Τελικά, μας αρέσει το νέο Μουσείο της Ακρόπολης; Θα ήταν καλύτερο αν χτιζόταν σε άλλο οικόπεδο; Κι από Έλληνες αρχιτέκτονες; Δεν έπρεπε να γκρεμιστούν τα παρακείμενα κτίσματα; Δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του η συζήτηση εξακολουθεί να προκαλεί αμηχανία.

Το μουσείο κρίνεται περισσότερο γι’ αυτό που σημαίνει (και συμβολίζει) για την πολιτεία, την εγχώρια αρχιτεκτονική και για τους αρχαιολόγους και πολύ λιγότερο για το οικοδόμημα αυτό καθεαυτό.

Χθες στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς, παρουσία του αρχιτέκτονα που το σχεδίασε, του Μπερνάρ Τσουμί, ένα ακροατήριο γεμάτο αρχιτέκτονες και αρχαιολόγους δεν είχε ούτε μία ερώτηση να απευθύνει στον Γαλλοελβετό αρχιτέκτονα. Αν εξαιρέσουμε, βέβαια, την κριτική για τη μη αναφορά του ονόματος του αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη (που δεν ευσταθούσε) ή την άποψη ότι είναι προτιμότερο να βλέπει κανείς μια παράγκα ή ένα κακοφορμισμένο κτίριο παρά μια σύγχρονη γυάλινη επιφάνεια.

Βλέποντας κανείς με απόσταση τα γεγονότα πίσω από τη δημιουργία του νέου Μουσείου Ακρόπολης, δεν απορεί. Το χρωστάμε στην τύχη. Μόλις το 2004 το ΣτΕ άναψε το πράσινο φως για την ανέγερση με οριακή πλειοψηφία (15 ψήφοι υπέρ, 14 κατά). Δεν είναι επομένως καθόλου παράδοξο ένα κτίριο, που απώθησε πλήρως κάθε συναισθηματισμό, να προκαλεί τόσο έντονα πάθη. Εξακολουθούμε να στεκόμαστε διχασμένοι μπροστά του. Θα μας πάρει χρόνο, ελπίζω όχι άλλα 33, όσα απαιτήθηκαν για το δούμε τελειωμένο. Στο εξωτερικό, απαλλαγμένοι από εθνικές, συντεχνιακές ή άλλες σκοπιμότητες, το έστειλαν φέτος στην τελική εξάδα για την ύψιστη διάκριση στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, το βραβείο «Mies Van der Rohe».

Καλεσμένος τού εξαιρετικά ενδιαφέροντος συμποσίου, «Μουσείο Ακρόπολης. Ιδεολογία, Μουσειολογία, Αρχιτεκτονική», που έληξε χθες, ο Μπερνάρ Τσουμί μίλησε για τις δεδομένες παραμέτρους που επέβαλαν, αν δεν γέννησαν, το περιεχόμενο (context) του μουσείου.

Έδειξε ορισμένα από τα έργα του, που προηγήθηκαν, αλλά και ένα που χτίζει τώρα στη Γαλλία για να περιγράψει τον τρόπο που επιλέγει το concept, τη βασική ιδέα, κάθε φορά.

Στην περίπτωση του Μουσείου της Ακρόπολης, η ελάχιστη απόσταση από τον Ιερό Βράχο, το ήδη «γεμάτο» οικόπεδο, η διατήρηση των αρχαίων ευρημάτων, αλλά και το όραμα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα ήταν μια κακή αρχή, τόνισε. Επιπλέον, το «νέο μουσείο ξεκινάει από μια συγκεκριμένη συλλογή, από την Ιστορία την ίδια», είπε, γι’ αυτό και δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με το Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο του Φρανκ Γκέρι ούτε με την Πυραμίδα του Πέι στο Λούβρο ούτε με το Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης. Είναι μοναδικό. «Το μουσείο γεννήθηκε από τις συγκυρίες», είπε με έμφαση.

«Δεν ήθελα να ανταγωνιστώ τον Παρθενώνα», είπε, «το πιο επιδραστικό κτίριο στην Ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Ήθελα ένα μουσείο που να μιλάει για τον Παρθενώνα, αλλά και για την πόλη που υπάρχει γύρω του». Και ανέφερε τις τρεις λέξεις που ορίζουν κατά τον ίδιο την αρχιτεκτονική: η ιδέα (concept), η οπτική (perspect) και η επίδραση (affect).

«Η ιδέα χωρίς οπτική είναι άδεια, αλλά η οπτική χωρίς ιδέα είναι τυφλή», μ’ αυτή τη φράση του Εμάνουελ Καντ συνόψισε την παρουσίασή του. Είναι, όπως είπε, η πιο αγαπημένη του φράση. Ας ανοίξουμε κι εμείς, εκτός από τα μάτια μας, και την καρδιά μας…