Τά δέ βαπτόμενα πάντα τάς χρόας ἀπό τῶν βαπτόντων λαμβάνει. πολλά μέν γάρ τοῖς ἄνθεσι βάπτεται τοῖς φυομένοις, πολλά δέ ῥίζαις, πολλά δέ φλοιοῖς ἤ ξύλοις ἤ φύλλοις ἤ καρποῖς […] καί ὅλως ὅσα χρόας ἰδίας ἔχει. ἀεί γάρ ἀπό πάντων αὐτῶν, ἅμα τῷ τε ὑγρῷ καί θερμῷ τῶν χρωμάτων συνεισιόντων εἰς τούς τῶν βαπτομένων πόρους, ὅταν ἀποξηρανθῇ, τάς ἀπ’ ἐκείνων χρόας λαμβάνει…

Αριστοτέλης, Περί χρωμάτων, 794α,16.

Η ανωτέρω καταγραφή του Αριστοτέλη φανερώνει τις ανεξάντλητες πηγές της φύσης, όπως άνθη, ρίζες, φύλλα, φλοιοί, ξύλα και καρποί, που χρησιμοποιούσαν στη βαφική οι αρχαίοι τεχνίτες βαφείς.

Ο κρόκος, η πορφύρα, το ερυθρόδανο και το ινδικό θεωρούνται τα αρχαιότερα βαφικά υλικά που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος. Στην Aνατολή φαίνεται ότι αυτά τα βαφικά χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά πριν από τουλάχιστον 4.000 χρόνια. Στο Αιγαίο οι Έλληνες χρησιμοποίησαν αυτά τα υλικά, καθώς και όμοια, από τους προϊστορικούς χρόνους.

Η χρήση του κρόκου και ειδικά των στιγμάτων του άνθους, ως άρωμα, φαρμακευτικό και κίτρινο βαφικό υλικό μαρτυρείται στην τέχνη της εποχής, καθώς και σε γραπτά κείμενα Γραμμικής Β. Πράγματι υπήρξε βασικό ζωγραφικό στοιχείο σε τοιχογραφίες και αγγεία. Δυστυχώς δεν έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα βαφικού υλικού, αφού αυτό είναι αδύνατο για λόγους που θα περιγραφούν παρακάτω.

Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, η ελληνική λέξη «κρόκος» προέκυψε όταν ο θεός Ερμής, παίζοντας στα λιβάδια με το φίλο του Κρόκο, τον τραυμάτισε θανάσιμα άθελά του στο κεφάλι. Πέφτοντας ο Κρόκος νεκρός, τρεις σταγόνες από το αίμα του έπεσαν στο κέντρο του λουλουδιού και προέκυψαν τρία νηματίδια στο χρώμα του αίματος. Έκτοτε το λουλούδι πήρε το όνομα κρόκος. Οι θεϊκοί συμβολισμοί είναι προφανείς για τον κρόκο, το λουλούδι με τα σπάνια χαρίσματα, που έχει χρησιμοποιηθεί διαχρονικά μέχρι σήμερα σαν φάρμακο, άρτυμα και βαφικό υλικό.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα γράφει ότι όταν ο Δίας αγκάλιαζε την Ήρα φύτρωναν γύρω κρόκοι, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει “Ηώς μεν κροκόπεπλο” (Θ,1,Τ,1) παρομοιάζοντας την αυγή με το κίτρινο του κρόκου.

Οι αφηγηματικές τοιχογραφίες της Μινωικής εποχής πιστοποιούν τη μεγάλη χρήση του κρόκου ως αρώματος, φαρμακευτικού και βαφικού υλικού. Γνωστή είναι η τοιχογραφία των ανακτόρων της Κνωσού της 2ης χιλιετίας π.Χ. με τον γαλάζιο κροκοσυλλέκτη πίθηκο.

Είναι χαρακτηριστική η περίφημη τοιχογραφία “κροκοσυλλέκτριες” από τη Σαντορίνη του 16ου π.Χ. αιώνα, όπου νέες, με πολύχρωμες ενδυμασίες συλλέγουν κρόκους από βράχους (εικ. 1). Παρατηρούμε άφθονη απεικόνιση κρόκων, ακόμη και στον αέρα με καταφανή σχεδίαση των στιγμάτων του άνθους, λόγω της σημασίας τους. Οι σειρές των τοιχογραφιών αυτών με τις τελετουργικές συλλογές του κρόκου καταδεικνύουν την ξεχωριστή θέση, που είχε την εποχή εκείνη ως βαφικό και φαρμακευτικό υλικό.

Ο περίτεχνος και τελετουργικός υφασμένος πέπλος, που κάθε πέντε χρόνια αφιέρωναν οι Αθηναίοι στη θεά Αθηνά κατά τη μεγάλη εορτή των Παναθηναίων, ήταν κροκωτός. Το ύφασμα της θεάς Άρτεμης ήταν επίσης κροκωτό (σημ. 1). Η Ιφιγένεια προσήλθε στη θυσία της με κροκοβαμμένο ύφασμα (σημ. 2). Ο Αισχύλος καταγράφει ότι τα επίσημα ενδύματα του Δαρείου ήταν βαμμένα με κρόκο (σημ. 3). Το ακαταμάχητο του χρώματος εμφανίζεται καθαρά στις κωμωδίες του Αριστοφάνη: η Λυσιστράτη παροτρύνει την Κλεονίκη να φτιάξει κροκωτό αραχνοΰφαντο φόρεμα, ώστε οι άνδρες από θαυμασμό να μην μπορούν ούτε το δόρυ να σηκώσουν (σημ. 4)  ενώ ο Διόνυσος στους Βατράχους μεταμφιέζεται σε Ηρακλή φορώντας τη λεοντή επάνω από τον κροκωτό χιτώνα (σημ. 5).

Από τους αρχαίους συγγραφείς ο Αριστοτέλης καταγράφει ότι υπήρχε άφθονος κρόκος στη Σικελία (σημ. 6). Ο Θεόφραστος μεταξύ άλλων περιγράφει την ποώδη φύση, την όψιμη βλάστηση με την παρατήρηση ότι το άνθος κρατάει μόνο λίγες ημέρες (σημ. 7). Θεωρεί πολύ καλό μυρωδικό το κρόκινο μύρο και καταγράφει ότι ο άριστος κρόκος βγαίνει στην Κιλικία και στην Αίγινα. Ο Στράβων θεωρεί ότι από το Κωρύκειο άντρο της Κιλικίας προκύπτει ο καλύτερος κρόκος (σημ. 8). Ο Διοσκουρίδης καταγράφει τις φαρμακευτικές χρήσεις του κρόκου και θεωρεί τον κρόκο κράτιστο των φυτικών ιαμάτων ως αντιφλεγμονώδες, αναλγητικό, αντισηπτικό κ.ά. Θεωρεί καλύτερο σε ποιότητα τον προερχόμενο από την Κιλικία, με δεύτερο τον κρόκο της περιοχής του Ολύμπου της Λυκίας, ενώ θεωρεί κατώτερης ποιότητας τον κρόκο της Σικελίας (σημ. 9). Ο Πλίνιος συμφωνεί ότι ο άριστος κρόκος ήταν της Κιλικίας ενώ θεωρεί επόμενο καλύτερο τον κρόκο της Σαντορίνης (σημ. 10).

Η πρώτη αναφορά σε καλλιέργεια κρόκου χρονολογείται από το 2300 π.Χ. καθώς καταγράφεται ότι ο Σαργών, βασιλιάς της περιοχής του Ευφράτη, γεννήθηκε στην πόλη Azupirano δηλαδή την “πόλη του κρόκου” (σημ. 11). Στην Αίγυπτο η πρώτη καταγραφή ήταν στον πάπυρο Ebers (1500 π.Χ.) όπου αναφέρεται ο κρόκος σε ιατρικά παρασκευάσματα.

Έλληνες, Αιγύπτιοι και Ρωμαίοι έκαιγαν κρόκο για θυμίαμα στους θεούς. Το ίδιο συνεχίζεται μέχρι σήμερα στην Ινδία και στην Κίνα όπου ακόμη και σήμερα τα ράσα των Βουδιστών είναι βαμμένα με κρόκο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χρήση του είναι διαχρονική και συνεχής σε όλη την Ανατολή από την Ινδία και τα υψίπεδα του Κασμίρ μέχρι τις δυτικές παραμεσόγειες χώρες. Στα περσικά ονομάσθηκε azafran και στα αραβικά zafaran, ενώ στη Μ. Ασία και στο Αιγαίο, στα νεότερα χρόνια, ζαφορά. Οι Ρωμαίοι διατηρούν το όνομα κρόκος ενώ το φυτό καλλιεργείται κυρίως στη Σικελία και στην Κυρηναϊκή. Η χρήση του κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν συνεχής. Από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου χρησιμοποιούνταν συχνά ως βαφικό υλικό σε χρυσογραφίες, αγιογραφίες (φωτοστέφανο αγίων) σε ξύλο ή τοίχους καθώς και σε βυζαντινά χειρόγραφα, όπου τα κεφαλαία γράμματα σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές παραδόσεις βάφονταν με κρόκο. Οι εικόνες, οι παραστάσεις σε τοιχογραφίες και τα βιβλία που είχαν βαφεί με κρόκο διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας.

Για τους χριστιανούς ο κρόκος είναι ένα από τα εξήντα υλικά, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του Αγίου Μύρου, δηλαδή του τελετουργικού υλικού που συμβολίζει τα πνευματικά δώρα του Αγίου Πνεύματος τα οποία λαμβάνουν οι πιστοί κατά τη διαδικασία του μυστηρίου του Χρίσματος (σημ. 12).

Στο Αιγαίο, όπως προαναφέρθηκε, ο κρόκος ως φαρμακευτικό και βαφικό υλικό ήταν γνωστός από την προϊστορική εποχή. Σε όλα τα νησιά των Κυκλάδων υπάρχει αυτοφυής κρόκος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η σύγχρονη κροκοσυλλογή είναι μικρής εμβέλειας. Γίνεται σε ορισμένα νησιά,  όπως η Σαντορίνη, η Τήνος (υπάρχει και ομώνυμο χωριό), η Κάρπαθος κ.ά. Στην Αστυπάλαια ακόμη βάφουν όλα τα πασχαλινά εδέσματα με κρόκο. Στην Κρήτη η καλλιέργεια γινόταν από τη Μινωική εποχή και υπήρχαν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν αρκετά χωριά με το όνομα κρόκος. Η παρουσία Βενετών εμπόρων  στο Αιγαίο αλλάζει περιστασιακά το όνομα με το αραβικό ζαφορά ή σαφράνι να κυριαρχεί.

Σήμερα στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ελάχιστα σε μορφή στιγμάτων ή σκόνης, σε εδέσματα, όπως λαμπρόπιτες, πασχαλινά κουλούρια κ.ά. Αλλά και ως υλικό έχει πολλές χρήσεις διότι εκτός από άρτυμα και βαφικό υλικό τροφών, είναι γνωστές οι ιδιότητές του σαν φάρμακο (αφροδισιακό κ.ά.). Στον ελλαδικό χώρο καλλιεργείται μόνο στο Ν. Κοζάνης, γύρω από το ομώνυμο χωριό Κρόκος. Στην περιοχή παράγονται 6-8 τόνοι αποξηραμένων στιγμάτων ετησίως (εικ. 2). Θεωρείται το ακριβότερο μπαχαρικό με αρκετούς τόνους στιγμάτων να εξάγονται τυποποιημένοι σε διάφορες χώρες, κυρίως της Ανατολής.

Φυτολογία και τεχνολογίες βαφής

Υπάρχουν καταγεγραμμένα 79 είδη βολβόριδων κρόκων, αυτοφυή σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες μέχρι την Κίνα και την Ινδία. Το ενδιαφέρον από την αρχαιότητα εστιάζεται στο λεγόμενο ήμερο κρόκο (Crocus sativus L.) που καλλιεργείται σήμερα κυρίως στην Ισπανία και σε χώρες της Ανατολής (Ιράν, Κίνα, Ινδία). Στον ελλαδικό χώρο εντατική καλλιέργεια, όπως προαναφέρθηκε,  γίνεται σήμερα στην περιοχή της Κοζάνης (εικ. 3 και 4). Από την αρχαιότητα στο Αιγαίο εμφανίζονται και δύο άλλες παραπλήσιες ποικιλίες. Στα Κυκλαδονήσια εμφανίζεται ο αυτοφυής άγριος κρόκος, ο λεγόμενος Καρτραϊκός, συνήθως σε χαμηλό υψόμετρο, ενώ στην Κρήτη επίσης αυτοφυής εμφανίζεται ο κρητικός κρόκος oreocreticus σε αρκετά υψηλό υψόμετρο. Και τα τρία είδη είναι σχεδόν ίδια, με 6 πορφυροϊώδη πέταλα, 3 κίτρινους στήμονες και 3 βαθυκόκκινα στίγματα.

Η συλλογή του κρόκου γίνεται την ημέρα και ακολουθεί διαχωρισμός των βαθυκόκκινων στιγμάτων από τα πέταλα και μάλιστα την ίδια μέρα, διότι αν γίνει αργότερα ο διαχωρισμός εμφανίζει δυσκολίες. Τα στίγματα αποξηραίνονται στη σκιά για να μη χαθούν η βαφή και οι αρωματικές ύλες που περιέχουν (αιθέρια έλαια) και τέλος αποθηκεύονται σε σκουρόχρωμα γυάλινα δοχεία. Για να προκύψει ένα κιλό στίγματα χρειάζονται από 150 έως 170 χιλιάδες άνθη και περίπου 400 ώρες ανθρώπινης εργασίας. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι ακριβό υλικό. Γι’ αυτό το λόγο ανέκαθεν νοθευόταν συστηματικά. Τα κύρια υλικά νοθείας, επίσης φυτικά, ήταν ο Κάρθαμος ο βαφικός (Κουρκουμάς), γνωστός ως ινδικό σαφράνι ή ψευδοζαφορά, ο γνωστός κνήκος ή κνίκος των αρχαίων, που συστηματικά νόθευε τον κρόκο στον ελλαδικό χώρο από την Μυκηναϊκή εποχή σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ησυχίου “κνηκόν: το κροκίζον χρώμα του άνθους”. Το ευφόρβιον (η γνωστή γαλατσίδα) που αναφέρει ο  Διοσκουρίδης ήταν κοινό υλικό νοθείας κρόκου στην εποχή του καθώς και το αρχαίο χελιδόνιο (γνωστό σαν ελύδριο) και η θαψία με την ώχρα (Reseda Luteola). Η ανάμειξη ακόμη και με τους κίτρινους στήμονες του ίδιου του κρόκου απαγορευόταν αυστηρά, με τον Πλίνιο να δίνει οδηγίες για δοκιμές καθαρότητος κρόκου. Κατά τον Μεσαίωνα στη Γερμανία όσοι εμπορεύονταν νοθευμένο κρόκο καίγονταν ζωντανοί στην πυρά!

Όσο δύσκολη και επίμονη ήταν η συλλογή των στιγμάτων, τόσο εύκολη σε αντιδιαστολή ήταν η βαφή των υφασμάτων, διότι η ίδια η βαφή είναι εύκολα υδατοδιαλυτή ακόμη και σε θερμοκρασία δωματίου. Πράγματι, αρκεί τα στίγματα να τεθούν σε νερό ή σε ασπράδι αυγού. Η κίτρινη βαφή διαχέεται άμεσα. Η βαφική ύλη είναι το υδατοδιαλυτό καροτενοειδές κροκίνη (βλέπε χημικό τύπο),  που υπάρχει στο στίγμα σαν ένας γλυκοζίτης, δηλαδή ένωση βαφής με σάκχαρο. Η κροκίνη εύκολα διαλύεται σε νερό και σε αλκοόλες και προκύπτει η κροκετίνη σαν βαφή, με τα εκχυλίσματα να δίνουν ένα λαμπερό έντονο κίτρινο χρώμα.

Το ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό άρωμα του κρόκου, που του δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιείται και ως άρτυμα, είναι η σαφρανάλη, μία μονοτερπενική αλδεΰδη, που προέρχεται από υδρόλυση κατά τη διάρκεια της ξήρανσης των στιγμάτων. Η σαφρανάλη αποτελεί το κύριο συστατικό του πολύτιμου αρωματικού αιθέριου ελαίου.

Η συγκέντρωση των κροκινών στα στίγματα είναι πάρα πολύ μεγάλη, με τεράστια χρωστική ισχύ, με συνέπεια ακόμη και σε μικρές ποσότητος στίγματος σε νερό – της τάξεως 1 προς 1.000.000 – το λουτρό να αποκτά έντονο κίτρινο χρώμα. Η μακριά επίπεδη άλυσσος της κροκετίνης με την παρουσία πολικών αυξόχρωμων ομάδων καθιστά μεν εύκολη τη διάλυση, αλλά η σύνδεση ίνας-βαφής με δευτερογενείς δεσμούς υδρογόνου αυτών των ομάδων να κυριαρχούν, είναι εύκολη μεν αλλά όχι ισχυρή. Στη χημική τεχνολογία αυτού του είδους οι βαφές ονομάζονται “απευθείας βαφές” και σπάνια καθιστούν το βαμμένο ύφασμα ή την ίνα ανθεκτικά στο φως ή στο πλύσιμο. Στο σχήμα 1 φαίνεται η χημική σύνδεση βαφής-υποστρώματος.

Η τεχνολογία βαφής, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εύκολη. Με θέρμανση του υδατικού λουτρού (100 ml) σε θερμοκρασία 80° C τοποθετήθηκαν 2 στίγματα κρόκου sativus L. από την περιοχή της Κοζάνης. Το κίτρινο βαφικό υγρό μεταγγίσθηκε σε άλλο δοχείο. Στο ληφθέν λουτρό βαφής μέσα σε ποτήρι ζέσεως, σε θερμοκρασία 80°-85° C σε υδατόλουτρο, τοποθετήθηκαν δείγματα υφασμάτων τεμαχισμένα. Τα δείγματα αυτά ήταν τεμάχια από ειδικά υφάσματα, μη επεξεργασμένα, από το Bradford της Μ. Βρετανίας. Χρησιμοποιήθηκαν δείγματα από μάλλινο, μεταξωτό και βαμβακερό ύφασμα. Διαπιστώθηκε ότι σε λίγα λεπτά της ώρας τα μεν μάλλινα και μεταξωτά δείγματα απέκτησαν έντονο φωτεινό κίτρινο χρώμα, ενώ τα βαμβακερά λιγότερο. Αυτό οφείλεται στο διαφορετικό βαθμό προσρόφησης της κροκετίνης από τις ίνες (σχήμα 2). Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι φυσικές βαφές συνήθως είναι κατάλληλες για βαμβάκι και σπάνια για μετάξι ή μαλλί. Μία από αυτές τις εξαιρέσεις φαίνεται να είναι και ο κρόκος. Στη συνέχεια τα δείγματα ξεπλύθηκαν με χλιαρό νερό για να απομακρυνθούν τυχόν υπολείμματα της βαφής, που δεν είχαν προσροφηθεί καλά στις ίνες και μετά τα δείγματα στεγνώθηκαν σε θερμοκρασία δωματίου (εικ. 5). Η φωτογράφηση των δειγμάτων έγινε σε ηλιακό φως με κάμερα Canon D20 με φακό 7030.

Η μελέτη σε συσκευή τεχνικής γήρανσης με πηγή φωτός Ξένον (Weatherometer Xenotest – 150) μαζί με άλλα βαμμένα δείγματα από ινδικό, ριζάρι και πορφύρα, έδειξε ότι στην πρότυπη κλίμακα αντοχών 1-8 με άριστα το 8, ο κρόκος φανέρωσε τη μικρότερη αντοχή της τάξεως 1-2, ενώ οι προηγούμενες άλλες βαφές 6-7, δηλαδή πολύ καλές αντοχές. Αυτός είναι ο λόγος, που δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα υπολείμματα αρχαίων υφασμάτων βαμμένων με κρόκο, σε αντιδιαστολή με ανασκαφικά ευρήματα βαμμένα με πορφύρα, ερυθρόδανο (ριζάρι) ή ινδικό.

Φυσικοχημεία και ανίχνευση της βαφής

Όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε για τη βαφή υφασμάτων, στη φυσικοχημική μελέτη χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου στίγματα κρόκου sativus L. από την περιοχή της Κοζάνης. Δημιουργήθηκαν εκχυλίσματα σε νερό και μεθανόλη και ελήφθησαν φάσματα στο ορατό με χρήση συσκευής Hitachi (σχήμα 3). Με χρησιμοποίηση Nujol ελήφθη φάσμα στο υπέρυθρο (σχήμα 4) με χρήση συσκευής Perkin Elmer (Paragon 100 FT –IR).

Το φάσμα φθορισμού του εκχυλίσματος της βαφής από στίγμα σε νερό ήταν πολύ ισχυρό (σχήμα 5). Με διέγερση στα 366 nm εμφανίστηκε έντονη εκπομπή στα 530 nm (φθορισμόμετρο F-2500 HITACHI). Η μέθοδος της φθορισμομετρίας είναι πολύ ευαίσθητη και συνιστάται ως κύρια μέθοδος ανίχνευσης κρόκου σε βαμμένα υφάσματα. Πράγματι έγινε δοκιμή σε άγνωστο κίτρινο δείγμα. Επρόκειτο για μεταλλικό νήμα με πυρήνα από ίνες κίτρινου μεταξιού από κρόσσια επιτραπέζιου καλύμματος (εικ. 6, Αήρ Αγ. Τράπεζας, 19ος αιώνας, Ναός Αγ. Νικολάου, Αττάλεια Μ. Ασίας). Έγινε εκχύλιση με 2-3 σταγόνες θερμό νερό και μεθανόλη. Διαπιστώθηκε έντονη εκπομπή στο φθορισμόμετρο στα 530 nm και συνεπώς επρόκειτο για κρόκινο βαμμένο νήμα.

Επίσης έγινε χρωματογραφία λεπτής στιβάδος με χρήση πλακών silica (Nano Plates Sil 20, Macherey and Nagel, Germany) με φορέα έκλουσης μείγμα χλωροφορμίου / οξικού αιθυλεστέρα / μέθυλο αίθυλο κετόνης / μυρμηκικού οξέως 15:5:3:1. Με μικροσύριγγα 5 ml τοποθετήθηκαν τα δείγματα στην πλάκα και συγκεκριμένα του εκχυλίσματος από το στίγμα και του εκχυλίσματος μεθανόλης από τις ίνες του προαναφερθέντος μεταλλικού νήματος. Δημιουργήθηκαν δύο κηλίδες και η παρατήρηση του χρωματογραφήματος έγινε στο υπεριώδες (εικ. 7) με χρήση επιτραπέζιας συσκευής υπεριώδους Blak-Ray UVL-21. Η φωτογράφηση έγινε με κάμερα Canon EOS 1V με φακό 55 mm. Ο έλεγχος των ψευδοχρωμάτων (σκούρου καφέ)που εμφάνισαν οι κηλίδες στο υπεριώδες έδειξε ότι αμφότερες οι βαφές ήταν ίδιες, δηλαδή κρόκος, επιβεβαιώνοντας τον προηγούμενο έλεγχο με φθορισμομετρία. Όπως προκύπτει από την παρούσα μελέτη η ανίχνευση κρόκινης βαφής σε υφάσματα παλαιότητας μέχρι 250 χρόνων περίπου, πρέπει να γίνεται με φθορισμομετρία, λόγω της μεγάλης ευαισθησίας της μεθόδου. Ως δεύτερη επικουρική μέθοδος, που μπορεί να ανιχνεύσει κρόκο, συνιστάται η χρωματογραφία λεπτής στιβάδας. Το πλεονέκτημα της τελευταίας μεθόδου είναι ότι δεν απαιτεί συσκευή μεγάλου κόστους, όπως το φθορισμόμετρο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι από τις αρχές του 20ού αιώνα σχεδόν εγκαταλείφθηκε η βαφή υφασμάτων με κρόκο, μαζί βεβαίως με όλες τις άλλες φυσικές βαφές, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από  συνθετικές, που έχουν μεγαλύτερη αντοχή και μικρότερο κόστος. Σήμερα αρχίζουν σε μικρή κλίμακα να χρησιμοποιούνται εκ νέου φυσικές βαφές και στην Ιαπωνία έχουν γίνει μόδα τα λεγόμενα “οικολογικά υφάσματα”, που είναι βαμμένα με παραδοσιακές φυσικές βαφές, όλες φυτικές, όπως ο κρόκος. Το κόστος είναι αρκετά υψηλό αλλά το σύνθημα “επιστροφή στη φύση” φαίνεται να αποκτά όλο και περισσότερους θιασώτες.

Δρ Σταύρος Πρωτοπαπάς

* Ο Δρ. Στ. Πρωτοπαπάς είναι προϊστάμενος στο τμήμα εφαρμοσμένης έρευνας στη διεύθυνση συντήρησης αρχαίων και νεωτέρων μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.

** Ο συγγραφέας ευχαριστεί τον φωτογράφο Μ. Πόρναλη για όλες τις ειδικές φωτογραφήσεις, που έγιναν στην περιοχή Κρόκου Κοζάνης, καθώς και τον συνεταιρισμό Κροκοπαραγωγών Κοζάνης για την χορήγηση δειγμάτων (στίγματα) από το εργαστήριό τους. Επίσης ευχαριστίες οφείλονται στην συντηρήτρια Ε. Χριστοφορίδου για την παραχώρηση προτύπων υφασμάτων- μη επεξεργασμένων, βαμβακερού, μάλλινου και μεταξωτού, από το εργαστήριο συντήρησης υφάσματος της 11ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Βέροια). Τέλος ευχαριστίες οφείλονται στον Στ. Τζήμα, καθηγητή εργαστηρίου της σχολής τροφίμων στα Τ.Ε.Ι. Αθήνας, για τις διευκολύνσεις στη χρησιμοποίηση επιστημονικών συσκευών στα εργαστήρια της σχολής.