευνοημένες, υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται να είναι οι θέσεις που καλύφθηκαν μόνιμα από τα νερά, η επιβεβαίωση όμως της υπόθεσης όπως και ο προσδιορισμός του ακριβούς αριθμού τους εναπόκειται στους αρχαιολόγους του μέλλοντος. Προς το παρόν, η σταθεροποίηση της στάθμης της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου που αναμένεται να συμβεί σύντομα, με τη λειτουργία του νέου φράγματος της ΔΕΗ στον Ιλαρίωνα (Φράγμα Μέσου Αλιάκμονα), φαίνεται να αποτελεί τη μόνη λύση, τουλάχιστον για τη οριστικοποίηση του αριθμού των πληττόμενων χώρων (σημ. 36).

 

Αρετή Χονδρογιάννη-Μετόκη

Δρ Αρχαιολόγος

Λ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού