Στον εκλιπόντα Γιάννη Σακελλαράκη αφιερώνει ένα εκτενές άρθρο του ο Ν. Ψιλάκης στο περιοδικό Κρητικό Πανόραμα. Βασισμένος σε μια συζήτηση των δυο τους πριν από δέκα χρόνια – που είχε καταλήξει σε τετρασέλιδο αφιέρωμα της εφημερίδας «Έθνος» – ο Ψιλάκης συνθέτει ένα κείμενο όπου ξεδιπλώνεται η διορατική ματιά του μεγάλου αρχαιολόγου με αφορμή το σημαντικότερο ίσως εύρημα από την περιοχή του Ιδαίου Άντρου, τον λεγόμενο Θρόνο του Δία.

Από το 1885 κατά τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Φρέντερικ Άλμπερτ στο Ιδαίο Άντρο είχαν έρθει στο φως μικροσκοπικά τμήματα από κατεργασμένο ελεφαντόδοντο, των οποίων η μελέτη, το 1935, έδειξε ότι σχετίζονταν με την περιοχή της Β. Συρίας και την Ανατολή. Τα δείγματα όμως αυξήθηκαν κατά πολύ όταν ο Γιάννης Σακελλαράκης ξεκίνησε την έρευνά του στον χώρο. Και, όπως γράφει ο Ψιλάκης, «η πληθώρα των ελεφάντινων καταλοίπων που βρέθηκαν σε διαφορετικές εποχές σε ένα από τα πιο σημαντικά λατρευτικά σπήλαια της αρχαιότητας» τον είχε προβληματίσει. Ο προβληματισμός αυτός ήταν που τον οδήγησε σε ένα μακρινό ταξίδι, στον τόπο και το χρόνο.

Χωροταξικά, ο διάσημος αρχαιολόγος έφτασε ως τη Βαγδάτη ψάχνοντας τα ίχνη των αρχαίων εκείνων που έφεραν κατεργασμένο το ελεφαντόδοντο στην Κρήτη – είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να δουλεύτηκε εκεί. «Μεσούντος του πολέμου, το ζεύγος Σακελλαράκη βρισκόταν στο αρχαιολογικό μουσείο της ιρακινής πρωτεύουσας». Ο διευθυντής του, απόφοιτος της Χαϊδελβέργης, όπου ο Σακελλαράκης είχε διδάξει, άνοιξε τις πύλες του κτιρίου μόνο σ΄ εκείνον και τη σύζυγό του, Έφη, ως φόρο τιμής σε έναν δάσκαλο του παλιού του πανεπιστημίου. Εκεί είναι που ο μεγάλος αρχαιολόγος μελετά παράλληλα των ελεφαντουργημάτων της Ίδης: περίτεχνα σκαλισμένα κομμάτια, κάποτε σε μοτίβα πανομοιότυπα με εκείνα του δικού του συνόλου. «Είδαμε αυτά τα πράγματα επί τόπου και ήταν απολύτως όμοια με εκείνα που είχα βρει στο Ιδαίο Άντρο! Μερικά από τα εκατοντάδες κομμάτια, πέρα από κάθε αμφιβολία ανήκουν σε έπιπλα. Και μερικά από αυτά που ανήκουν σε έπιπλα, πέρα πάλι από κάθε αμφιβολία ανήκουν σε ένα θρόνο», εξομολογήθηκε ο Σακελλαράκης στον Ψιλάκη.

Και τότε άρχισε και το ταξίδι στο χρόνο. Ο αρχαιολόγος ανακάλεσε μια μαρτυρία του Πορφύριου, βιογράφου του Πυθαγόρα, όπου αναφερόταν ότι ο μεγάλος μαθηματικός και φιλόσοφος, όταν επισκέφθηκε το Ιδαίο Άντρο, είδε το θρόνο του Ιδαίου Δία και χάραξε εκεί ένα επίγραμμα. «Δηλαδή υπήρχε ένας θρόνος, μέσα σε μια σπηλιά στα 1500 μ. σε ένα βουνό […]. Φαντάζεστε λοιπόν έναν χρυσελεφάντινο θρόνο – γιατί έτσι ήταν οι θρόνοι της Ανατολής – να έρθει από τα βάθη της Ανατολής, να φτάσει – φαντάζομαι – στον Κομμό της νότιας Κρήτης, όπου ήταν το λιμάνι εκείνης της περιόδου, και να ανεβεί στα κρητικά βουνά για να στηθεί μέσα σε μια σπηλιά». Διόλου απίθανο. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής διαβάζουμε τη λέξη «θρονοελκτήρια» – μια τελετουργία που σχετίζεται με τον θρόνο ενώ στη μαρτυρία του Πορφύριου, ο θρόνος έχει μεγάλη σημασία στις τελετές του Ιδαίου Δία. Αν και ο Σακελλαράκης απέφυγε να μιλήσει με σιγουριά για τελετουργική συνέχεια, είχε τότε απαριθμήσει μια σειρά από αναφορές στον ένθρονο Δία των αρχαίων που ίσως σταματούν σήμερα, στην εικόνα του Αφέντη Χριστού ή του Χριστού της Ανάληψης – ορατούς κρίκους μιας αόρατης αλυσίδας…

Τι μπορούμε λοιπόν να ανασυνθέσουμε για το εύρημα του Σακελλαράκη; «Είναι κομμάτια από κάποιον θρόνο φερμένο από την Ανατολή» είχε από τότε αποφανθεί ο ίδιος, ταυτίζοντας τόσο τον χαρακτήρα όσο και την μεταφορά του από προσκυνητές, από εκείνους που έφταναν στο ιερό φορτωμένοι με αναθήματα από τις πατρίδες τους. Δείχνοντας τα ελεφαντουργήματα στον Ψιλάκη, ο αρχαιολόγος προσπαθούσε ακόμα να τα ανασυνθέσει σαν ένα τεράστιο τρισδιάστατο πάζλ. «Ένα κομμάτι της πλάτης είχε το θέμα του λεγόμενου φτερωτού ήλιου. Μερικά κομμάτια ανήκουν σε σφίγγα και προέρχονται από την πλευρά του θρόνου. Υπάρχουν κομμάτια που μας οδηγούν ασφαλέστερα στο μοτίβο του μεσοποταμιακού θρόνου αλλά δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για το μέγεθός του». Όπως δεν μπορούσε να ειπωθεί τίποτα και για το αν ήρθε στην Κρήτη ως ανάθημα ή ως παραγγελία ενός ευφυέστατου ιερατείου που ήξερε να προκαλεί δέος στους ανθρώπους του 8ου αι. π.Χ., μιας εποχής μεταβατικής, όπου ο μινωικός και μυκηναϊκός πολιτισμός ήταν θρύλοι του παρελθόντος, αρκετοί όμως για να εμπνεύσουν, εκείνη ακριβώς την περίοδο, τα Ομηρικά Έπη.